Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Η αληθινή μας πατρίδα

 

Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου

 Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

Η αληθινή μας πατρίδα

Πάροικοι και παρεπίδημοι

Ο άνθρωπος ζη μετά την πτώσιν μακράν της πατρικής οικίας, εις την ξενιτειάν. Η Αγία Γραφή τον χαρακτηρίζει «πάροικον» και «παρεπίδημον» (Γεν. 23,4. Λευϊτ. 25,23. Α’ Παραλειπομένων 29,15. Ψαλμοί 38,13. Α’ Πέτρ. 1,1). Τούτο, διότι η αληθινή του πατρίς είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού. Από αυτήν εξέπεσε μέσω του Αδάμ και εις αυτήν επιστρέφει μέσω του Χριστού, δια να ζήση και πάλιν την πληρότητα της εις την Βασιλείαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Με το ιερόν βάπτισμα γινόμεθα μέλη της «Εκκλησίας των πρωτοτόκων οι οποίοι είναι γραμμένοι εις τον ουρανόν» (Εβραίους 12,23), «συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού». Τούτο διότι οικοδομούμεθα «επάνω εις το θεμέλιον των Αποστόλων και των Προφητών, του οποίου ο Ιησούς Χριστός είναι ακρογωνιαίος λίθος, επάνω εις τον οποίον συναρμολογείται η όλη οικοδομή και αυξάνει εις ναόν άγιον εν Κυρίω» (Εφ. 2,19-21).

Με αυτό κατανοούμεν διατί ο Απόστολος Παύλος υπογραμμίζει, ότι «η πατρίς η ιδική μας είναι εις τους ουρανούς, όπου και περιμένομεν Σωτήρα τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος θα μεταμόρφωση το ταπεινόν μας σώμα, ώστε να λάβη την ιδίαν μορφήν προς το ένδοξον σώμα Του, με την δύναμιν με την οποίαν δύναται και να υποτάξη τα πάντα εις τον εαυτόν Του» (Φιλιππισίους 3,20-21). «Δεν έχομεν εδώ μόνιμον πόλιν αλλά λαχταρούμεν την μέλλουσαν» (Εβραίους 13,14).

Ενώ η μέλλουσα διαμονή εκλαμβάνεται ως μόνιμος, η παρούσα ζωή χαρακτηρίζεται ως «πειραστήριον», ως τόπος, δηλαδή, δοκιμασιών. «Τι λοιπόν;», αναφέρεται εις το βιβλίον του Ιώβ, «δεν είναι τόπος δοκιμασιών ο βίος του ανθρώπου επί της γης; Η ζωή του δεν ομοιάζει με ενός ημερομισθίου εργάτου;» (Ιώβ 7,1. Παράβαλλε Και Φιλιππισίους 1,21-24. Β΄ Κορινθίους 5,8-9. Β΄ Τιμόθεον 4,6. Εκκλ. 12,7).

Οι πρώτοι Χριστιανοί έζησαν εντόνως την πραγματικότητα αυτήν εις όλας τας συνεπείας της. Ένα αρχαίον κείμενον, η προς Διόγνητον επιστολή, διαχωρίζει ως εξής τους Χριστιανούς από τους λοιπούς ανθρώπους:

«Οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους, ούτε ως προς τον τόπον εις τον οποίον κατοικούν, ούτε ως προς την γλώσσαν την οποίαν ομιλούν, ούτε ως προς τας συνήθειας τας οποίας έχουν. Διότι δεν κατοικούν ιδιαιτέρας πόλεις, ούτε ομιλούν ιδικήν τους διάλεκτον, ούτε ζουν ξεχωριστήν ζωήν… Ενώ κατοικούν εις ελληνικός και βαρβαρικός πόλεις, εκεί όπου ευρέθη ο καθένας, και ενώ ακολουθούν ως προς την ενδυμασίαν και ως προς την τροφήν και ως προς τον υπόλοιπον βίον τα εντόπια έθιμα, ζουν θαυμαστήν και πραγματικώς παράδοξον ζωήν. Κατοικούν εις την πατρίδα τους, αλλά ως προσωρινοί κάτοικοι (πάροικοι). Ως πολίται συμμετέχουν εις όλα, όμως όλα τα υπομένουν ως ξένοι. Κάθε ξένη χώρα είναι δι’ αυτούς πατρίς και κάθε πατρίς είναι ξένη… Φέρουν (και αυτοί) σάρκα, αλλά δεν ζουν κατά σάρκα. Διέρχονται την ζωήν τους εις την γην αλλά είναι πολίται του ουρανού».

Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, απευθυνόμενος προς τους Χριστιανούς της εποχής του, λέγει:

«Δεν γνωρίζεις ότι η ζωή αυτή είναι αποδημία; Νομίζεις ότι είσαι μόνιμος κάτοικος μιας πόλεως; είσαι ταξιδιώτης.

Καταλαβαίνεις τι σου είπον; Δεν είσαι μόνιμος κάτοικος, αλλά ταξιδιώτης και οδοιπόρος.

Μη μου ειπής ότι ανήκω εις αυτήν ή εκείνην την πόλιν. Κανένας δεν έχει εδώ πόλιν, η πόλις είναι άνω. Η παρούσα ζωή είναι πορεία. Ας βαδίσωμεν, λοιπόν, καθημερινώς όσον μας επιτρέπει η φύσις μας.

Συναντήσατε ποτέ σας άνθρωπον να κρύβη τα χρήματα του ενώ ευρίσκεται καθ’ οδόν; Υπάρχει άνθρωπος ο οποίος κρύβει το χρυσάφι του εις τον δρόμον; Είπε μου, όταν εισέλθης εις ξενοδοχείον κάθεσαι και στολίζεις το ξενοδοχείον; Κάθε άλλο. Αντιθέτως, τρως και πίνεις και βιάζεσαι να φύγης· Η ζωή αυτή είναι ξενοδοχείον. Εισήλθομεν και εδώ θα διέλθωμεν ολόκληρον την ζωήν αυτήν. Ας προσπαθούμεν να φύγωμεν με καλήν ελπίδα. Ας μην αφήσωμεν εδώ τίποτα δια να μη τα χάσωμεν εκεί.  Όταν εισέλθης εις το ξενοδοχείον τι λέγεις εις τον υπηρέτην;   Πρόσεξε που θα τοποθέτησης τας αποσκευάς μου! Μην αφήνης τίποτε εδώ δια να μη χαθή ούτε και το πλέον μικρόν, το πλέον ασήμαντον πράγμα. Όλα να μεταφερθούν εις το σπίτι μου!  Αυτό πρέπει να κάμνωμεν και εμείς εις την ζωήν αυτήν. Ας βλέπωμεν την ζωήν αυτήν ως ξενοδοχείον και ας μην αφήσωμεν να μείνη τίποτε εις το ξενοδοχείον. Όλα ας τα μεταφέρωμεν εις την μόνιμον πατρίδα μας.  Είσαι ταξιδιώτης και οδοιπόρος και, μάλιστα, κάτι ολιγώτερον από ταξιδιώτης.

Πώς;  να σου είπω:

Ο οδοιπόρος γνωρίζει πότε έρχεται και πότε φεύγει από το ξενοδοχείον, επειδή αυτός ορίζει τον χρόνον που θα εισέλθη και θα εξέλθη. Εμείς, όμως, εισερχόμεθα εις το ξενοδοχείον, δηλαδή εις την παρούσαν ζωήν, χωρίς να γνωρίζωμεν πότε θα εξέλθωμεν από αυτήν. Μερικός, μάλιστα, φοράς παρασκευάζομεν διατροφάς δια πολύν χρόνον, ακόμη και την στιγμήν που μας καλεί ο Δεσπότης πλησίον Του… Είναι ακαθόριστος η έξοδος. Η περιουσία δεν είναι σταθερόν πράγμα. Οι κίνδυνοι είναι πάρα πολλοί και τα κύματα κτυπούν από παντού. Και συ έχεις αφοσιωθή ως τρελός εις πράγματα απατηλά, εις σκιάς; Διατί αφήνεις την πραγματικότητα και κυνηγάς τας σκιάς;».

«Πάροικοι», λοιπόν, είμεθα και «παρεπίδημοι» και ουδείς γνωρίζει την ημέραν και την ώραν της εξόδου του εκ της ζωής αυτής.

«Κύριε, διατί μερικοί αποθνήσκουν εις νεαράν ηλικίαν ενώ άλλοι φθάνουν εις βαθύ γήρας;», ερωτά ο αββάς Αντώνιος. «Και διατί μερικοί ζουν εις πτωχείαν, ενώ άλλοι εις πλούτον; Και πως πλουτίζουν άδικοι, ενώ δίκαιοι άνθρωποι πένονται;

Ήλθε τότε εις αυτόν φωνή λέγουσα:   Αντώνιε, πρόσεχε τον εαυτόν σου, αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν συμφέρει εις εσέ να τα μάθης!» (Παράβαλλε Ιώβ 42,1-5. Σοφ. Σολ. 2,1-25. 3,1-8).

    Η νίκη κατά του θανάτου

Όταν ομιλώμεν δια τον θάνατον, λέγομεν, συνήθως, ότι είναι πράγμα φυσικόν.

Όμως, πρέπει να υπογραμμίσωμεν ότι ο θάνατος δεν απορρέει από την φύσιν του ανθρώπου, όπως τον έπλασεν ο Θεός.

Εις την Αγίαν Γραφήν αναφέρεται ότι «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1,13). «Ότι ο Θεός έκτισεν τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν, φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον»· ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον αθάνατον και συμφώνως προς την ιδικήν Του εικόνα. Αλλά εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου εισήλθεν ο θάνατος εις τον κόσμον (Σοφ. Σολ. 2,23-24).

Ο θάνατος, λοιπόν, είναι αποτέλεσμα της νέας καταστάσεως η οποία εδημιουργήθη μετά την πτώσιν, είναι, δηλαδή, επακόλουθον της αμαρτίας. Τοιουτοτρόπως ο θάνατος κατέστη ο εχθρός του ανθρώπου (Α’ Κορινθίους 15,26) και ολοκλήρου της κτίσεως, η οποία στενάζει και συμπάσχει μαζί με τον άνθρωπον μέχρι σήμερον (Ρωμαίους 8,21).

Είναι, λοιπόν, φυσικόν να ελπίζη ο άνθρωπος εις την επάνοδόν του εις την πρώτην κατάστασιν και να αναμένη την λύτρωσιν εκ του θανάτου.

Ήδη, από της εποχής της Παλαιάς Διαθήκης, από της πρώτης ακόμη ημέρας κατά την οποίαν ο άνθρωπος ημάρτησεν και εισήλθεν με τον τρόπον αυτόν εις το κράτος του θανάτου, εις το οποίον κυριαρχεί ο διάβολος (Εβραίους 2,14), ο Θεός υπεσχέθη την λύτρωσιν του ανθρώπου από τον διάβολον και, επομένως, και από τον θάνατον (Γένεση 3,15).

Οι Προφήται της Παλαιάς Διαθήκης διακηρύττουν με άκρατον ενθουσιασμόν την θριαμβευτικήν νίκην κατά του θανάτου:

«Ο θάνατος υπερίσχυσε και κατάπιε, αλλά Κύριος ο Θεός  εξήλειψε τα δάκρυα από κάθε πρόσωπον, αφήρεσε το όνειδος του λαού Του από όλην την γην,  το στόμα του Κυρίου ελάλησε» (Ησαΐας 25,8).

«Θα τους γλιτώσω από τα δεσμά του άδου, θα τους ελευθερώσω από τον θάνατον. Που είναι το δικαστήριόν σου, θάνατε; που είναι το κεντρί σου, Άδη;» (Ως. 13,14).

Ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την ιδίαν νικητήριον κραυγήν του προφήτου, δια να διακήρυξη την κατατρόπωσιν του θανάτου:

«Και όταν αυτό το οποίον είναι φθαρτόν ενδυθή την αφθαρσίαν, τότε θα εκπληρωθή ο λόγος ο οποίος είναι γραμμένος:

Κατεβροχθίσθη ο θάνατος και ενικήθη. Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; που είναι, Άδη η νίκη σου;…

Ας ευχαριστήσωμεν τον Θεόν, ο οποίος μας δίδει την νίκην δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Α’ Κορινθίους 15,54-57).

«Που σου θάνατε, το κέντρον;  που σου, Άδη το νίκος;  Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι»,

επαναλαμβάνει η Εκκλησία μας την νύκτα του Πάσχα.

Από ποίον κατεβροχθίσθη ο θάνατος; Κατεβροχθίσθη από την νίκην, η οποία συνετελέσθη εις το πρόσωπον του Χριστού. Ο Χριστός «μετέσχε των αυτών», έγινε, δηλαδή, μέτοχος των αυτών πραγμάτων, όπως ακριβώς και ο άνθρωπος, «κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος», δια να «κατάργηση δια του θανάτου εκείνον ο οποίος έχει ήδη την δύναμιν του θανάτου, δηλαδή τον διάβολον, και να ελευθέρωση εκείνους οι οποίοι, από τον φόβον του θανάτου, ήσαν υποδουλωμένοι καθ’ όλην την ζωήν των» (Εβραίους 2,14-15). Με άλλα λόγια, η νίκη συνετελέσθη «εν τη σαρκί του Χριστού» (Εφ. 2,15).

Και η νίκη αυτή δεν περιωρίσθη μόνον εις τους ζώντας, αλλά, δια της θριαμβευτικής καθόδου του Χριστού εις τον άδην, συμπεριέλαβε και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας (Α’ Πέτρ. 3,19).

«Βασιλεύει, αλλ’ ουκ αιωνίζει Άδης του γένους των βροτών   Συ γαρ τεθείς εν τάφω Κραταιέ, ζωαρχική παλάμη  τα τον θανάτου κλείθρα διεσπάραξας και εκήρυξας  τοις απ’ αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή, Σώτερ, γεγονός νεκρών πρωτότοκος».   (Τροπάριο Στ’ ωδής του όρθρου Μ. Σαββάτου)

Η ανάστασις του Χριστού δεν ήτο ανάστασις πνευματικού χαρακτήρος, ήτο καθολική, ολοκληρωτική ανάστασις. Ο Χριστός ανεστήθη με την σάρκα Του και τα οστά Του και δι’ αυτόν τον λόγον ημπορούσε κανείς να ίδη και να ψηλάφηση τας πληγάς Του (Λουκάς 24,39-40. Ιωάννης 20,27. Παράβαλλε Αποκ. 5,6).

