«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό ρουμάνου ἱερομάρτυρος π. Ἱλαρίωνος.
Ἡ ψυχή του ἐνόχου ἀνθρώπου ἐπιδιώκει καί ποθεῖ τήν μετάνοια, νά ἐξαλείψει διά τῶν ἀσκήσεων του τίς ἁμαρτίες του καί ν᾿ ἀποκτήσει, μέσω τῆς χάριτος τῆς μετανοίας, τήν ἀθωότητα καί τήν εἰρήνη τῆς συνείδησης του.
Περισσότερο ἀπό κάθε ἐξωτερικούς τύπους καί κανόνες, ἡ επίγνωση τῆς ἁμαρτίας ταράζει τήν ψυχή του ἀνθρώπου καί τόν προτρέπει νά διψᾶ τήν ἐλευθερία καί τό φῶς τῆς σωτηρίας. Ὅποιός πράττει τήν ἁμαρτία γίνεται δοῦλος της.
Κάποιος παρατηροῦσε ὅτι ὑπάρχουν δύο εἴδη μετανοίας: ἐσωτερική καί ἐξωτερική. Ἡ πρώτη εἶναι ἐκείνη πού μᾶς βοηθᾶ νά κλαῖμε γιά τήν ἁμαρτία πού διαπράξαμε. Αὐτή διαρκεῖ γιά ὅλη τήν ζωή μας... Ἡ δεύτερη ἐκδηλώνεται μέ ἐξωτερικά γνωρίσματα ἀνάνηψης, μέ τήν ἐξομολόγηση ἁμαρτιῶν καί μέ συναισθήματα λύπης γιά νά μήν ἁμαρτάνουμε ξανά.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία καί ψυχολογικά. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος νά πορεύεται στό σκοτάδι καί νά μήν ποθεῖ τό φῶς. Τό σκότος προκαλεῖ ἀνησυχία, φόβο, τρομάρα, θάνατο. Ἡ πατρίδα τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ οὐρανός, δηλαδή τό φῶς, ἡ εὐτυχία καί ἡ αἰωνία ζωή. Βυθισμένη στήν ἁμαρτία, ἡ ψυχή ζεῖ σέ μιά ἀνώμαλη κατάσταση, ἀπομακρύνεται καί περιπλανιέται ἀπό τήν φυσική καί θεϊκή της πορεία. Ἀπ᾿ἐδῶ πηγάζουν ἀφ᾿ ἑνός ἡ ἀνησυχία καί ἡ σύγχυση καί ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ πόθος γιά τόν Θεό καί ὁ μεγάλος ἀγώνας γιά νά ἐλευθερωθεῖ, μέσω διαφόρων ἐξιλαστήριων πράξεων, ἀπό τά δεσμά τῶν παθῶν καί ἀπό τήν σφίγξιμο τοῦ θανατου, γιά νά φτάσει καί πάλιν στήν κανονική της κατάσταση, δηλαδή στήν ἀγνεία.
Συναντοῦμε, βέβαια τήν μετάνοια καί στούς βίους τῶν Ἁγίων. Συχνά οἱ πιό ἀγνές ψυχές νοιώθουν περισσότερο τήν ἀναγκαιότητα τῆς μετανοίας. Αὐτό τό γεγονός δικαιολογεῖται:
α) Ζῶντας σέ περισσότερο θεϊκό φῶς καί ἀγάπη, οἱ Ἅγιοι βλέπουν καλύτερα ἀπό τούς ἀμετανοήτους ἀνθρώπους τήν πραγματικότητα τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν ἀναγκαιότητα κάθαρσης τους
β) Οἱ Ἅγιοι νοιώθουν περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς τήν ἀναγκαιότητα τῆς μετανοίας, γιά νά προφυλαχτοῦν οἱ ψυχές τους ἀπό μελλοντικές πτώσεις καί ἁμαρτίες.
Πρίν ὑπάρξει ἡ ψυχολογία σάν ἐπιστήμη τῶν ψυχικῶν φαινομένων καί ἡ ψυχανάλυση σάν προσπάθεια ἐπεξήγησης τῶν μυστηρίων τοῦ ὑποσυνείδητου τῆς ψυχῆς, οἱ μεγάλοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἔχουν δείξει σαφῶς τήν ψυχολογική ἀναγκαιότητα τῆς μετανοίας γενικά καί τῶν στοιχείων της εἰδικά. Θά παρουσιάσουμε λόγια τοῦ Ὠριγένη, τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου σχετικά μ᾿ αὐτό τό θέμα, γιά νά καταλάβουμε ὅτι ἡ ψυχολογία τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς δέν ἦταν ἕνα ἄγνωστο θέμα γιά τήν Ἀποστολική καί πατερική ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα μέ τόν Ὠριγένη, ἡ μετάνοια καί ὁ ὁρισμός της, ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν, ἔχει μία λογική αἰτιολόγηση καί μία βαθειά ψυχολογική ἀναγκαιότητα. Κάθε ψυχή πού ἁμαρτάνει, λεκιάζει, ἀρρωσταίνει καί μαυρίζει ἀλλά, διά τῆς μετανοίας καί ἐξὁμολογήσεως, ἀποκαθίσταται πνευματικά.
Βυθισμένη στήν ἁμαρτία, ἡ ψυχή εἶναι μαύρη. Διά τῆς μετανοίας καθαρίζεται καί διά τῆς ἱερᾶς ἐξὁμολογήσεως ὁ ἁμαρτωλός ἀποβάλλει ἀπό μέσα του ὅλο τό κακό τῆς ἁμαρτίας καί ἀνακουφίζεται, ὅπως τό στομάχι, ὅταν ἀποβάλλει τά τρόφιμα τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά χωνευτοῦν.
Ὅπῶς οἱ ἀσθενείς χρειάζονται γιατρό, ἔτσι καί οἱ ἁμαρτωλοί ἔχουν ἀνάγκη τόν Πνευματικό γιά νά τοῦ ἐμπιστευτοῦν τά μυστήρια τῆς συνειδήσεώς τους, νά θεραπευτοῦν μέ τίς σοφές του νουθεσίες καί τίς λειτουργικές του προσευχές.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πωρωμένοι στίς κακίες τους, οἱ ὁποῖοι δέν μετανοιώνουν καί θεωροῦν ὅτι ἡ ἐξομολόγηση δέν ἔχει κανένα νόημα ἤ ὄφελος. Ἐδῶ ὁμιλοῦμε γιά τόν ἄνθρωπο, πού θέλει νά ἐξὁμολογεῖται τίς ἁμαρτίες του γιά νά δεχτεῖ τήν Θεία Χάρη τῆς θεϊκῆς συγχώρησης. Ὅσὁ πιό εἰλικρινά μετανοιώνει καί ὅσο περισσότερο καίει τό πῦρ τῆς ψυχικῆς μεταμέλειας, τόσὁ πιό σίγουρο εἶναι ὄντως τό ἔλεος καί ἡ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ (βλπ. Δεύτερη ὁμιλία τοῦ Ὠριγένη στούς Ψαλμοῦς, 37, Ε. Π. 12, 1381-1382).
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας καλός γιατρός ὁ ὁποῖος φέρνει ἀγαλλίαση καί ἀνάπαυση. Τό δῶρο τῆς μετανοίας ξαλαφρώνει τήν ψυχή καί τήν προτρέπει πρός τήν σωτηρία της. Ἡ μετάνοια παρηγορεῖ σάν μία μητέρα καί ξεπλένει τήν ψυχή σάν μία καθαρή πηγή. Ἡ μετάνοια γίνεται μέ δάκρυα, μέ λυγμούς καί ἰδιαίτερα μέ ἐξομολόγηση. Ἡ μετάνοια εἶναι τό χυτήριο τῆς ἁμαρτίας, ὅπου ὁ «μόλυβδος» γίνεται «χρυσός». Αὐτή σκοτώνει καί ἀνίσταται, τό σκοτάδι ἀντικαθίσταται μέ τό φῶς, τούς ἁμαρτωλούς τούς κάνει ἀποστόλους καί τήν ἔρημο οἶκο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, κατά φύση (βέβαια, μετά τήν πτῶση τοῦ Ἀδάμ), εἶναι ὑποδουλωμένος στά πάθη, τά ὁποῖα σκεπάζουν τά μάτια τῆς ψυχῆς σάν κάποιες τσίμπλες τῆς κακίας. Ἡ μετάνοια ξεπλένει τά μάτια τῆς ψυχῆς, κυριαρχεῖ στήν ἀδύνατη φύση καί τιθασεύει τά πάθη. Γκρεμίζει τήν ἀλαζονεία καί οἰκοδομεῖ ἐν ἀγάπη. Νικᾶ τά τερτίπια τοῦ ὄφεως καί ἐνισχύει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἡ μετάνοια καταστρέφει τήν εἰδωλολατρία καί πλησιάζει τόν Θεό, εἶναι ἑνωμένη μέ τήν Ἐκκλησία. Ἀλλοίμονο στούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι δέν ὑπάρχει μετάνοια (βλπ. Ἀσκητικά τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, σ. 87-110).
Ἡ ἁμαρτία πού ἐνοχλεῖ τήν σάρκα κυριαρχεῖ στόν νοῦ καί στήν καρδιά σάν ἕνας τύραννος. Ἡ ψυχή μέσα στό σῶμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι σάν ἕνα πουλί στό κλουβί ἤ σάν ἕνα ἕτοιμο καί σφαγμένο πρόβατο. Τό σῶμα καίει προκαλώντας τήν γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας καί ὁ ἄνθρωπος σκλαβώνεται σάν ἕναν δέσμιος λεοντόκαρδος, σάν ἕνας γίγαντας μέ κομμένα τά χέρια καί τά πόδια. Ὁ ἁμαρτωλός εἶναι ἕνας ζωντανός νεκρός, ἕνας τυφλός ὁ ὁποῖος δέν βλέπει τίποτε. Εἶναι ἕνα ἀποβλακωμένο πλάσμα, στό ὁποῖο ἡ σκληρά τυραννία τῶν παθῶν προετοιμάζει τήν αἰώνια καταδίκη του.
