Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος-Φιλόλογος
Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ
«Ο
αντίχριστος αυτός Προτεσταντισμός έχει πρωτότοκον υιόν του τον επίσης
ανηλεή καπιταλισμόν, είναι που ανοίγει διάπλατες τις πύλες της κόλασης
για να ξεράση φωτιά, λιωμένον σίδηρον και καυτό θειάφι πάνω στις
σύγχρονες κοινωνίες μας. Κι αυτό βέβαια το κάνει έξυπνα δηλαδή πονηρά
όχι μόνον όταν ως πλανητάρχης ή ως πλανηταρχών βομβαρδίζει και καίει
χώρες και φονεύει και εξαφανίζει από προσώπου γης ολόκληρους πληθυσμούς
και λαούς, αλλά και όταν προπαντός προσπαθή να δελεάση τον
ανυποψίαστον, εύπιστον, ανενημέρωτον νουν πολλών τόσο με τις
αντιχριστιανικές διδασκαλίες του, όσον με την σχιζοφρενική νοοτροπίαν
του, όσον και με τον εξωφρενικόν τρόπον ζωής του, αλλά και με τις
αλλοπρόσαλλες πεποιθήσεις του.» |
Ο Ιησούς Χριστός ευδόκησε φεύγοντας απ’ αυτήν την ζωή να ιδρύση την Εκκλησίαν Του για να συνεχισθή το έργον Του και για να βρίσκουν, όσοι το θέλουν την σωτηρίαν τους μέχρι συντελείας των αιώνων. Η Εκκλησία, λοιπόν, που άφησεν πίσω Του ο Χριστός είναι κατ’ ανάγκη μία και ενιαία, ένας οικουμενικός οργανισμός με σκοπό να γίνη και πανανθρώπινος. Έτσι ιδρύθηκεν, έτσι οργανώθηκεν, έτσι αναπτύχθηκεν, έτσι συνέχισεν την ζωήν της μέχρι σήμερα. Θα συνεχίζη δε να υπάρχη, όπως είπαμεν, η αυτή μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία δηλαδή με μια λέξη η Ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστο μέχρι συντελείας των αιώνων. Απ’ την αρχήν της, όμως, μέχρι σήμερα κατά καιρούς και τόπους εμφανίστηκαν και εμφανίζονται άτομα ή ομάδες, που συνήθως προβάλλοντας ωρισμένες πλανεμένες διδασκαλίες τους σαν αληθινές βρίσκουν αυτό και σαν αφορμή για να αποχωρισθούν, να αποκοπούν, να αποσχισθούν από το σώμα, τον κορμόν αυτής της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και να αποτελέσουν δικές τους παρασυναγωγές που τις ονομάζουν Εκκλησίες, χωρίς βέβαια και να είναι, γιατί η Εκκλησία είναι ανά τους αιώνας μία, αυτή που θέλησε να ιδρύση ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Δεν αποκόπτονται δε αυτοί πάντα μόνοι τους, αλλά και η Εκκλησία τους αποκόπτει. Με την ίδρυση αυτών, των παρασυναγωγών οι σχισματικοί αυτοί ή και οι αιρετικοί θέλουν να ισχυρισθούν ότι τάχα μόνον οι ίδιοι αποτελούν την Εκκλησίαν του Χριστού και ότι δήθεν η γνωστή ιστορική Εκκλησία μας βρίσκεται σε πλάνη, ότι δεν έχει την ικανότητα να παρέχη την αγιαστικήν και σωτήρια Χάρη του αγίου Πνεύματος, ότι έχει λοξοδρομήσει από τον αρχικό Χριστιανισμόν που κήρυξεν ο Χριστός και πως τάχα αυτοί μόνο συνεχίζουν την Αγνήν και γνήσιαν και αυθεντική ζωήν και διδασκαλίαν της αρχέγονης Εκκλησίας. Αυτά τα ισχυρίστηκαν όλων των ειδών οι αιρετικοί, όλων των αιώνων.
Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, επειδή είναι προορισμένη να υπάρχη και να δρα όσον υπάρχει η ανθρωπότητα, είναι εφωδιασμένη και με την ικανότητα να είναι αλάθητη, έτσι ώστε οι οπαδοί της να έχουν τη σιγουριά ότι σε ζητήματα θρησκείας και ηθικής δεν μπορεί να πλανηθή αυτή και ότι γι’ αυτό μπορούν και πρέπει να την ακολουθούν πιστά. Γι’ αυτήν την σιγουριάν δηλαδή των πιστών είναι, λοιπόν, απαραίτητον το απλανές και αλάθητον της Εκκλησίας, απαραίτητον δε να της το έχη εξασφαλίσει ο ιδρυτής της. Αλλ’ ενώ η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι δυνατό να πλανηθή, όμως άτομα ή ομάδες και μπορούν και πλανήθηκαν και αποκόπηκαν από την Εκκλησίαν. Πολλοί εξέπεσαν της Εκκλησίας, πολλοί πλανήθηκαν. Η Εκκλησία όμως σαν ίδρυμα θεοθέλητο και θεοσύστατο ούτε είναι δυνατόν εξ ορισμού να εκπέση, ούτε να πλανηθή.
Άτομα, επομένως ή ομάδες και πλανήθηκαν και πλανώνται, η Εκκλησία όμως παραμένει απλανής δι’ ους λόγους προεσημειώσαμεν. Μέσα δε στην ιστορία υπήρξαν χιλιάδες τέτοιες περιπτώσεις.
Πάντως στο διάβα των αιώνων η μεγαλύτερη απόσχιση της Εκκλησίας έγινεν τον ια’ αιώνα από τον πάπα. Τότε όλη σχεδόν η Δύση απεκόπη από τον κύριον κορμόν της Εκκλησίας γεγονός που μέχρι σήμερα προκαλεί βαθύτατη θλίψη και οδύνη.
Όμως, πέντε αιώνες μετά, δηλαδή τον ιστ’ αιώνα σ’ αυτήν την αποκομμένη ρωμαιοκαθολικήν, όπως ονομάζεται, “Εκκλησίαν”, ή παπικήν, έγινε μία νέα θρησκευτική επανάσταση, ως γνωστόν, από το Μαρτίνο Λούθηρον.
Αυτός, λοιπόν, ξεσήκωσεν πληθυσμούς στη Δύση μαζί με άλλους συνεργάτες του κατά της παπικής Εκκλησίας, εξ αφορμής της διαφθοράς που παρετήρησεν ότι βασί- λευεν σ’ αυτήν. Ο Λούθηρος θέλησεν, είπε, να καθαρίση την κόπρον του Αυγείου από την παπικήν “Εκκλησίαν”, επειδή, όπως έλεγεν, αυτή διεφθάρη, απεμακρύνθη από τον αρχικό Χριστιανισμόν και εξέπεσεν της αληθείας. Σύνθημα του επαναστατικού κινήματος του Λουθήρου και των συνεργατών του ήταν: ολοταχώς πίσω, προς τον αρχικό Χριστιανισμόν, πίσω προς την αρχικήν Εκκλησίαν, που ίδρυσε ο ίδιος ο Χριστός. Πρέπει να την ανακαλύψωμεν ξανά.