Ενταύθα δεν πρόκειται δια «υλοποίησιν», όπως υποστηρίζουν άνθρωποι της πλάνης, αλλά δια πραγματικήν ανάστασιν του Σώματος του Κυρίου. Εκείνο δηλαδή το οποίον είδον οι μαθηταί δεν ήτο «πνεύμα» αλλά ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος τους βέβαιοι ότι έχει «σάρκα και οστέα» και τους καλεί να τον ψηλαφήσουν και να του προσφέρουν τροφή, δια να πεισθούν εις το γεγονός της αναστάσεως του σώματος αυτού (Λουκάς 24,39-42). Γεγονός το οποίον δεν προανήγγειλον μόνον οι Προφήται της Παλαιάς Διαθήκης (Ψαλμοί 15,9-10. Παράβαλλε Πράξεις 2,31-32), αλλά και ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος είπεν αναφερόμενος εις το Σώμα Του:

« Γκρεμίστε τον ναόν αυτόν και σε τρεις ημέρας θα τον ανοικοδομήσω!» (Ιωάννης 2,19-21).

Αυτό το αναστημένον σώμα του Κυρίου, το οποίον ενίκησε τον θάνατον, φορεί ο καθένας Χριστιανός την στιγμήν κατά την οποίαν προσλαμβάνεται, με το άγιον βάπτισμα, εις το Σώμα του Χριστού, εις την Εκκλησίαν (Γαλ. 3,27. Εφεσίους 1,22. 5,23. Κολοσσαείς 1,18. 24) και εισέρχεται εις την βασιλείαν της ζωής.

Είναι, λοιπόν, φυσικόν να μη φοβάται πλέον τον θάνατον, διότι έχει διαβεβαίωσιν του Κυρίου, ότι εις τον χώρον αυτόν δεν πλησιάζει ο θάνατος (Ματθαίος 16,18).

     Η πρώτη ανάστασις

«Και είδον τας ψυχάς εκείνων οι οποίοι είχον αποκεφαλισθή δια την μαρτυρίαν των περί του Ιησού και δια τον λόγον του Θεού και οι οποίοι δεν είχον προσκυνήσει το θηρίον, ούτε την εικόνα του και δεν είχον λάβει το χαραγμένον σημάδι εις το πρόσωπο των ή το χέρι των. Αυτοί ήλθον πάλιν εις την ζωήν και εβασίλευσαν μαζί με τον Χριστόν χίλια έτη… Αυτή είναι η πρώτη ανάστασις. Μακάριος και άγιος εκείνος ο οποίος συμμετέχει εις την πρώτην ανάστασιν. Ο δεύτερος θάνατος δεν έχει εξουσίαν επάνω τους, αλλά θα είναι Ιερείς του Θεού και του Χριστού και θα βασιλεύσουν μαζί του χίλια έτη» (Αποκ. 20,4-6).

Η περικοπή αυτή αναφέρεται εις όλους τους προφήτας και τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι έμειναν πιστοί εις τον Θεόν και δεν υπετάχθησαν εις το «θηρίον», ώστε να τους χαράξη εις το πρόσωπον των και εις τα χέρια των το «σημείον» του, το οποίον αποτελεί δείγμα απιστίας κατά του Θεού και πλήρους υποταγής εις τα έργα του Σατανά, μεταξύ των οποίων είναι και η λατρεία των ειδώλων (Ψαλμοί 95,5).

Όλοι αυτοί υπέφερον «δια την μαρτυρίαν του Ιησού και δια τον λόγον του Θεού», παρ’ όλον ότι έζησαν εις την εποχήν της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικούς δια τον Μωυσήν, ότι «επροτίμησε μάλλον να υποφέρη μαζί με τον λαόν του Θεού παρά να έχη την πρόσκαιρον απόλαυσιν αμαρτωλών πραγμάτων. Εθεώρησε μεγαλύτερον πλούτον τον ονειδισμόν του Χριστού, καθ’ όσον απέβλεπεν εις την ανταπόδοσιν» (Εβραίους 11,25-26. Παράβαλλε Και Ψαλμοί 88,51-52).

Τόσον ο Μωυσής, όσον και όλοι οι Άγιοι άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, τους οποίους αναφέρει ονομαστικώς ο Απόστολος (Εβραίους Κεφ. 11), όπως επίσης ολόκληρον το «νέφος μαρτύρων», περί των οποίων γίνεται λόγος (Εβραίους 12,1), «δεν έλαβον ό,τι είχεν υποσχεθή ο Θεός, διότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερον ως προς ημάς» (Εβραίους 11,40).

Όλοι αυτοί έλαβον μέρος εις την «πρώτην ανάστασιν», η οποία συνετελέσθη με την θριαμβευτικήν κάθοδον του Χριστού εις τον άδην (Α’ Πέτρ. 3,19) και με την νίκην του Χριστού κατά του διαβόλου και κατά των έργων του διαβόλου. Ευρίσκονται πλέον εις κοινωνίαν με τον Χριστόν και συμβασιλεύουν μαζί Του «χίλια έτη», μέχρι δηλαδή της ελεύσεως του Κυρίου, οπότε θα πραγματοποιηθή και η «δευτέρα ανάστασις», η καθολική κρίσις.

Πραγματικώς, είναι μακάριοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι μετέχουν εις την πρώτην αυτήν ανάστασιν και συμβασιλεύουν με τον Χριστόν. Ο «δεύτερος θάνατος», η καταδικαστική, δηλαδή, κρίσις του Θεού κατά την δευτέραν παρουσίαν, δεν θα έχη δια τους δικαίους καμμίαν εξουσίαν.

Αλλά εις την δόξαν αυτήν των τέκνων της Βασιλείας μετέχομεν και ημείς δια της ζωής «εν Χριστώ», η οποία πραγματοποιείται δια των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Δια του ιερού βαπτίσματος λαμβάνομεν μέρος εις την πρώτην αυτήν ανάστασιν (Ρωμαίους 6,3-11), γινόμεθα μέτοχοι της κοινωνίας των Αγίων και τέκνα της Βασιλείας του Θεού.

Τα «χίλια έτη» της Βασιλείας δεν αναφέρονται εις το μέλλον ήρχισαν με την νίκην του Χριστού κατά του διαβόλου, με την νίκην κατά του θανάτου και θα τελειώσουν με την δευτέραν έλευσιν του Κυρίου.

«Σας βεβαιώ, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς οι οποίοι ίστανται εδώ», λέγει ο ίδιος ο Κύριος προς τους μαθητάς Του, «οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, έως ότου ιδούν τον υιόν του ανθρώπου να έρχεται εις την βασιλείαν Του» (Ματθαίος 16,28. Μάρκος 9,1. Λουκάς 9,27. Παράβαλλε Και Ματθαίος 28,20).

Από όλα αυτά γίνεται φανερόν, ότι η χιλιετής βασιλεία, δια την οποίαν γίνεται λόγος εις την αποκάλυψιν του Ιωάννου (20,4-6), ήρχισεν ήδη από της εποχής των Αποστόλων. Η βασιλεία αυτή είναι η Εκκλησία του Χριστού η οποία έχει οικοδομηθή επί του θεμελίου των Αποστόλων και των Προφητών, με ακρογωνιαίον λίθον τον Χριστόν (Εφ. 2,20).

Όμως, και οι λοιποί Χριστιανοί, εκείνοι οι οποίοι έλαβον το βάπτισμα μετά την Πεντηκοστήν, όπως και οι μεταγενέστεροι, και ημείς σήμερον, δεν είμεθα «ξένοι και παρεπίδημοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού, διότι και ημείς δια του βαπτίσματος έχομεν οικοδομηθή επάνω εις το ίδιον θεμέλιον και δια του Χριστού έχομεν την είσοδον προς τον Πατέρα εν ενί Πνεύματι» (Εφ. 2,18-20. Παράβαλλε Γαλ. 3,27-28. Εφ. 4,4-6. 5,30. Ιωάννης 10,16).

Επαναλαμβάνομεν λοιπόν, ότι ο λόγος του Κυρίου, ότι πολλοί από τους ακροατάς του δεν θα δοκιμάσουν θάνατον, έως ότου ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δεν είναι συμβολικός. Πρέπει να εκληφθή κατά γράμμα: Η Βασιλεία του Θεού ήρχισε την στιγμήν του θανάτου του Χριστού, την στιγμήν της θριαμβευτικής καθόδου Του εις τον άδην. Τότε έλαβε χώραν η καλούμενη «πρώτη ανάστασις». Ήδη, ζώμεν εις τας εσχάτας ημέρας (Ματθαίος 12,28. Λουκάς 11,20. 17,21).

Πρέπει να υπογραμμίσωμεν ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της θέσεως των Αγίων και ημών. Ημείς ελάβομεν δια του βαπτίσματος τον «αρραβώνα» του Πνεύματος (Β΄ Κορινθίους 1,22. Εφ. 1,14). Η μετοχή μας εις την «πρώτην ανάστασιν» δεν έχει χαρακτήρα μόνιμον, όπως η εν Χριστώ κοινωνία των Αγίων, οι οποίοι έχουν ελευθερωθή από την αμαρτίαν και μετέχουν εις την Άκτιστον δόξαν του Θεού. Αντιθέτως, ημείς αγωνιζόμεθα να φθάσωμεν την μόνιμον αυτήν μετοχήν της Ακτίστου θείας δόξης.

Όλα αυτά αποδεικνύουν την οικτράν πλάνην εκείνων, οι οποίοι παρερμηνεύουν το χωρίον της αποκαλύψεως (20,4-6) «προς την ιδίαν αυτών απώλειαν» (Β΄ Πέτρου 3,16).

     Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού

«Οι ασεβείς, εσφαλμένως εσκέφθησαν  και είπον από μέσα τους:.  Βραχεία και λυπηρά είναι η ζωή μας,  δεν υπάρχει φάρμακον  δια τον θάνατον τον ανθρώπου,  δεν ευρέθη κάποιος που να εγύρισεν από τον άδην.   Τυχαίως εγεννήθημεν αργότερον θα είμεθα σαν να μην υπήρξαμε ποτέ. Διότι η πνοή των ρωθώνων μας είναι καπνός και ο λόγος μας  σπινθήρ των κτύπων της καρδίας μας.

Όταν σβήση το σώμα μας θα γίνη στάκτη και το πνεύμα θα διαλυθή ωσάν κούφιος άνεμος…

Εμπρός, λοιπόν, ας απολαύσωμεν τα υπάρχοντα αγαθά· ας χαρώμεν τον κόσμον σαν στην νεανικήν μας ηλικίαν… Ας ίδωμεν αν οι λόγοι (των ασεβών) είναι αληθινοί

και ας εξετάσωμεν το τέλος του ευσεβούς. Εάν ο δίκαιος είναι παιδί τον Θεού, θα τον προστατεύση,

θα τον γλιτώση από τα χέρια των εχθρών τον… Αυτά εσκέφθησαν (οι ασεβείς) και επλανήθησαν τους ετύφλωσεν η κακία των και δεν εγνώρισαν τα μυστήρια του Θεού ούτε ήλπισαν εις την άμοφήν της αρετής και δεν υπελόγισαν το βραβείον των δικαίων ψυχών.  Διότι ο Θεός εδημιούργησε άφθαρτον τον άνθρωπον τον έπλασε συμφώνως προς την ιδικήν Του εικόνα.

Όμως με τον φθόνον του διαβόλου εισήλθεν εις τον κόσμον ο θάνατος  θα τον δοκιμάσουν αυτοί που ανήκουν εις την παράταξίν του»   (Σοφ. Σολ. 2,1-25).

Και εις την εποχήν, λοιπόν, της Παλαιάς Διαθήκης, υπήρχον άνθρωποι της πλάνης, οι οποίοι διεκήρυττον ότι δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον και, συνεπώς, εκείνο το οποίον μένει, είναι να απόλαυση κανείς αυτήν την ζωήν!

Όμως, οι άνθρωποι αυτοί είχον πλανηθή, τους ετύφλωσεν η κακία των και δεν εγνώρισαν τα μυστήρια του Θεού.

Η τύχη του δικαίου δεν είναι όμοια με την τύχην του αμαρτωλού:

«Αχ ψυχαί των δικαίων  ευρίσκονται εις χείρας του Θεού, καμία βάσανος δεν θα τους εγγίση.  Εις τα μάτια των αφρόνων εφάνη ότι απέθανον

η έξοδος του θανάτου των εθεωρήθη δυστύχημα, η αναχώρησίς των από ημάς όλεθρος.  Όμως, εκείνοι υπάρχουν εν ειρήνη.  Διότι και εάν υποφέρουν κατά την γνώμην των ανθρώπων, η ελπίδα των είναι γεμάτη αθανασία.  Μετά από ολίγην ταλαιπωρίαν λαμβάνουν μεγάλας αμοιβάς.

Διότι ο Θεός τους εδοκίμασε και τους εύρεν άξιους Του.   Τους εδοκίμασε ως χρυσόν εις το χωνευτήριον και τους εδέχθη ως ολοκαύτωμα θυσιών. Όταν ο Κύριος τους επισκεφθή, θα λάμψουν και η λάμψις των θα είναι σαν τη φωτιά που διαπερνά τας καλαμιάς.  Θα κρίνουν έθνη, θα κυριαρχήσουν λαούς και ο Κύριος θα είναι βασιλεύς των εις τους αιώνας» (Σοφ. Σολ. 3,1-8. Παράβαλλε Ησαΐας 57,2).

«Οι ασεβείς θα λάβουν την τιμωρίαν των συμφώνως προς τους λογισμούς των, εκείνοι που κατεφρόνησαν τον δίκαιον και απεμακρύνθησαν από τον Θεόν» (Σοφ. Σολ. 3,10).

«Τότε θα σταθή ο δίκαιος με παρρησίαν πολλήν ενώπιον εκείνων που τον έθλιψαν και υπετίμησαν τους κόπους του.  Όταν ιδούν το πράγμα αυτό, θα συγκλονισθούν από τρόμον, θα καταπλαγούν δια την ανέλπιστον σωτηρίαν του.  Με μετάνοιαν και με ψυχικήν αγωνίαν θα αναστενάξουν και θα πουν:  Αυτός δεν ήτο που περιγελούσαμεν, που τον είχομεν κάμει εμπαικτικήν παροιμίαν;  Ενομίσαμεν την ζωήν του τρέλα και την τελευτήν του άδοξον.  Πώς, κατετάγη μεταξύ των παιδιών του Θεού;  πως η κληρονομιά του είναι μεταξύ των Αγίων;  Άρα, επλανήθημεν από τον δρόμον της αληθείας το φως της δικαιοσύνης δεν έλαμψε εις ημάς και ο ήλιος δεν ανέτειλε δι’ ημάς»

(Σοφ. Σολ. 5,1-6. Παράβαλλε Και Ιεζεκ. 18,17. 27. 32).