Ἡ μετάνοια πολλές φορές γίνεται δοῦλος τῶν παθῶν. Πῶς; Στήν πορεία της, ξεφυτρώνει ἡ ντροπή. «εἶναι πολλοί οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς ντροπῆς ἀφήνουν ἀθεράπευτα τά κρυμμένα μέσα τους πάθη. Ἐγώ ὅμως δέν κρύβω τό πλῆθος τῶν ἀδικιῶν πού βρίσκονται μέσα μου. Δέν κρύβω τήν ντροπή μου. Ξέρω ὅτι καλύτερα εἶναι γιά μένα ζητιανεύοντας νά ζῶ, παρά ντροπιασμένος νά πεθάνω ἀπό πεῖνα καί ἀτιμία. (σ. 224).
Ἐναντίον τοῦ συναισθήματος τῆς ντροπῆς γιά τήν μετάνοια ὁμιλεῖ λαμπρά ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δείχνοντας ὅτι ὄχι ἡ μετάνοια, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ντροπιάζει. «Ὑπάρχουν δύο πράγματα· ἡ ἁμαρτία καί ἡ μετάνοια· ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πληγή, ἐνῶ ἡ μετάνοια εἶναι τό φάρμακο. Ὅπῶς στό σῶμα ὑπάρχουν πληγές καί γιατρικά, καί στήν ψυχή ὑπάρχουν ἁμαρτίες καί μετάνοια. Ἀλλά ἡ ἁμαρτία συνδέεται μέ τήν ντροπή, ἐνῶ ἡ μετάνοια φέρνει ἐμπιστοσύνη καί θάρρος. Σέ παρακαλῶ, νά τό προσέξεις, μη τυχόν, μπερδεύοντας μέ τό κατεστημένο, χάσεις τό κέρδος. Εἶναι πληγή καί γιατρικό, στήν πληγή ὑπάρχει τό πῦον, μέ τό γιατρικό γίνεται ἡ θεραπεία της. Στήν ἁμαρτία εἶναι πύον, ρεζίλι, περίγελως, στήν μετάνοια ὑπάρχει ἐμπιστοσύνη, ἐλευθερία, καθαρισμός τῶν ἁμαρτιῶν. Πρόσεξε αὐτό πού σοῦ λέω· ἡ ντροπή ἀκολουθεῖ τήν ἁμαρτία, ἡ ἐμπιστοσύνη τήν μετάνοια. Κατάλαβες τί λέω; Ὁ Σατανᾶς ἔχει ἀλλάξει αὐτή τήν τάξη καί ἔχει δώσει τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἁμαρτία καί τήν ντροπή στήν μετάνοια … (Ὁμιλία 8, 2).
Πῶς ἀλλάζει τό πονηρό πνεῦμα τήν ἠθική τάξη τῶν πραγμάτων; Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μᾶς λέει ἕνα παράδειγμα· Ἕνας, ἔχοντας τρελλά τό πάθος, ἀκολουθεῖ μία πόρνη σάν ἕνας δοῦλος καί μπαίνει στό χαμαιτυπεῖο. Χωρίς νά ντρέπεται, πράττει μαζί της τήν ἁμαρτία. Δέν ντρέπεται καθόλου καί πουθενά. Βγαίνει ἀπό ἐκεῖ καί ντρέπεται νά μετανοήσει. Ταλαίπωρε, ὅταν ἔκανες τήν ἁμαρτία δέν ντρεπόσουν, ἀλλά τώρα ντρέπεσαι νά μετανοήσεις; Ὁ διάβολος σέ ὠθεῖ σέ δύο κακίες· ν᾿ἁμαρτάνεις καί νά μή μετανοήσεις. Κι ἔτσι θ᾿ ἁμαρτάνεις καί ἄλλη καί ἄλλη φορά.
Στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἕνας συνεχής πόλεμος. Οἱ αἰσθήσεις ἀνάβουν τόν πόθο τῶν ἡδονῶν καί τά συναισθήματα ἀνάβουν γιά ἀπολαύσεις, οἱ ὁποῖες προσπαθοῦν νά σβήσουν τήν δύναμι τῆς ἀρετῆς καί τήν φωνή τῆς συνείδησης. Ἔτσι τό σῶμα καίει σάν νά πάσχει ἀπό βασκανία καί καταλήγει στό δίχτυ τῆς ἀπώλειας, ἄν δέν μετανοήσει. Ἡ καρδιά κολακεύεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό σῶμα μολύνεται σάν ἀπό μία βρώμικἡ πηγή ἀπ᾿ ὅπου τρέχουν ἀκάθαρτοι λογισμοί. Αὐτός, ὅμως πού σκέφτεται τόν Θεό σβήνει γρήγορα τό κακό μέσα του διά τῆς ἐξομολόγησης, διότι ἡἐξομολόγηση τῶν παθῶν εἶναι ἡ καρδιά τῆς μετανοίας. Ἡ Χάρη αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου σβήνει τήν φλόγα τῶν παθῶν καί προσφέρει στήν ἀρετή καί στήν συνείδηση μία νικηφόρα δύναμη.
Ἡ βαθειά μετάνοια τοῦ βασιλέως Δαβίδ παρέχει στόν ἱερό Χρυσόστομο τήν εὐκαιρία τῆς ὡραίας ἀκόλουθης ψυχολογικῆς παρατήρησης: ὁ προφήτης ἦταν στήν φθορά, τό μαργαριτάρι ἦταν στήν λάσπη, ἀλλά δέν καταλάβαινε ὅτι εἶχε ἁμαρτήσει, τόσο τυφλωμένος ἦταν ἀπό τό πάθος του. ὍτἌν ὁ ἁμαξᾶς εἶναι μεθυσμένος, ἡ ἅμαξα προχωρᾶ ἄτακτα,· Ἔτσι, ὅ,τι εἶναι ἡ ἅμαξα καί ὁ ἁμαξᾶς, τό ἴδιο εἶναι καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή. Ἄν ἡ ψυχή εἶναι φυλακισμένη, τότε καί τό σῶμα σέρνεται στόν βόρβορο. Ἐφ᾿ ὅσον ὁ ἁμαξᾶς κρατάει καλά τά ἡνία, καί ἡ ἅμαξα προχωρᾶ καλά. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἁμαξᾶς χάνει τίς δυνάμεις του καί δέν μπορεῖ πιά νά κρατήσει τά ἡνία, οὔτε ἡ ἅμαξα δέν πάει καλά. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τόν ἄνθρωπο. Ἐφ᾿ὅσον ἡ ψυχή ἀγρυπνεῖ, καί τό σῶμα παραμένει καθαρό, ἀλλά ὅταν ἡ ψυχή εἶναι πολύ σκοτισμένη, καί τό σῶμα μολύνεται μέ τίς ἡδονές. Καί τί ἔκανε ὁ βασιλιᾶς Δαβίδ; Πόρνεψε μέ τήν γυναίκα τοῦ ἄλλου, ἀλλά δέν καταλάβαινε τήν ἁμαρτία του, οὔτε τοῦ τό εἶπε κανείς. Κι αὐτό γινόταν ὅτἌν ὁ Δαβίδ ἦταν σέ πολύ μεγάλη ἡλικία. Γιά νά καταλάβεις, ἄν τυχόν πιαστεῖς ἀπό τήν ἀβουλία, ὅτι δέν σέ ὠφελοῦν τά ἄσπρα σου μαλλιά γιά νά γλυτώσεις τήν ἁμαρτία. Τά ἤθη δέν τά κάνει ἡ ἡλικία, ἀλλά οἱ καλές πράξεις οἱ ὁποῖες πηγάζουν ἀπό τήν σοφία τῆς ψυχῆς. (Ὁμιλία 2, 2)
Λοιπόν, ἡ πηγή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἐντός τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ ἀρετή καί ἡ χάρη τῆς μετανοίας. Ὁ ἁμαρτωλός εἶναι ἕνας νεκρός, σάν τόν Λάζαρο ὅπως μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιο. Ἡ ἐξομολόγηση σημαίνει ἐπιστροφή στήν ζωή, μᾶς τό ἐπιβεβαιώνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας: «Βλέπετε, οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου λύνουν τόν δεμένον μέ λωρίδες πρώην νεκρό καί τώρα ἀναστημένο Λάζαρο. Ἄν ἔλυον ἀπό τά δεσμά του ἕναν νεκρό Λάζαρο, θά προκαλοῦσαν τήν δυσωδία καί δέν θά φανερωνόταν ἡ δύναμις τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς, μπροστά στό τάφο τοῦ Λαζάρου, δέν λέει «ἔλα στήν ζωή, ἀλλά ἔλα ἔξω. Κάθε ἁμαρτωλός, ἐφ᾿ ὅσον κρύψει τήν ἁμαρτία του στό βάθος τῆς συνείδησής του, εἶναι ἀκόμα ἐνταφιασμένος στό βάθος τοῦ τάφου. Ὁ ἁμαρτωλός ὅμως πού ἔρχεται στό φῶς μέ τήν θέλησή του ἐξὁμολογεῖται τίς ἀθλιότητες του… Ὁ νεκρός ἀνασταίνεται! Ὁ ἁμαρτωλός ἀναγνωρίζει τό σφάλμα του. Ἐφ᾿ ὅσον ἀναστήθηκε, οἱ μαθητές τόν ἀπολύουν, δηλαδή οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἀκυρώνουν τήν ποινή, πού θά τοῦ ἄξιζε, διότι δέν ντράπηκε νά ὁμολογήσει αὐτά πού εἶχε κάνει … (Ὁμιλία 26 στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο 20, 19-21, Migne 86, 1200)
Δέν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα νά πείθεις τούς ἀνθρώπους νά ὁμολογήσουν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί. Κι ἄν γίνει αὐτό εἶναι ἀκόμη πιό δύσκολο νά τούς βοηθήσης νά μήν ἁμαρτήσουν πλέον. Ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας γίνεται ὅλο καί πιό ἀπρόσιτη καί ἡ ἠθική συνείδηση πολλῶν ἀνθρώπων εἶναι κοιμισμένη. Ἡ πίστη καί τό ἠθικό συναίσθημα ἀντιμετωπίζονται ἀπό πολλές ψυχές μέ ἀμφιβολίες, ἀδιἀφορία, σκεπτικισμό, ἀτομικισμό καί ἀθεϊσμό. Τό πρῶτο ἀποτέλεσμα τῆς ἀπιστίας εἶναι ἡ κατάπτωση τοῦ ἠθικοῦ φραγμοῦ. Μία πτώση σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο ἀκολουθεῖται ἀπό μία ὑποβάθμιση τῶν ἠθῶν καί ἀπό ἕνα πλῆθος ἀλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, τά ὁποῖα ἀποσταθεροποιοῦν τήν ψυχή. Ἡ ἐσωτερική ἁρμονία ὑποκύπτει μπροστά στήν δυσαρμονία, ἡ ἡσυχία μπροστά στήν ἀνησυχία, ἡ χαρά μπροστά στόν πόνο.κτλ. Ἕνα πλῆθος μαρτυριῶν μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε ὅτι ἡ ψυχική ἡσυχία τῶν ἀπίστων καί ἁμαρτωλῶν δέν εἶναι καθόλου πραγματική, ἀλλά φαινομενική. Στό βάθος τῆς ψυχῆς τους ὑπάρχει εἴτε ταραχή, εἴτε θλίψη, εἴτε τύψη. Αὐτή ἡ κατάσταση κρίσης, μπερδέματος καί ἐσωτερικοῦ σκότους εἶναι μία ἀρρώστια, μία ὄντως ἀνώμαλη κατάσταση. Αὐτή ἐγείρει μέσα στόν ἄνθρωπο τήν ἐπιθυμία ἀπελευθέρωσης καί καθάρσης. Ὄντας κάτω ἀπό τήν ἐξουσία της, ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται, ψάχνει ἀπαντήσεις, ξέφωτα, καθησυχαστική ἀσφάλεια, πρός τήν ὁποία τόν προτρέπει ἡ μυστική ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, γιά νά ἐξηγήσει καί νά ἀντέξει τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς του.