Σύνθημα ωραίο μεν, άλλ’ όχι αληθινό. Ωραίο, διότι αυτό πολλές ψυχές, μπορούσε να συγκινήση. Όχι αληθινό, διότι εάν είχεν και δόση αληθείας, θα επέστρεφεν ο Λούθηρος και οι οπαδοί του τον ιστ’ αιώνα στο σώμα, στον κορμόν της μίας Εκκλησίας που ίδρυσεν ο Χριστός, από τον οποίον είχεν αποκοπή κατά τον ια’ αιώνα και η παπική Εκκλησία: στον κορμόν δηλαδή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία μόνη εξακολουθεί να αποτελή τη μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν, που ίδρυσεν ο Χριστός, καθ’ ομολογίαν των σπουδαιοτέρων θεολόγων και του Προτεσταντισμού.
Όμως, αντί να επιστρέψη ο Λούθηρος στην Ορθόδοξην Εκκλησίαν κατά τους αγώνες του εναντίον της παπικής Εκκλησίας, δεν έπαυσε μεν να εκωμιάζη την Ορθοδοξίαν σαν αυτήν που διασώζει τον αρχαίον Χριστιανισμόν, αλλά στις διδασκαλίες που διετύπωσεν απομακρυνόταν άπ’ αυτήν όλον και περισσότερον κι’ άπ’ ό,τι είχεν απομακρυνθή η παπική ή λατινική από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλά και πιο πολύ άπ’ ό,τι απομακρυνόταν ο ίδιος από την παπικήν Εκκλησίαν. Τα τελευταία αυτά δυο σημεία συχνά τα αποσιωπούν πολλοί ή δεν τα τονίζουν όσον πρέπει.
Και έτσι φθάσαμεν στο σημείον σήμερα να έχη γεμίσει η Αθήνα στην οποία μετέδωσεν τον Χριστιανισμόν στα πρώτα κι’ όλας βήματά του, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος αλλά και οι επαρχίες της ορθόδοξης πατρίδας μας από παρασυναγωγές των οπαδών του Λουθήρου και των συνεργατών του, και διαδόχων τους, των Προτεσταντών δηλαδή, ή Διαμαρτυρομένων, όπως ονομάζονται αυτοί με τη βασικήν τους ονομασία, γιατί βέβαια έχουν και χίλια δυο άλλα ονόματα για να θολώνουν τα νερά, όπως οι απατεώνες και κακοποιοί που είναι πολυώνυμοι (Ευαγγελικοί Λουθηρανοί, Αντβεντιστές, Πεντηκοστιανοί, Μάρτυρες του Ιεχωβά … και δεν συμμαζεύονται). Επειδή δε, όταν ξεκίνησαν, εμφανίστηκαν σαν κίνημα διαμαρτυρίας κατά της παπικής Εκκλησίας γι’ αυτό και ονομάστηκαν Διαμαρτυρόμενοι (Protestantes στα λατινικά και στις νεολατινικές ευρωπαϊκές γλώσσες). Και επειδή στην αρχήν ήθελαν απλώς να τροποποιήσουν μερικά κακώς κείμενα στη λατινικήν ή παπικήν Εκκλησίαν, δηλαδή να τη μεταρρυθμίσουν γιατί αυτό τότε ήταν το αίτημα της εποχής, το κίνημά τους ονομάστηκε Μεταρρύθμιση και οι ίδιοι επίσης μεταρρυθμιστές.
Αλλά, μη νομίσης, αναγνώστα μου, ότι όσα εσημειώσαμεν καθώς και όσα θα ακολουθήσουν είναι θέματα των εκκλησιαστικών αποκλειστικά και των θεολόγων ή και θέματα παρωχημένων χρόνων. Κάθε άλλο: Είναι όχι απλά και μόνον επίκαιρα, αλλά αποτελούν και το κλειδί της νεώτερης ιστορίας και τον μίτον που μέσω της συγκεχυμένης και ακατανόητης σύγχρονης διεθνούς πραγματικότητας θα σε οδηγήση στην κατανόηση και συνειδητοποίηση και λύση του προβλήματος: π.χ. πως οι σύγχρονοι πλανητάρχες δολοφονούν εν ψυχρώ για υλικά συμφέροντα χιλιάδες αθώα γυναικόπαιδα χωρίς κανένα ενδοιασμόν, και πως τους ανέχονται και τους ψηφίζουν οι ασφαλώς συνένοχοι και συνδιεφθαρμένοι λαοί τους. Με ποιες διδασκαλίες ανατράφηκαν και γαλουχήθηκαν αυτοί για να αναγάγουν τη δολοφονίαν σε σπόρ, σε αρετήν, και σε ιδανικόν; Από μικροί διδάχθηκαν τον Προτεσταντισμόν, ο οποίος, όπως θα δουμεν κατωτέρω, δια στόματος του ιδίου του ιδρυτού του, του Λουθήρου, προτρέπει άτομα και λαούς, ρητώς, κυνικώτατα ανερυθριάστως να δολοφονούν όσους μπορούν περισσότερους κάθε μέρα, για να γίνουν ευάρεστοι και ευπρόσδεκτοι στο Θεόν.
Έτσι γαλουχήθηκαν οι Προτεσταντικοί λαοί και προ παντός οι ηγέτες τους, οι πλανητάρχες. Κι’ αυτό το λένε Χριστιανισμόν, και μάλιστα πολιτεύονται σαν εκπρόσωποι του χριστιανισμού, του χριστιανικού πολιτισμού.
Λέγει δε ακριβώς γι’ αυτό ο Κύριος “δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοίς έθνεσιν”. Θα έχης, αναγνώστα μου παρακάτω τη λύση του μυστηρίου. Θα κατανόησης που οφείλεται αυτή η μη χριστιανική, φιλοτομαρική διεθνής πολιτική κατάσταση. Και τότε θα πης: πράγματι δεν πρόκειται για στενώς και αποκλειστικώς θεολογικά ζητήματα, αλλά γι’ αυτήν την σύγχρονη και επίκαιρην καυτήν πραγματικότητα.