     Μακάρια η οδός, η πορεύη σήμερον

Η νίκη του Χριστού κατά του διαβόλου και κατά των έργων του διαβόλου τοποθετεί τον κάθε Χριστιανόν τελείως διαφορετικούς προ του γεγονότος, το οποίον συνεχίζομεν να ονομάζωμεν φυσικόν θάνατον. Όμως, αυτός ο θάνατος έχει χάσει πλέον την πρώτην του σημασίαν, την οποίαν απέκτησε κατά την περίοδον της κυριαρχίας του διαβόλου. Δια κάθε γνήσιον Χριστιανόν αποτελεί το προοίμιον της αληθινής ζωής. Δι’ αυτόν τον λόγον οι πατέρες της Εκκλησίας δεν διστάζουν να τον χαρακτηρίσουν ως κάτι αγαθόν.

«Αγαθόν αν είη ο θάνατος», ο θάνατος είναι αγαθόν, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. «Μακάριοι είναι οι νεκροί, οι οποίοι αποθνήσκουν εν Κυρίω. Ναι, λέγει το Πνεύμα, δια να αναπαυθούν από τους κόπους των, διότι τα έργα τους ακολουθούν» (Αποκ. 14,13).

«Μακάρια είναι η οδός που σήμερον πορεύεσαι, διότι σου έχει ετοιμασθή τόπος αναπαύσεως»

ψάλλει χαρακτηριστικώς η Εκκλησία μας κατά την Ιεράν ακολουθίαν «εις κεκοιμημένους».

Με τον θάνατον, το φθαρτόν σώμα του ανθρώπου χωρίζεται από την ψυχήν. Επιστρέφει εις την γην «εξ ης ελήφθη», ενώ η ψυχή «το πνεύμα», επιστρέφει προς τον Θεόν, «ος έδωκεν αυτό» (Γεν. 1,27. 2,7. 3,19. Εκκλ. 12,7). Όμως και το σώμα μίαν ημέραν θα αναστηθή δια να φορέση «την εικόνα του επουρανίου» (Α’ Κορινθίους 15,49). Θα ενωθή τότε και πάλιν, μεταμορφωμένον πλέον, με την ψυχήν, δια να είναι «πάντοτε μετά του Κυρίου» (Α’ θεσσ. 4,17. Ιωάννης 5,28-29). «Σπέρνεται φθαρτόν, ανασταίνεται άφθαρτον. Σπέρνεται άδοξον, ανασταίνεται ένδοξον, σπέρνεται εις κατάστασιν αδυναμίας, ανασταίνεται εις κατάστασιν δυνάμεως, σπέρνεται σώμα φυσικόν, ανασταίνεται σώμα πνευματικόν» (Α’ Κορινθίους 15,42-44).

«Δεν θα αποθάνωμεν όλοι, αλλά όλοι θα μεταβληθώμεν εις μίαν στιγμήν, εις μίαν ματιάν, κατά την τελευταίαν σάλπιγγα* διότι θα σαλπίση η σάλπιγγα και οι νεκροί θα αναστηθούν, χωρίς να υπόκεινται πλέον εις φθοράν και εμείς θα μεταβληθώμεν. Διότι πρέπει αυτό το οποίον είναι φθαρτόν να ενδυθή την αφθαρσίαν και αυτό το οποίον είναι θνητόν να ενδυθή την αθανασίαν» (Α’ Κορινθίους 15,51-53).

Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος πιστεύει, δεν φοβάται τον θάνατον, διότι ζη την νέαν πραγματικότητα, η οποία διεμορφώθη μετά από την ανάστασιν του Χριστού. Γνωρίζει ότι «και αν αποθάνη, θα ζήση» και «οποίος ζη και πιστεύει, δεν θα αποθάνη ποτέ» (Ιωάννης 11,26. 5,28-29).

Εκείνος μεταβαίνει εις την αληθινήν του πατρίδα, εις αυτήν την οποίαν έχει πολιτογραφηθή. Εκεί θα είναι, πλέον, πάντοτε μαζί με τον Κύριον (Α’ Θεσσ. 4,17).

Ο φυσικός θάνατος των Αγίων ανθρώπων είναι πάντοτε χαρούμενον γεγονός και δι’ αυτό η Εκκλησία μας την ημέραν του θανάτου των Αγίων την εορτάζει πανηγυρικώς. Δια να δήλωση, μάλιστα, το γεγονός αυτό, χρησιμοποιεί την χαρακτηριστικήν φράσιν: «εν ειρήνη τελειούται» η όταν πρόκειται δια μάρτυρας, «ξίφει τελειούται» κ. Οι. Κ.

Κάποια άγια ψυχή, η οποία ευρίσκεται τώρα εις τον ουρανόν, έλεγε πάντοτε χαρούμενα εις τους φίλους μετά από μίαν κηδείαν ευσεβούς ανθρώπου:

«Άντε, παιδιά, και στα δικά μας!».

Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον ημπορούμε να εννοήσωμεν διατί κατά την εποχήν των διωγμών, πολλοί Χριστιανοί επεθύμησαν το χάρισμα του μαρτυρίου (Φιλιππισίους 1,29) και έτρεχον εις το μαρτύριον χωρίς κανένα φόβον, γεμάτοι χαρά, ωσάν να επήγαιναν εις πανηγύρι!

Ο άγιος Ιγνάτιος π. Χ…. , ο οποίος ωδηγήθη εις την Ρώμην δια να μαρτυρήση, έγραφε προς τους Χριστιανούς της Ρώμης και τους ικέτευε να μη προσπαθήσουν να τον σώσουν από τα στόματα των θηρίων:

«Φοβούμαι την αγάπην σας, μήπως με αδικήση. Διότι δια σας είναι εύκολον να κάμετε εκείνο το οποίον θέλετε* εις εμέ, όμως, είναι δύσκολον να φθάσω εις τον Θεόν, εάν, βεβαίως, σεις δεν με λυπηθήτε…

Αφήστε με να γίνω τροφή των θηρίων, δια των οποίων θα ημπορέσω να κερδίσω τον Θεόν. Σιτάρι του Θεού είμαι και με τα δόντια των θηρίων αλέθομαι, δια να γίνω καθαρός άρτος του Χριστού. Μάλλον παρακινήστε τα θηρία δια να μου γίνουν τάφος και να μην αφήσουν τίποτε από το σώμα μου δια να μην αποθάνω και γίνω βάρος εις κανένα. Τότε θα είμαι αληθής μαθητής του Χριστού, όταν ο κόσμος δεν ιδή ούτε το σώμα μου. Ικετεύσατε τον Χριστόν δια εμένα, δια να γίνω με αυτόν τον τρόπον θυσία εις τον Θεόν…

Συγχωρήσατε με· εγώ γνωρίζω το συμφέρον μου. Τώρα αρχίζω να είμαι μαθητής του Χριστού. Τίποτε από τα ορατά και από τα αόρατα να μη με κράτηση, δια να κερδίσω τον Χριστόν… Σας γράφω ενώ ζω, ποθών να αποθάνω… Μέσα μου υπάρχει «ύδωρ ζων», το οποίον λαλεί και μου λέγει* έλα προς τον Πατέρα! (δεύρο προς τον Πατέρα)».

     Η προσωπική ύπαρξις μετά θάνατον

Είναι ανάγκη να υπογραμμίσωμεν, ακόμη, περισσότερον την πίστιν μας εις την προσωπικήν ύπαρξιν του ανθρώπου μετά θάνατον, διότι υπάρχουν οι αιρετικοί, οι οποίοι νοθεύουν την γραφικήν διδασκαλίαν. Μερικοί από αυτούς διακηρύττουν, ότι ο άνθρωπος εξαφανίζεται μετά θάνατον. Άλλοι, πάλιν, διδάσκουν, ότι η ψυχή του ανθρώπου χάνει μετά θάνατον την προσωπικήν της ύπαρξιν.

Καθώς είδομεν, εις την Παλαιάν Διαθήκην έχομεν σαφείς μαρτυρίας της ζωής μετά θάνατον εις την προσωπικήν της μορφήν. Αι μαρτυρίαι όμως αύται δεν είναι αι μόναι.

Όταν η Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται εις τον θάνατον του Αβραάμ (Γεν. 25,8), του Ισαάκ (Γεν. 35,29), του Ιακώβ (Γένεση 49,33), λέγει χαρακτηριστικώς ότι «προσετέθησαν» προς τον λαόν αυτών η «προς το γένος» αυτών (Παράβαλλε Και Αριθμοί 20,24. 27,13. 31,2). Ο Βασιλεύς Σαούλ ομιλε! με το πνεύμα του προφήτου Σαμουήλ (Α’ Βασιλ. 28,15). Ο προφήτης Ηλίας προσεύχεται να «επιστρέψη» η ψυχή του νεκρού παιδιού της χήρας της Σαρεπτά (Γ’ Βασιλ. 17,21-22). Ο ίδιος προφήτης παρακαλεί τον Θεόν να παραλαβή την ψυχήν του (Γ’ Βασιλ. 19,4).

Εις τας Παροιμίας αναφέρεται:

«Δεν χάνεται η ελπίς του δικαίου όταν τελευτήση’   Όμως δι’ ό,τι εκαυχώντο οι ασεβείς, εξαφανίζεται εξ ολοκλήρου» (Παροιμίες 11,7).

Δια τους ευσεβείς λέγει το βιβλίον των Μακκαβαίων ότι «Θεώ ουκ αποθνήσκουσιν, ώσπερ ουδέ οι πατριάρχαι ημών Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, αλλά ζώσι τω Θεώ» (Ο’ Μακκαβαίων 7,19. Παράβαλλε Και 7,3. 9,8-9. 18,23. Ιεζεκ. 18,17. 27. 32. Εκκλ. 12,7).

Ο Δαυίδ εκφράζει την αγαλλίασιν της καρδίας του δια την παρουσίαν του Κυρίου εις την ζωήν του και διακηρύττει την σταθεράν πίστιν ότι, εάν αποθάνη, και αυτό το σώμα του θα αποτεθή εις τον τάφον με την ελπίδα της αναστάσεως. Υπογραμμίζει δε ότι ο Θεός δεν θα εγκατάλειψη την ψυχήν του εις τον άδην, ούτε θα επιτρέψη, ώστε ο αφοσιωμένος δούλος του να γνωρίση φθοράν:

«Έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι, ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν»

(Ψαλμοί 15,9-10 Παράβαλλε Ψαλμοί 21,27).

Άλλος ψαλμός αναφέρει δια τον θάνατον των άσεβων ανθρώπων:

«Το ίδιο αποθνήσκουν ο άφρων κι ο ανόητος, εγκαταλείπουν τα πλούτη των εις ξένα χέρια…Ο άνθρωπος, με ανυπολόγιστον τιμήν, δεν συνετίσθη·  εξισώθη με τα κτήνη τα ανόητα και έγινεν όμοιος με αυτά…  ως πρόβατα τους έρριψεν εις τον Άδη, ο θάνατος θα τους βόσκηση και το πρωί θα τους κυβερνήσουν οι δίκαιοι και η δύναμις των θα συντριβή εις τον Άδη.  Εξεδιώχθησαν από την δόξαν των.  Όμως θα λύτρωση ο Θεός την ψυχή μου από την εξουσίαν του άδου όταν με παραλαβή.  Μη φοβάσαι όταν πλουτίση ο άνθρωπος και όταν αυξηθή η δόξα του σπιτιού του.

Αν αποθάνη, μαζί του δεν παίρνει τίποτε ούτε η μεγαλοπρέπεια τον ακόλουθη εις τον άδην.  Και αν καλοτυχίση εις την ζωήν του και σε επαινή, όταν τον μακαρίζης, θα καταβή εκεί που ευρίσκονται οι προγονοί του, δεν θα ίδη ποτέ πλέον το φως. Ο άνθρωπος, με ανυπολόγιστον τιμήν, δεν συνετίσθη, εξισώθη με τα κτήνη τα ανόητα και εξωμοιώθη με αυτά»  (Ψαλμοί 48,11-21. Παράβαλλε Ιεζεκ. 32,30-31).

Βλέπομεν, δηλαδή, ότι και οι ασεβείς και οι δίκαιοι συνεχίζουν και μετά θάνατον να ζουν κατά τρόπον συνειδητόν.

Μόνον ότι η τύχη των είναι αντίστροφος από εκείνην εις την παρούσαν ζωήν. Οι ασεβείς, και αν ακόμη είχον όλας τας ανέσεις και τας ευχαριστήσεις της ζωής, θα δυστυχήσουν, ενώ οι δίκαιοι θα ευρεθούν εις την τάξιν εκείνων οι οποίοι θα βασιλεύσουν. Ο ψαλμωδός είναι βέβαιος δια την νέαν τάξιν. Πιστεύει βαθύτατα εις την προσωπικήν συνέχειαν της ζωής και δι’ αυτό ικετεύει τον Θεόν να λυπηθή την ψυχήν του, όταν αναχώρηση από τον κόσμον αυτόν:

«Πλην ο Θεός λυτρώσεται την ψυχήν μου εκ χειρός Άδου, όταν λαμβάνη με» (Ψαλμοί 48,16).

Παρόμοιον παράδειγμα εχρησιμοποίησεν ο Χριστός δια να δήλωση την μετά θάνατον τύχην των άσεβων ανθρώπων εις την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου (Λουκάς 16,19-31).

Εξ όλων αυτών συμπεραίνομεν, ότι η Παλαιά Διαθήκη δεν παραδέχεται τας απόψεις των υλιστών της εποχής εκείνης, οι οποίοι, καθώς μας πληροφορεί το βιβλίον του Εκκλησιαστού (3,19-21), δεν παρεδέχοντο την αθανασίαν της ψυχής και διεκήρυττον ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ ανθρώπου και κτήνους: «Και τις οίδε το πνεύμα υιών του ανθρώπου, ει αναβαίνει αυτό άνω, και το πνεύμα του κτήνους, ει καταβαίνει αυτό κάτω εις την γην;» (Εκκλ. 3,21). Την απάντησιν εις το ερώτημα αυτό των υλιστών δίδει ο εκκλησιαστής:

«Και επιστρέψη} ο τους επί την γην, ως ην, και το πνεύμα επιστρέψη] προς τον Θεόν, ος έδωκεν αυτό» (Εκκλ. 12,7).