Ἡ ψυχρή λογική μερικές φορές μπορεῖ νά δώσει στόν ἄνθρωπο τήν ψευδαίσθηση μιᾶς ἀθεϊστικῆς καί ἀντιθρησκευτικῆς πεποίθησης. Ἀλλά αὐτή δυσαρεστεῖ καί δέν ἱκανοποιεῖ τήν οὐράνια δίψα τῆς ψυχῆς. Πόσες φορές οἱ θρησκευτικά ἀναίσθητοι καί ἄπιστοι κραυγάζουν μ᾿ ἕναν τρόπο ἤ μέ τόν ἄλλο τον πόθο γιά ἡσυχία καί ἀγνότητα τῆς ψυχῆς; Πόσοι πνευματικοί ἄρα δέν ἔχουν δεχτεῖ ἤ δέχονται ἀκόμα μπροστά στό Ἱερό Βῆμα καί στήν ὥρα τῆς ἐξομολόγησης ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἀναφωνοῦν καί προσεύχονται, νικημένοι ἀπό τήν ἀδυναμία τους: «Πάτερ, δώσε μου τήν ἡσυχία τῆς ψυχῆς!
Ἕνας στοχαστής, ὁ J.J. Rousseau, ὁμολογοῦσε, δυσαρεστημένος ἀπό τήν ἀθεϊστική φιλοσοφία: «αὐτή δέν μ᾿ ἔπεισε, ἀλλά μέ στἐνοχώρησε. Τά ἐπιχειρήματα της μοῦ θόλωσαν τό μυαλό, χωρίς ποτέ νά μπορέσουν νά με πείσουν (Reveries, στό H. Delacroix, La religion et la foi, σ. 324).
Ἡ ψυχή του ἀνθρώπου εἶναι ἕνα μυστήριο, ἕνα αἴνιγμα τό ὁποῖο δέν μπορεῖ ἀποκρυπτογραφηθεῖ μέ τούς κανόνες τῆς κοινῆς λογικῆς. Οἱ προϋποθέσεις τῶν λογικῶν συλλογισμῶν ἔχουν στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἕνα πολύ σημαντικό ρόλο, ἀλλά δέν εἶναι ἐπαρκεῖς γιά νά εἰρηνεύσουν καί νά ἡσυχάσουν τίς ψυχές. Αὐτές ἀπαιτοῦν καί τήν ἔγκριση τῆς καρδιᾶς, ἐπειδή οἱ συναισθηματικοί λόγοι ἱκανοποιοῦν πιό πολύ ἀπό τούς γνωστικούς. Ἡ καρδιά εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀγάπης καί τό πνεῦμα τοῦ νοῦ, ἄν μπορούσαμε νά τό ποῦμε ἔτσι. Ὅταν ἡ καρδιά ἰσχυρίζεται ὅλα τά δικαιώματα της, ὁ ἄνθρωπος διανύει μία πορεία βαθειᾶς ἠθικῆς καί διανοητικῆς μεταβολῆς.
Τί σημαίνουν ὅλες αὐτές οἱ διαπιστώσεις καί οἱ ἰσχυρισμοί; Σημαίνουν ὅτι στήν θρησκευτική πίστη καί στήν ἠθική ζωή δημιουργοῦνται ἐμπειρίες οἱ ὁποῖες ἐπαναστατοῦν καί ἀναμορφώνουν τήν ψυχή, γίνονται ἀνανήψεις καί ἀναδιπλώσεις, θάνατος καί ἀναγέννηση. Αὐτές οἱ ἐμπειρίες ὀνομάζονται θεολογικά καί ψυχολογικά μετατροπές ἤ μεταβολές.
Ἡ ἁμαρτία γεννᾶ στόν ἄνθρωπο τήν θλίψη, ἀντιθέσεις, ἠθική διαταραχή καί τήν ἀνάγκη μιᾶς ἐπιλογῆ μεταξύ ζωῆς καί τοῦ μηδενός, τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Βαβυλῶνος, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου. Δύο ἑαυτοί, δύο καρδιές, δύο θελήσεις, οἱ ὁποῖες βρίσκονται σέ μιά δεινή μάχη, πού ἔχει σκοπό τήν ἀποκατάσταση τῆς ψυχικῆς ἑνότητας.
Ἡ κανονική ἐξέλιξη ἑνός χαρακτήρα ἔγκειται στήν ἑνοποίηση τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς, στήν ἑνοποίηση τοῦ πραγματικοῦ ἐγώ καί τοῦ ἰδανικοῦ «Ἐγώ». Εἶναι κλασική ἡ διαδικασία αὐτῆς τῆς ψυχικῆς ἑνοποίησης στήν περίπτωση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, μέ τόν πόλεμο τῶν δύο διηρημένων θελήσεων, διαδικασία ἡ ὁποία συναντιέται στίς ψυχές ὅλων τῶν μετανοημένων, σ᾿ ἕνα μεγαλύτερο ἤ μικρότερο βαθμό. «Ἡ νέα θέληση ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά ὑπάρχει μέσα μου … δέν μποροῦσε νά νικήσει τήν ἄλλη, πολύ πιό παλαιά καί πιό ισχυρή. Οἱ δύο θελήσεις μου πολεμοῦσαν μεταξύ τους καί ὁ διχασμός τους μοῦ κατασπάραζε τήν ψυχή. Τώρα καταλάβαινα διά τῆς δικῆς μου ἐμπειρίας ἐκεῖνο πού τό εἶχα διαβάσει ὅτι τά πάθη του σώματος εἶναι ἐνάντια τοῦ Πνεύματος καί ἡ θέληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀντίθετη μέ τήν τοῦ σώματος . «ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός» Γαλ. 5,17). Οἱ σκέψεις πού τίς ἀνύψωνα πρός Σέ ἦταν σάν τούς κόπους ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ξυπνήσουν καί βυθίζονται ξανά στόν ὕπνο πού τούς αἰχμαλωτλιζει … Δέν ἤξερα πῶς ν᾿ ἀπαντήσω στήν πρόσκλησή Σου. Ἔγειρε, ὁ καθεύδων, καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός (Ἐφεσ. 5, 14). Ἀργοῦσα νά πλησιάσω στόν θάνατο γιά νά ἐπανέλθω στήν ζωή. Τό ριζωμένο μέσα μου κακό μ᾿ ἐξουσίαζε περισσότερο ἀπό τό καλό, πού ἐλάχιστο ἦταν μέσα μου. Ὅσο κι ἄν ἔβλεπα πλησιαζόντας τήν κρίσιμη στιγμή, ὅτι ἔπρεπε νά γίνω καινή κτίση, τόσο αὐτή ἡ στιγμή μέ ἐφόβιζε. (Ἐξὁμολογήσεις, Confessiones, VIII, κεφ. 5, 7 καί 11)
Αὐτή ἡ εἰκόνα τῆς διαιρημένης ἀπό ἀμφιταλαντεύσεις ψυχῆς εἶναι τέλειας ψυχολογικῆς ἀκρίβειας. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζεῖ δύο ταὐτόχρονες ζωές. Ψάχνει συνεχῶς γιά μία νέα ἐσωτερική ἑνότητα. Καί ὅσο αὐξάνει ἡ θλίψη καί ἡ τύψη γιά ἁμαρτίες, τόσο αὐτή ἡ ἑνότητα πρέπει νά πραγματοποιηθεῖ. Ἡ νέα ζωή ἀρχίζει μέ τόν θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἐγώ, ὅταν δηλαδή οἱ καινούργιες ἰδέες ὡριμάζουν στήν σκιά καί ὕστερα λάμπουν στό φῶς τῆς συνείδησης. Τήν διάσπαση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου ἀκολουθεῖ ἡ συναρμολόγηση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐξομολόγηση. Ὕστερα ἔρχεται ἡ σταθεροποίηση καί ἡ ἐμφάνιση ἑνός καινούργιου τρόπου ζωῆς. Αὐτό τό ψυχικό φαινόμενο ὀνομάζεται ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς. Εἶναι δηλαδή ἡ ἐπιστροφή διά τῆς ἐσωτερικῆς ἐπανάστασης στήν ὑπηρεσία ἑνός ἰδανικοῦ χριστιανικῆς τελειότητας, πού εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό.