Πάντως, μόνον αν προχωρήσουμε στην εξέταση του Προτεσταντισμού με μιαν αυστηρώς ακριβή έκθεση της διδασκαλίας του και μόνον εάν ακολουθήσωμε με απόλυτον προσοχήν το φιλοσοφικό νήμα που τη διαπερνά θα μπορέσουμε να δείξουμε στις πιο απίστευτες “εξάρσεις” τους το Λούθηρον και τους λοιπούς αιρεσιάρχες του Προτεσταντισμού μέχρι σήμερον, καθώς και ποια αδήριτη λογική τους σπρώχνει μέχρι τα έγκατα της ανελέητης αβύσσου. Θα δούμεν πράγματα ανήκουστα και απίστευτα στο λεγόμενο: ευαγγελικό σύστημα: πως η μία πρωτάκουστη πλάνη οδηγεί σε άλλην πρωτόγνωρην, πως η μία τρέλλα οδηγεί σε μίαν άλλην παράκρουση και σχιζοφρένειαν. Κι’ αυτό με τη βοήθεια του Κυρίου θα το πετύχουμε φέροντας εις το φως της δημοσιότητας την εσωτερικήν επεξεργασίαν που υπέστησαν οι προτεσταντικές διδασκαλίες από τους εγκεφάλους της Μεταρρύθμισης. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν το νήμα του λαβυρίνθου τους.
Πρώτον: Κατά τους Προτεστάντες, ο Δημιουργός Θεός επροίκισεν Αυτός μεν τον πρώτον άνθρωπο με θρησκευτικές και ηθικές ικανότητες επειδή ακριβώς ήθελε να του αποδίδη ο Αδάμ λατρείαν και τιμές. Όμως ο Θεός δεν τον επροίκισεν και με ελευθερία βουλήσεως, επειδή ο Θεός τα πάντα τα κυβερνά και τα ρυθμίζει αποκλειστικά με τις αμετάκλητες αποφάσεις της Πρόνοιάς Του, στην οποίαν δεν υπάρχει χώρος και για ελευθερίαν βουλήσεως του ανθρώπου. Ο γενάρχης, λοιπόν, του ανθρωπίνου γένους, ανέπτυξεν από μόνος του, χωρίς άνωθεν βοήθειαν, τη νόηση και τη θέλησή του· έτσι, επί πλέον και πάντα με μόνες τις δικές του δυνάμεις, γέννησε μέσα στην ψυχήν του και ανέπτυξεν την ζώσαν πίστην, την ακλόνητη και σταθεράν ελπίδα, τη φλέγουσαν αγάπην, την τρυφερήν ευσέβειαν, όλα δηλαδή τα συναισθήματα-αρετές που του εξασφαλίζουν επάξια την φιλίαν του με τον ουρανόν. Έτσι, υψωθείς από τελειότητα σε τελειότητα ο Αδάμ, δια των θείων αρετών που ο ίδιος από μόνος του απέκτησεν, έφθασε μέχρι τον ίδιον το Δημιουργόν του. Δηλαδή παρήγαγεν την καλήν αρχέγονον κατάστασή του από μόνος του, με μόνες τις φυσικές του δυνάμεις και όχι από την συνεργασίαν του με τη θεία χάρη.
Μολονότι δέχονται οι Μεταρρυθμιστές ότι ο πρώτος άνθρωπος πλουσιοπάροχα επροικίσθη από το χέρι του Δημιουργού, εν τούτοις ο Αδάμ δεν είχεν ουδόλως ελευθερίαν ηθικήν, ελευθερία βουλήσεως. Ήταν αλυσοδεμένος με τις αιώνιες θεϊκές αποφάσεις, ήταν καθαρά σαν ένα απλό εργαλείον στα χέρια του Θεού. Υπογραμ- μίζομεν και το ότι για τους Προτεστάντες τα δώρα του Θεού στον πρώτον άνθρωπον ήσαν μόνο φυσικά, εντός του χώρου της δημιουργημένης φύσης του χωρίς τίποτε το υπερφυσικό, χωρίς υπερφυσική προέλευση, αφού δεν προέρχονταν από συνεργίαν Αδάμ και θείας Χάριτος, η οποία σημειωτέον κατ’ αυτούς δεν είχεν καμία θέση εν τω παραδείσω· τονίζομεν το ότι, κατ’ αυτούς πάντα, δεν υπήρχεν ελευθερία βουλήσεως του Αδάμ, και στην αρχέγονη την προπτωτικήν κατάστασή του. Στο σημείον αυτό εγείρονται διάφορα ερωτήματα: Πως το δημιούργημα μπόρεσε ποτέ να εξυψωθή και να φθάση το Δημιουργόν του και δη αποκλειστικά δια των δικών του φυσικών δυνάμεων; Άραγε είναι από μόνος του ο άνθρωπος ικανός υπερφυσικών προσπαθειών και επιτευγμάτων; Είναι από μόνη της η φύση του ικανή για αρετές υπερφυσικές;
Αλλά και ο Θεός όφειλε να δεχθή σαν εύοσμην και ευπρόσδεκτη θυσίαν τα συναισθήματα του Αδάμ, που όμως κάθε άλλο παρά από την καρδίαν του προέρχονταν, να κάνη αποδεκτές τιμές που απ’ τη φύση τους ήσαν αναγκαστικές, μια λατρείαν αναγκαστικήν, αφού και εάν απουσίαζεν η ελευθερία της βουλήσεως; Και αυτή η βασιλεύουσα ανελευθερία, δηλαδή το βασίλειον της αναγκαιότητος δεν αντιστρατεύεται, δεν καταστρέφει και δεν απάδει στην έννοια του δίκαιου ή άδικου, του καλού ή κακού, της αξίας ή απαξίας; Είναι δυνατόν να υπάρχουν ή να νοούνται όλα αυτά χωρίς ελευθερίαν;
Εξ άλλου και όταν ο άνθρωπος νοιώθει και πιστεύει αλυσοδεμένος δηλαδή καταναγκασμένος απ’ τα δεσμά και τους αδήριτους νόμους του πεπρωμένου του, όπως τον δέχονται οι διαμαρτυρόμενοι, δεν πρέπει να αφίνεται χωρίς ενδοιασμούς και να παραδίνεται χωρίς τύψεις σ’ όλα τα κακά του πάθη; Αλλά ποιές πλην των θρησκευτικών και οι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, με μια λέξη οι πολιτισμικές συνέπειες από μιαν τέτοια διδασκαλίαν ;
Η μοιρολατρία αυτή δεν ήταν που αφού ξεσήκωσε με την πνοήν και τον άνεμο του φανατισμού την Ανατολήν σαν μανιασμένη θάλασσαν, την άφησε να ξαναπέση στο τέλμα του πάθους και να παραδοθή επί μάκρους αιώνες στην αγκαλιάν και στους κόλπους της πιο βαθιάς βαρβαρότητας και να υποταγή στο ζυγόν του πιο εξουθενωτικού και πιο εξευτελιστικού δεσποτισμού;
Η μακαρία, λοιπόν, “ευαγγελική” Μεταρρύθμιση έχει επιγεγραμμένον επί της μετόπης της, σαν πρώτον άρθρον του συμβόλου της πίστης της, το βασικόν, θεμελιώδες και πρωταρχικόν δόγμα της θρησκείας των Τούρκων, τη μοιρολατρίαν!