Έκτος αυτών, εις την Καινήν Διαθήκην αναφέρεται το παράδειγμα του Μωυσέως και του Ηλία, οι οποίοι, παρ’ όλον ότι είχον προ πολλού αναχωρήσει από αυτήν την ζωήν (Δευτερονόμιο 34,5. Α΄ Βασιλέων 2,11), ενεφανίσθησαν εις το όρος της Μεταμορφώσεως και τους είδον οι τρεις μαθηταί, όχι εις τον ύπνον των, αλλά «διαγρηγορήσαντες», όταν, δηλαδή, ήσαν ξυπνητοί (Λουκάς 9,32).

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι η Αγία Γραφή διδάσκει σαφώς την συνειδητήν συνέχειαν της ζωής μετά θάνατον, όχι τον αφανισμόν του ανθρώπου, όπως διδάσκουν άνθρωποι της πλάνης.

«Σήμερον θα είσαι μαζί μου εις τον Παράδεισον», λέγει ο Χριστός εις τον ευγνώμονα ληστήν (Λουκάς 23,43) και δηλώνει με αυτόν τον τρόπον ότι η ζωή του μετανοήσαντος αυτού αμαρτωλού θα συνεχισθή εις τον Παράδεισον.

Η Ορθόδοξος Εκκλησία υπογραμμίζει την θριαμβευτικήν κάθοδον του Χριστού εις τον Άδη, όπου «εν Πνεύματι πορευθείς, εκήρυξε και εις τα εν φυλακή πνεύματα, τα οποία άλλοτε είχον απειθήσει» (Α’ Πέτρου 3,19-20). Οι προ του Κυρίου αποθανόντες συνέχισαν, λοιπόν, την προσωπικήν ύπαρξιν, ώστε να δυνηθούν να ακούσουν και να αποφασίσουν σχετικώς με την εν Χριστώ σωτηρίαν.

«Εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ», λέγει εις τον Μωυσή ο Θεός (Έξοδ. 3,6). Ο Χριστός μνημονεύει το χωρίον αυτό και προσθέτει: «Ο Θεός δε δεν είναι Θεός νεκρών αλλά ζώντων πάντες γαρ αυτώ ζώσιν», δηλαδή, όλοι είναι ζωντανοί (Λουκάς 20,37-38. Ματθαίος 22,32. Μάρκος 12,26-27. Παράβαλλε Α΄ Μακκαβαίων 7,19. 18,23).

Όταν ο Κύριος λέγη ότι ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ είναι ζωντανοί, δεν εννοεί ότι θα αναστηθούν μελλοντικώς, αλλά ότι συνεχίζουν να ζουν και μετά τον θάνατον των. «Όποιος ζη και πιστεύει εις εμέ δεν θα αποθάνη ποτέ» (Ιωάννης 11,26. 5,24).

Η συνέχισις της προσωπικής ζωής και μετά θάνατον γίνεται ακόμη περισσότερον σαφής εις την αποκάλυψιν του Ιωάννου, η οποία μας παρουσιάζει τας ψυχάς των μαρτύρων να παρακαλούν τον Θεόν να δώση τέλος εις την ταλαιπωρίαν και εις τους διωγμούς των αδελφών των επί της γης (Αποκ. 6,9-10).

Την ιδίαν πεποίθησιν δια την συνέχειαν της ζωής μετά θάνατον εκφράζει και ο Απόστολος Παύλος:

«Δι’ εμέ ζωή σημαίνει Χριστός και θάνατος σημαίνει κέρδος. Αλλ’ εάν το να ζω εις το σώμα μου επιτρέπει να εργασθώ με καρποφορίαν, δεν ξέρω τι να προτιμήσω. Πιέζομαι από τα δύο: Έχω την επιθυμίαν να αποθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστόν, διότι τούτο είναι πολύ καλύτερον το να παραμείνω, όμως, εις το σώμα είναι αναγκαιότερον δια σας» (Φιλιππισίους 1,21-24. Παράβαλλε Β΄ Κορινθίους 5,8).

Η ερμηνεία του χωρίου αυτού δεν ημπορεί να είναι άλλη: Ο Απόστολος Παύλος πιστεύει ότι αν ανεχώρει από την ζωήν αυτήν, θα συνέχιζε την προσωπικήν του ύπαρξιν κοντά εις τον Χριστόν. Όμως, χάριν της αγάπης των αδελφών, ήθελε να μείνη ακόμη μαζί των δια να τους οικοδομή εις την πίστιν. Αν εδώ ο Παύλος δεν ηννόει μίαν ζωήν πλησίον του Χριστού, αμέσως μετά τον θάνατον του, τότε το χωρίον αυτό θα ήτο ακατανόητον. Επίσης, ακατανόητον θα ήτο και το δίλημμα του, σχετικώς με το αν ήθελε να φύγη ή να μείνη.

Εξ όλων, λοιπόν, των γραφικών αυτών χωρίων και εκ πολλών άλλων (ιδέ π. Χ. Ματθαίος 10,28. Λουκάς 12,4. Ιάκ. 5,20), εξάγεται ότι η Αγία Γραφή διδάσκει την αθανασίαν της ψυχής με προσωπικήν έννοιαν.

 

       Η προσωπική ύπαρξις των πονηρών ανθρώπων

Υπάρχουν άνθρωποι κακόδοξοι, οι οποίοι δεν πιστεύουν εις μετά θάνατον προσωπικήν ύπαρξιν των πονηρών ανθρώπων και υποστηρίζουν ότι, δήθεν, βασίζουν την κακοδοξίαν των αυτήν εις την Αγίαν Γραφήν. Τα χωρία όμως, τα οποία επικαλούνται, δεν αναφέρονται εις την «καταστροφήν» δήθεν της ψυχής των κακών ανθρώπων, αλλά εις τον θάνατον του σώματος, εις την καταστροφήν όλων των σχεδίων των (διαλογισμών: Ψαλμοί 145,4) και εις την τελείαν λήθην του ονόματος αυτών μεταξύ των ζώντων (όνομα δε άσεβους σβέννυται: Παροιμίες 10,7).

Δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι η λέξις «ψυχή» έχει εις την Αγίαν Γραφήν διπλήν σημασίαν (Ματθαίος 10,39. 16,25. Μάρκος 8,35. Λουκάς 9,24. 17,33. Ιωάν. 12,25). Δεν σημαίνει μόνον την πνευματικήν υπόστασιν του ανθρώπου, αλλά και την παρούσαν ζωήν. (Ιδέ επίσης: Μάρκος 10,45. Ιωάννης 3,16), όπως επίσης και η λέξις θάνατος δεν σημαίνει μόνον το τέλος της παρούσης ζωής, αλλά και τον χωρισμόν του ανθρώπου από τον Θεόν δια της αμαρτίας (Ματθαίος 8,22. Λουκάς 15,24. 32. Ρωμαίους 5,12). ‘

Η Αγία Γραφή, λοιπόν, διδάσκει καθώς είδομεν, σαφώς την μετά θάνατον ύπαρξιν των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι βασανίζονται και προ της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου (Ψαλμοί 48,11-21. Ιεζεκ. 32,30-31. Λουκάς 16,19-31).

Μήπως θα καταστραφούν οι πονηροί άνθρωποι κατά την δευτέραν παρουσίαν;

Ο λόγος του Θεού είναι και εις το σημείον αυτό σαφής: «Φύγετε απ’ εμέ, κατηραμένοι, εις το πυρ το αιώνιον, το οποίον έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους αγγέλους αυτού», θα είπη ο Κύριος εις τους πονηρούς (Ματθαίος 25,41).

Ποίον είναι αυτό το «πυρ το αιώνιον»; Μήπως είναι η τελεία καταστροφή, όπως υποστηρίζουν κακόδοξοι άνθρωποι; εις το ερώτημα αυτό δίδει την απάντησιν η Αγία Γραφή: «Και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων» (Αποκ. 20,10. Παράβαλλε Ματθαίος 8,12. Μάρκος 9,43). Αυτός πλέον θα είναι ο οριστικός, ο αιώνιος χωρισμός από τον Θεόν, ο οποίος είναι η ζωή· δι’ αυτόν τον λόγον χαρακτηρίζεται ως «ο δεύτερος θάνατος» (Αποκ. 21,8).

Εκείνο, λοιπόν, το οποίον αναμένει τους πονηρούς ανθρώπους δεν είναι «πλήρης εξαφανισμός», αλλά αιωνία βάσανος, αιώνιος χωρισμός από τον Θεόν, δεύτερος θάνατος.

      Αι προσευχαί υπέρ των κεκοιμημένων

Η πίστις της Εκκλησίας εις προσωπικήν ύπαρξιν μετά θάνατον και ο τρυφερός δεσμός, ο οποίος μας συνδέει μετά των απελθόντων αδελφών, δικαιώνει πλήρως τας προσευχάς και τα μνημόσυνα υπέρ των κεκοιμημένων.

Τούτο δεν είναι άγνωστον εις την Αγίαν Γραφήν. Είναι γνωστόν το παράδειγμα του Ιούδα του Μακκαβαίου, ο οποίος προσέφερε θυσίαν υπέρ των φονευθέντων στρατιωτών. Η Αγία Γραφή υπογραμμίζει ότι αυτή στηρίζεται επί της πίστεως εις την ανάστασιν και εις την προσωπικήν ύπαρξιν μετά θάνατον και χαρακτηρίζεται ως «όσια και ευσεβής επίνοια», ως άγια δηλαδή και ευσεβής σκέψις:

«Πολύ καλώς και θεαρέστως έπραξεν αναλογιζόμενος την ανάστασιν. Διότι εάν δεν επίστευεν εις την ανάστασιν των πεσόντων, θα ήτο ανωφελές και ανόητον να προσεύχεται υπέρ των νεκρών. Διαβλέπων λοιπόν την αρίστην αμοιβήν εις εκείνους οι οποίοι εκοιμήθησαν εν ευσέβεια, υπήρξεν άγια και ευσεβής η σκέψις. Δια τούτο και προσέφερον την εξιλαστήριον θυσίαν υπέρ των νεκρών, δια να απαλλαγούν αυτοί από τας αμαρτίας των» (Β΄ Μακκαβαίων 12,43-45).

      Η δευτέρα παρουσία του Κυρίου

«Άνδρες Γαλιλαίοι, διατί στέκεσθε και παρατηρείτε προς τον ουρανόν; Αυτός ο Ιησούς, ο οποίος ανελήφθη από σας εις τον ουρανόν, θα έλθη κατά τον ίδιον τρόπον όπως τον είδατε να αναβαίνη εις τον ουρανόν» (Πράξεις 1,11). Αυτό ήτο το μήνυμα το οποίον έλαβον οι μαθηταί του Χριστού δια την έλευσιν του Κυρίου.

Πότε θα πραγματοποιηθή η έλευσις αυτή;

Υπάρχουν άνθρωποι κακόδοξοι, οι οποίοι τολμούν να προσδιορίσουν τον χρόνον αυτόν.

Το πρόβλημα αυτό απησχόλησεν ήδη εις την Παλαιάν Διαθήκην τον Δανιήλ, ο οποίος επροφήτευσε τους εσχάτους καιρούς.

«Κύριε», έρωτα, «τι τα έσχατα τούτων;», πότε θα έλθη το τέλος αυτών των πραγμάτων; Και ο Κύριος απαντά:

«Δεύρο Δανιήλ, ότι εμπεφραγμένοι και εσφραγισμένοι οι λόγοι, έως καιρού πέρας», έλα Δανιήλ, παύσε να έρωτας, οι λόγοι αυτοί είναι κλεισμένοι και σφραγισμένοι, έως να έλθη το τέλος του καθωρισμένου καιρού (Δανιήλ 12,8-9). Την ιδίαν ερώτησιν έθεσαν οι μαθηταί του Χριστού: «Είπε μας, πότε θα 7ίνουν αυτά και ποίον είναι το σημείον της παρουσίας σου και της συντέλειας του κόσμου;» (Ματθαίος 24,3).

«Προσέχετε», τους απήντησεν ο Κύριος, «μήπως κανείς σάς πλανήση, διότι πολλοί θα έλθουν εις το όνομα μου και θα λέγουν, εγώ είμαι ο Χριστός και πολλούς θα πλανήσουν» (Ματθαίος 24,4-5. 23-26. Μάρκος 13,5-6. 21-23. Παράβαλλε Και Ματθαίος 7,15. Λουκάς 21,8). «Δεν είναι ιδική σας υπόθεσις να γνωρίζετε τους χρόνους η τους καιρούς τους οποίους έθεσεν ο Πατήρ εις την ιδικήν Του εξουσίαν» (Πράξεις 1,7). Την ημέραν εκείνην και την ώραν «ουδείς γινώσκει, ουδέ οι άγγελοι οι εν τω ουρανώ, ουδέ ο Υιός, ειμή ο Πατήρ» (Μάρκος 13,32). Η ημέρα του Κυρίου θα έλθη «ως κλέπτης την νύκτα», την στιγμήν δηλαδή, κατά την οποίαν κανένας δεν υποπτεύεται (Β΄ Πέτρου 3,10).

Από τα χωρία αυτά γίνεται φανερόν ότι η εξακρίβωσις του χρόνου της ελεύσεως του Κυρίου δεν είναι υπόθεσις των γνησίων οπαδών του Χριστού, των αληθινών Χριστιανών. Αυτό «δεν είναι ιδική σας υπόθεσις» είπεν ρητώς ο Κύριος (Πράξεις 1,7). Όποιος το επιχείρηση και τολμά, μάλιστα, να το κάμη αντικείμενον κηρύγματος, ο άνθρωπος αυτός πλανάται και πλανά όσους δώσουν πίστιν εις τους λόγους του. Ο Κύριος μας προειδοποιεί ότι πρέπει να προσέχωμεν.

