Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίου π. Μάρκου Κ. Μανώλη
Οἱ ἄγγελοι τὸν ὕμνον προσφέρουν εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἡμεῖς τοὺς εἰς τὸ Τριώδιον περιεχομένους ὕμνους.
Ὅλον τὸ μυστήριον τῆς οἰκονομίας κρύβεται μέσα εἰς τοὺς ὕμνους αὐτούς.
Εἶναι ἡ καλυτέρα προετοιμασία διὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου μας.
Ἐπειδὴ μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας εἰσερχόμεθα εἰς τὸ στάδιον τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς καὶ εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας τῆς ἀρετῆς, διὰ τοῦτο οἱ θεῖοι Πατέρες τὰς ἑβδομάδας αὐτὰς ἐπενόησαν ὡς προετοιμασίαν ἡμῶν εἰς τοὺς ἀγῶνας αὐτούς. Προφωνήσιμος ἡ ἑβδομὰς ἡ πρώτη ὡς προλέγουσα τρόπον τινὰ καὶ κηρύττουσα ὅτι ἤγγικεν ὁ καιρὸς τῆς νηστείας.
Ἀπὸ τὴν Κυριακὴν Τελώνου καὶ Φαρισαίου μεταξὺ ἄλλων ἀρχίζουν νὰ διαβάζωνται εἰς τὰ ἱερὰ Μοναστήρια καὶ αἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Μὲ ὁδηγὸν λοιπὸν τὸν Ἅγιον, ἂς ἰδοῦμε τὰς δύο πρώτας ἑβδομάδας.
Ὁ Πλάστης ἐκ τοῦ μὴ ὄντος μᾶς ἔφερε εἰς τὴν ὕπαρξιν. Μᾶς ἔβαλε εἰς τὸν κόσμον σὰν εἰς ἕνα σχολεῖον, διὰ νὰ μάθωμεν καὶ πράξωμεν τὰς ἐντολάς. Διὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς εἶπε «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…».
Ποῖαι εἶναι αἱ παραγγελίαι τοῦ Θεοῦ; Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις καὶ τὰ ἄλλα, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον, τὴν νέαν Διαθήκην, τὰ ὑψηλότερα καὶ ἀκριβέστερα.
Λέγουν πολλοί: Δὲν ἔκλεψα, δὲν σκότωσα. Τὸ Εὐαγγέλιον μᾶς λέγει ὄχι μόνον νὰ μὴ φονεύωμεν, ἀλλὰ οὔτε νὰ θυμώνωμεν καὶ νὰ ὑβρίζωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ μόνον νὰ θυμώνωμεν κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἔχωμεν ἔχθραν παντοτινὴν μὲ τοὺς δαίμονας.
Πάλιν, οὐ μοιχεύσεις, ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καὶ τὸ ἔνοχον βλέμμα.
Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος λέγει νὰ μὴ ὁρκίζεσαι ψέματα, ὁ Χριστὸς νὰ μὴ ὁρκιζώμεθα τελείως.
Ὁ νόμος λέγει ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ νὰ μισήσης τὸν ἐχθρόν σου, ὁ δὲ Κύριος λέγει νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας. Ἀκόμη καὶ ἐκείνους, ὅπου σᾶς ἀδικοῦν καὶ σᾶς καταριοῦνται, ἐσεῖς νὰ τοὺς εὔχεσθε καὶ νὰ κάμνετε καλὸν εἰς ἐκείνους, ὅπου σᾶς μισοῦν.
Ὁ παλιὸς νόμος κόπτει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν πρᾶξιν τῆς ἁμαρτίας μόνον, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ ἔργον τῆς ἁμαρτίας ἐμποδίζει, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰς ἀφορμὰς καὶ τὰς ρίζας, ποὺ βλαστάνουν καὶ γίνονται αἱ ἁμαρτίαι· καὶ τὰς ξερριζώνει τελείως ἀπὸ τὰς καρδίας μας.
Ἐμεῖς, χριστιανοί μου, πῶς πορευόμεθα; Οὔτε μὲ τὸν νόμον τοῦ Εὐαγγελίου, οὔτε μὲ τὸν παλαιὸν νόμον, ἀλλὰ σὰν νὰ εἴμεθα εἰδωλολάτραι.
Τί θὰ γίνωμεν ὅμως ἐκείνην τὴν ἡμέραν τὴν φοβερὰν τῆς κρίσεως;
Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρναι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι οὔτε λοίδοροι οὔτε ἅρπαγες οὔτε φιλάργυροι βασιλείαν Θεοῦ θὰ κληρονομήσουν.