Δεύτερον: Άλλ’ εάν ο πρώτος άνθρωπος εστερείτο ελευθερίας, αν ο Θεός κυβερνά τα πάντα ανεξαιρέτως κατ’ αναγκαιότητα, τότε ποιος είναι ο αίτιος του οπωσδήποτε υπάρχοντος κακού; -Ο ίδιος ο Θεός, όχι ο άνθρωπος. Να, τι απαντούν οι Προτεστάντες! Έτσι, οι όψιμοι αυτοί διδάσκαλοι του ιστ’ αιώνα ισχυρίζονται -το μεταφράζομεν κατά λέξη εκ του λατινικού τους συγγράμματος- ότι: «ο ύψιστος Ρυθμιστής <δηλαδή ο Θεός> ενεργεί ή πράττει το κακόν όπως το καλόν, όχι μόνο με το να επιτρέπη να γίνεται (το κακόν από άλλους) έτσι ώστε τόσον η μοιχεία του Δαβίδ όσον και η προδοσία του Ιούδα, δεν είναι σε μικρότερο βαθμό δικόν του έργον, όσον είναι και η μεταστροφή του άγιου Παύλου» (στο Χριστιανισμόν), (Mart. Chemnitz, Loc. Theol., έκδ. Leyser. 1615, Ρ.Ι.,σελ. 173).
Επομένως, ο ίδιος ο Θεός, κατά τους Προτεστάντες, είναι ο αυτουργός και δράστης όλων των αισχροτήτων, από τις οποίες, στην συνέχειαν, οπλίστηκεν ο βραχίων Του εναντίον των ανθρώπων.
Αυτός είναι ο εκτελεστής όλων των ειδεχθών πράξεων, που εξαιτίας τους ο ίδιος κατέστρεψεν τη γην! Αυτός διέπραξεν όλα εκείνα τα αποτρόπαια εγκλήματα που έκαναν τους αιώνες να πλημμυρίσουν από αίμα και δάκρυα της ανθρωπότητας!
Αλλά αποδίδοντας τέτοια φρικτά εγκλήματα στον ίδιον το Θεόν αυτοί οι απόστολοι και άγιοι του Προτεσταντισμού, δεν εκπίπτουν στον απαισιότερον αθεϊσμόν και δεν εμφανίζουν το Θεόν σαν τον σιχαμερότερο κακοποιόν και μοχθηρό δαίμονα; Συνεχίζομεν.
Τρίτον: Κατόπιν, όταν συντελέσθηκεν το προπατορικόν αμάρτημα, αυτό προκάλεσεν σαν απάντηση εκ μέρους του Θεού το κεραυνοβόλο χτύπημα της θείας εκδίκησης, και κατέστρεψεν ολοτελώς τις πνευματικές ικανότητες του Αδάμ και προ παντός δημιούργησε μίαν όλως διόλου νέαν, αλλά κακήν ουσίαν εις το βάθος της ψυχής του. Απογυμνωμένος δηλαδή, από κάθε δυνατότητα αγαθού, διεφθαρμένος απόλυτα και ολοσχερώς στη φύση του μέχρι μυελού των οστών, ο πεπτωκώς άνθρωπος είναι κατ’ ανάγκην κατ’ ουσίαν κακός, αυτή αύτη η ενσάρκωση του κακού σε απόλυτο βαθμόν, ολωσδιόλου και καθ’ ολοκληρίαν αμαρτωλός χωρίς την ελαχίστην δυνατότητα διεκφυγής, έστω και της ελαχίστης από αυτήν την κατάσταση. Εφόσον δε οι Μεταρρυθμιστές αρνούνται στην αρχέγονη προπτωτικήν κατάσταση του Αδάμ την συμβολήν του υπερφυσικού στοιχείου (θεία Χάρη) και τον μερικώς, ως προς την προέλευση, υπερφυσικό χαρακτήρα των δώρων με τα οποία τον επροίκισεν ως ένα βαθμόν ο Θεός, ήσαν πράγματι λογικώς υποχρεωμένοι, – εκτός εάν δεν δεχθούν ότι μετά την πτώση η κατάσταση του Αδάμ εχειροτέρευσε – , να δεχθούν, όπως και αναγκαστικά δέχονται, ότι οι εκ του αμαρτήματος του πρωτοπλάστου κεραυνοί επέπεσαν πάνω στις φυσικές ικανότητές του (διότι τίποτε το υπερφυσικό δεν είχεν αυτός). Μόλις όμως οι Μεταρρυθμιστές θεώρησαν καταστραμμένες τις φυσικές ικανότητες και ιδιότητες του Αδάμ μετά την πτώση του, ήσαν υποχρεωμένοι εκτός εάν τον θεωρούσαν εκμηδενισμένο και ανύπαρκτον πια τον Αδάμ, να του αποδώσουν μία νέαν ουσίαν. Και το έκαναν οι Προτεστάντες με λογικήν δηλαδή συνέπειαν: Έτσι αντικατέστησαν μέσα στον Αδάμ την εικόνα του Θεού, που τη δέχονταν σαν την προπτωτικήν ουσίαν του, με την εικόνα του Σατανά, μετά την πτώση. Ο Αδάμ μετά την πτώση, λέγουν δεν ήταν μόνον αμαρτωλός, απλά κακός, άλλ’ ήταν ο ίδιος ο Σατανάς αυτοπροσώπως, ενσαρκωθείς μέσα του. Όπως βλέπομεν η διδασκαλία τους είναι συνεπής με τον εαυτό της, έχει δηλαδή λογικήν ακολουθίαν, αλλά δεν παύει γι’ αυτό να είναι λιγότερον παράλογη, απαράδεκτη και τερατώδης. Κι αυτό γιατί αν στην στάχτην, στη χόβολην της ψυχής του πεπτωκότος ανθρώπου δεν υπήρχαν ούτε σαν σπίθες οι θρησκευτικές και ηθικές του ιδιότητες, αν είχεν παντελώς χάσει το πνευματικόν του “Είναι”, δεν θα είχεν αλλάξει η φύση του και, επομένως, δεν θα μεταβαλόταν σε ζώον χωρίς λογικόν;
Αλλά και η ψυχή του δεν θα γινόταν πολλαπλή ως προς τα μέρη της, σύνθετη από τα επί μέρους της και επομένως υποκείμενη στη διάλυση, στο θάνατο, εάν δηλαδή μία νέα οντότητα, ξένη ερχόταν άπ’ έξω για να ενωθή με την ουσίαν της όπως υποστηρίζουν οι Προτεστάντες; Εξ άλλου προ ολίγου ακόμη μας είπαν οι ίδιοι ότι ο Αδάμ δεν διέθετεν καθόλου ελευθερίαν και ότι αμαρτάνοντας αυτός δεν έκανεν τίποτε άλλον παρά ό,τι ήταν αναγκασμένος να πράξη καθώς και ότι το προπατορικόν αμάρτημα εντάσσεται στα αναγκαστικά σχέδια της θείας Πρόνοιας που αδήριτα επιβάλλονταν στον Αδάμ και ο οποίος δεν ήταν δυνατό να μη τα εφαρμόση. Πως λοιπόν μια τέτοια πράξη του Αδάμ ακούσια, αναγκαία, διαταγμένη μάλιστα απ’ τον ίδιον το Θεό, θα μπορούσε να έχη τόσον τρομερά αποτελέσματα; Πως μια τέτοια παράβαση του πρωτόπλαστου θα μπορούσε να επισύρη κατ’ αυτού όλους τους κεραυνούς της ουράνιας οργής;