Κανένας λοιπόν δεν γνωρίζει τον χρόνον της δευτέρας παρουσίας. Εκείνο, όμως, το οποίον γνωρίζομεν είναι ότι η ημέρα αυτή θα έλθη και ότι η παρουσία του Χριστού θα είναι ορατή εις όλους, όχι αόρατος, όπως υποστηρίζουν οι διαστρεβλωταί του νοήματος της Αγίας Γραφής. «Θα έλθη κατά τον ίδιον τρόπον όπως τον είδατε», αναφέρουν οι άγγελοι εις τους μαθητάς (Πράξεις 1,11). Θα τον ιδούν «πάσαι αι φυλαί της γης» (Ματθαίος 24,30), όχι μόνον οι δίκαιοι αλλά και οι πονηροί, ακόμη και εκείνοι οι οποίοι τον εσταύρωσαν (Αποκ. 1,7. Παράβαλλε Ζαχαρίας 12,10).

Θα έλθη «εν τη δόξη αυτού», θα καθίση «επί θρόνου δόξης αυτού», θα συγκεντρωθούν ενώπιον Του «πάντα τα έθνη» και θα χωρίση τους αγαθούς από τους πονηρούς. «Και αυτοί θα μεταβούν εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθαίος 25,31-46. Παράβαλλε Και 8,11-12. 13,41-43. 47-50. Β΄ Θεσσαλονικείς 1,7-10. Δανιήλ 12,2-3).

Η ανάστασις των νεκρών θα είναι, λοιπόν, καθολική, μόνον ότι οι δίκαιοι θα εγερθούν εις ανάστασιν ζωής και οι πονηροί εις ανάστασιν κρίσεως. «Μη εκπλήττεσθε γι’ αυτό, διότι έρχεται ώρα, κατά την οποίαν όλοι όσοι θα ευρίσκωνται εις τα μνημεία θα ακούσουν την φωνήν του και θα εξέλθουν, εκείνοι μεν οι οποίοι έπραξαν το καλόν θα αναστηθούν δια ζωήν, εκείνοι δε οι οποίοι έπραξαν το κακόν θα αναστηθούν δια καταδίκην» (Ιωάννης 5,28-29. Ματθαίος 25,46. Παράβαλλε Και Ησαΐας 26,19. Ιεζ. 37,1-14. Δανιήλ 12,2-3).

     Προσέχετε, μήπως κανείς σας πλανήση

Καθώς είδομεν, ο Κύριος δεν περιορίζεται εις την διαβεβαίωσιν, ότι η άφιξίς Του θα πραγματοποιηθή εις καιρόν ανύποπτον δια τον άνθρωπον. Υπογραμμίζει, ακόμη, ότι πρέπει να προσέχωμεν, διότι θα παρουσιασθούν άνθρωποι οι οποίοι θα επιχειρήσουν να μας παραπλανήσουν (Ματθαίος 24,4. 11. Μάρκος 13,22).

Πρόκειται δια ανθρώπους, οι οποίοι πράγματι παρουσιάζονται εις τας ημέρας μας και υποστηρίζουν ότι αποτελούν «διώρυγα» η «κανάλι» του Θεού και ότι ο «Ιεχωβά Θεός» «διοχετεύει» εις τους ανθρώπους το «φως Του» και την «αλήθειάν Του» μέσω αυτής της «διώρυγος».

Οι άνθρωποι αυτοί δεν υποστηρίζουν απλώς την αόρατον έλευσιν του Κυρίου, η οποία, καθώς ανεφέρθη, είναι αντίθετος προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, αλλά μεταβαίνουν «από σπίτι σε σπίτι» δια να κηρύξουν τα «αγαθά νέα» μιας «εγκαθιδρυμένης Βασιλείας». Ο «καιρός των Εθνών ήλθε», διακηρύττουν, «η δευτέρα παρουσία έγινε το έτος 1914». Το κήρυγμα της «Βασιλείας» ήρχισε μετά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον!

Είναι φανερόν, ότι οι άνθρωποι αυτοί εμπίπτουν εις την περίπτωσιν του Ματθαίος 24,23-27:

«Τότε, εάν σας είπη κανείς:

 να, εδώ είναι ο Χριστός, η εκεί,

μη τον πιστέψετε. Διότι θα εμφανισθούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και θα κάνουν μεγάλα θαύματα και τέρατα, ώστε να πλανήσουν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Ιδού, σας τα προείπον. Εάν σας ειπούν:

 να, είναι εις την έρημον, μη πηγαίνετε,  να, είναι εις τα απόμερα δωμάτια, μη πιστέψετε… ». Το ευαγγέλιον, λοιπόν, των ανθρώπων αυτών δεν είναι τα «αγαθά νέα», τα οποία εκήρυττον οι Απόστολοι, αλλά  «έτερον ευαγγέλιον», το οποίον οδηγεί εις την απώλειαν (Γαλ. 1,6-9).

Η Βασιλεία, δια την οποίαν ομιλεί η Αγία Γραφή ήρχισε να κηρύττεται από της εποχής του Ιωάννου (Λουκάς 16,16) και όχι μετά το 1914. Η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ακόμη ότι μετά το πλήρωμα των «καιρών των εθνών» θα ακολουθήση η επιστροφή του Ισραηλίτικοί λαού και κατόπιν θα έλθη ο Κύριος (Λουκάς 21,24-27. Ρωμαίους 11,25-33. Παράβαλλε Λουκάς 13,35. Ματθαίος 23,39. Ζαχαρίας 12,10). Η επιστροφή αυτή δεν συνετελέσθη ακόμη. Επομένως, η «εγκαθιδρυμένη Βασιλεία» είναι πλάνη.

Αλλά περί ψευδοπροφητών δεν γίνεται λόγος μόνον εις την Καινήν Διαθήκην. Αποτελούν κίνδυνον, τον οποίον επισημαίνουν με ζωηρά χρώματα και οι Προφήται της Παλαιάς Διαθήκης. Όπως οι σημερινοί ψευδοπροφήται, καθ’ όμοιον τρόπον και οι ψευδοπροφήται κατά την εποχήν της Παλαιάς Διαθήκης διεκήρυττον ότι ομιλούν εις το όνομα του Θεού. Εις την πραγματικότητα, όμως, όπως οι σημερινοί, ωμιλούν συμφώνως προς το θέλημα της καρδίας των με σκοπόν να παραπλανήσουν τον λαόν.

Ο Θεός προειδοποιεί τους «προφήτας» αυτούς, ότι η τιμωρία των θα είναι φρικτή και το τέλος των καταγέλαστον. Δι’ αυτό παραγγέλλει εις τον λαόν Του να μην ακούη την φωνήν των πονηρών αυτών ανθρώπων:

«Και είπεν ο Κύριος προς εμέ:  Ψεύδη προφητεύουν οι Προφήται αυτοί  εις το όνομα μου. Εγώ δεν τους έστειλα ούτε τους έδωσα καμμίαν εντολήν, ούτε ωμίλησα προς αυτούς…  με θανατηφόρον νόσον θα αποθάνουν, με λιμόν θα εξολοθρευθούν αυτοί οι Προφήται και ο λαός, προς τον οποίον προφητεύουν… » (Ιερεμ. 14,14-16).

«Και εγένετο λόγος Κυρίου προς εμέ λέγων: Υιέ ανθρώπου,  προφήτευσε εναντίον των ψευδοπροφητών του Ισραήλ, προφήτευσε και είπε προς αυτούς:

Ακούσατε λόγον Κυρίου, τάδε λέγει Κύριος’  αλίμονον εις τους προφητεύοντας κατά τας διαθέσεις της καρδίας των χωρίς καθόλου να ιδούν αποκαλύψεις. Οι ψευδοπροφήται σου, Ισραήλ, ομοιάζουν με αλώπεκας εις έρημους.  Δεν εστάθησαν εις στερεόν έδαφος… Έβλεπον ψευδή, ανήγγελον κενάς προφητείας οι λέγοντες ότι ο Κύριος ομιλεί, ενώ ο Κύριος δεν τους απέστειλεν, και ήρχισαν να υψώνουν τον ιδικόν των λόγον»  (Ιεζεκ. 13,1-6).

«Τάδε λέγει Κύριος εναντίον των ψευδοπροφητών που παραπλανούν τον λαόν μου, δαγκώνουν ωσάν φίδια με τα δόντια των και κηρύσσουν ειρήνην εις αυτόν και εάν δεν ευρέθη εις το στόμα των του κηρύσσουν τον πόλεμον.  Δια τούτο νυξ θα επιπέση επάνω σας, ένεκα των προφητειών σας και σκοτάδι θα σας καλύψη δια τας μαντείας σας…  Τότε θα καταντροπιασθούν οι βλέποντες τα ενύπνια, θα γίνουν καταγέλαστοι οι μάντεις· όλοι θα καταφέρωνται εναντίον των, κανείς δεν θα τους δίδη προσοχή ν»    (Μιχ. 3,5-7. Ιδέ και Ζαχαρίας 13,2-5).

«Όντως λέγει Κύριος Παντοκράτωρ:  Μη ακούετε τους λόγους των ψευδοπροφητών,  διότι παραπλανούν τον εαυτόν των με ψευδή οράματα, ομιλούν συμφώνως προς τας καρδίας των και όχι από το στόμα του Κυρίου.  Λέγουν εις όσους απωθούν τον λόγον του Κυρίου ειρήνη θα είναι εις εσάς» (Ιερεμ. 23,16-17).

Η ιδία προειδοποίησις γίνεται, καθώς αναφέραμεν, και εις τον νέον λαόν του Θεού, εις ημάς τους Χριστιανούς:

«Προσέχετε τους ψευδοπροφήτας, οι οποίοι σάς έρχονται με ένδυμα προβάτου, ενώ μέσα των είναι λύκοι αρπακτικοί» (Ματθαίος 7,15).  «να απομακρύνεσαι από τέτοιους ανθρώπους» (Α’ Τιμ. 6,5).

Ο Απόστολος τους ονομάζει «ψευδαποστόλους, εργάτας δολίους, οι οποίοι μεταμφιέζονται εις Αποστόλους του Χριστού». «Και δεν είναι τούτο περίεργον», προσθέτει, «διότι ο ίδιος ο Σατανάς μεταμφιέζεται εις άγγελον φωτεινόν. Δεν είναι, λοιπόν, μεγάλον πράγμα, εάν και οι υπηρέται του μεταμφιέζονται εις υπηρέτας δικαιοσύνης, των οποίων το τέλος θα είναι σύμφωνον προς τα έργα των» (Β΄ Κορινθίους 11,13-15).

Πώς, όμως, ημπορεί κανείς να ξεχωρίζη την ψευδή διδασκαλίαν των κακοδόξων ανθρώπων;

Εις το ερώτημα αυτό ο Απόστολος άπαντα, ότι οι αιρετικοί διεστρεβλώνουν το ευαγγέλιον του Χριστού, διδάσκουν, δηλαδή, ιδικόν των, νέον ευαγγέλιον. «Αλλά και αν ημείς οι ίδιοι η κάποιος Άγγελος από τον ουρανόν, σάς κηρύξη διαφορετικόν ευαγγέλιον από εκείνο το οποίον σάς εκηρύξαμεν, αυτός ας είναι ανάθεμα. Όπως είπομεν προηγουμένως και τώρα πάλιν σάς λέγω, εάν κανείς κηρύξη άλλο ευαγγέλιον από εκείνο το οποίον παρελάβατε, ας είναι ανάθεμα» (Γαλ. 1,8-9. Παράβαλλε Δευτερ. 13,1-6).

Η αλήθεια του ευαγγελίου «παρεδόθη εις τους Αγίους άπαξ δια παντός» (Ιουδ. 3. Ματθαίος 5,18-19), δεν δύναται, συνεπώς, να μεταβάλλεται «αναλόγως των εκάστοτε συνθηκών», όπως λέγουν άνθρωποι της πλάνης, υποστηρίζοντες ότι ο ίδιος ο Θεός τους Αποστέλλει «ζωηρότερον φως» και δι’ αυτόν τον λόγον αναθεωρούν τας εσφαλμένας απόψεις των! όμως ο λόγος του Θεού είναι εις το σημείον αυτό σαφής: «Εάν δε είπης εν τη καρδία σου:  πώς θα γνωρίσωμε τον λόγον, τον οποίον δεν ελάλησεν ο Κύριος;

Όσα εάν λαλήση ο προφήτης εκείνος εις το όνομα του Κυρίου, και δεν γίνουν ούτε συμβούν, αυτός είναι ο λόγος, τον οποίον δεν ελάλησεν ο Κύριος. Ασεβώς ελάλησεν ο προφήτης εκείνος, δεν θα τον ακολουθήσετε» (Δευτερ. 18,21-22).

    Η Άνω Ιερουσαλήμ

«Κατόπιν είδον μεγάλον θρόνον λευκόν, και Εκείνον ο οποίος εκάθητο εις αυτόν, από προσώπου του οποίου εξηφανίσθη η γη και ο ουρανός και δεν ευρέθη δι’ αυτούς τόπος. Και είδον τους νεκρούς, μεγάλους και μικρούς, να στέκωνται εμπρός εις τον θρόνον και ηνοίχθησαν βιβλία. Κατόπιν, ηνοίχθη άλλο βιβλίον, το οποίον είναι το βιβλίον της ζωής, και εκρίθησαν οι νεκροί από τα γραμμένα εις τα βιβλία, συμφώνως προς τα έργα των… Τότε, ο θάνατος και ο Άδης ερρίφθησαν εις την λίμνην της φωτιάς. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος. Και οποίος δεν ευρέθη γραμμένος εις το βιβλίον της ζωής, ερρίφθη εις την λίμνην της φωτιάς.

Κατόπιν είδον καινούργιον ουρανόν και καινούργιαν γην… Και είδον την πόλιν την Αγίαν, την νέαν Ιερουσαλήμ, να καταβαίνη εκ του ουρανού από τον Θεόν, ετοιμασμένην, ως νύμφην στολισμένην δια τον άνδρα της. Και ήκουσα φωνήν μεγάλην από τον ουρανόν να λέγη:

 Ιδού, η κατοικία του Θεού είναι μεταξύ των ανθρώπων θα κατοίκηση μαζί των και αυτοί θα είναι λαός Του…

Τότε, εκείνος ο οποίος εκάθητο εις τον θρόνον είπε:

 Ιδού καινά ποιώ πάντα, ιδού τα κάμνω όλα καινούργια. Και εις εμέ είπε:

 Γράψε το, διότι αυτοί οι λόγοι είναι αξιόπιστοι και αληθινοί.