Σ᾿ αὐτό τό ἔργο ἐνεργεῖ καί ἕνας μυστήριος δάκτυλος τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ πατρική του ἐπέμβαση στήν ἐπιστροφή αὐτή. Ἡ Θεία Χάρη γκρεμίζει ἀργά ἐνίοτε καί ξαφνικά τό παλαιό ἐγώ μας, καθώς ἕνα σπίτι γκρεμίζεται τοῦβλο μέ τοῦβλο ἤ ξαφνικά μέ κάποιο δυναμίτη. Πολύ σπουδαία εἶναι ἡ στιγμή ὅταν φτάνει ὁ ἄνθρωπος στήν πεποίθηση τῆς ἁμαρτίας καί στήν ἀναγκαιότητα τῆς θείας χάριτος. Ἡ ἁμαρτία τυραννᾶ τήν ψυχή ὅπως ἕνας φυσικός πόνος βασανίζει τό σῶμα. Προκαλεῖ μέσα μας τήν ἐπιθυμία καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς σωτηρίας καί δέν ἡσυχάζει μέχρι νά ἀποκτήσει ἡ ψυχή τήν ἐμπειρία καί τήν βεβαιότητα μιᾶς ἄνωθεν βοήθειας, πού τῆς ἔχει δοθεῖ. Ἡ ψυχική ἀνακαίνηση ἀποβλέπει στήν ἀπἀλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅπως καί ἡ μετάνοια.
Στήν ἀνακαίνιση ἑνώνονται ὁ νοῦς μέ τήν καρδιά, ἀναδύεται μία καινούργια πίστη, γεννιέται μία νέα ζωή. Τά παλαιά ἔχουν περάσει καί ὅλοι οἱ λογισμοί καί οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύφθηκαν καί εἶναι ἄδολοι καί ἀγνοί.
Ἡ ἀνακαίνιση εἶναι ἡ συντριβή τῆς ὑπερηφάνειας καί τό τέλος τῆς ἐσωτερικής ἀναρχίας. Εἶναι μία ἀναγέννηση μέσα στήν χαρά τῆς ἐλευθερίας, μία μεταμόρφωση τῆς ψυχῆς, μία ἐπιστροφή στό σπίτι. Ὅπῶς τά πάθη ἀλλάζουν τήν εὐαισθησία καί ἡ ἀγριότητα τῶν ἐνστίκτων θανατώνει τήν τρυφερότητα τῶν συναισθημάτων, ἔτσι καί ἡ μεταμόρφωση τῆς ψυχῆς ἀλλάζει τήν οὐσία τῆς ζωῆς, ξεσκεπάζει τό κακό καί διοργανώνει τήν πνευματική ζωή σύμφωνα μέ μία νέα ἀρχή καί χριστιανική διδασκαλία. Ἡ ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς βγάζει τίς ψυχές ἀπό τήν φαυλότητα τοῦ κακοῦ καί δίνει ἕνα θρησκευτικό χαρακτῆρα. Ἡ ἀνακαίνιση εἶναι ἕνας θρίαμβος ἐπάνω στήν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση, εἶναι μία ἐσωτερική ἐλευθερία, ἕνας καινός οὐρανός καί μία καινή γῆ. Ἡ ζωή διά τῆς μετάνοιας λαμβάνει μία νέα ἀξία. Ἡ πίστη διά τῆς μετανοίας, αὐξάνεται καί φωταγωγεῖται διανοητικά καί ἠθικά.
Ὁ νεοφώτιστος διά τῆς μετανοίας εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει στήν χριστιανική ζωή. Ἡ διάννοιά του, ἡ θέληση καί τά αἰσθήματα του πνευματικά ἐνισχύονται καί ἐμποτίζονται μέ τήν εὐαγγελική Θεία Χάρη. Ἡ ἠθική φυσιογνωμία τοῦ νεοφωτίστου ἀλλάζει οὐσιαστικά καί διαποτίζεται ἀπό τά νάματα τῆς ζωῆς τοῦ Εὐαγγελίου. Τώρα καταλαβαίνει ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες μέχρι τότε τοῦ ἦταν ἀκατάληπτες, εἶναι ἱκανός γιά ἀνώτερους κόπους πού δέν κατέβαλλε πρίν μετανοήσει. Βλέπει τόν κόσμο σάν νά εἶναι ντυμένος μέ τήν αἴγλη μιᾶς πρωτοφανοῦς ὀμορφιᾶς.
Ἡ πρώτη μέριμνά του εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση του ἀπό τά δεσμά τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν παθῶν του. Ἡ αἰτία τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία, δέν θά χρειαζόταν ἡ μετάνοια. Τό κακό θολώνει τήν ἡσυχία τῆς ψυχῆς. Ὁ πόνος τῆς ἁμαρτίας ἀνησυχεῖ καί βασανίζει τήν ψυχή σάν νά εἶναι ἕνας τροχός. Αὐτή ἀπαιτεῖ τήν ἐξομολόγηση τοῦ κακοῦ, τήν ἐνεργητική καί ἀπόλυτη. Ἔτσι ἡ οὐσία τῆς μεταμόρφωσής του εἶναι μία ἐξομολόγηση. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐπιστροφή στόν Θεό εἶναι μία μετάνοια καί ἡ μετάνοια εἶναι μία ἐπιστροφή στόν Θεό, διότι ὅποιός μετανοιώνει, καλεῖται νά ἐπιστρέψει στόν Χριστό καί ν᾿ ἀλλάξει τήν ζωή του. Ὅμως ἡ ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς, σάν ψυχικό φαινόμενο δέν μπορεῖ νά ταυτιστεῖ μέ τήν μετάνοια ὡς Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί εὐαγγελική ἀρετή. Ἀπό τήν ἀρχή ὁ ὅρος ἐπιστροφή στόν Θεό ἔχει μιά πιό περιορισμένη ἔννοια ἀπό τήν μετάνοια. Ἡ ἐπιστροφή ἀρχίζει μέ τήν μετάνοια, ἀλλά δέν τήν περιέχει.
Κάθε μετάνοια θά ἦταν καλό νά εἶναι πρῶτα μία ἐπιστροφή καί κάθε μετανοημένος νά γυρίσει στό σπίτι του σάν ἕνας νέος ἄνθρωπος. Μόνο ἔτσι αὐτό τό ἱερό Μυστήριο μπορεῖ νά καρποφορήσει ὁλοκληρωτικά στήν ζωή του.
Ὁ προτεσταντισμός καί οἱ προερχόμενες ἀπ᾿ αὐτόν αἱρέσεις ἔχουν κρατήσει ἀπό τήν μετάνοια μόνο μία ἀόριστἡ ἐξομολόγηση, πού τήν κάνουν ἀπευθείας στόν Θεό, χωρίς καμία ἐξομολόγηση ὡς μυστήριο καί χωρίς καμία μυστηριακή μεσιτεία.
Πρότι οἱ προτεστάντες προφασίζονται ὅτι δέν χρειάζεται ἐξομολόγηση στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἀπευθείας ἐξαγόρευση στόν Θεό, ὅμως ἡ ἐξομολόγηση εἶναι κάτι φυσικό καί ἀναγκαῖο στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μία ἠθική θεραπευτική λεπτῆς ψυχολογίας. Αὐτή ἐλαφρώνει τήν ψυχή καί τά δάκρυα τῶν μετανοημένων προκαλοῦν τίς εὐεργεσίες αὐτῆς τῆς ψυχικῆς ἐλευθερίας καί ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν δυσμένεια τῶν παθῶν.
Ἡ ἐξομολόγηση ἀντἀποκρίνεται στίς ἀνάγκες τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, ἐπειδή εἶναι μία ἀπό τίς μορφές ἐξαγνισμοῦ πού τίς ἔχει ἀνάγκη ὁ πιστός ὅταν θέλει νά πλησιάσει τήν θεὀτητα. Ὁ ἐξὁμολογούμενος ἀποβάλλει τήν ὑποκρισία καί βλέπει τόν ἑαυτό του, ὅπως εἶναι πραγματικά, διότι ἡφαυλότητα τῆς ψυχῆς του φανερώνεται.
Ἡ πρακτική τῆς ἐξομολόγησης ἔχει ἐξαφανιστεῖ στούς προτεστάντες χωρίς ὅμως νά μποροῦνν νά τό δικαιολογήσουν αὐτό σάν ἱστορικό φαινόμενο παρόλο πού ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀντικαταστήσει τήν δημόσια ἐξομολόγηση μέ τήν ἀτομική, γιά ν᾿ αὐξήσει τό θάρρος τῶν μετανοημένων χριστιανῶν.
Ὑπάρχουν πολλοί πιστοί, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι τό ἱερό Μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης εἶναι μία μεγάλη εὐεργεσία καί μία ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα. Δέν μποροῦν νά ἡσυχάσουν μέχρι νά ἐξὁμολογηθοῦν ὅλες τίς ἁμαρτίες τους ἤ ἀκόμη πιέζονται νά ποῦν σέ κάποιον τήν δυστυχία τῆς ψυχικῆς τους ζωῆς. Πόσοι μετανοημένοι δέν κραυγάζουν δημόσια τίς ἁμαρτίες τους καί ψάχνουν μέ πολλή ἐπιμονή ἕνα λόγο πνευματικῆς παρηγοριᾶς. Στίς πνευματικές συνάξεις παλαιά, ἀκόμα καί σήμερα σέ ὡρισμένους τόπους, ἀκούγονταν ἐντυπῶςιακές δημόσιες ἐξὁμολογήσεις ἁμαρτιῶν, κυρίως ἀπό τό στόμα κάποιων ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἐγύριζαν στήν Ἐκκλησία, μετά ἀπό μία βυθισμένη σέ ἁμαρτίες ζωή. Παρουσιάζουμε ἐδῶ μία τέτοια ἐξομολόγηση, τήν ὁποία ἄκουσα πρόσφατα ἀπό τό στόμα τοῦ Ἰωάννου Αρντελέαν ἀπό τήν πόλη Ἀράντ, ὁ ὁποῖος τώρα εἶναι ἱερεύς.