Τέταρτον: Ο πεπτωκώς Αδάμ απογυμνωμένος από πνευματικές ικανότητες και ιδιότητες ένεκα του προπατορικού αμαρτήματος και τεθείς από το Δημιουργόν του υπό τον ζυγόν της αναγκαιότητας, δεν μπορεί να συνεργήση με καμιάν έννοια, με κανένα τρόπο, σε κανένα βαθμόν, στην αποκατάστασή του. Εις μάτην και ο Θεός ακόμη θα προσπαθούσε να τον αποσπάση από τον ύπνον του θανάτου, εις τον οποίον είχεν περιπέσει: ο λόγος του Θεού εύρισκεν στην υποβαθμισμένην ψυχήν του την ίδιαν ανταπόκριση όπως σ΄ ένα άλογον κτήνος, η παντοδυναμία του Θεού δεν θα μπορούσε να επαναδώση την ζωήν σ’ αυτό το παγωμένον πτώμα: “στήλη άλατος, σαν ξύλο και σαν πέτρα (άψυχος και αναίσθητος) για τα θεϊκά πράγματα, (ο Αδάμ) είναι ανίκανος για κάθε θρησκευτικήν ιδέαν και για κάθε ηθικόν συναίσθημα” (Solid. Declar., II- de lib. Arb., § 21.)· οι σκέψεις του πεπτωκότος Αδάμ, οι επιθυμίες του, τα λόγια του, οι πράξεις του δεν αποτελούν παρά πλάνην και μόνον, σχέτον ψεύδος, απύθμενην αδικίαν και απέχθειαν και αποστροφήν του Θεού.
Αρκετές φορές ελέχθη ότι ο Λούθηρος αφού έθραυσεν τον ζυγόν της πνευματικής αυθεντίας απηλευθέρωσεν την σκέψη και αποκατέστησεν τη λογικήν στο χώρο της δικαιοδοσίας της· είπαν και ότι άναψε τον πυρσόν της επιστήμης, ότι δόξασεν τα γράμματα, ότι έσωσεν τον πολιτισμόν από επικείμενην καταστροφήν και ερείπωση: Ε, λοιπόν! Αυτό που πέτυχεν ο Λούθηρος ήταν να αλυσοδέση το νου, να καταστρέψη τη διανόηση και να κατεβάση τον άνθρωπον στο επίπεδον του κτήνους, τουλάχιστον όσον αφορά στα θρησκευτικά ζητήματα· ο Λούθηρος είναι γνωστόν πια ότι κατεδίκασεν tic πανεπιστημιακές σχολές σαν επικίνδυνες, τις επιστήμες σαν αντιχριστιανικές, αλλά και τη φιλοσοφίαν σαν διαβολικήν. Στα επόμενα φυλλάδια θα παραθέσουμε τους αναθεματισμούς του μεταρρυθμιστή αυτού. Προς το παρόν περιοριζόμαστε στα λόγια του Εράσμου, γι’ αυτόν: “Μήπως ο Λούθηρος δεν έγραψεν ότι κάθε μάθηση τόσον η πρακτική, όσον και η θεωρητική είναι καταδικαστέα; Ότι όλες οι θεωρητικές επιστήμες είναι αμαρτήματα και πλάνες; Μήπως (και ο συνεργάτης του) ο Μελάγχθων δεν κατεδίκασεν κάποτε τις δημόσιες σχολές (Erasm. Epist. 59’ I, 31).
Πρόκειται, λοιπόν, για αδιαφιλονίκητα γεγονότα και μόνον η παχυλή άγνοια μπορεί να ισχυρισθή το αντίθετον.
Πέμπτον: Άλλ’ εάν ο άνθρωπος άπ’ τη μια δεν μπορεί έπ’ ουδενί και με καμίαν έννοια να συνεργήση στην αναγέννησή του, ούτε ενεργητικά με το να συνεργασθή και να δώση την συναίνεσή του στη θεία χάρη, ούτε παθητικά με το να της αντισταθή τουλάχιστον όπως θα λέγαμεν εμείς οι Ορθόδοξοι, ούτε απ’ την άλλη μπορεί να εμποδίση τη θεία χάρη λένε οι Προτεστάντες. Γιατί η θεία χάρη δρα και ενεργεί αναγκαστικά, ακατάσχετα, χωρίς να υπάρχη δυνατότητα αντίστασης, αφού αυτή σπάει και θρυμματίζει βιαίως και αναγκαστικά κάθε αντίσταση της θέλησης.
Άλλ’ ερωτώμεν τους Προτεστάντες:
Αν είναι όντως έτσι τα πράγματα, γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν πετυχαίνουν τη δικαίωσή τους; Οι Προτεστάντες απαντούν: “Όχι επειδή οι μη δικαιούμενοι αντιστέκονται και δεν συνεργάζονται με τη θεία χάρη, αλλά απλούστατα γιατί ο ίδιος ο Θεός δεν στέλνει τη θεία χάρη του σε όλους. Και γιατί παρακαλώ κ. Προτεστάντες, δεν στέλνει ο Θεός τη χάρη του σε όλους; -Όχι διότι θα την απέρριπταν εάν τους την έστελνε όπως θα υπέθετε ένας Ορθόδοξος, αφού τέτοια δυνατότητα αντίστασης στη θεία χάρη δεν έχει κανείς. Αλλά για άλλο λόγον: διότι ο Θεός πριν δημιουργήση οποιονδήποτε, τον προώρισεν. Έτσι, άλλους μεν από πριν και όλως αυθαίρετα τους προώρισε για την ουράνια μακαριότητα και ευτυχίαν και άλλους για τα βασανιστήρια του άδη. Να, λοιπόν, ότι ο απόλυτος προορισμός είναι αναγκαία λογική συνέπεια του κάθε είδους Προτεσταντισμού και βρίσκεται στο βάθος της ουσίας του Προτεσταντισμού, κι ας λένε μερικοί Προτεστάντες ότι δεν τον δέχονται. Είναι αναγκαία λογική συνέπεια του συστήματός τους. Προτεστάντης που δεν δέχεται τον απόλυτον προορισμόν, έχει μεν δίκαιον και είναι όρθόν το ότι δεν τον δέχεται, όμως είναι ο ίδιος ανακόλουθος και λογικώς ασυνεπής προς τις αρχές του Προτεσταντικού συστήματος. Ο δε συνάδελφος του Λουθήρου, ο Καλβίνος σαφώς κηρύττει αυτόν τον απόλυτον προορισμόν και λέγει ρητώς το εξής φοβερόν: ότι ο Θεός δημιούργησεν τους περισσότερους ανθρώπους μόνον και μόνο, για να τους καταδικάση στην κόλαση κατά το εξής καταχθόνιο θεϊκόν σχέδιον. Πρώτα ο ύψιστος Θεός ο και απόλυτος ρυθμιστής του σύμπαντος διαπράττει ο ίδιος την κλοπήν, τη δολοφονίαν, την πατροκτονίαν και όλα τα αμαρτήματα!