Και προσέθεσεν:

Εξεπληρώθησαν όλα. Εγώ είμαι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος. Εις εκείνον ο οποίος διψά, εγώ θα του δώσω δωρεάν από την πηγήν του ύδατος της ζωής. Αυτά θα κληρονομήση εκείνος ο οποίος νικά και εγώ θα του είμαι Θεός και αυτός θα μου είναι Υιός. Αλλ’ οι δειλοί, οι άπιστοι και οι βδελυροί, οι φονείς, οι πόρνοι, οι μάγοι, οι ειδωλολάτραι και όλοι οι ψεύσται θα έχουν την θέσιν τους εις την λίμνην που καίεται με φωτιά και θειάφι. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος.

Κατόπιν, ήλθε ένας από τους αγγέλους… Και μου ωμίλησε και είπε:

 Έλα να σου δείξω την νύμφην, την γυναίκα του Αρνιού.

Και με έφερεν εν εκστάσει εις ένα μεγάλον, υψηλόν βουνόν, και μου έδειξε την πόλιν την Αγίαν Ιερουσαλήμ να καταβαίνη από τον ουρανόν από τον Θεόν, έχουσα την δόξαν του Θεού» (Αποκ. 20,11-21. 11).

«Ναόν δεν είδον εις την πόλιν, διότι ναός της είναι ο Κύριος ο Θεός, ο Παντοκράτωρ και το Αρνίον. Και η πόλις δεν έχει ανάγκην από τον ήλιον, ούτε από την σελήνην δια να την φωτίζουν, διότι η δόξα του Θεού είναι το φως της και το λυχνάρι της είναι το Αρνίον…

Και θα φέρουν εις αυτήν την δόξαν και την τιμήν των εθνών αλλά δεν θα εισέλθη εις αυτήν τίποτε το μολυσμένον, ούτε κανείς ο οποίος κάμνει βδελυκτά πράγματα και ψευδή, παρά μόνον οι γραμμένοι εις το βιβλίον της ζωής του Αρνίου» (Αποκ. 21,22-27).

«… Δεν θα υπάρχη πλέον εκεί κανένα ανάθεμα. Ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου θα είναι εκεί, και οι δούλοι του θα τον λατρεύουν. Θα ιδούν το πρόσωπον Του και το όνομα Του θα είναι εις τα μέτωπα των. Νυξ δεν θα υπάρχη πλέον, και δεν θα υπάρχη ανάγκη από λυχνάρι και φως ηλίου, διότι ο Κύριος θα τους φωτίζη και θα βασιλεύσουν εις τους αιώνας των αιώνων… » (Αποκ. 22,1-5. Παράβαλλε Και Ησαΐας 60,1-22).

     Δει γαρ το φθαρτών ενδύσασθαι αφθαρσίαν

Η ανάστασις, την οποίαν περιγράφει η Αγία Γραφή, δεν είναι μόνον ανάστασις ψυχών, αλλά και σωμάτων. Το θνητόν μας σώμα θα ενδυθή αφθαρσίαν και τοιουτοτρόπως θα εκπληρωθή ο προφητικός λόγος, ότι δηλαδή κατεβροχθίσθη ο θάνατος και ενικήθη (Ησαΐας 25,8. Ως. 13,14. Αποκ. 20,14):

«Σπείρεται φθαρτόν, ανασταίνεται άφθαρτον. Σπείρεται άδοξον, ανασταίνεται ένδοξον, σπείρεται εις κατάστασιν αδυναμίας, ανασταίνεται εις κατάστασιν δυνάμεως, σπείρεται σώμα φυσικόν, ανασταίνεται σώμα πνευματικόν. Υπάρχει σώμα φυσικόν (ψυχικόν), υπάρχει και σώμα πνευματικόν. Ούτω είναι και γραμμένον:

Έγινεν ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ, ον ζωντανόν (εις ψυχήν ζώσαν)· ο τελευταίος Αδάμ πνεύμα το οποίον δίδει ζωήν (ζωοποιούν). Δεν είναι, όμως, πρώτον το πνευματικόν αλλά το φυσικόν (ψυχικόν), έπειτα το πνευματικόν. Ο πρώτος άνθρωπος επλάσθη από την γην, γήινος, ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή, ο Κύριος, είναι από τον ουρανόν.

Όπως ήτο εκείνος ο γήινος άνθρωπος, τέτοιοι είναι οι γήινοι, και όπως είναι ο επουράνιος, τέτοιοι είναι οι επουράνιοι, και όπως εφορέσαμεν την εικόνα του γήινου, θα φορέσωμεν και την εικόνα του επουρανίου.

Σας λέγω τούτο αδελφοί: Ότι σαρξ και αίμα δεν ημπορούν να κληρονομήσουν την Βασιλείαν του Θεού, ούτε η φθορά κληρονομεί την αφθαρσίαν. Ιδού, σάς λέγω ένα μυστήριον: Δεν θα αποθάνωμεν όλοι, αλλά όλοι θα μεταβληθώμεν εις μίαν στιγμήν, εις μίαν ματιάν κατά την τελευταίαν σάλπιγγα. Διότι θα σαλπίση η σάλπιγξ και οι νεκροί θα αναστηθούν χωρίς να υπόκεινται πλέον εις φθοράν (άφθαρτοι) και ημείς θα μεταβληθώμεν. Διότι πρέπει αυτό το οποίον είναι φθαρτόν να ενδυθή την αφθαρσίαν και αυτό το οποίον είναι θνητόν να ενδυθή την αθανασίαν. Και όταν αυτό το οποίον είναι φθαρτόν ενδυθή την αφθαρσίαν και αυτό το οποίον είναι θνητόν ενδυθή την αθανασίαν, τότε θα εκπληρωθή ο λόγος ο οποίος είναι γραμμένος: Κατεβροχθίσθη ο θάνατος και ενικήθη…

Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, γίνεσθε σταθεροί, αμετακίνητοι, εργαζόμενοι όλο και περισσότερον εις το έργον του Κυρίου, πάντοτε, αφού γνωρίζετε ότι ο κόπος σας εν Κυρίω δεν είναι μάταιος» (Α’ Κορινθίους 15,42-58. Παράβαλλε Και Ρωμαίους 6,3-14).

Ο Προφήτης Ιεζεκιήλ βλέπει να πραγματοποιήται η ανάστασις αυτή των σωμάτων και η κατατρόπωσις του βασιλείου του θανάτου:

«Χείρ Κυρίου», οδηγεί τον Προφήτην εις μίαν πεδιάδα, η οποία ήτο γεμάτη από ανθρώπινα οστά. Τότε ο Κύριος τον ερωτά:

« Υιέ ανθρώπου, δύνανται να ζήσουν αυτά τα οστά;  Ο Προφήτης απαντά:  Κύριε, συ γνωρίζεις  τούτο.  Τότε ο Κύριος του λέγει:  Προφήτευσε δια τα οστά αυτά και λέγε τους:  Τα οστά τα ξηρά, ακούσατε λόγον Κυρίου.  Τάδε λέγει Κύριος εις αυτά τα οστά·  ιδού θα σας φέρω πνεύμα ζωής

θα σας δώσω νεύρα, θα σας καλύψω με σάρκας, θα απλώσω επάνω σας δέρμα,  θα σας δώσω το Πνεύμα μου, θα ζήσετε, και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος.  … Και ιδού έγινε σεισμός,  και συναρμολόγησε τα οστά εις την θέσιν των  και είδον να φυτρώνουν νεύρα και σάρκες, είδον να απλώνεται δέρμα και αναπνοή δεν υπήρχεν εις αυτά.

… Και εισήλθεν εις αυτούς το πνεύμα, έζησαν και εστάθησαν εις τους πόδας των, συναγωγή πολλών σφόδρα, λαός πάρα πολύς. Και ωμίλησεν εις εμέ Κύριος λέγων:

… Ιδού εγώ θα ανοίξω τους τάφους σας, θα σάς βγάλω από τα μνήματα σας’ θα σάς επαναφέρω εις την γην Ισραήλ και θα γνωρίσετε ότι εγώ ειμί Κύριος εν τω ανοίξαί με τους τάφους υμών, όταν ανοίξω τους τάφους σας δια να βγάλω εκ των τάφων τον λαόν μου. Λελάληκα και ποιήσω, λέγει Κύριος» (Ιεζεκ. 37,1-14).

     Τα τέκνα της Βασιλείας

Εις την Αγίαν Γραφήν δεν καθορίζεται ωρισμένος αριθμός ανθρώπων, οι οποίοι θα εισέλθουν εις την Βασιλείαν των ουρανών, όπως υποστηρίζουν διαστρεβλωταί της αληθείας. Η επιθυμία του Κυρίου είναι σαφής:

«Ανάγκασε τους να μπουν, να μπουν δια να γεμίση το σπίτι μου!» (Λουκάς 14,23).

Όταν η Αποκάλυψις του Ιωάννου αναφέρει ότι ο αριθμός των εσφραγισμένων είναι δώδεκα χιλιάδες από κάθε μίαν από τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ (συνολικώς 144. 000, ιδέ Αποκ. 7,4-8), δεν είναι δυνατόν να εκλάβωμεν κατά γράμμα τον αριθμόν αυτόν. Τούτο, διότι εις τον λόγον του Θεού δεν γίνεται καμία διάκρισις μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών.

Αντιθέτως, η Αγία Γραφή υπογραμμίζει ότι «δεν υπάρχει Ιουδαίος ούτε Έλλην… Διότι όλοι σεις είσθε ένας άνθρωπος εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3,28). «Εις όσους, όμως, τον εδέχθησαν, έδωκεν εξουσίαν να γίνουν παιδιά του Θεού, εις εκείνους, δηλαδή, οι οποίοι πιστεύουν εις το όνομα Του, οι οποίοι ούτε από αίματα ούτε από το θέλημα σαρκός ούτε από το θέλημα ανδρός αλλ’ από τον Θεόν εγεννήθησαν» (Ιωάννης 1,12-13).

Εις την Βασιλείαν των ουρανών δεν εισέρχεται κανείς με βάσιν την σαρκικήν καταγωγήν του αλλά με βάσιν την πνευματικήν του αναγέννησιν (από τον Θεόν εγεννήθησαν). Δεν εισέρχεται εκείνος ο οποίος λέγει «Κύριε, Κύριε, αλλά εκείνος ο οποίος πράττει το θέλημα του Πατρός μου του επουρανίου» (Ματθαίος 7,21).

Το νόημα, συνεπώς, του χωρίου της αποκαλύψεως είναι συμβολικόν. Ο αριθμός δώδεκα (πολύ περισσότερον ο αριθμός 12 x 12 χ 1000 = 144. 000) σημαίνει την πληρότητα. Ότι εκείνοι οι οποίοι θα σωθούν είναι πλήθος αμέτρητον και ότι κατάγονται από όλας τας φυλάς και από όλα τα έθνη του κόσμου.

Αυτό το αμέτρητον πλήθος είναι εκείνοι, οι οποίοι έπραξαν τα «καλά έργα», ώστε να συμπεριληφθή το όνομα των εις το «βιβλίον της ζωής» (Αποκ. 20,12-15. Δαν. 7,10).

Τα καλά αυτά έργα δεν είναι η αναγγελία «των αγαθών νέων μιας εγκαθιδρυμένης Βασιλείας», όπως υποστηρίζουν άνθρωποι της πλάνης, αλλά η «πίστις δι’ αγάπης ενεργούμενη» (Γαλ. 5,6. Ιάκωβος 2,14-26), η ζώσα πίστις, η οποία οφείλει να εκφράζεται δια των έργων της αγάπης και της φιλανθρωπίας όχι μόνον προς τους αδελφούς, αλλά προς οιονδήποτε έχοντα ανάγκην (Λουκάς 10,25-37. Ματθαίος 25,34-40), ακόμη και εάν ο άνθρωπος αυτός είναι εχθρός μας (Α’ Βασιλ. 24,20. Ιώβ 31,29. Παροιμίες 24,17. 25,21. Ρωμαίους 12,20-21. Ματθαίος 5,44-48. 23,23. Λουκάς 6,27-36).

Ο αριθμός, λοιπόν, των μελών της Βασιλείας του Θεού δεν είναι προκαθωρισμένος, ούτε περιωρισμένος. Ο κάθε Χριστιανός έχει την ουράνιον αυτήν ελπίδα και ουδείς έχει το δικαίωμα να του αμφισβήτηση την ελπίδα αυτήν (Κολοσσαείς 2,18-19).

Πράγματι: Ο Χριστός εξαπέστειλε τους μαθητάς του εις όλα τα έθνη με σκοπόν να κηρύξουν εις όλους το ευαγγέλιον και να βαπτίσουν όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, οι οποίοι θα πιστεύσουν, αφού τους διδάξουν ότι πρέπει να τηρούν εις την ζωήν των τας εντολάς του Κυρίου (Ματθαίος 28,19-20. Παράβαλλε Α’ Τιμ. 2,4).

Ο προφήτης Ιερεμίας αναφέρει, ότι ο Θεός θα συνάξη και πάλιν «το υπόλοιπον των προβάτων» εις εν και το υπόλοιπον αυτό θα πληθυνθή: «Και αυξηθήσονται και πληθυνθήσονται» (Ιερεμίας 23,3).

Η προφητεία του Ιερεμίου πραγματοποιείται με το γεγονός της σαρκώσεως και της αναστάσεως του Κυρίου και την συναγωγήν «εν Χριστώ» των διεσκορπισμένων τέκνων του Θεού (Ιωάννης 11,52. 17,20-26).

«Έχω και άλλα πρόβατα», διεκήρυξεν ο ίδιος ο Κύριος, «τα οποία δεν είναι από αυτήν την μάνδραν», τα οποία, δηλαδή, δεν είναι Ισραηλίται, αλλά εθνικοί. «Πρέπει να φέρω και εκείνα και θα ακούσουν την φωνήν μου και θα γίνη ένα ποίμνιον, ένας ποιμήν» (Ιωάννης 10,16. Παράβαλλε Ιεζ. 34,23. 37,24).