«Ἤμουν ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος· τίς Κυριακές καί τίς γιορτές πάντα γύριζα ὅλες τίς ταβέρνες, ἔχοντας τό μαχαίρι δεμένο στήν μπότα. Βλασφημοῦσα τά Ἅγια καί ἔπραττα ὅλες τίς ἁμαρτίες. Ἀλλά σιγά-σιγά μπῆκε μέσα μου καί ὁ καλός λογισμός, νά πάω στήν ἐκκλησία καί νά ἐξὁμολογηθῶ. Πλησίασα τό ψαλτήρι καί ἄρχισα νά ψάλω καί νά διαβάζω τά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξὁμολογήθηκα καί ὁ ἱερέας μοῦ εἶπε, ὅτι θά πρέπει νά πολεμήσω πολύ τά πάθη μου. Ἔτσι κι ἔγινε. Δέν ἤξερα πῶς νά ξεμπλέξω ἀπό τίς κακές μου συνήθειες. Ὁ πονηρός, δέν μέ ἄφηνε ποτέ ἥσυχο κι ἐγώ δέν μποροῦσα ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπ᾿ αὐτόν. Τότε, τί νά κάνω; Παρεκάλεσα τόν Κύριο κι Αὐτός μέ βοήθησε διά τῶν νηστειῶν καί τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν οἱ ἄλλοι πήγαιναν τήν Κυριακή σέ γλέντια, ἐγώ ἐπαίδευα τό σῶμα μου μέ νηστεῖες καί χαιρόμουν νά προσεύχομαι στόν Κύριο. Κι ἔτσι, ἔχω φτάσει νά θέλω ν᾿ ἀκούω μόνο συνεχῶς τίς εὐχές, τίς ψαλμωδίες τῆς Ἐκκλησίας καί τά κηρύγματα τά ὁποῖα βγαίνουν ἀπό τό στόμα τῶν ἱερέων. Τώρα ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία, διότι ξέρω ὅτι ἡ διδασκαλία της εἶναι ἁγία καί σωτηριώδης. Ξέρω ὅτι οἱ παπποῦδες μας ἦταν καλύτεροι χριστιανοί ἀπό ἐμᾶς καί θά ἤθελα νά εἴμαστε κι ἐμεῖς σάν αὐτούς.
Ἰδού ἕνα πάρα πολύ διδακτικό παράδειγμα δημόσιας ἐξομολόγησης τῶν ἁμαρτιῶν, πού πηγάζει ἀπό τήν ψυχολογική ἀνάγκη τῆς συγχώρησης. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἕνας νόμος τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὁ ψυχοσωματικός ὀργανισμός μας ἀναζητεῖ φυσικά καί ἐπιτακτικά τήν ἀποβολή τοῦ κακοῦ καί τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς.
Ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι μία συστηματική διαδικασία πού ἀνακαλύπτει καί διατηρεῖ τήν πνευματική αἰσιοδοξία καί ταὐτόχρονα ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ κακοῦ. Ἡ ἐξομολόγηση φέρνει μία ἐκκένωση τῆς ἔνοχης συνειδήσης, μία ἀπἀλλαγή καί μία ψυχική ἀγαλλίαση. Διά τῆς συγχώρησης τῶν ἁμαρτιῶν του, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὄντος ἀπελευθερωμένος, ἁγνισμένος καί λυτρωμένος.
Ἡ ἁμαρτία προξενεῖ πόνο καί κάθε πόνος χρειάζεται νά ἐξὁμολογηθεῖ καί ὅπως μία συγκεκριμένη χαρά αὐξάνει, ἔτσι κι ἕνας ἐξὁμολογούμενος πόνος θεραπεύεται.
Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν ψυχολογική ἀξία τῶν κανόνος τῆς μετανοίας. Τό ἰδανικό τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα μέ τήν ἁγιότητα. Γιά τήν προαγωγή τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀναίρεση τῆς ἀνηθικότητας, ἡ Ἐκκλησία προτρέπει στά μέλη της νά ὑπἀκούουν σέ μερικούς κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἐπιβἄλλουν τήν πειθαρχία καί ἀποβλέπουν στήν διαφύλαξη τοῦ νέου πνεύματος. Ὁ σκοπός τῆς πειθαρχίας δέν εἶναι νά καταστέλλει ἤ νά τιμωρεῖ, ἀλλά νά ἐγείρει τούς πεσμένους, νά διδάσκει τά ἰδανικά τῆς Ἐκκλησίας καί νά κυρώνει τήν παράβαση τῶν ἀρχῶν ἤ τῶν δογμάτων της. Ἡ πειθαρχία ἀποβλέπει στήν ἐπανόρθωση τῶν ἁμαρτωλῶν, στήν αφύπνιση τῆς μεταμέλειας, στήν ἐκπαίδευση καί στήν τήρηση τῆς ἠθικῆς συνείδησης σέ ἐγρήγορση. Δηλαδή ἔχει ἕνα παιδαγωγικό σκοπό, νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος σύμφωνα μέ τό ἰδανικό στό ὁποῖο ἔχει μεταμορφωθεῖ. Ἡ ἐκπλήρωση ἑνός κανόνα ἔχει τόν ἴδιο σκοπό, τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ἡ παιδαγωγική του ἀξία προκύπτει ἀπό τήν ψυχική ἀνάγκη τῶν μετανοημένων νά διορθώσουν καί νά ἐξαγοράσουν τά πραττόμενα λάθη. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό φυσικό καί πιό ὠφέλιμο ἀπό τήν μεταμέλεια γιά ἁμαρτίες καί τήν εὐμένεια νά ἐκπληρώσει ἕνα κανόνα, ὁ ὁποῖος νά βοηθήσει στήν ἐξάλειψή τους. Ἔτσι, λοιπόν, εἶναι ἀδιανόητο γιατί ὁ προτεσταντιςμός ἔχει καταργήσει αὐτό τό Μυστήριο τῆς μετανοίας, τοῦ ὁποίου ἡ ἀναγκαιότητα καί εὐεργεσία προέρχεται καί μέ βιβλικά ἐπιχειρήματα καί μέ ψυχολογικά.
Στό ἔργο τῆς ἐν Χριστῶ μεταμόρφωσης καί στήν μετάνοια παντοῦ παίζει ἕνα σημαντικό ρόλο τό θρησκευτικό συναίσθημα. Ὑπάρχουν ἱερἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ὁ Κύριος σκοπός τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος εἶναι νά προκαλέσει στίς ψυχές τῶν ἀκροατῶν δυνατά συναισθήματα κι ἔτσι νά τούς πείσει πιό εὔκολα νά πιστεύσουν καί νά μετανοήσουν.
Κανένας δέν ἀμφισβητεῖ τήν σπουδαιότητα τοῦ συναισθήματος καί τήν ἀναγκαιότητα του στήν θρησκευτική ζωή. Ἕνα ἔντονο συναίσθημα προκαλεῖται ἀπό μία ζωντανή θρησκευτική ἐμπειρία, ἐνισχύει τήν πίστη καί μᾶς κάνει νά αισθανόμαστε κοντά μας τόν Θεό. Μᾶς ὠθεῖ σέ μιά ταπεινή προσκύνηση καί ἀφυπνίζει μέσα μας τό συναίσθημα τοῦ ὑψηλοῦ. Πρέπει ἀκόμη νά μήν ξεχνοᾶμε ὅτι τά συναισθήματα προκαλοῦν ὑποβολές, ἀλλά χωρίς διάρκεια. Περνᾶνε γρήγορα καί οἱ μεταστροφές παραμένουν φαινομενικές καί ἀσταθεῖς. Τό συναίσθημα εἶναι ἕνα τεχνητό μέσο πού προξενεῖ χειρονομίες καί λόγια τά ὁποῖα τίς πιό πολλές φορές δέν ἀντἀποκρίνονται στήν πραγματικότητα.
Ἡ ἔξαρση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος καί οἱ εὐλαβικές φράσεις πολλές φορές κρύβουν φαρισαϊκούς τύπους καί προξενοῦν ἐπιζήμιες ἐκτροπές. Μετά ἀπό ἕνα συναίσθημα ἀκολουθεῖ καί μία εὐαρέσκεια ἤ μία ἔξαρση τρυφερότητας. Τό ἔντονο συναίσθημα προκαλεῖ ἀκόμη καί ἐντυπώσεις πού δημιουργοῦν ἀόριστους, ἀλλά ἔντονους πόθους. Κι ἔτσι φτάνει μία εὐλαβής σύνάξη ν᾿ ἀρχίσει μέ πνευματικά θέματα καί νά καταλήξει στά θέματα τῆς σάρκας. Οἱ συναισθηματικές διεγέρσεις δελεάζονται καί εὔκολα συμφιλιώνονται μέ τήν ἀνηθικότητα. Δέν ὑπολογίζουν πολύ τήν λογική. Λοιπόν, εἶναι λάθος νά καλλιεργεῖται μόνο τό συναίσθημα πού προκαλεῖ μνευματική κρίση καί μετά τήν συγκατάθεσι. Τό συναίσθημα εἶναι ἕνα πολύ ἀσταθές φαινόμενο, διότι εἶναι εὔκαμπτο καί τυφλό. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά διαρρυθμίζεται καί νά φωτίζεται διά τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἠθικοῦ κηρύγματος. Οἱ ἀρχές κυβερνοῦν τήν ζωή. Τά συναισθήματα μόνο ὅταν συνδέονται μέ ἀρχές, μέ πεποιθήσεις καί μέ πραγματικές γνώσεις εἶναι εὐεργετικά.
Ἐδῶ ἐπεμβαίνει ὁ σημαντικός ρόλος τῆς θεολογίας στήν ἐπιστροφή καί στήν μετάνοια. Διότι ἡθεολογία, διά τῶν βιβλικῶν, πατερικῶν καί λογικῶν ἀποδείξεων, ἀνοίγει τίς θύρες τῆς μετανοίας καί δι᾿ αὐτοῦ συντείνει στήν ἐπανόρθωση καί στήν βελτίωση τῶν ἠθῶν. Ἡ θρησκευτική γνώση ὁδηγεῖ στήν ἐπιστροφή στόν Χριστό πρόσωπα καί ὁλόκληρες κοινωνίες. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση τό συναίσθημα πορεύεται παράλληλα μέ τήν λογική ἐπίδειξη, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἕνα καλό πού δέν χρειάζεται πιά νά τονιστεῖ.