Διὰ τοῦτο νὰ μὴ περνᾶμε τὴν ζωή μας μὲ ἀμέλειαν καὶ τεμπελιά ἀλλά με προσευχή, μὲ ἐκκλησιασμὸ καὶ τὰ καλὰ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος λέγει διὰ τοὺς ἀδιορθώτους καὶ ἀμετανοήτους. Ἤδη καὶ ἡ ἀξίνη εἰς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. Δηλαδὴ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν κάμνει καλὸν τῆς ψυχῆς του, οὔτε καρποφορεῖ τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς μετανοίας, ἀλλ᾽ εὑρίσκεται ἄκαρπος καὶ ἀμετανόητος, κόπτεται ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ πηγαίνει εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον. Δὲν φοβούμεθα τὸν θάνατον; Πῶς θὰ ἰδοῦμε τοὺς φοβεροὺς ἀγγέλους; Δὲν φοβούμεθα τὸν χωρισμὸν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος; Πῶς θὰ περπατήσωμεν τὸν δρόμον ἐκεῖνον τὸν μακρόν, χωρὶς νὰ βαστοῦμε κοντά μας ἐκεῖνα, ποὺ θὰ μᾶς φυλάξουν, δηλαδὴ τὰ καλὰ ἔργα; Μὲ τί πρόσωπον θὰ παρασταθοῦμεν μπροστὰ εἰς τὸν φοβερὸν Κριτήριον τοῦ Χριστοῦ; Εἰς ἐκεῖνον τὸ βῆμα, ποὺ θὰ πέση καὶ θὰ προσκυνήση ὅλος ὁ κόσμος, ἔχοντες ἐμεῖς τὰ παράνομα ἔργα μας; Τί θὰ γίνη μὲ ἐμᾶς τότε;
Μᾶς ἀναμένει ἡ βεβαία καταδίκη. Ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ συμβῆ αὐτό, ἂς προλάβωμεν ἐμεῖς, τώρα, τὰς ἁγίας αὐτὰς ἡμέρας, νὰ προσπέσωμεν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἂς κλάψωμεν. Ἂς προλάβωμεν, προτοῦ μᾶς εὕρη ἡ φοβερὰ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ πρὶν φθάση ἡ φοβερὰ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ ἂς ἡμερώσωμεν τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ἂς τὸ καταπραΰνωμεν μὲ τὴν ἐξομολόγησιν, μὲ τὴν προσευχήν, μὲ τὴν νηστείαν, μὲ τὴν καθαρότητα, μὲ τὴν ὑπακοὴν καὶ χωριστὰ ἀπ’ ὅλα, μὲ τὴν εἰρήνην καὶ ἀγάπην μεταξύ μας καὶ μὲ τὰ ἄλλα καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα.
Καὶ ὁ Κύριος εἶναι ἕτοιμος, ἂν κάμωμε ἔτσι, νὰ μᾶς συγχωρήση τὰς ἁμαρτίας μας. Αὐτὸς μᾶς καρτερεῖ καὶ μᾶς ἀναμένει καθ᾽ ἑκάστην ὥραν καὶ ἡμέραν πότε νὰ μετανοήσωμεν καὶ νὰ γυρίσωμεν εἰς αὐτόν, διότι αὐτὸς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἁμαρτωλὸν δὲν τὸν σιχαίνεται, δὲν τὸν διώχνει, δὲν τὸν ὀνειδίζει, ἀλλὰ τὸν δέχεται μὲ πολλὴν χαρὰν καὶ τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν φιλεῖ σὰν τὸν ἄσωτον υἱὸν καὶ ὅπως ἐφάνη εἰς τὸν ληστὴν καὶ τὴν πόρνην.
Ἂς ξυπνήσωμεν, παρακαλῶ, ἀπὸ τὸν βαρὺ ὕπνον τῆς ἀμελείας καὶ ἁμαρτίας. Ἂς ἀγωνισθοῦμε τὰς ὀλίγας αὐτὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας, διὰ νὰ συμβῆ μὲ ἐμᾶς, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα ἐκείνη, νὰ χωρισθοῦμε ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν τὴν πρόσκαιρον, ὅπως τὰ παιδιὰ τὰ προκομμένα, ὅταν τελειώσουν τὸ σχολεῖον τους καὶ ἐπιστρέψουν εἰς τὰς πατρίδας των καὶ εἰς τοὺς ἰδικούς των, πηγαίνουν μὲ πολλὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς ἂς κάμωμεν σὰν γνήσιοι καὶ ἀληθινοὶ μαθηταὶ τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ βγοῦμε καὶ χαρούμενοι ἀπὸ ἐδῶ καὶ νὰ πᾶμε καὶ νὰ κατακτήσωμεν καὶ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, εἰς τὴν πρώτην μας πατρίδα, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, εἰς τὴν χαρὰν τῶν Ἀγγέλων, εἰς τὴν λαμπρότητα τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.
Τὰς ἡμέρας αὐτὰς ὀνομάζουν ἑορτὰς καὶ χαρμοσύνους, διὰ νὰ πολυτρώγουν καὶ νὰ πολυπίνουν καὶ νὰ μεθοῦν καὶ νὰ ξεφαντώνουν μὲ χοροὺς καὶ διασκεδάσεις ὄχι μόνον τὴν ἡμέραν ἀλλὰ καὶ τὴ νύκτα.
Δὲν ἐθεσπίσθησαν ὅμως αἱ ἡμέραι αὐταὶ διὰ πολυφαγίαν καὶ μέθη, ἀλλὰ διὰ προμελέτην καὶ προετοιμασίαν τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, ποὺ μᾶς ἔρχεται.
Ὅπως οἱ στρατιῶται, ὅταν πρόκειται νὰ πᾶνε διὰ πόλεμον, προετοιμάζονται, διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζωνται καὶ δυσκολεύωνται, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νὰ κινήσουν.
Ὄχι λοιπὸν γιὰ φαγοπότια καὶ σπατάλη ὡρίσθησαν αἱ ἡμέραι αὐταί.
Ἐὰν ἔχωμεν τὸν Θεὸν βοηθόν, ποιὸς θὰ μπορέση νὰ μᾶς βλάψη; Καὶ ἂν παλαιότερον μᾶς ἐβοήθησε, πῶς ὄχι καὶ τώρα;
Ἡμεῖς ἂς σταθῶμεν ἀνδρεῖοι. Νὰ προσέχωμεν καλῶς. Ὑπομονὴ εἰς τὰς θλίψεις.
* Ὁμιλία εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίου Γεωργίου Διονύσου.