Ένα ποίμνιον ηνωμένον πλησίον του θρόνου του Θεού, όχι δύο, το ένα, δήθεν, εις την γην και το άλλο εις τον ουρανόν, όπως υποστηρίζουν άνθρωποι της πλάνης. Και το ένα αυτό ποίμνιον θα αποτελήται από αμέτρητον πλήθος, όχι από προκαθωρισμένον αριθμόν:

«Εκοίταξα», αναφέρει η αποκάλυψις του Ιωάννου, «και ιδού, λαός πολύς τον οποίον κανείς δεν ημπορούσε να μέτρηση, από κάθε έθνος, από όλας τας φυλάς και λαούς και γλώσσας, εστέκοντο εις τον θρόνον και εμπρός εις το Αρνίον» (Αποκ. 7,9). Όλον αυτό το αμέτρητον πλήθος, το οποίον είδεν ο Ιωάννης, δεν ευρίσκετο εις την γην αλλά εις τον ουρανόν εστέκετο ενώπιον του θρόνου του Θεού και «εμπρός εις το Αρνίον». Είναι τα τέκνα της Βασιλείας του Θεού.

     Η κόλασις

Ο Προφήτης Μαλαχίας αναφέρει ότι η ημέρα του Κυρίου θα είναι «ωσάν καιόμενος κλίβανος και θα κατακαύση· και όλοι οι αλλοεθνείς και όσοι εργάζονται την ανομίαν θα είναι ωσάν την καλαμιάν και η ημέρα η ερχόμενη θα τους κατακαύση, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ… » (Μαλαχίας 4,1).

Αυτή η τιμωρία δεν σημαίνει, καθώς ανεφέρθη, εξαφάνισιν και τελείαν καταστροφήν, αλλά αιωνίαν κόλασιν (Αποκ. 14,10-11. 20,10. Ματθαίος 8,12. Μάρκος 9,43).

Εις τι συνίσταται η κόλασις αυτή;

Η Αγία Γραφή διδάσκει, ότι η αμαρτία είναι το «κεντρί του θανάτου» (Α’ Κορινθίους 15,56) και «όταν ωριμάση γεννά τον θάνατον» (Ιάκωβος 1,15. Παράβαλλε Λουκάς 15,24. 32), δηλαδή τον χωρισμόν του ανθρώπου από την ζωήν, που είναι ο Χριστός (Ιωάννης 1,4. 11,25).

Όπως ο άνθρωπος, όταν αμαρτάνη εις την ζωήν αυτήν, απομακρύνεται από την κοινωνίαν του Θεού, τοιουτοτρόπως και μετά τον θάνατον μένει χωρισμένος από τον Θεόν και δεν ημπορεί να βλέπη το πρόσωπον του Θεού και να χαίρεται.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι ο άνθρωπος του κακούδεν ημπορεί ούτε και το πρόσωπον του αδελφού του να ίδη· ότι ζη εντόνως το συναίσθημα της μοναξιάς, το οποίον είναι δι’ αυτόν ανέκφραστος κόλασις.

Χαρακτηριστικόν είναι δια το θέμα αυτό ένα περιστατικόν, το οποίον διηγείται το «Γεροντικόν» από την ζωήν του Αββά Μακαρίου.

«Είπεν ο Αββάς Μακάριος: Όταν κάποτε περιπατούσα εις την έρημον εύρον ριγμένον εις το έδαφος το κρανίον ενός νεκρού. Το μετεκίνησα ολίγον με την ράβδον και το κρανίον μου ωμίλησε.

Τότε του λέγω:

 Ποιος είσαι συ;

Το κρανίον μου αποκρίθηκε:

Εγώ ήμουν ιερεύς των ειδώλων και των Ελλήνων, που έμεναν εις τον τόπον αυτόν. Συ δε είσαι ο Μακάριος ο Πνευματοφόρος. Την ώραν που σπλαχνίζεσαι εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται εις την κόλασιν και προσεύχεσαι δι’ αυτούς, ανακουφίζονται ολίγον.

Ο γέρων του λέγει τότε:

Ποία είναι η ανακούφισις και ποία είναι η κόλασις; Και το κρανίον του λέγει:

 Όσον απέχει ο ουρανός από την γην, τόσον είναι και το πυρ που είναι κάτω από μας, οι οποίοι ευρισκόμεθα μέσα εις το πυρ από τα πόδια έως το κεφάλι. Και δεν ημπορεί κανείς να δη κάποιον πρόσωπον προς πρόσωπον, αλλά η πλάτη του καθενός είναι κολλημένη εις την πλάτην του άλλου. Όταν, λοιπόν, εύχεσαι δια ημάς, βλέπει κανείς ολίγον το πρόσωπον του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφισις.

Τότε έκλαυσεν ο γέρων και είπε:

Αλίμονον εις την ημέραν κατά την οποίαν εγεννήθη ο άνθρωπος.

Τότε λέγει εις το κρανίον:

Υπάρχει και άλλο χειρότερον βασανιστήριο; Και το κρανίον του απαντά:

Μεγαλύτερα βάσανος είναι κάτω από ημάς. Ο γέρων του λέγει:

Και ποίοι ευρίσκονται εκεί; Το κρανίον απαντά:

Ημείς οι οποίοι δεν εγνωρίσαμεν τον Θεόν, ελεούμεθα έστω και ολίγον. Εκείνοι, όμως, οι οποίοι εγνώρισαν τον Θεόν και τον αρνήθησαν και δεν έκαμαν το θέλημα Του, αυτοί ευρίσκονται κάτω από ημάς (Παράβαλλε Ματθαίος 11,22-24. Β΄ Πέτρου 2,21).

Τότε πήρε ο γέρων το κρανίον και το έθαψε».

Η απλή αυτή διήγησις του «Γεροντικού» φανερώνει όλην την φρίκην, την οποίαν θα ζήσουν οι άδικοι και κακοί άνθρωποι, εκείνοι οι οποίοι δεν έμειναν πιστοί εις την αγάπην και εις την κοινωνίαν με τον Θεόν και με τους αδελφούς, αλλά ηδίκησαν και επρόδωσαν την αγάπην αυτήν. Αυτοί οι άνθρωποι, επειδή δεν θα ζήσουν εις κοινωνίαν με τον Τριαδικόν Θεόν, δεν θα ημπορούν να βλέπουν ούτε και το πρόσωπον των άλλων ανθρώπων. Θα στερηθούν, δηλαδή, εκείνο το οποίον οι ίδιοι απέρριψαν εις την ζωήν των: την αληθινήν κοινωνίαν με τον Θεόν και με τους αδελφούς και την άρρητον και ανέκφραστον χαράν, η οποία είναι ο καρπός της κοινωνίας αυτής (Παράβαλλε Αποκ. 21,7-8. 22,4. 14-15).

Εκφράζει ακόμη η διήγησις την δύναμιν της προσευχής της Εκκλησίας και των Αγίων ανθρώπων υπέρ των κοιμηθέντων. Η προσευχή αυτή προσφέρει μίαν ανακούφισιν και εις αυτούς ακόμη τους ειδωλολάτρας

     Ω, ποία ώρα τότε!

Την φοβεράν αλήθειαν της καταδίκης των ασεβών ανθρώπων υπενθυμίζει η Εκκλησία μας, ιδιαιτέρως κατά την Κυριακήν της αποκρέω, ότε τελείται η ανάμνησις της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου:

«Ω, ποία ώρα τότε και ημέρα φοβερά, όταν καθίση ο κριτής επί θρόνου φοβερού! Βίβλοι ανοίγονται, και πράξεις ελέγχονται, και τα κρυπτά του σκότους δημοσιεύονται άγγελοι περιτρέχουσιν επισυνάγοντες πάντα τα έθνη. Δεύτε ακούσατε, βασιλείς και άρχοντες, δούλοι και ελεύθεροι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, πλούσιοι και πένητες, ότι έρχεται Κριτής ο μέλλων κρίναι πάσαν την Oικουμένην.  Και τις υποστήσεται από προσώπου αυτού, όταν άγγελοι παρίστανται ελέγχοντες τας πράξεις, τας διανοίας, τας ενθυμήσεις, τα εν νυκτί και εν ημέρα;

Ω, ποία ώρα τότε!  Αλλά προ του φθάσαι το τέλος, σπούδασον κράζουσα ψυχή.  Ο Θεός, επίστρεψον, σώσόν με ως μόνος εύσπλαγχνος».

«Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;  Το τέλος εγγίζει, και μέλλεις θορυβείσθαι

ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών, και τα πάντα πληρών»

(Κοντάκιο της Πέμπτης του Μεγάλου Κανόνος).

     Ο Παράδεισος

Η απλή διήγησις από την ζωήν του Αββά Μακαρίου δεν φανερώνει μόνον το «μέγα χάσμα» το οποίον χωρίζει τους ανθρώπους της αδικίας (Παράβαλλε Λουκάς 16,26), την φρίκην, δηλαδή, της κολάσεως, αλλά υπονοεί και το μεγαλείον της δόξης των τέκνων της Βασιλείας του Θεού.

Οι κολασμένοι δεν θα βλέπουν ούτε το πρόσωπον του αδελφού των. Όμως, οι δίκαιοι, οι οποίοι θα ευρίσκωνται εις τον «κόλπον του Αβραάμ» (Λουκάς 16,22-23) θα μένουν πάντοτε «συν Κυρίω» (Α’ Θεσσ. 4,17) και θα αντικρύζουν το δοξασμένον Του πρόσωπον (Αποκ. 22,4. Α’ Κορινθίους 13,12. Α’ Ιωάννης 3,2. Παράβαλλε Ψαλμοί 16,15).

Ο Κύριος, λέγει ο Απόστολος Παύλος, θα έλθη «ενδοξασθήναι εν τοις Αγίοις αυτού και θαυμασθήναι εν πάσι τοις πιστεύσασιν», να δοξασθή μεταξύ των Αγίων Του και να θαυμασθή μεταξύ όλων των πιστών (Β΄ Θεσσαλονικείς 1,10).

Η σχέσις δε του Κυρίου μετά του λαού Του θα είναι τόσον στενή, ώστε να παρουσιάζεται η Εκκλησία ως η νύμφη, η «γυναίκα του Αρνίου», περιβεβλημένη την δόξαν Του (Αποκ. 21,9. Παράβαλλε Και Ματθαίος 22,1-14. Λουκάς 14,16-24). Αυτή είναι η «χαρά του Κυρίου μας», εις την οποίαν θα κληθούν να εισέλθουν οι δίκαιοι (Ματθαίος 25,21. Παράβαλλε Και Ρωμαίους 2,6-10. Ψαλμοί 15,11).

Δια να δήλωση αυτήν την ανέκφραστον χαράν και μακαριότητα η αποκάλυψις του Ιωάννου αναφέρει ότι οι δίκαιοι θα φέρουν εις το μέτωπόν των «το όνομα του Θεού» (Αποκ. 22,4), θα μετέχουν δηλαδή, εις την θείαν δόξαν, «θα λάμπουν όπως ο ήλιος» (Ματθαίος 13,43).

Με τον τρόπον αυτόν θα ολοκληρωθή το έργον της σωτηρίας του ανθρώπου, την οποίαν ο Χριστός περιέγραψεν εις τους μαθητάς του και ιδιαιτέρως εις την προσευχήν Του προς τον Πατέρα:

«Εγώ εν τω Πατρί μου και σεις εν εμοί και εγώ εν υμίν» (Ιωάννης 14,20). «Εάν κανείς με αγαπά θα τήρηση τον λόγον μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήση και θα έλθωμεν εις αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί του (μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν)» (Ιωάννης 14,23).

«Πάτερ άγιε, φύλαξε τους με την δύναμιν του ονόματος σου εκείνους τους οποίους μου έδωκες, δια να είναι ένα, όπως είμεθα ημείς» (Ιωάννης 17,11).

«Δεν σε παρακαλώ μόνον δι’ αυτούς αλλά και δι’ εκείνους οι οποίοι θα πιστεύσουν δια του λόγου των εις εμέ, δια να είναι όλοι ένα, καθώς συ, Πατέρα, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι, ας είναι και αυτοί ένα εν ημίν, δια να πιστεύση ο κόσμος ότι συ με έστειλες. Εγώ τους έδωσα την δόξαν την οποίαν μου έδωκες, δια να είναι ένα όπως και ημείς είμεθα ένα. Εγώ είμαι εν αυτοίς και συ εν εμοί, δια να τελειοποιηθούν έως ότου γίνουν ένα (εις εν) και δια να γνωρίση ο κόσμος ότι συ με έστειλες και ότι τους ηγάπησες καθώς ηγάπησες εμέ. Πατέρα, θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί μου και εκείνοι τους οποίους μου έδωκες, δια να βλέπουν την δόξαν την οποίαν μου έδωκες, επειδή με ηγάπησες πριν δημιουργηθή ο κόσμος. Πατέρα δίκαιε, ο κόσμος δεν σ’ εγνώρισε, εγώ, όμως, σ’ εγνώρισα και αυτοί εγνώρισαν ότι συ με έστειλες. Τους έκαμα γνωστόν το όνομα σου και θα το κάμω γνωστόν, δια να είναι μέσα των η αγάπη με την οποίαν με ηγάπησες και εγώ να είμαι μέσα των» (Ιωάννης 17,20-26).

     Γρηγορείτε!

«Σαλπίσατε με σάλπιγγα εν Σιών, βροντοφωνήσατε εις το άγιόν μου όρος’ ας συγχυσθούν όλοι οι κάτοικοι της γης, διότι έφθασεν η ημέρα του Κυρίου, διότι είναι εγγύς»  αναφωνεί ο προφήτης Ιωήλ (Ιωήλ 2,1).

Ο ίδιος δε ο Χριστός μας προειδοποιεί:

«να είσθε, λοιπόν, άγρυπνοι, διότι δεν γνωρίζετε ποίαν ώραν έρχεται ο Κύριος σας… Δια τούτο και σεις να είσθε έτοιμοι, διότι την ώραν την οποίαν δεν περιμένετε, θα έλθη ο Υιός του ανθρώπου».

Ποίος, λοιπόν, είναι ο πιστός και φρόνιμος δούλος, τον οποίον ο Κύριος Του διώρισεν επιστάτην των υπηρετών του, δια να φροντίζη να τους δίνη τροφήν την κατάλληλον ώραν; Μακάριος είναι ο δούλος εκείνος, ο οποίος, όταν έλθη ο Κύριος του, θα τον εύρη να κάμνη το έργον του. Αλήθεια, σάς λέγω θα τον διορίση επιστάτην εις όλα τα υπάρχοντα του.

