Γράφει ὁ κ. Δημ. Ἀναγνώστου, θεολόγος.
Ἐνθρονίστηκε ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Εὐγένιος ὁ Β΄στόν μεγαλοπρεπή Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ στό Ἠράκλειο Κρήτης, παρουσία ἐκπροσώπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ὑπουργοῦ Παιδείας, ἐκπροσώπων Κοινοβουλευτικῶν Κομμάτων καί ὅλων τῶν τοπικῶν Ἀρχῶν.
Λόγῳ τῶν ἐπιβληθέντων ὑγειονομικῶν μέτρων, ὅπως εἶχε ἀνακοινωθεῖ καί προβλεφθεῖ, στό Ναό εἰσῆλθαν μόνο ὅσοι εἶχαν ἐξασφαλίσει σχετική πρόσκληση. Ἔξωθι τοῦ Ναοῦ ὑπῆρξε μικρός ἀριθμός πολιτῶν ἤ πιστῶν, ἡ πλειοψηφία τῶν ὁποίων, ὡς φαίνεται, μᾶλλον μέ ἀδιαφορία ἀντιμετώπισαν τό "ἱστορικό" αὐτό γεγονός.
Ἐπίκεντρο τῶν ἐνθρονιστηρίων τελετῶν ἀποτελεῖ πάντοτε ὁ ἐπιβατήριος ἤ ἐνθρονιστήριος λόγος τοῦ ἐνθρονιζομένου Ἱεράρχου, ἐν προκειμένῳ τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, ὁ ὁποῖος (λόγος) κάθε ἄλλο παρά ἀδιάφορος καί ἀδιαφανής ὅσον ἀφορᾶ στίς προθέσεις, θέσεις καί ἀντιλήψεις τοῦ ἐκφωνήσαντος εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρισθεῖ.
Πρίν προχωρήσουμε σέ ὁρισμένες ἐνδεικτικές ἐπισημάνσεις πού ἀφοροῦν στό περιεχόμενο τοῦ ἐνθρονιστηρίου λόγου τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, ἔχει σημειολογικό ἐνδιαφέρον νά ἀναφερθοῦμε καί σέ ὁρισμένα ἄλλα παραλειπόμενα τῆς ὅλης τελετῆς πού ἀφοροῦν εἴτε στόν ἴδιο, εἴτε σέ ἄλλα πρόσωπα.
Ὁ Σεβ. κ. Εὐγένιος ἐπιβεβαιώθηκε ὅτι δίνει ἰδιαίτερη σημασία στόν συμβολισμό καί τόν διαχειρίζεται καταλλήλως, ἀφοῦ προσερχόμενος στόν Ναό ἔφερε μαζί του εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, οἰκογενειακό του κειμήλιο προερχόμενο ἀπό τίς ἀλησμόνητες Πατρίδες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐκ τῶν ὁποίων κατήγετο ὁ πατέρας του.
Εἰσελθών στό Ναό προσκύνησε μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια τήν εἰκόνα καί τό παραπλεύρως ἐκτιθέμενο λείψανο τοῦ Ἁγίου, φορώντας συνεχῶς τήν προστατευτική ἔναντι τοῦ ἰοῦ μάσκα του, ὅπως καί ὅλοι οἱ συνοδεύονες αὐτόν Διάκονοι καί λοιποί Κληρικοί. Τό στοιχεῖο αὐτό, τουλάχιστον γιά ὅσους ἐκτιμοῦν ὡς ἀνάρμοστη στήν ἱερότητα καί ἰδιαιτερότητα τοῦ Ναοῦ τήν μασκοφορία καί δή τῶν Κληρικῶν, προκαλεῖ ἐντύπωση, συγκρινόμενο μάλιστα μέ τήν ἐν συνεχεία καί μετά τήν λήξη τῆς τελετῆς ἀνταλλαγή ἀσπασμῶν μεταξύ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί τῶν προσκεκλημένων, σέ ἀρκετούς ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἴδιος, μέ μᾶλλον ἐλαφρά διάθεση, "ἀφαιροῦσε" δι' ὀλίγον τίς μάσκες των πρός ἀναγνώριση αὐτῶν καί ἔνδειξη οἰκειότητος.
Ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τόν ἐνθρονιζόμενο προσεφώνησε ὁ Μητροπολίτης Αὐστρίας κ. Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος δέν παρέλειψε ἤ μᾶλλον ἐπικεντρώθηκε στήν ὑπογράμμιση τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν μεγαλόνησο, τήν ἡμιαυτόνομο Ἐκκλησία τῆς ὁποίας χαρακτήρισε ὡς "ναυαρχίδα" τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἐκ τῶν ὑπολοίπων προσφωνήσεων ἐντύπωση προεκάλεσε ἡ μοναδική ἀπό στήθους καί μᾶλλον "πρόχειρη" προσφώνηση τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπιλογή ἤ παράλειψη ἡ ὁποία χαρακτήρισε τή συμμετοχή της.
Σέ αὐτό τό σημεῖο δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ὑπογραμμισθεῖ ὅτι (καί) κατ' αὐτήν τήν τελετή καί τήν κατ' ἐπέκταση εὐκαιρία διορθοδόξου παρουσίας καί συμμετοχῆς, ἦταν εὐδιάκριτη ἡ ἀπουσία ἐκπροσωπήσεως Θρόνων καί Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού ἔχουν διαφωνήσει μέ τό Οίκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν ὑπόθεση τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καί τήν διαμάχη της μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Προφανῶς δέν ἦταν τυχαῖο τό γεγονός τῆς ἐκπροσωπήσεως κατ' αὐτήν μόνον ὅσων συμπορεύονται, μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό συγκεκριμένο ζήτημα, ἤ μᾶλλον μεῖζον πρόβλημα, τουτέστιν τῶν γνωστῶν τριῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν (Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, Ἐκκλησία Κύπρου καί Ἐκκλησία Ἑλλάδος).
Καί ναί μέν οὐδείς ἀμφισβητεῖ τήν κανονική ἐξάρτηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου της ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅμως μᾶλλον ἄκομψα καί ὑπερβολικῶς ἐπελέγη νά ἐπιτονισθεῖ ὅτι καί πέραν αὐτοῦ ἡ ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησία διά τοῦ νέου Ἀρχιεπισκοπου της ταυτίζεται μέ τόν παναγιώτατο "αὐθέντην καί δεσπότην" τοῦ Φαναρίου καί Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καί ἀσμένως στηρίζει κάθε πρωτοβουλία καί ἐπιλογή του.
Εἶναι ἰδιαιτέρως χαρακτηριστικά καί ἐνδεικτικά τά ὅσα ἀνέφερε στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Κάθε του ἀποστροφή καί μία νύξη, κάθε του τοποθέτηση καί μία σύμπτωση, κάθε του ἐπισήμανση καί μία ἔμμεση πλήν σαφεστάτη δήλωση ὅτι ἐμφορεῖται ἀπό τό Φαναριώτικο "ὑπεροχικό" καί "ἀνοικτό πνεῦμα" καί στηρίζει τίς θέσεις καί ἐπιδιώξεις του.