Κατόπιν φέρνει άπ’ την ανυπαρξίαν εις την ύπαρξη και στην ζωήν ένα ορισμένον αριθμόν ανθρώπων μόνον και μόνο για να τους επιβαρύνη με τις ποινές των δικών του εγκλημάτων. Στην συνέχειαν βασανίζει εις αιώνας αιώνων αυτούς τους δυστυχείς, εν μέσω φλογών που καταβροχθίζουν το θύμα τους, τους βασανίζει με όλην του την άπειρην παντοδυναμίαν!
Ερωτώμεν: τέτοια διδασκαλίαν ποιος άλλος θα μπορούσε να την επινοήση παρά μόνον ο ίδιος ο άδης;
Έκτον: Το πρώτον αποτέλεσμα που η δικαιούσα χάρη παράγει μέσα στον άνθρωπον, είναι να δημιουργήση εκ νέου και εκ του μηδενός τη νόηση και τη θέληση για τα ουράνια πράγματα. Εφόσον δηλαδή οι αυτοονομαζόμενοι μεταρρυθμιστές έχουν εκμηδενίσει τις πνευματικές ικανότητες του Αδάμ, ώφειλαν να τις ανακαλέσουν εκ του μηδενός εις το είναι, εκ της ανυπαρξίας εις την ύπαρξη, με μία δημιουργικήν ενέργειαν της παντοδυναμίας του Θεού. Έφ’ όσον εδώ νοείται κυριολεκτικώς και κατά γράμμα μια νέα δημιουργία, όπως η πρώτη, αν ο άνθρωπος υφίστατο μία δεύτερη δημιουργία μέσα στην ουσίαν του είναι του, εάν εδέχετο μία νέαν πνευματικήν ψυχήν, άλλην άπ’ την πρώτην, τη δικήν του, θα ήταν ποτέ δυνατό να αναγνωρίση εαυτόν σαν το ίδιον άτομον, το αυτόν πρόσωπον; Δεν θα είχεν καταστραφή μέσα του η ταυτότητα του εγώ του προσώπου του;
Όμως οι όψιμοι αυτοί απόστολοι του ιστ’ αιώνα, αν και κάθε άλλο παρά αντιπαθούσαν την προσωπικήν θεοπνευστίαν και μάλιστα πίστευαν ότι την είχαν, όμως δεν είχαν ιδέαν από φιλοσοφίαν.
Έβδομον: Όταν ο άνθρωπος ξαναπόκτησεν την ανωτέρα νόησή του, συνειδητοποιεί ότι ακριβώς τα αμαρτήματά του είναι που τον υποβάλλουν στις αιώνιες αυστηρότατες τιμωρίες της θείας δικαιοσύνη και η ψυχή του καταξεσχίζεται από όλες τις αγωνίες του φόβου, από όλα τα βασανιστήρια της απελπισίας και της απόγνωσης. Αλλά μετ’ ολίγον τούρχεται στο μυαλό η θύμηση πως ο Σωτήρας Χριστός πλήρωσε για τις αδικίες του κόσμου. Τότε συλλαμβάνει μέσα του την εμπιστοσύνην στο Χριστό, δηλαδή την πίστη. (Έργα του Λουθήρου, έκδ. Wit- temb., I μέρος, σελ. 47, β.) (ως γνωστόν οι μεταρρυθμιστές εκλαμβάνουν τη λέξη πίστη (fides) με την έννοιαν της εμπιστοσύνης (fiducia).) Απ’ τη στιγμή κι’ όλας εκείνη, που ο αμαρτωλός εμπιστεύεται το Χριστό, εισέρχεται σε κατάσταση χάριτος με τον ανώτατον Κριτήν. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα μέχρις εδώ εκτεθέντα, τι είναι εκείνο που πετυχαίνει να κερδίση τη φιλίαν του Θεού; Τι είναι δηλαδή αυτό που δικαιώνει;
Αυτό είναι δε η πίστη, μόνη η πίστη χωρίς απολύτως τίποτε άλλον, η απλή εμπιστοσύνη στον Σωτήρα, είναι αυτό το συναίσθημα για το άπειρον έλεος και την άπειρην ευσπλαχνία του Θεού και η ελπίδα και ταυτόχρονα βεβαιότητα αυτουνού του πιστού για την σίγουρην άφεση των αμαρτιών του εκ μέρους του Θεού.
Δηλαδή ακόμη και εκείνος, που έκανε να πλημμυρίση η χώρα του από αίμα ανθρώπων, να γεμίση από ερείπια, μπορεί λοιπόν, και χωρίς να αφήση το στιλέττο άπ’ το χέρι του ή το φυτίλι του εμπρησμού, μπορεί να πετύχη την συγχώρηση των εγκλημάτων του. Όσο δε για τη βαθειά θλίψη μετανοίας για τα εγκλήματά του, όσο για τις άγιες αποφάσεις που λέμε εμείς ότι πρέπει να πάρη για να αλλάξη την ζωήν του, όσον και για τις καλές πράξεις που επίσης λέμε ότι πρέπει να συνοδεύουν τη νέαν του ζωή μετανοίας, αυτούς τους πόνους και τους καρπούς της μετανοίας, όλ’ αυτά αποτελούν για τους Προτεστάντες δεισιδαιμονίες που επινόησαν και εφεύραν οι καλόγεροι στα μοναστήρια.
Κατά τους Προτεστάντες ο Θεός δέχεται σαν φίλον του μόνον τον εγκληματίαν ακριβώς επειδή αυτός είναι τέτοιος, και καθαίρει ο Θεός την συνείδηση μόνον εάν και εφόσον αυτή κυλιέται στο βούρκον και στο βόρβορον και ανταμείβει όσες ψυχές κυριολεκτικά και εκ ψυχής τον μισούν και τον καταριώνται και τις ανταμείβει μόνο και μόνο γι’ αυτό ακριβώς που κάνουν βλασφημώντας τον.