Μία ἀπό τίς μεγάλες ἔννοιες τῆς μετανοίας εἶναι ἡ συγκράτηση τῆς ἀλαζονείας καί ἡ αυτογνωσία. Ὁ δρόμος διά τοῦ ὁποίου φτάνουμε στήν ὀρθή γνώση τῆς δικῆς μας ἀξίας εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς συνείδησης. Κάθε μετανοημένος καλεῖται, πρίν νά πάει στήν ἐξομολόγηση, νά κάνει μία αὐστηρή ἐξέταση τῆς συνείδησής του, νά ἀντικρύσει διά τοῦ συλλογισμοῦ του τήν θρησκευτική καί ἠθική του ζωή ὑπό τό φῶς τῆς πίστεως καί τῶν βιβλικῶν διδασκαλιῶν. Ὅταν αὐτή ἡ ἐξέταση γίνεται ἐπισταμένως, ἡ δουλειά τοῦ ἱερέως διευκολύνεται πάρα πολύ. Ὁ ἴδιος ὁ μετανοημένος πιστός αἰσθάνεται ὅτι ἡ ψυχή του εἶναι πιό ἐλαφρά καί εἰρηνικη, ὅταν προετοιμαστεῖ πολύ σοβαρά γιά τήν ἐξομολόγηση, οὕτως ὥστε νά μή ἀφήσει τίποτε ἀνἐξομολόγητο ἀπό κάθε κακό πού τοῦ περισφίγγει τήν καρδιά.
Ἀναφέρουμε ἐδῶ ἕνα πίνακα ἐρωτήσεων, δανεισμένο ἀπό ἕνα εὐχολόγιο, πού διευκολύνει πάρα πολύ τήν ἐξέταση τῆς συνείδησης:
1. Ὁ μετανοημένος πιστός θά ἐξετάσει τόν ἑαυτό του σχετικά μέ τήν προηγούμενη του ἐξομολόγηση καί τήν Θεία Κοινωνία. Ἄν τότε ξέχασε ἤ ἔκρυψε κάτι στήν ἐξομολόγηση του. Τί εἶναι ἀκριβῶς καί γιά ποιό λόγο τό ἔκανε αὐτό.
Ἄν ἐξωμολογήθηκε, χωρίς συντριβή, λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του καί χωρίς τήν ἀπόφαση νά μήν ἁμαρτήσει ξανά.
Ἄν κοινώνησε, χωρίς τήν κατάλληλη περισυλλογή καί εὐλάβεια.
Ἄν ἐξεπλήρωσε ἤ ἐπετέλεσε «στραβά» τόν κανόνα του, πού τοῦ δόθηκε.
Ἄν ξανάπεσε στίς ἴδιες ἁμαρτίες, ὅπως στό παρελθόν, ἐπειδή δέν προσπάθησε ἀρκετά νά τίς ἀποφύγει.
2. Ἄν ἔσφαλε ἐναντίον τῆς πρώτης καί τῆς δεύτερης ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τήν Πιστη σ᾿ Αὐτόν.
Ἄν ἀπαρνήθηκε ἤ ἀρνήθηκε νά πιστέψει σέ ὅλα τά ἄρθρα τοῦ Σύμβολου τῆς Πίστης ἤ καί σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτά, τά ὁποῖα διδάσκει ἡ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ποιό εἶναι συγκεκριμένα αὐτό τό ἄρθρο.
Ἄν ἐξετέθηκε στό κίνδυνο νά χάσει τήν πίστη του, ὑπἀκούοντας τούς ἀκὅλαστους, τούς ἀπίστους ἤ τούς αἱρετικούς, συνὁμιλῶντας μαζί τους ἤ διαβάζοντας τά βιβλία τους, χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ του καί χωρίς νά ἔχει τίς κατάλληλες γνώσεις γιά ν᾿ ἀποφύγει τόν μεγάλο κίνδυνο νά ξεγελαστεῖ ἀπό τό περιεχόμενο τους.
Ἄν ἔχει ἀμφιβολίες σχετικά μ᾿ ἕνα ἄρθρο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Ἄν ἔχει γνωρίσει ὅτι ὑπάρχει μόνὁ ἕνας Θεός σέ Τρία Πρόσωπα, ὅτι τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος ἔγινε ἄνθρωπος,· ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ταὐτόχρονα εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ὅτι ὑπέστη τόν σταυρικό θάνατο γιά τίς ἁμαρτίες μας, ὅτι ἀνέστησε καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς.
Ἄν γνωρίζει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τήν Κυριακή Προσευχή (τό Πάτερ ἡμῶν), τίς δέκα ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί τούς Μακαρισμούς τῆς Ἐκκλησίας, τίς ὑποχρεώσεις του ἕναντι τοῦ κράτους, τά ἱερά μυστήρια τά ὁποῖα ἔχει δεχτεῖ ἤ τά δέχθηκε τώρα.
3. Σχετικά μέ τήν ΕΛΠΙΔΑ.
Ἄν, ἐνῶ ἦταν ἀπελπισμένος γιά τήν σωτηρία του, ἀνέβαλλε νά μετανοήσει.
Ἄν καθυστέρησε στήν ἐπιστροφή του στόν Θεό, ἔχοντας μεγάλη ἐμπιστοσύνη στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί στίς δικές του δυνάμεις (ὅτι, δηλαδή, θά μπορέσει νά μετανοήσει ὅποτε θέλει, ὅσο ἀργά καί νά εἶναι).
Ἄν περιμένει ἀπό τόν ἑαυτό του καί ὄχι ἀπό τόν Πανάγαθο Θεό ἤ μόνο ἀπό τήν δική του ἀπασχόληση τήν ἐπίτευξη τῶν ἐπιχειρήσεων καί τῶν ἐργασιῶν του, εἴτε τίς πνευματικές, εἴτε τίς ἀνθρώπινες.
Ἄν ἀπἔδωσε μόνο στόν ἑαυτό του τά πνευματικά ἤ τά πρόσκαιρα ἀγαθά τά ὁποῖα ἔλαβε κι ἄν ἄργησε νά εὐχαριστήσει γι᾿ αὐτά τόν Θεό.
4. Η ΑΓΑΠΗ
Ἄν κράτησε μέσα του, ἀπό τήν τελευταία του ἐξομολόγηση, κάποια συναισθήματα μίσους, ἀηδίας ἤ περιφρόνησης ἐνάντια στόν Θεό ἤ στά δημιουργήματά του.
Ἄν ἐξεπλήρωσε μέ λύπη, μέ ἀδιἀφορία, μέ ραθυμία καί τεμπελιά τά καθῆκοντα του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἄν προτίμησε τήν δική του ἀπὅλαυση, τήν ὑγεία, τά ἀγαθά του, τούς φίλους ἤ ὅ,τιδήποτε ἄλλο πρᾶγμα περισσότερο ἀπό τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό.
5. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Ἄν λάτρεψε τόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή του καί προσεύχεται καθημερινά, ἰδιαίτερα τό πρωΐ καί τό βράδυ.
Ἄν βλασφήμησε τὁ ἅγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Ἄν βεβήλωσε τά ἱερά πράγματα, τά μυστήρια, τά ἱερά λείψανα καί τίς εἰκόνες τῶν Ἁγίων κτλ.
Ἄν ἐμίανε τούς ναούς ἤ ἔκανε ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μέσα τους.
Ἄν διακωμόδησε τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ ἀστεῖα, μέ κοσμικά τραγούδια καί συζητήσεις.
Ἄν προσέτρεξε στούς δαίμονες, ἄν χρησιμοποίησε μαγεῖες, βασκανίες κτλ.
Ἄν ἐπῆγε στούς χαρτομάντες γιά νά τοῦ μαντέψουν τό μέλλον.
Ἄν ὑποσχέθηκε μέ εὐκολία νά κάνει κάτι καί μετά, χωρίς νά τό θέλει ἀρνεῖται νά τό ἐκπληρώσει. Ἄν ἔχει ἐκπληρώσει ἤ ἄργησε πολύ νά ἐκπληρώσει ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ στόν Θεό νά κάνει.
6. Σχετικά μέ τήν τρίτη ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου
Ἄν ὡρκίσθηκε μέ ὁποιοδήποτε ὅρκου, ἐναντίον τῆς ἀλήθειας γιά νά ἐνισχύσει ἕνα ψεῦδος ἤ κάτι γιά τό ὁποῖο ἀμφιβάλλε.· Ἀκόμα ἄν ὡρκίσθηκε σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια, ἀλλά χωρίς νά ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη νά τό κάνει αὐτό.
Ἄν ὡρκίσθηκε μέ κατάρα ἐναντἰον τοῦ εαυτοῦ του ἤ τοῦ πλησίον του, ἐπιθυμώντας τήν τιμωρία του, τόν θάνατο του κτλ.
Ἄν ξέχασε αὐτό πού εἶχε ὑποσχεθεῖ μέ ὅρκο νά ἐκτελέσει.
7. Σχετικά μέ τήν τέταρτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ
Ἄν ἐργάσθηκε ἤ ἀνάγκασε κάποιον νά ἐργάζεται τήν Κυριακή αὐτά πού ἀπαγορεύονται.
Ἄν ἐπέρασε τήν Κυριακή ἤ ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς ἁγίας ἡμέρας μέ ἀνώφελες συναντήσεις, βόλτες, γλέντια, παιχνίδια κτλ.
Ἄν χρησιμοποίησε τήν Κυριακή γιά πορνεία ἤ τήν βεβήλωσε μέ ἐγκληματικές καί σκανδαλώδες πράξεις.
Ἄν ἀπουσίασε τήν Κυριακή ἀπό τίς ἱερές ἀκολουθίες τῆς ἐνορίας του.
8. Σχετικά μέ τήν πέμπτη ἐντολή
(τά παιδιά, ὑπηρέτες καί ἄλλοι ὑφιστάμενοι)
Ἄν δέν πειθαρχοῦν ἤ πειθάρχησαν μέ ἀντιδράσεις στό πατέρα, στήν μητέρα, στό Κύριο ἤ στόν προϊστάμενο τους.
Ἄν τούς ἐμίσησε, ἄν ἐπεθύμησε τόν θάνατό τους ἤ νά τούς συμβεῖ κάποιο ἄλλο κακό.
Ἄν ἐτόλμησε νά σηκώσει τό χέρι κατ᾿ ἐπάνω τους.
Ἄν ἀντιστάθηκε στίς παρατηρήσεις τους καί στίς ποινές τους ἤ δέν τούς ἔδωσε σημασία.
Ἄν ἤθελε νά τούς νευριάσει επίτηδες.
Ἄν δέν τούς ἔδειξε τόν πρέποντα σεβασμό.
Ἄν δέν τούς βοήθησε στίς ἀνάγκες τους.
