Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Γέροντος Δωροθέου: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῶ»

 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ 

(ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)

Ὁ ἱερεύς πρίν προφέρει τό «εὐλογητός ὁ Θεός» καί ἀρχίσει ἡ ὅποια ἀκολουθία τῆς ἡμέρας στεκόμενος ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τράπεζας κάνει τρεῖς μετάνοιες καί λέγει καθ’ ἑαυτόν: «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῶ καί ἐλέησόν με». Εἶναι ἐπειδή θέλει ἡ προσευχή του νά ἔχει μετάνοια καί ταπείνωση, ὅπως τοῦ τελώνη, γιατί μόνο ἔτσι μπορεῖ νά εἰσακουσθεῖ ἀπό τόν Θεό.

Ἡ παραβολή τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου, ὅπως καί ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων, εἶναι κάτι πού πρέπει νά τρομάζει τούς λεγόμενους ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου πού νηστεύει καί κάνει δωρεές στήν Ἐκκλησία δέν εἰσακούσθηκε, στήν περίπτωση μάλιστα τῶν δέκα παρθένων ὁ Χριστός τούς εἶπε: «δέν σᾶς γνωρίζω». Εἶναι τραγικό νά νομίζεις ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Θεός νά μήν σέ ἀκούει ἤ νά μή σέ γνωρίζει κἄν. Τί μποροῦμε νά κάνουμε ὥστε ὁ Θεός νά εἰσακούει τίς προσευχές μας ἤ πῶς μποροῦμε νά συστηθοῦμε στόν Θεό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι νά διδαχθοῦμε ἀπό τόν τελώνη.

Ἡ προσευχή τοῦ Φαρισαίου περιέχει κατάκριση («οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί») καί ἀμετροέπεια («νηστεύω δίς τοῦ σαββάτου καί ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι»). «Τό στόμα λαλεῖ ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας» (Ματθ. 12,34). Δικαιώνει τόν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφή γράφει: «ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν» (Ψαλ. 142,2). Δέν ἀναφέρει τίς πτώσεις του στόν Θεό, οὔτε ὅσα κάνει τά ἀποδίδει στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ὁ τελώνης ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μετάνοια καί συντριβή. Στέκει μακριά ἀπό τό ἱερό, δέν σηκώνει κἄν τά μάτια του στόν οὐρανό, κτυπᾶ τό στῆθος του. Ψυχικά καί σωματικά ὁδυνᾶται. Ἡ μετάνοια καί ἡ ταπείνωσή του προδίδουν ὅτι ἔχει συναίσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἐνώπιόν του. Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ μετάνοια καί ἡ ταπείνωση τόν ἄνθρωπο: στήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ζεῖς μακρυά ἀπό τόν Θεό δέν ἐνοχλεῖσαι ἀπό τίς ἁμαρτίες σου, αὐτοδικαιώνεσαι, βάζεις τόν ἑαυτό σου στήν θέση τοῦ Θεοῦ καί δημιουργεῖς ἐντολές, ὅμως ἀγνοεῖς τόν Θεό καί αὐτός σέ ἀγνοεῖ, δέν σέ ξέρει. Πίσω ἀπό μιά ἐπίφαση εὐσεβείας μπορεῖ νά κρύβεται ὑποκρισία, ἐγωισμός, δαιμονική ὑπερηφάνεια. Ὁ μόνος τρόπος νά προσεγγίσεις τόν Θεό εἶναι ἡ συντριβή ἐπειδή τόν ἀγνόησες («τό πονηρόν ἐνώπιον σοῦ ἐποίησα» Ψαλ. 50,4), καί αὐτό εἶναι μιά ὁμολογία ἀγάπης. Ὁμολογεῖς τήν θλίψη σου ἐπειδή σέ κάποιον πού σέ ἀγαπᾶ τόσο καί νοιάζεται γιά σένα, ἐσύ τοῦ ἀνταπέδωκες κακία, τόν ἔθλιψες καί τώρα πού ἦλθες σέ συναίσθηση δέν ἔχεις μάτια νά τόν ἀντικρύσεις. 

Ἡ μετάνοια εἶναι ἐπιστροφή στήν ἀγάπη καί δέν μπορεῖ νά μή συνοδεύεται ἀπό δάκρυα. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης καί τά δάκρυα εἶναι κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο ὁ κλαυθισμός τοῦ μωροῦ πού ἐπιστρέφει στό στῆθος τῆς μάνας του νά θηλάσει. «Συγχώρεσέ με, Κύριε» εἶναι τά μόνα λόγια πού ἐπανενώνουν τόν σύνδεσμο πού ἔσπασε καί ἀποκαθιστοῦν τήν ἀποδοχή τῆς ἀγάπης, πού πάντα ἐκπέμπει ὁ Θεός. «Τί ἀνταποδώσωμεν τῶ Κυρίῳ περί πάντων ὦν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» Ὅσο περισσότερο ἡ πληγωμένη ἀπό τήν μετάνοια ψυχή ἐξομολογεῖται στόν Κύριο τόσο βαθαίνει ἡ σχέση ἀγάπης μας μαζύ του. Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές πού μποροῦν νά τό ἀποδεχθοῦν, τό πρῶτο βήμα γιά τήν θέωση κατά τους Πατέρες, δηλαδή τήν ἐπιστροφή στήν ἀγάπη. Ὁ Θεός παραχωρεῖ ὤστε ἡ ἀληθινά μετανοούσα ψυχή νά αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, νά φλέγεται ἀπό θεῖο ἔρωτα, νά ζεῖ οὐράνιες καταστάσεις. Γι΄αὐτόν λόγο αὐτό οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν γιά χαρμολύπη, γιά τήν μυστική πληροφορία πού ἔχει ἡ ψυχή τοῦ μετανοοῦντος ὅτι ὁ Θεός δέχθηκε τήν προσευχή του καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας του ἔπλυναν τόν ρῦπο τῆς ἁμαρτίας. 

Ὤ, εὐλογημένη μετάνοια καί ὤ, εὐλογημένη ταπείνωση πού πηγάζει ἀπ’ αὐτήν. Ὁ Κύριός μας αὐτό ἐκήρυξε: «Μετανοεῖτε…». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής αὐτό ἐκήρυξε: «Μετανοεῖτε…». Ἄν ὁ Χριστός περιπατοῦσε ἀνάμεσά μας στίς μέρες μας αὐτό θα ἐκήρυτε: «Μετανοεῖτε…». Δηλαδή: «Ἐπιστρέψτε σέ μένα, ἀνταποκριθεῖτε στήν ἀγάπη μου, ἀγαπῆστε με, μήν ἀγαπᾶτε τόν ἑαυτό σας μόνο».