Δυστυχῶς, δέν εἴμεθα ἐκεῖνοι πού ἔπρεπε νά εἴμεθα. Τό ξέρουμε ὅλοι πώς πρέπει νά εἴμεθα. Καί, ἐπειδή δέν εἴμεθα, ἀναστενάζουμε. Καί ὁ θρῆνος τῆς ψυχῆς εἶνε, διότι λείπει ἡ ἁγιότης. Δέν εἴμεθα ἅγιοι.
Αὐτή εἶνε ἡ πικρία τῆς ψυχῆς. Δέν ἔχουμε τήν ἁγιότητα. Αὐτό τό ἅγιον σήμερα λείπει. Εἶνε βαθιές οἱ ρίζες τῆς ἁγιότητος.
Ὄχι ψευτοαγιωσύνη, ὄχι ψευτοευσεβισμός, ἀλλά εἰλικρινῆ καί ἅγια καρδιά νά ἔχωμε. Καί ἄν κάπου-κάπου πέφτουμε, καί πάλι νά σηκωνώμεθα. Καί ἐάν χιλιάκις, λέει ὁ Χρυσόστομος, πέσης, χιλιάκις νά σηκωθῆς. Ποτέ μήν ἀπελπιστῆς. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὠκεανός ἀπέραντος καί ἀνεξάντλητος. «Μέγας εἴ, Κύριε»!
Χρειάζεται λοιπόν ψυχική θωράκισις. Ὄχι ἄοπλοι. Εἵς τα ὅπλα, στά ἱερά ὅπλα! Κι ὅταν ἔχωμε τά ὅπλα αὐτά, τίς καθ’ ἡμῶν; – καί ἕνας ἀκόμα, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἐδίωξε χιλίους»! (Ἰησ. Ναυή 23, 10 Δευτ. 32,30)