Ο Λούθηρος, δηλαδή, για να αποκτήση οπαδούς και διόρθωσεν άπ’ την ανάποδην και άλλαξεν το ίδιον το Ευαγγέλιον έτσι ώστε όλα να είναι εύκολα σαν παιγνίδι για τους εγκληματίες και αυτή ακόμη η σωτηρία τους, κι’ ας μη μετανοήσουν αυτοί ποτέ όσο ζουν. Και το πέτυχεν σ’ ένα μέτρον, αν ρίξουμεν ένα βλέμμα στις λεγόμενες Προτεσταντικές κοινωνίες και χώρες (Αμερική κ.λπ.), οι οποίες δυστυχώς άρχισαν να επηρεάζουν και τις άλλες χώρες και να γίνωνται πρότυπον νοοτροπίας και τρόπου ζωής και πεποιθήσεων, τόσο για τους αετονύχηδες μεγάλους αλλά, άκρως λυπηρόν, και για την άπειρην και ανυποψίαστη νεολαία μας.
Όγδοον: Κατά το Λούθηρον πάντα, εφόσον η δικαίωση του αμαρτωλού δεν επιτυγχάνεται παρά μόνον και μόνο δια της πίστεως (αυτή δηλαδή είναι το μόνο ληπτικόν όργανον, το μόνο μέσον, ο μόνος τρόπος δικαιώσεως), ή ακριβέστερα δια της εμπιστοσύνης , είναι φανερόν ότι αυτή η επιτευχθείσα από τον αμαρτωλό δικαίωση δεν αναγεννά όλες τις πνευματικές ικανότητες· και κατανοούμε μεν το ότι αυτή δεν καθαίρει τις ψυχές από τους ρύπους, έφ’ όσον το κληρονομικόν κακόν αποτελεί αυτήν ταύτην την ουσίαν του πεπτωκότος ανθρώπου κατ’ αυτούς. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως τι επιτυγχάνει, λοιπόν, η δικαίωση, ποια είναι η αποτελεσματικότητά της; Η δικαίωση, λένε οι διαμαρτυρόμενοι, κατορθώνει να λογισθή και να μεταφερθή στον αμαρτωλόν, η δικαιοσύνη του Ιησού Χριστού, αλλά κατά ένα τρόπον όλως διόλου εξωτερικόν, άρα και μηχανικόν αλλά και μαγικόν. Έ δικαίωση δηλαδή γλυτώνει τον αμαρτωλόν, από τη θείαν εκδίκηση και τιμωρίαν, αλλά τον αφίνει κάτω από το βάρος του κακού.
Απαλλάσσει δε από τις ποινές τις εκ του αμαρτήματος άλλ όχι από το ίδιον το αμάρτημα.
Η δικαίωση απλά και μόνο ρίχνει ένα πέπλον πάνω στο έγκλημα για να το καλύψη ώστε να το κρύψη άπ’ τα μάτια του ύψιστου Κριτή, κι’ αυτό είναι όλον κι’ όλον. Έτσι ο Θεός αντικρύζει σαν δήθεν καθαρήν και αγίαν τη βαθύτατα διεφθαρμένην ψυχήν και στην συνέχειαν ο ίδιος ο Θεός αναγνωρίζει και ανακηρύσσει σαν ταπεινόν, ανιδιοτελή, αγαθοεργόν, αγνόν, ενάρετον ένα άνθρωπον που όμως εξακολουθεί να αποπνέη εγωισμόν, υπερηφάνειαν, αρπακτικότητα, απληστίαν, ακολασίαν και ασέλγειαν, όλα δηλαδή τα βδελυκτά πάθη. Με μια λέξη, ο Θεός διαψεύδει την παγγνωσίαν του, διαψεύδει τις λατρευτές τελειότητές του, διαψεύδει τον εαυτόν του, μόνον και μόνον προκειμένου να τοποθέτηση στο χώρον των δικαίων τον ανοσιουργόν, τον γεμάτον από εγκλήματα.
Έννατον: Ο πιστός, λοιπόν, στο Χριστόν που δικαιώθηκεν, όπως είπαμε, με ένα τρόπον όλως διόλου εξωτερικό, μηχανικό, μαγικό, λέγουν οι Προτεστάντες ότι μάταια θα προσπαθούσε να εκτελή το αγαθόν, να εφαρμόζη την αρετή, να τηρή το νόμον της αγίας Γραφής, να βαδίζη ανεπίληπτος ενώπιον του Κυρίου: όλα τα θεωρούμενα αγαθά έργα του, δηλαδή όλες οι ενέργειες και πράξεις του, όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματά του, όλες εν γένει οι κινήσεις του σώματος και της ψυχής του αποτελούν αντιστοίχως θανάσιμα αμαρτήματα (Luther, Assert, omn. Artie. Opp., tom. II, fol. 325 β.)
Όσον για τη θεία Χάρη και για το ρόλον και το έργον της πάνω σ’ αυτόν τον πιστόν, αυτή ούτε του καθάρισεν την ψυχήν ούτε του ανόρθωσεν τη βούληση ενισχύοντάς την, γιατί το προπατορικόν αμάρτημα, δηλαδή η κατά τους Προτεστάντες ουσία του ανθρώπου, συνεχίζει να υφίσταται ακέραιον και ανενόχλητο μέσα στην ψυχήν του και να μη παράγη παρά αποκλειστικά καρπούς θανάτου.
Επομένως και ο Θεός από μέρους του δεν απαιτεί την τήρηση του αγίου νόμου του (Luther. Ausleg. Des Brief, an die Galat.) Και ναι μεν ο Θεός δίνει εντολές, αλλά δεν τις δίνει, ισχυρίζονται οι Προτεστάντες, για να υπακούμε και να τις εφαρμόζουμε· δίνει απαγορεύσεις, άλλ’ όμως ταυτόχρονα δίνει και την άδειαν και επιτρέπει να τις παραβιάζουμεν ο Θεός άκουσον, άκουσον δεν επιθυμεί την εκτέλεση και εκπλήρωσή του θελήματός του!
Αλλά και στην περίπτωση που εκτελούμεν το καλόν, λένε οι ίδιοι, αφαιρούμε άπ’ το Θεόν τη δυνατότητα και τον τρόπο να ασκήση ο ίδιος την ευσπλαχνία του και να μας ελεήση συγχωρώντας μας αλλά και να εφαρμόση πάνω μας όλα τα αγαθά εκ της θυσίας του Σωτήρα μας.
Ενώ, όταν διαπράττουμεν το κακόν, νοιώθομεν αναγκασμένοι να καταφύγουμεν στην εμπιστοσύνην προς το Χριστό, δηλαδή να ασκήσουμεν πίστη, η οποία πίστη δίνει, εξασφαλίζει και αυξάνει τη δικαιοσύνη. Και μάλιστα τόσον περισσότερο δίκαιοι γινόμαστε όσον περισσότερον αμαρτάνομεν!