Βεβαίως, ὅλα τά ἀνωτέρω περιτέχνως ἐνταγμένα σέ μία ὁμολογουμένως δυναμική ἐκφορά τοῦ λόγου. Ἐντούτοις, ἐάν παρατηρήσει κανείς προσεκτικῶς, ὅπως λέγεται, μεταξύ τῶν γραμμῶν καί πίσω ἀπό τίς λέξεις, δέν εἶναι δύσκολο νά διακρίνει τή στόχευση ἤ μᾶλλον τίς στοχεύσεις τοῦ ὁμιλοῦντος. Χωρίς νά ἀναφερθεῖ εὐθέως στήν ὀρθόδοξη Παράδοση, τόν ζῆλο ὑπέρ τῆς Πίστεως, τό Οὐκρανικό, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, τόν Οἰκουμενισμό, τήν κανονική θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ ἐπικεφαλῆς του στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀκόμη καί στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἔθεσε ὅμως τά κριτήρια καί χάραξε μέ συνθηματολογικές ἀναφορές καί ἀποστροφές του τίς κατευθυντήριες γραμμές τῶν κρίσεων καί τοποθετήσεών του ἐπ' αὐτῶν.
Εἰδικότερον, ἀναφέρθηκε ἐπικριτικῶς σέ "εὐσεβιστικές προσθαφαιρέσεις καί ἀνήθικους ἠθικισμούς", στήν διακράτηση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀκαινοτομήτου τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησιολογίας, ἀπεδοκίμασε ἐκτός τοῦ φονταμενταλισμοῦ καί τήν "ἐπιθετικότητα ὑπέρ τῆς Πίστεως", ἔκανε ἰδιαίτερη μνεία στήν ἀπειλή τοῦ "ἐθνοφυλετισμοῦ", χαρακτήρισε τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὡς "πατέρα τῶν πανορθοδόξων", ἀπεδοκίμασε γενικῶς καί ἀορίστως τά "μή καί τά δέν" κάνοντας λογοπαίγνιο καί ταυτίζοντάς τα μέ τό "μηδέν", ὑπενόησε τήν ἀνάγκη ἀναπροσαρμογῆς τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, τόνισε ὅτι "ἡ πιστότης στήν Παράδοση δέν πρέπει νά εἶναι ἐγκλωβισμός στό παρελθόν, ἀλλά ἀξιοποίηση τοῦ παρελθόντος γιά τό παρόν", ἐκθείασε τό γεγονός καί τίς ἀποφάσεις τῆς "Συνόδου τῆς Κρήτης", ἐπικαλέστηκε τή χρησιμότητα τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τοῦ προερχομένου ἀπό τήν Κρητική ἱστορία "συγκρητισμοῦ" καί ἔκλεισε τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του μέ λόγια τοῦ γνωστοῦ Κρητικοῦ στήν καταγωγή Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ Χαρκιανάκη.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, χωρίς νά εἶναι τά μόνα, σέ συνδυασμό μέ τίς ὑπερβολικές ἐκφράσεις θαυμασμοῦ καί ἀφοσιώσεως στόν "αὐθέντη καί δεσπότη" ἐπικεφαλῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι πλέον ἤ σαφές ὅτι διά τοῦ νέου της Ἀρχιεπισκόπου ἡ ἡμιαυτόνομος Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἀπαλλαγεῖσα ἐσπευσμένως καί ἀπό τήν περιττή πλέον γιά τήν "Μεγάλη Ἐκκλησία" σύνεση τοῦ ἐφησυχάζοντος πλέον Γέροντος Ἀρχιεπισκόπου πρώην Κρήτης κ. Εἰρηναίου, εὐρίσκεται ὀργανικῶς καί οὐσιωδῶς ἐνταγμένη στόν ἀστερισμό τοῦ Φαναρίου, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Ἴσως καί ἡ δήλωση τοῦ παρασταθέντος στήν ἐν λόγῳ ἐνθρόνιση Πρωθυπουργοῦ, γενομένη μετά τήν λήξη της, νά ἔχει τή σημασία της: Εἶμαι σίγουρος, εἶπε, ὅτι ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος «θά κομίσει αὐτό τό πνεῦμα ἀνανέωσης πού πάντα χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νά ἀνταποκρίνεται στίς προκλήσεις τῶν καιρῶν πού ἀλλάζουν».
("Ὀρθόδοξος Τύπος", ἀρ.φύλλου 2388, 11/2/2022)