Ἄν ἄργησαν νά ἐκπληρώσουν τίς τελευταίες τους ἐπιθυμίες.
Ἄν τούς ὑπάκουσαν σέ πράγματα, τά ὁποῖα ἀντίκεινται στόν νόμο τοῦ Θεοῦ.
Πατέρες, μητέρες καί ἄλλοι ανώτεροι
Ἄν ἔχουν μισήσει ἕνα ἀπό τά παιδιά τους.
Ἄν ἔχουν δώσει προβάδισμα σ᾿ ἕνα ἀπό τά παιδιά τους εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, χωρίς δίκαιο.
Ἄν χρησιμοποίησαν τήν βία γιά νά μάθουν κάτι στούς ὑποτακτικούς τους.
Ἄν δέν ἐφρόντισαν γιά τήν διατροφή καί τήν διατήρηση τους.
Ἄν τούς ἐζήτησαν πράγματα πού εἶναι ἀντίθετα ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἄν δέν τούς ἄφησαν ἀρκετό χρόνο γιά νά ἐκπληρώσουν τά πρός τόν Θεόν καθῆκοντα τους. Ἄν ἐζήτησαν ἀπ᾿ αὐτούς πράγματα τά ὁποῖα δέν ἦταν ἱκανοί νά τά κάνουν κι ἔτσι τούς ἔβλαψαν στήν ὑγεία τους.
Ἄν δέν τούς βοήθησαν στούς πόνους, στίς θλίψεις καί στίς ἀνάγκες τους.
Ἄντρας καί γυναίκα
Ἄν δέν ὑπάρχει ἡ ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη μεταξύ τους, ἡ ἀγάπη, ὁ σεβασμός καί ἄλλα καθῆκοντα, τά ὁποῖα εἶναι ὑποχρεωμένοι νά τά ἐκπληρώνουν ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο.
Ἄν ἐχώρισαν μή ἔχοντας σοβαρούς λόγους γι᾿ αὐτό.
Ἄν ζοῦν μέ ζηλοτυπία, δίχως ἀφορμή.
Ἄν συμπεριφέρονται μέ ὀνειδισμούς, μέ περιφρόνηση καί μῖσος ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου.
Ἄν δέν δέχονται νά βοηθοῦνται μεταξύ τους στίς ἀδυναμίες καί στίς ἀνάγκες τους.
Ἄν ἡ γυναῖκα ἀρνεῖται νά ὑπἀκούει ἤ ἤθελε νά κυβερνᾶ καί νά κουμαντάρει τά πάντα στό σπίτι.
Ἄν ἡ γυναῖκα ἔχει τόν ἄνδρα της σάν σκύβαλο μπροστά της, χωρίς τιμή καί ἀνοχή στίς δικές του ἀδυναμίες.
9. Σχετικά μέ τήν ἕκτη ἐντολή
Ἄν ἀφήρεσε τήν ζωή κάποιου, ἄν ἤθελε νά τόν σκοτώσει ἤ νά αὐτοκτονήσει.
Ἄν τόν ἔχει πληγώσει ἤ τόν συκοφάντησε.
Ἄν εἶχε μῖσος, ἐκδικητικότητα ἤ περιφρόνηση γιά τό πλησίον του.
Ἄν κυριεύθηκε ἀπό μίσος. Ἄν τό ἐξεδήλωσε καί πῶς.
Ἄν ὕβρισε, βλασφήμησε, ἤ προκάλεσε ὁποιοδήποτε κακό στό πλησίον.
Ἄν ἐκδικήθηκε ἤ ἔψαξε νά βρῆ τρόπους ἐκδίκησης ἤ τοῦ ἄρεσε νά σκέφτεται αὐτά.
Ἄν ἀρνήθηκε νά συγχωρέσει, νά συμφιλιωθεῖ, νά κοιτάξει ἤ καί νά ὑπηρετήσει τά πρόσωπα, τά ὁποῖα τοῦ εἶχαν προκαλέσει κάποια ἀδικία.
Ἄν ἐγόγγυσε γι᾿ αὐτές τίς ἀδικίες μέ πίκρα καί μῖσος.
Ἄν ἀρνήθηκε νά ζητήσει συγγνώμη καί νά κάνει τό πρῶτο βῆμα γιά συμφιλίωση, ὅταν ἀδικήθηκε.
Ἄν χάρηκε γιά τό κακό πού ἔπαθε ὁ πλησίον του.
Ἄν ἀρέσκεται νά προκαλεῖ διχόνοιες στούς ἀνθρώπους.
Ἄν ὡδήγησε κάποιον σέ ἁμαρτία, μέ τό κακό του παράδειγμα, μέ κακές συμβουλές ἤ ἀκόμα καί μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο τρόπο.
Ἄν δέν ὑποδέχθηκε τόν πλησίον του, ἐνῶ ἦταν ὑποχρεωμένος νά τό κάνει αὐτό· ἄν τόν ξεγέλασε κατά τίς πρώτες ἐπαγγελματικές του ἐνασχολήσεις.
Ἄν δέχθηκε κάποιον μέ κακία ἤ χωρίς προφύλαξη.
10. Σχετικά μέ τήν ἕβδομη ἐντολή τοῦ Θεοῦ
Ἄν ἔκανε κάποια ἁμαρτία ἐναντίον τῆς ἀγνότητας καί τῆς σεμνότητας μέ τούς δικούς του λογισμούς, τίς ἐπιθυμίες του, τά βλέμματά του, τά λόγια, τά τραγούδια ἤ κάποιες ἄλλες πράξεις του κτλ.
Ἄν ντύθηκε ἀνάρμοστα. Ἄν ἔχει στό σπίτι του ὑβριστικούς καί σκανδαλώδεις πίνακες.
Ἄν ἐδιάβασε ἤ ἀνάγκασε κάποιον νά διαβάσει ἄχρηστα καί ἐπικίνδυνα βιβλία.
Ἄν ἔφαγε καί ἤπιε ὑπέρμετρα.
Ἄν ἐπῆγε σέ ταβέρνες καί ἔκανε ἐκεῖ ἀσέλγειες καί ἀδιαντροπιές.
11. Σχετικά μέ τήν ὀγδοη καί τήν δέκατη ἐντολή τοῦ Θεοῦ
Ἄν ἐπῆρε τά ὑπἄρχοντα τοῦ ἄλλου διά τῆς ἀπάτης ἤ τοῦ ἐξαναγκασμοῦ.
Ἄν βοήθησε ἤ συμμετεῖχε σέ μιά ἁρπαγή.
Ἄν ἔκρυψε ἤ ἀγόρασε κάτι, τό ὁποῖον ἤξερε ὅτι ἦταν κλεμμένο.
Ἄν ἀρνήθηκε ἤ ἄργησε ν᾿ ἀποδώσει τ᾿ ἀγαθά τοῦ ἄλλου, νά πληρώσει τά χρέη, τά ἐνέχυρα ἤ τούς μισθούς τῶν ὑπηρετῶν ἤ τῶν ἐργαζομένων.
Ἄν δέν ἤθελε νά ἐργαστεῖ γιά νά μπορέσει νά πληρώσει τίς ὀφειλές του.
Ἄν, βρῆκε ἕνα πρᾶγμα, τό κράτησε γιά δικό του καί δέν ἔσπευσε καθόλου νά μάθει ποιός ἦταν ὁ κάτοχός του.
Ἄν ἐδἀνεισε, ξέροντας ὅτι δέν θά μπορέσει νά ἐκπληρώσει τό χρέος του.
Ἄν κατέκλεψε πουλώντας ἤ ἀγοράζοντας.
Ἄν ἀγόρασε ἀπό ἄτομα ἀπό τά ὁποῖα δέν ἔπρεπε ν᾿ ἀγοράσει.
Ἄν ἐζήτησε τοκογλυφία.
Ἄν ἦταν φιλάργυρος, ποθώντας γιά πλούτη καί κάνοντας τά πάντα γιά νά τά αὐξήσει ἤ νά τά κρατήσει.
Ἄν ἔπαιξε ἀνεπίτρεπτα παιχνίδια.
Ἄν ἐξώδεψε χρήματα, χωρίς κανένα ὑπολογισμό.
Ἄν ἀδιαφόρησε νά κάνει ἐλεημοσύνη ἀπό τά ὑπἄρχοντα του ἤ σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν.
Ἄν ἐζήτησε ἐλεημοσύνη, ἔξω ἀπό ἐκκλησίες, χωρίς πράγματι νά τήν χρειάζεται, μόνο καί μόνο γιά νά ζήσει μέ ραθυμία καί μέ ἀναίδεια, μή θεωρώντας καί τά ἄλλα πρόσωπα πού ἔχουν ἀνάγκη καί χωρίς σεβασμό πρός τούς ἱερούς τόπους.
12. Σχετικά μέ τήν ἐνάτη ἐντολή
Ἄν ψευδομαρτύρησε, ὁρκιζόμενος εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας ἐνώπιον τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἤ τῶν λαϊκῶν δικαστῶν.
Ἄν παρεπλάνησε τούς μάρτυρες καί συνέταξε ψεύτικα ἔγγραφα, ἤ ἔκλεψε τούς τίτλους ἰδιοκτησίας κτλ.
Ἄν εἶπε ψέματα καί γιά ποιό λόγο.
Ἄν κατέκρινε ἤ πονηρεύθηκε κάποιον, δίχως ἀφορμή.
Ἄν κατέκρινε κάποιον, ἀνακαλύπτοντας κάποιο μυστήριο πρός ζημίαν τοῦ πλησίον.
Ἄν κακολόγησε κάποιον, ἀποδίδοντάς του ψεύτικα πράγματα.
Ἄν ἄκουσε εὐχαρίστως τήν κατάκριση ἤ τήν συκοφαντία ἐναντίον κάποιου ἄλλου.
Ἄν τραγούδησε ἤ ἐπρότεινε νά τραγουδίσουν τραγούδια ἐναντίον τῆς τιμῆς τοῦ πλησίον. Ἄν ἀπεκάλυψε κάποιο μυστικό πού κάποιός τοῦ τό ἐμπιστεύθηκε.
Ἄν ἐδιάβασε ἀπό δυστροπία γραμμένες γιά ἄλλον ἐπιστολές.