Άκουσε δε και το εξής φοβερόν και ανήκουστον που το διατύπωσεν ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού, ο πολύς Λούθηρος, προκειμένου να δώση απάντηση στην ερώτηση: Και τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε για να σωθούμε;
Τότε ο Λούθηρος κυνικότατα απήντησεν: “Πρέπει να προφυλαχθούμε από τα καλά έργα (και μάλιστα) με περισσότερη επιμέλειαν απ’ ό,τι από την αμαρτίαν… Οι ευσεβείς ψυχές που εκτελούν το αγαθό για να κερδίσουν τη βασιλείαν των ουρανών, όχι μόνο δεν θα κατορθώσουν ποτέ να την αποκτήσουν, αλλά (επί πλέον) πρέπει να τις κατατάξουμεν στην τάξη των ασεβών” (Ορρ. Tom. VI, fol. 160). Και συμπληρώνει την σκέψη και διδασκαλίαν του ο ίδιος Λούθηρος με την εξής εμετική θέση του. “Όσον ευρισκόμεθα εδώ κάτω, οφείλομε να αμαρτάνομεν, διότι αυτή η γη δεν αποτελεί την κατοικίαν της δικαιοσύνης. Να αμαρτάνης, λοιπόν, και μάλιστα ολοκληρωτικά, σφαιρικά, γιατί ο Θεός δεν σώζει τους μισο-αμαρτωλούς… Αμάρτανε, αλλά δυνατά… Αν σου είναι δυνατό, διάπραττε χίλιους φόνους την ημέραν και εκατό χιλιάδες μοιχείες καθημερινά” (Luther. Epist. Ad Joh. Aurifabr. coll.,Jena 1556. tom. Ι,σελ. 345 β). Αλλά και αν αυτή η ηθική δεν ενυπήρχεν αυτολεξεί και κατά γράμμα εις τα συγγράμματα του Λουθήρου, ή, κι’ αν ακόμη αυτή η ηθική δεν αποτελούσεν τη φανερήν και αναγκαίαν συνέπειαν των αρχών της διδασκαλίας του, όμως και τότε θα αρκούσεν το να διατρέξης μια προτεσταντική χώρα για να τη διαπιστώσης ή να τη μαντεύσης αυτήν την ηθικήν.
Ιδού, αγαπητέ αναγνώστα, η περίφημη ηθική της Μεταρρύθμισης και της “χριστιανικότατης” φίλης Αμερικής, εκπροσώπου του “χριστιανικού” κόσμου, η περιβόητη και πολύκροτη “χριστιανική” της ηθική σ’ όλον το μεγαλείον της, θέλω να πω: η ηθική των κατέργων και του άδη. Διότι μόνον ένας δήμιος θα αποτολμούσε να της πλέξη το εγκώμιον ή να της κάνη ανταξίαν του επιπέδου της απολογίαν και ποτέ βέβαια ο ίδιος ή γνήσιος και ακραιφνής χριστιανισμός. Είχαμε, λοιπόν, άδικον που επιγρά- ψαμεν το παρόν άρθρον: Η μάστιγα του αντιχριστιανικού Προτεσταντισμού;
Ομολογουμένως όμως και έτσι αδικήσαμεν ήδη τον Προτεσταντισμό, διότι ακριβώς δεν κατορθώσαμεν τελικά να αποδώσουμε, όπως θα του έπρεπεν, όπως θα του άξιζεν τη διδασκαλίαν του, η οποία, όπως διαπιστώσαμε δεν μπορεί παρά οπωσδήποτε να βγαίνη κατ’ ευθείαν απ’ τα σπλάχνα της ίδιας της κόλασης. Όμως οι φλόγες της, που παρακολουθώντας τα διδάγματα του Λουθήρου τις νοιώσαμε να μας τσουρουφλίζουν το πρόσωπο, δεν φωτίζουν. Μόνον καίνε, βασανίζουν και καταστρέφουν αλύπητα, ανελέητα, ανοικτιρμόνως και την ίδιαν μας την εποχήν. Άλλωστε, όλοι μας λίγον πολύ έχομεν πείραν του πράγματος κι’ ας αγνοούμε μερικές συγκεκριμένες λεπτομέρειες, όμως ανησυχούμεν και προβληματιζόμεθα από τα διεθνώς τεκταινόμενα αλλά και τα διαδραματιζόμενα επί της παγκοσμίου σκηνής.
Το μόνον όπλον που μας μένει είναι η γραφίδα και η κραυγή: Ορθόδοξοι, φυλαχθήτε, λοιπόν, και όχι μόνον, πριν να είναι πολύ αργά! Ούτε και μπορείτε να παίζετε με τέτοιαν παγκοσμίων διαστάσεων πυρκαϊάν και μάλιστα “εν ου παικτοίς” ζητήμασιν. Ο αντίχριστος αυτός Προτεσταντισμός έχει πρωτότοκον υιόν του τον επίσης ανηλεή καπιταλισμόν, είναι που ανοίγει διάπλατες τις πύλες της κόλασης για να ξεράση φωτιά, λιωμένον σίδηρον και καυτό θειάφι πάνω στις σύγχρονες κοινωνίες μας. Κι αυτό βέβαια το κάνει έξυπνα δηλαδή πονηρά όχι μόνον όταν ως πλανητάρχης ή ως πλανηταρχών βομβαρδίζει και καίει χώρες και φονεύει και εξαφανίζει από προσώπου γης ολόκληρους πληθυσμούς και λαούς, αλλά και όταν προπαντός προσπαθή να δελεάση τον ανυποψίαστον, εύπιστον, ανενημέρωτον νουν πολλών τόσο με τις αντιχριστιανικές διδασκαλίες του, όσον με την σχιζοφρενική νοοτροπίαν του, όσον και με τον εξωφρενικόν τρόπον ζωής του, αλλά και με τις αλλοπρόσαλλες πεποιθήσεις του.
Έλληνες φυλαχτήτε! Όχι μόνο παθητικά, αλλά και ενεργά. Τρομοκρατήστε τουλάχιστον με την όλην στάση, με τα λόγια σας, με τις θρησκευτικές ακλόνητες πεποιθήσεις σας και με την ομολογίαν της πίστης σας τους μόνους πραγματικούς τρομοκράτες! Και βέβαια μπορείτε! Θα λουφάξουν οι τρομοκράτες της υφηλίου. Θα βάλουν στα σκέλη εκείνην τη διαβολικήν δρακόντειάν τους ουράν, η οποία κατά την Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, αφινόμενη ελεύθερη κινείται και συμπαρασύρει άτομα, έθνη και λαούς εις την απώλειαν. Θαρσείτε λέγει ο Κύριος, εγώ νενίκηκα τον κόσμον!