Αλλ’ εάν είπη ο κακός εκείνος δούλος μέσα του, αργεί να έλθη ο Κύριος, και αρχίζει να κτυπά τους συνδούλους του, να τρώγη και να πίνη με μέθυσους, θα έλθη ο Κύριος του δούλου εκείνου την ημέραν την οποίαν δεν περιμένει και την ώραν την οποίαν δεν γνωρίζει και θα τον σχίση εις δύο και θα τον βάλη μαζί με τους υποκριτάς. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμον των δοντιών» (Ματθαίος 24,42-51).

Η προτροπή του Χριστού: Γρηγορείτε! απευθύνεται εις όλους ανεξαιρέτως τους Χριστιανούς· όχι εις ωρισμένην τάξιν, όπως υποστηρίζουν άνθρωποι της πλάνης. Τούτο καθίσταται φανερόν και από άλλα χωρία με το ίδιον περιεχόμενον.

Εις την παραβολήν των ταλάντων π. Χ. Βλέπομεν τον καθένα δούλον να λαμβάνη ωρισμένον αριθμόν ταλάντων με σκοπόν να εργασθή με ευσυνειδησίαν και επιμέλειαν δια να τα αύξηση. Όποιος αποδεικνύεται αντάξιος της εμπιστοσύνης του Κυρίου και αυξάνει το τάλαντον, το οποίον Εκείνος του έχει εμπιστευθή, επαινείται από τον Κύριον και χαρακτηρίζεται ως «δούλος αγαθός». Εκείνος, όμως, ο οποίος δεικνύει αμέλειαν και ραθυμίαν αποδοκιμάζεται και χαρακτηρίζεται ως «δούλος πονηρός» (Ματθαίος 25,14-30. Παράβαλλε Και Λουκάς 19,11-27).

Επίσης, η Αγία Γραφή αναφέρει ότι κάθε μέλος της Εκκλησίας λαμβάνει το ιδικόν του Ιδιαίτερον χάρισμα δια να το χρησιμοποίηση δια την οικοδομήν των αδελφών και της Εκκλησίας ολοκλήρου, όχι δια την ιδικήν του άνεσιν και το προσωπικόν του συμφέρον (Α’ Κορινθίους 12,4-31. 14,12).

Τοιουτοτρόπως, λοιπόν και εις το χωρίον Ματθαίος 24,42-51, όπως, άλλωστε, και εις το Λουκάς 12,35-48, ο Χριστός δεν αναφέρεται εις ιδιαιτέραν τάξιν πιστών, αλλά εις όλους τους Χριστιανούς.

Τον καθένα καλεί να διακονήση με το ιδικόν του τάλαντον τους αδελφούς και να μη το χρησιμοποίηση δια την προσωπικήν του καλοπέρασιν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, θα αναδειχθή «πιστός και φρόνιμος δούλος» και θα γίνη μέτοχος της Βασιλείας του Θεού (επιστάτης όλων των υπαρχόντων του). Αν, αντιθέτως, αδιαφορήση, θα αναδειχθή κακός δούλος, τον οποίον ο Κύριος θα καταδικάση εις καταδίκην αιώνιον. «Από τον καθένα εις τον οποίον εδόθη πολύ θα ζητηθή πολύ και από εκείνον εις τον οποίον ενεπιστεύθησαν πολλά, θα ζητηθούν περισσότερα» (Λουκάς 12,48).

Κανένας, λοιπόν, δεν είναι εκ των προτέρων «πιστός και φρόνιμος δούλος». Ο κάθε Χριστιανός πρέπει να άγρυπνη δια να γίνη εις τα μάτια του Θεού δούλος πιστός και αφοσιωμένος, γνήσιον τέκνον της Βασιλείας Του.

Αυτήν την εγρήγορσιν είχον οι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας εις ολόκληρον την ζωήν, μέχρι και της τελευταίας ακόμη πνοής των.

Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται εις τον προσωπικόν του αγώνα δια να κάμη κτήμα του την ανάστασιν του Χριστού και υπογραμμίζει:

«Όχι ότι επέτυχον ήδη τον σκοπόν μου ή ότι έχω ήδη γίνει τέλειος, αλλά τρέχω μήπως κάμω ιδικόν μου εκείνο, δια το οποίον και ο Ιησούς Χριστός με έκαμε ιδικόν του. Αδελφοί, εγώ δεν έχω ακόμη δια τον εαυτόν μου την ιδέαν ότι το έχω κάμει ιδικόν μου, αλλά ένα πράγμα κάμνω: Λησμονώ τα παλαιά και, προχωρώ προς εκείνα τα οποία είναι εμπρός, τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείον της επουρανίου κλήσεως του Θεού δια Χριστού Ιησού» (Φιλιππισίους 3,12-14).

Συγκινητικώτατον είναι εις το θέμα αυτό το παράδειγμα του Αββά Αγάθωνος, όπως το αναφέρει το «Γεροντικόν».

«Αυτός», λέγει, «προσεπάθει να εκτέλεση όλας τας εντολάς· και εάν επερνούσε το πλοίον, πρώτος έπαιρνε το κουπί* και όταν τον επλησίασαν αδελφοί, εκείνος σταματούσε αμέσως την προσευχήν και τους παρέθετε τράπεζα, διότι ήτο γεμάτος αγάπην.

Όταν επρόκειτο να πεθάνη, έμεινε τρεις ημέρας με ανοιγμένα τα μάτια, χωρίς να τα κινή καθόλου. Τότε τον σκούντησαν οι αδελφοί και του είπον:

 Αββά Αγάθων που είσαι; Και εκείνος τους απήντησε:

 Ίσταμαι ενώπιον του κριτηρίου του Θεού. Του λέγουν:

 Και συ, πάτερ, φοβάσαι; Τότε εκείνος τους απαντά:

 Έως τώρα κατηνάλωσα τας δυνάμεις μου δια να φυλάξω τας εντολάς του Θεού. Είμαι, όμως, άνθρωπος. Που ξέρω αν το έργο μου έχει φανή ευάρεστον εις τον Θεόν;

Τότε του λέγουν οι αδελφοί:

 Δεν πιστεύεις εις το έργον σου, ότι ήτο σύμφωνον με το θέλημα του Θεού;

Και ο γέρων τους απαντά:

 Δεν ξεθαρρεύω, έως ότου συναντήσω τον Θεόν. Διότι το κριτήριον του Θεού είναι διαφορετικόν από το κριτήριον των ανθρώπων.

Την στιγμήν κατά την οποίαν ήθελαν να τον ερωτήσουν και κάτι άλλο, τους λέγει:

 εξασκηθήτε εις την αγάπην, μην ομιλήτε άλλο μαζί μου, διότι έχω δουλειά.

Και τοιουτοτρόπως ετελειώθη με χαράν. Διότι τον έβλεπον να ανέρχεται (αναγόμενον) όπως ακριβώς αποχωρίζεται κανείς και ασπάζεται τους φίλους του και τα αγαπητά του πρόσωπα.

Είχε δε εις όλα μεγάλην εγρήγορσιν και έλεγε ότι χωρίς μεγάλην ελεημοσύνην ο άνθρωπος δεν κατορθώνει ούτε μίαν αρετήν».

Το παράδειγμα του Αββά Αγάθωνος μας θυμίζει την χαρακτηριστικήν εκείνην ευχήν από το ιερόν μυστήριον του ευχελαίου, η οποία επαναλαμβάνει τους προφητικούς λόγους:

«Εάν έλθης εις κρίσιν με τους δούλους σου, δεν θα ευρέθη κανείς καθαρός από ρύπον, αλλά κάθε στόμα θα κλείση και δεν θα έχη κάτι να απολογηθή, διότι όλαι αι δίκαιαι πράξεις μας εμπρός εις τον Θεόν είναι ως βρώμικον ρούχον.  Δι’ αυτόν τον λόγον, Κύριε, μη θυμηθής αμαρτίας νεότητας μας» (Παράβαλλε Ησαΐας 64,6).

«Ημαρτήσαμεν, ηδικήσαμεν, παρενομήσαμεν, απεμακρύνθημεν από τας εντολάς Σου και από τα προστάγματα Σου», ομολογεί ο προφήτης Δανιήλ ενώπιον του Θεού.   (Δανιήλ 9,5. Παράβαλλε Παροιμίες 20,9).

     Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση)

«Εκείνος ο οποίος νομίζει ότι στέκεται, ας προσέξη μήπως πέση» (Α’ Κορινθίους 10,12). Ο άνθρωπος πρέπει να έχη την συναισθησιν, ότι μόνον το έλεος του Θεού τον σώζει. Όμως, η συναίσθησις αυτή δεν σημαίνει κατάστασιν παθητική ν. Μεταφράζεται εις εγρήγορσιν και εις αγώνα.

Ο προφήτης Ιεζεκιήλ λαμβάνει την εντολήν να διακήρυξη ότι ο Θεός επιθυμεί διακαώς την επιστροφήν του αμαρτωλού ότι ο καθένας όστις θα επιστρέψη από την αμαρτωλήν του ζωήν θα ζήση, δεν θα υπολογισθούν αι προηγούμεναι αμαρτίαι του* ότι, αντιθέτως, αν ένας ευσεβής άνθρωπος στηριχθή εις την δικαιοσύνην του και αμαρτήση, θα καταδικασθή, χωρίς να τον ωφελήση εις τίποτε η προηγουμένη ενάρετος ζωή του.

«Όντως ελαλήσατε λέγοντες:

Αι πλάναι μας και αι αμαρτίαι μας είναι επάνω μας και λειώνομε εξ αιτίας των και πώς θα ζήσωμεν;

Είπε, λοιπόν, εις αυτούς:  Ζω εγώ, τάδε λέγει Κύριος  δεν επιθυμώ τον θάνατον τον αμαρτωλού,

θέλω να επιστρέψη ο ασεβής από την οδόν τον και να ζη.  Επιστρέψατε, επιστρέψατε από την οδόν σας’  διατί αποθνήσκετε, οίκος Ισραήλ;

Είπε εις τους υιούς του λαού σου:  Η δικαιοσύνη του δικαίον δεν θα τον απαλλάξη από την τιμωρίαν

την ημέραν που θα αμαρτήση.   Και η ανομία του αμαρτωλού δεν θα τον βλάψη την ημέραν που θα απομακρυνθή από τας ανομίας του.  Και ο δίκαιος δεν θα δυνηθή να σωθή,  (εάν αμαρτήση).

Εάν είπω εις τον δίκαιον ότι θα ζήση, στηριχθή εις την δικαιοσύνην του, και αμαρτήση, όλαι αι δικαιοσύναι του δεν θα μνημονευθούν θα αποθάνη εν τη αδικία την οποίαν έπραξε.  Και όταν λέγω εις τον άσεβη ότι ασφαλώς θα αποθάνη, όμως απομακρυνθή από τας αμαρτίας του πράξη κρίμα και δικαιοσύνην, επιστρέψη το ενέχυρον, ανταπόδοση το κλεμμένο,  και πορεύεται συμφώνως προς τα παραγγέλματα της ζωής ώστε να μη διαπράττη αδικίαν, εξάπαντος θα ζήση, δεν θα αποθάνη» (Ιεζ. 33,10-15).

Ο πιστός λοιπόν, οσονδήποτε και αν είναι προχωρημένος εις την πνευματικήν ζωήν, καλείται εις διαρκή αγώνα.

Πόσον αντίθετος, πράγματι, είναι η συμπεριφορά μερικών αιρετικών, οι οποίοι διακηρύσσουν ότι είναι σωσμένοι! Ποτέ δεν κατενόησαν τους λόγους της Αγίας Γραφής. «Με φόβον και τρόμον να κατεργάζεσθε την σωτηρίαν σας!» (Φιλιππισίους 2,12. Ιδέ και 3,8-12).

Με κόπον λοιπόν, και με μόχθον πρέπει να φροντίζωμεν δια την σωτηρίαν μας. Αυτό πρέπει να αποτελέση δι’ ημάς μόνιμον ιδιότητα. Όμως, στήριγμα μας και ελπίδα μας δεν είναι αι τυχόν αρεταί, έστω και αν τας εξασκήσωμεν εις ολόκληρον την ζωήν μας.

Μοναδική ελπίς παραμένει το έλεος και η αγάπη του Θεού, ο οποίος σώζει κάθε επιστρέφοντα αμαρτωλόν, χωρίς να υπολογίζη καθόλου το παρελθόν του, όπως επίσης καταδικάζει τον καθένα ο οποίος θα αστοχήση εις την πνευματικήν ζωήν, στηριζόμενος εις την προηγουμένην αρετήν του, δηλαδή εις τον εαυτόν του και όχι εις το έλεος και την αγάπην του Θεού Πατρός.

      Έρχου, Κύριε, Ιησού!

Ο Κύριος θα έλθη και θα συμβασιλεύσωμεν μαζί Του- όχι, βεβαίως, εις μίαν Βασιλείαν υλικήν, όπως υποστηρίζουν άνθρωποι της πλάνης, αλλά εις Βασιλείαν πνευματικήν (Ματθαίος 22,29-30. Ιωάννης 18,36. Ρωμαίους 14,17. Α’ Κορινθίους 6,13. 15,51-53. 2,9 κ.α.).

Και εάν ακόμη δεν γνωρίζωμεν πότε θα έλθη ο Κύριος, καθήκον μας είναι να εργασθώμεν δια να επιταχυνθή η έλευσίς Του. Οφείλομεν, δηλαδή, να δώσωμεν την μαρτυρίαν του ευαγγελίου εις «όλην την Οικουμένην», προετοιμάζοντες τον ερχομόν του Χριστού (Ματθαίος 24,14. Μάρκος 13,10).

Ο κάθε Χριστιανός ευρίσκεται εις κατάστασιν αναμονής. Η Εκκλησία είναι η αγνή νύμφη, η οποία με λαχτάραν περιμένει την άφιξιν του Νυμφίου της, ο οποίος είναι «ο Ων και ο ην και ο ερχόμενος», αυτός ο οποίος υπάρχει, εκείνος ο οποίος υπήρχε και ο οποίος έρχεται (Αποκ. 1,8. Παράβαλλε Έξοδ. 3,14).

Και η αναμονή αυτή στηρίζεται εις βεβαίαν ελπίδα, εις την ιδίαν την υπόσχεσιν του ουρανίου Νυμφίου: «Ναι, έρχομαι ταχύ!».

«Αμήν, ναι έρχου Κύριε Ιησού», είναι η απάντησις της Εκκλησίας και του κάθε πιστού (Αποκ. 22,20).

Από το βιβλίο: Εφόδιον Ορθοδοξίας – Βασική Δογματική Διδασκαλία