13. Ἐρωτήσεις πού ἀφοροῦν τίς 9 ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας
Ἄν περιφρόνησε ἤ ἐβεβήλωσε τίς ὀρθόδοξες γιορτές ἀγοράζοντας, πουλώντας ἤ ἐργαζόμενος ἀνεπίτρεπτα ἔργα ἤ ἄν χρησιμοποίησε αὐτές τίς ἡμέρες γιά νά ὑπηρετήσει καί νά δοξάσει τόν Θεό.
Ἄν ἀπουσίασε ἀπό τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καί τῶν μεγάλων γιορτῶν.
Ἄν παρακολούθησε τήν Θεία Λειτουργία, χωρίς προσοχή καί σεβασμό.
Ἄν πέρασαν δώδεκα μῆνες χωρίς νά ἐξὁμολογηθεῖ.
Ἄν, εἶχε πνευματική προετοιμασία, γιατί δέν μετάλαβε στήν ἐνορία του πρίν τό Πάσχα.
Ἄν ἡ ἐξομολόγησή του ἦταν ἀνεἰλικρινής ἡ πασχαλινή του κοινωνία ἦταν μία ἱεροσυλία.
Ἄν ἐτήρησε τίς καθιερωμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία νηστεῖες.
Ἄν ἔφαγε κρέας ἤ αὐγά τίς ἡμέρες τῆς νηστείας, χωρίς κάποια δικαιολογημένη αἰτία καί χωρίς τήν ἄδεια τοῦ ἐφημερίου τῆς ἐνορίας.
Ἡ χρησιμότητα μιᾶς τέτοιας ἐξέτασης συνείδησης εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἀμφιβολία γιά ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ μετανοημένος πιστός κατεβαίνει εἰλικρινά στό βάθος τῶν μυστηρίων τῆς καρδιᾶς του καί συνομιλεῖ μέ τόν ἑαυτό του, μέσα στήν ἡσυχία καί στήν μοναξιά, ἔκανε τό πρῶτο του βῆμα πρός μία εἰλικρινῆ μετάνοια καί τήν ἐξεπλήρωσε. Ἔτσι τό πιό σπουδαῖο πρᾶγμα πρίν τό Μυστήριο εἶναι ἡ πνευματική του προετοιμασία.
Ἀπό τήν διερεύνηση τῆς συνείδησής μας πηγάζει ἡ ταπείνωση, ἡ νίκη τῆς ντροπῆς καί ἡ σωστή γνώση τῆς ἀξίας ἤ τῆς προσωπικῆς μας ἀναξιότητος. Αὐτή ἡ διερεύνηση ἑτοιμάζει τό ἔδαφος γιά τήν ὑποδοχή μέ ἀληθινή ἐκτίμηση τῆς θεϊκῆς Χάρης καί τοῦ λόγου τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης. Εἶναι μία ἀπό τίς ἱερές ὑποχρεώσεις τῶν μετανοημένων πιστῶν, πρίν νά πλησιάσουν στήν ἱερά ἐξομολόγηση.
Ἄν γιά τόν πιστό, ἡ διερεύνηση τῆς συνείδησης εἶναι ἕνα μεγάλο καθῆκον, γιά τόν πνευματικό ἱερέα ἡ καθοδήγηση καί ἡ ἐπανόρθωση τῆς συνείδησης τῶν ἐνοριτῶν του εἶναι τό πιό δύσκολο χρέος. Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἀξία τους ἡ ὁποία καί τούς ἀνυψώνει καί ἡ μεγάλη εὐθύνη τήν ὁποία ἔχουν γιά τούς πιστούς οἱ Πνευματικοί ἱερεῖς. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο λειτούργημα ἀπό τήν πνευματικότητα. Ἐδῶ εἶναι ὅλη ἡ δύναμις στό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, διότι ὁ ἱερεύς ἐκδηλώνει τό πνευματικό του ὕψος καί τήν ἐξαιρετική του ἱκανότητα ὡς μεσίτη μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ.
Αὐτή εἶναι μία ἀνώτατη στιγμή, ὅπου ὁ μετανοημένος χριστιανός παραδίδεται στήν φροντίδα τοῦ Πνευματικοῦ καί περιμένει ἀπ᾿αὐτόν νά τόν νουθετήσει, νά τόν καθοδηγήσει πῶς νά πολεμᾶ τήν ἁμαρτία, πῶς νά θεραπευτεῖ ἀπό τά πάθη του καί πῶς νά ἐνισχύεται στήν εὐαγγελική ζωή.
Τί θά κάνει ὁ Πνευματικός ἐκείνη τήν στιγμή τῆς ἀνεκτίμητης ψυχολογικῆς ἀξίας, πῶς θά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο καί τί θεραπεία θά χρησιμοποιήσει γι᾿ αὐτόν δέν ἀποτελεῖ θέμα τῆς παρούσης μας μελέτης. Ὑπογραμμίζουμε μόνο ὅτι γιά νά εἶναι προετοιμασμένος καί ἀντἄξιος τῶν περιστάσεων, ὁ Πνευματικός πρέπει νά ἔχει ὁ ἴδιος μία πραγματική χριστιανική ζωή, νά καταλάβει τήν μυστική δύναμι τῶν προσευχῶν τῆς ἐξομολόγησης, νά τηρήσει ὅλες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας, νά ἔχει πολύ μεγάλη πνευματική ἐμπειρία, ποιμαντική διακριτικότητα καί μία πλούσια παιδεία ἀπό τά πνευματικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας.
Κάθε ἁμαρτία ἔχει τήν αἰτία της καί τήν θεραπεία της. Ἄν κάθε ἁμαρτία ἀντιμετωπίζεται σωστά καί μέ ψυχολογική δεξιοτεχνία, μπορεῖ νά θεραπευτεῖ ὅπως μία σωματική ἀσθένεια, φυσικά μόνο ἄν γνωριστεῖ πολύ καλά. Γι᾿ αὐτό θεωροῦμε ὅτι ἕνας Πνευματικός δέν μπορεῖ νά εἶναι στό ὕψος τοῦ λειτουργήματός του ἄν δέν ζήσει στήν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς καί ἄν δέν εἰσπνεύει καθημερινά ἀπό πολλά πνευματικά βιβλία ἤ τουλάχιστον ἀπό τήν Ἁγία Γραφή κ ἀπό τά ἔργα τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπό τό ἱερό Μυστήριο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολόγησης πηγάζει πλῆθος εὐεργεσιῶν, γιά τήν κοινωνία (ἠθική καί ποιοτική καλυτέρευση τῶν μελῶν της), γιά τήν Ἐκκλησία (ἡ ἐκπλήρωση τῶν λυτρωτικῶν καί ἁγιαστικῶν σκοπῶν της) καί γιά τούς ἴδιους τούς ἀνθρώπους οἱ καρποί τῆς μετανοίας εἶναι οἱ ἑξῆς·
α) Ἀπομάκρυνση ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ἡ διακοπή τους.
β) Ἐλεύθερη ἡ ὁδός τοῦ παραδείσου.
γ) Ἐπιστροφή τῆς ψυχῆς στήν πρώτη καί ἀληθινή της κατάσταση καί ἀνάπαυση.
δ) Ἐπιστροφή τῆς προηγούμενης τιμῆς πού τήν ἐχάσαμε διά τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἔγινε μέ τόν ἄσωτο υἱό τοῦ Εὐαγγελίου.
ε) Ἡ φαιδρότητα καί ἡ χαρά τῆς ψυχῆς.
στ) Ἡ καινούργια ζωή τῆς ἀναστημένης ψυχῆς.
ζ) Ὑποδοχή ὅλων τῶν δωρεῶν πού εἶχαν χαθεῖ διά τῆς ἁμαρτίας.
Ὤ, ποσα ἀγαθά! Πόσους πνευματικούς καρπούς ἔχει ἐνεργήσει καί ἐνεργεῖ πάντα γιά μᾶς, τούς ἁμαρτωλούς, ἡ ἁγία καί θεία μετάνοια! Τί ἔβαλε τόν σταυρωμένο ληστή στόν παράδεισο; Ὄχι ἡ μετάνοια;
Ποιός ἔδωσε στόν Δαβίδ τήν συγχώρηση καί στό Ἀπόστολο Πέτρο, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ μετάνοια; Ποιός ἔβαλε τόν ἄσωτο υἱό στό πατρικό του σπίτι, ποιός βοήθησε τούς ἁμαρτωλούς ὅλων τῶν ἐποχῶν ν᾿ἀποφύγουν τήν ἐπαγγελλόμενη ἐξαφάνισή τους, ἄν ὄχι ἡ μετάνοια; Ὤ, ἁγία μετάνοια! Διά τῆς ἐξομολόγησης τῶν ἁμαρτιῶν γίνεται ἄξιο τό στόμα νά δοξάζει καί νά ψάλλει μέ παρρησία τόν Θεό. Καί διά τῆς συντριβῆς τῆς καρδιᾶς συμφιλιώνεται μέ τόν Θεό ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου εἶχε παραβιάσει τίς ἅγιες ἐντολές Του. Καί διά τῆς ἐκπλήρωσης τοῦ θελήματος Του βγαίνει ὄντως ἀπό τήν κόλαση ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ μετάνοια προσφέρει τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, τήν ἐπανόρθωση τῆς ζωῆς καί τήν διαβεβαίωση τῆς πρόσκαιρης καί τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Ἡ μετάνοια μᾶς μεταφέρει ἀπό τήν χώρα τῆς ἁμαρτίας στήν βασιλεία τῆς Χάρης, αὐξάνει τόν ἐνθουσιασμό τῆς ζωῆς, ἐγείρει τά συναισθήματα τοῦ ὑψηλοῦ καί ἐντείνει τήν πνευματική ζωή τοῦ χριστιανοῦ. Οἱ πιό ὡραῖοι ἐνθουσιασμοί ζωῆς, ἀγάπης, ἀφοσίωσης, ἐμπιστοσύνης καί παρρησίας, σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἔχουν ἐμπνευστεῖ ἀπό κάποιο θρησκευτικό ἰδανικό. Ἡ μετάνοια τρέφει τήν πνευματική ζωή καί μᾶς ἀνοίγει τήν θύρα τῆς ἠθικῆς τελειότητας. Ὅλες οἱ ἀρετές βρίσκουν στήν μετάνοια τήν καλύτερη μητέρα της.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου