Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

«Αυτός που νικιέται από την ηδονή δεν μπορεί να δει και να αντιληφθεί ξεκάθαρα το βάθος της αμαρτίας»

“ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ”. (Ρωμ. 7,15).

“Ο γαρ ηττώμενος υπό της ηδονής και μέντοι και της οργής τω πάθει μεθύων ουκ έχει σαφή την γνώσιν της αμαρτίας. Μετά δε γε την παύλαν του πάθους, την αίσθησιν δέχεται του κακού”. (Θεοδώρητος)

“Αυτός που νικιέται από την ηδονή, αλλά και βγαίνει εκτός εαυτού από το πάθος της οργής, δεν μπορεί να δει και να αντιληφθεί ξεκάθαρα το βάθος της αμαρτίας. Όμως, αφού καταλαγιάσει η ορμή του πάθους, τότε νιώθει και καταλαβαίνει το πραγματικό μέγεθος της αμαρτίας που διέπραξε”.

“Όνπερ γαρ τρόπον οι φιλοπόται και κάτοινοι παρακεκομμένοι τω πάθει της διάνοιας το ακριβές, ουκ αν ειδείεν τα σφίσι δρώμενα κατά τον του μεθύειν καιρόν, ούτως οι την φρένα κατηρρωστηκώτες εκ φιλοσαρκίας και των αισχίστων ηδονών ουδέ ό,τι ποτέ δρώσιν ειδείεν αν”. (Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας)

“Όπως  αυτοί που αγαπούν το πιοτό και βρίσκονται σε κατάσταση μέθης είναι εκτός εαυτού και αποκόπτονται από την σωστή λογική σκέψη, εξαιτίας του πάθους, δεν μπορούν δε να δουν και να καταλάβουν αυτά που κάνουν, όσο χρόνο διαρκεί η μέθη, κατά τον ίδιο τρόπο και οι βαριά άρρωστοι στο μυαλό εξαιτίας της αγάπης στην σάρκα και στις αισχρές ηδονές, ούτε και αυτοί θα καταλάβουν ποτέ και τίποτε απο΄αυτά που κάνουν”.

“Ως πόσοι ποσάκις τεθαυμάκασι μεν την εγκράτειαν, και δη και μελέτης της εις αυτήν αρξάμενοι, τοις της μυσαράς ηδονής νενίκηνται κέντροις, και οκλάσαντος αυτοίς του νου προς το χείρον, ενεργήκασι την αμαρτίαν, κατηφείας γε μήν μετά τούτο μεμέστωνται!”. (Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας)                                                                                                  

“Αλήθεια, πόσοι και πόσες φορές θαύμασαν την εγκράτεια, αλλά ξεκίνησαν και να την μελετούν σε βάθος, όμως νικήθηκαν από τις προσβολές της βρώμικης ηδονής και αφού κάμφθηκε ο νους τους και έγειρε προς το κακό, διέπραξαν την αμαρτία και μετά από αυτό γέμισε η καρδιά τους με μεγάλη λύπη και στενοχώρια”.

“Το ό ου θέλω και ό μισώ ουκ ανάγκης τινός και βίας ωθούμενοι πλημμελούμεν, αλλ’ υπό της ηδονής καταθελγόμενοι ποιούμεν, άπερ ως παράνομα βδελυττόμεθα”. (Θεοδώρητος)     

“Αυτό, το “ου θέλω και μισώ”, δεν το παραβαίνουμε πιεζόμενοι από κάποια ανάγκη ή βία, αλλά το κάνουμε νικημένοι και πλήρως αφοπλισμένοι από τα θέλγητρα της ηδονής, τα οποία όμως τα απεχθανόμαστε, καθώς γνωρίζουμε πως είναι πράγματα παράνομα”.

 
Απόδοση στην Νεοελληνική: Σάββας Ηλιάδης