Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Ὁμιλία εἰς τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

   Τήν περασμένη Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία ἐμνημόνευε τὴν ἀπερίγραπτη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ποὺ παρουσιάζεται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σεσωσμένου ἀσώτου. Τὴν σημερινὴ Κυριακὴ διδάσκει περὶ τῆς μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας μία καλή τάξι καὶ ἀκολουθώντας τὶς προφητικὲς φωνές· διότι, λέγει, «θὰ σοῦ ψάλω, Κύριε, ἔλεος καὶ κρίσι», καὶ «μιὰ φορᾶ ἐλάλησε ὁ Θεὸς καὶ ἄκουσα τὰ δυὸ αὐτά, ὅτι τὸ κράτος εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδικό σου, Κύριε, τὸ ἔλεος, διότι ἐσὺ θ’ ἀποδώσης στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του».

   Τό ἔλεος λοιπὸν καὶ ἡ μακροθυμία προηγεῖται τῆς θείας κρίσεως. Πραγματικὰ ὁ Θεός, ἔχοντας καὶ περιέχοντας κατ’ ἐξοχὴν ὅλες τὶς ἀρετές, καὶ ὄντας συγχρόνως δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ἐπειδὴ τὸ ἔλεος δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν κρίσι, σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο, «νὰ μὴ εὐσπλαγχνισθῆς πτωχὸ κατὰ τὴν κρίσι», εὐλόγως ὁ Θεὸς κατένειμε τὸ καθένα στὸν καιρὸ του∙ τὸν παρόντα καιρὸ τὸν ὤρισε γιὰ τὴν μακροθυμία, τὸν μέλλοντα γιὰ τὴν ἀνταπόδοσι. Γι’ αὐτὸ τὰ τελούμενα στὴν Ἐκκλησία ἡ θεία χάρις διέθεσε κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμενοι τοῦτο, ὅτι τὴν συγγνώμη γιὰ τὰ ἁμαρτήματα λαμβάνομε ἀπὸ τὰ ἐδῶ συμβαίνοντα, νὰ σπεύσωμε, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη στὸν παρόντα βίο, νὰ ἐπιτύχαμε τὸ αἰώνιο ἔλεος καὶ νὰ καταστήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀξίους της θείας φιλανθρωπίας. Διότι ἐκείνη ἡ κρίσις, ἡ τελευταία, εἶναι ἀνηλέητος γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔδειξε ἔλεος.

Περί τῆς ἀπερίγραπτης λοιπὸν γιὰ μας εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ ὁμιλήσαμε μόλις πρὸ ὀλίγου. Σήμερα δὲ θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ περὶ τῆς φρικωδεστάτης κρίσεως καὶ περὶ ὅσων θὰ συμβοῦν κατ’ αὐτὴν ἀπορρήτως- πράγματα ποὺ ὀφθαλμὸς δὲν εἶδε καὶ οὖς δὲν ἤκουσε καὶ ποὺ δὲν ἀνέβηκαν στὴ σκέψι ἀνθρώπου, ἂν εἶναι ἀμέτοχη θείου Πνεύματος, ποὺ ὑπερβαίνουν ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη αἴσθησι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ λόγο. Διότι, ἂν καὶ αὐτὸς πού μας διδάσκει γιὰ ὅλα τοῦτα εἶναι αὐτὸς ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα καὶ πρόκειται νὰ κρίνη ὅλη τὴ γῆ, ἀλλὰ συγκαταβαίνει πρὸς τὴν δυναμικότητα τῶν διδασκομένων, προσφέροντας τοὺς λόγους συμμέτρους πρὸς αὐτήν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγονται ἀστραπὴ καὶ νεφέλες, σάλπιγξ καὶ θρόνος καὶ τὰ ὅμοια μὲ αὐτά,ἂν καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία τοῦ περιμένομε καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴ γῆ, ἀφοῦ τὰ παρόντα ἀλλοιωθοῦν.
   Ἄν δὲ αὐτὰ καὶ μόνο λεγόμενα, μάλιστα δὲ λεγόμενα συγκαταβατικῶς, γεμίζουν τὴν ψυχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν μὲ φρίκη καὶ δέος, ποιὸς θὰ βαστάση τότε ποῦ θὰ τελοῦνται τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Πόσο ἄξιοι πρέπει νὰ εἴμαστε στὰ ἅγια σπουδάσματα καὶ στὴν εὐσέβεια, ὅταν προσδοκοῦμε τὴν παρουσία τῆς ἡμέρας τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Πέτρος, «οἱ μὲν οὐρανοὶ πυρακτωμένοι θὰ διαλυθοῦν, τὰ δὲ στοιχεῖα καιόμενα θὰ λειώσουν, ἐνῷ ἡ γῆ καὶ τὰ κτίσματα ποῦ ὑπάρχουν σ’ αὐτὴν θὰ κατακαοῦν;». Πρὶν δὲ ἀπὸ αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ σκληρὴ παρουσία καὶ ἐπήρεια τοῦ Ἀντιχρίστου κατὰ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία, ἂν δὲν ἐκολοβωνόταν ἐπιτραπεῖσα γιὰ λίγον χρόνο, δὲν θὰ ἐσωζόταν κανένας ἄνθρωπος, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια. Γι’ αὐτὸ παραγέλλει στοὺς μαθητᾶς Του «ἀγρυπνεῖτε λοιπὸν παρακαλώντας ὄλον τὸν καιρό, γιὰ νὰ καταξιωθῆτε ν’ ἀποφύγετε ὅλα ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν καὶ νὰ σταθῆτε ἐμπρὸς στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου».
   Βέβαια ὅλα ἐκεῖνα εἶναι γεμάτα ὑπερβολικὴ φρίκη, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ δαπανοῦν τὸν βίο τους σὲ ἀπιστία καὶ ἀδικία καὶ ρᾳθυμία ἀπειλοῦνται ἀκόμη δεινότερα ἀπὸ αὐτά, καθὼς λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος∙ «τότε θὰ κλαύσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς». Φυλὲς δὲ τῆς γῆς εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐπειθάρχησαν στὸν ἐλθόντα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν καὶ δὲν ἐπικαλοῦνται τὸν οὐράνιο Πατέρα οὔτε ἀνεβάζουν πρὸς αὐτὸν τὸ γένος διὰ τῆς ὁμοιότητος τῶν ἔργων. Λέγει πάλι ὅτι «ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ ἐπέλθει σὰν παγίδα σὲ ὅλους ὅσοι κάθονταν ἐπάνω στὸ πρόσωπο τῆς γῆς, δηλαδὴ σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ τὴν κραιπάλη καὶ μέθη, μὲ τὶς τρυφὲς καὶ τὶς βιωτικὲς μέριμνες εἶναι προσηλωμένοι στὴ γῆ καὶ στὰ γήινα καὶ ἔχουν προσκολληθῆ ὁλοσχερῶς στὰ φαινόμενα κατὰ τὴν αἴσθησι λαμπρά, στὸν πλοῦτο, στὴ δόξα καὶ στὴν ἡδονή. Πραγματικὰ μὲ τὴν λέξι «πρόσωπο» τῆς γῆς αἰνίχθηκε τὸν φαινομενικῶς χαρωπὸ χαρακτῆρα της, ἐνῷ μὲ τὴν λέξι «κάθονται» ὑπονοεῖ τὴν ἐπίμονη καὶ ἐνδόμυχη προσήλωση. Μὲ τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς συνάπτει πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς αὐτοὺς ποὺ ἁμάρτησαν ἀμετανόητος ἕως τὸ τέλος, ὅπως προεῖπε καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὅτι «θὰ πάρουν φωτιὰ οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ συγχρόνως, καὶ δὲν θὰ ὑπάρξει κανεὶς νὰ τὴν σβήση». «Ἡ ἰδική μας ὅμως πολιτεία εὑρίσκεται στοὺς οὐρανούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἀναμένομε τὸν Σωτῆρα», λέγει ὁ ἀπόστολος· καὶ «ἐσεῖς δὲν εἶσθε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο», ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητᾶς τοῦ ὁ Κύριος, πρὸς τοὺς ὁποίους πάλι λέγει ὅτι, «ὅταν θὰ τελοῦνται ὅλα αὐτά, ν’ ἀνασηκωθῆτε καὶ νὰ ὑψώσετε τὰ κεφάλια σας, διότι προσεγγίζει ἡ ἀπολύτρωσίς σας».
   Βλέπετε ὅτι οἱ ζῶντες κατὰ τὸν Χριστὸ γεμίζουν ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ παρρησία γιὰ τὰ συμβαίνοντα εὐθὺς ἔπειτα ἀπὸ ἐκεῖνα, ἐνῷ οἱ ζῶντες κατὰ τὴν σάρκα εἶναι γεμάτοι αἰσχύνη καὶ ὀδύνη καὶ κατήφεια; Καθὼς φωνάζει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας, «ὁ Θεὸς θ’ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του, σ’ ἐκείνους δηλαδὴ ποὺ ἐπιζητοῦν μὲ ἔργο ἀγαθὸ κατὰ ὑπομονὴ δόξα καὶ τιμὴ καὶ ἀφθαρσία θὰ ἀποδώσει ζωὴ αἰώνια, ἐνῷ γιὰ τοὺς ἀπειθοῦντας στὴν ἀλήθεια, πειθομένους δὲ στὴν ἀδικία θὰ ὑπάρξει θυμὸς καὶ ὀργή, θὰ ὑπάρξει θλῖψις καὶ στενοχώρια σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ κατεργάζεται τὸ κακό». Πραγματικὰ παλαιὰ ἐπὶ τοῦ Νῶε, ὅταν αὐξήθηκε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐπικράτησε σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ἀνθρώπινο γένος, ᾖλθε ἀπὸ τὸν θεὸ κατακλυσμός, ποὺ κατέστρεψε κάθε πνοή, ἐνῷ μόνο ὁ δίκαιος αὐτὸς μὲ τὴν οἰκογένειά του διαφυλάχθηκε γιὰ χάρη τῆς γενέσεως ἐνὸς δευτέρου κόσμου. Πάλι δὲ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς τὴν αὐξηθεῖσα κακία περιέκοπτε μερικῶς, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅταν ἀποτέφρωσε μὲ πῦρ τοὺς Σοδομῖτες, κατεπόντισε στὴ θάλασσα τοὺς Φαραωνίτες, τὸ δὲ πάντολμο γένος τῶν Ἰουδαίων ἀπεδεκάτισε μὲ πεῖνα καὶ στάση, μὲ νόσους καὶ πικρὲς ποινές.
Ὁ κοινὸς ὅμως ἰατρός, ποὺ ἐχρησιμοποίησε χάριν τοῦ γένους μας τὰ αὐστηρὰ φάρμακα καὶ ἰατρεύματα, δὲν παρέλειψε ἐκεῖνα ποὺ εἶναι εὐάρεστα καὶ ὠφελοῦν μ’ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ ἀνύψωσε πατέρες, ἀνέδειξε προφῆτες, ἐτέλεσε σημεῖα, ἔδωσε τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἔστειλε ἀγγέλους. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὰ ἤσαν ἀνίσχυρα γιὰ τὴν ἀσυγκράτητη ὁρμὴ τῆς κακίας μας, κατῆλθε στὴ γῆ κλίνοντας πρὸς τὰ κάτω τοὺς οὐρανοὺς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ μεγάλο ἰατρικὸ ποὺ καταπαύει τὶς βαρεῖες ἁμαρτίες∙ καὶ ἀφοῦ ἔγινε γιὰ μᾶς τὰ πάντα, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, κατήργησε τὴν ἁμαρτία στὸν ἑαυτὸ Του∙ ἔπειτα ἐνίσχυσε κι’ ἐμᾶς, ὥστε νὰ ἀμβλύνη τὸ κεντρὶ ἐκείνης, καὶ ἐπαραδειγμάτισε στὸν σταυρὸ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ συνεργοὺς αὐτῆς καταργώντας διὰ τοῦ θανάτου τὸν ἔχοντα τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου.
   Καί, ἀφοῦ ὅπως στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε κατέκλυσε μὲ ὕδωρ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἔτσι ὕστερα κατέκλυσε τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς δικαιοσύνης καὶ χάριτός του, ἀνέστησε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀθάνατο, σὰν σπέρμα καὶ ἀπαρχὴ τοῦ αἰωνίου κόσμου, σὰν παράδειγμα καὶ παράστασή της μὲ βεβαιότητα ἐλπιζομένης ἀπὸ ἐμᾶς ἀναστάσεως. Ἀφοῦ δὲ ἀνέστη καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ἐξαπέστειλε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη ἀποστόλους, προέβαλε μέγα στῖφος μαρτύρων, προέστησε πλῆθος διδασκάλων, ἀνέδειξε συνάξεις ὁσίων. Ἐπειδὴ δέ, ἐνῷ ἔκαμε τὰ πάντα, χωρὶς νὰ παραλείψει τίποτε ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα, εἶδε πάλι τὴν κακία λόγω τοῦ αὐτεξουσίου της προαιρέσεώς μας νὰ κορυφώνεται τόσο πολύ, ἢ μᾶλλον τότε θὰ τὴν ἰδεῖ νὰ ἀνυψώνεται, ὥστε τότε πλέον οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ ὑπακούσουν στὸν Ἀντίχριστο, ἐγκαταλείποντας τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀληθινὸ Χριστὸ Του∙ γι’ αὐτὸ θὰ κατέλθη πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μὲ πολλὴ δύναμι καὶ δόξα, ὄχι γιὰ νὰ μακροθυμήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τιμωρήσει ἐκείνους ποὺ διὰ τῶν πονηρῶν ἔργων ἐθησαύρισαν στοὺς ἑαυτοὺς τῶν τὴν ὀργὴ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μακροθυμίας Του∙ καὶ τοὺς μὲν ἀθεράπευτους θ’ ἀποκόψει ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς ὡς σάπια μέλη καὶ θὰ τοὺς παραδώση στὸ πῦρ, τοὺς δὲ ἰδικοὺς Του θ’ ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν ἐπήρεια καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ τοὺς καταστήσει κληρονόμους τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Εὐθύς λοιπὸν μετὰ τὴν βδελυρὰ παρρησία τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ κλονήσει τὰ πάντα αὐτὸς ποὺ συγκρότησε τὰ πάντα, κατὰ τὸ λεχθὲν ἀπὸ τὸν προφήτη, ὅτι ἀκόμη μιὰ φορᾶ «ἐγὼ θὰ σείσω ὄχι μόνο τὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανό». Εὐθὺς λοιπὸν κλονίζει τὸν κόσμο καὶ λύει τὸ ἀνώτατο ὅριο τοῦ σύμπαντος, συμπτύσσει τὸ οὐράνιο κύτος καὶ ἀναμιγνύει τὴν γῆ μὲ πῦρ καὶ συγχέει τὸ πᾶν, ἀπὸ κάτω μὲν ἀναμοχλεύοντας τὰ παγκόσμια θὰ ἐλέγαμε θεμέλια, ἀπὸ ἄνω δὲ στέλλοντας τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων σὰν ἀπερίγραπτους κεραυνοὺς ἐπάνω στὰ κεφάλια τῶν θεοποιησάντων τὸν πονηρό, ἔτσι ὥστε δι’ αὐτῶν πρῶτα νὰ τιμωρηθοῦν ὅσοι ἐπίστευσαν στὸν Ἀντίχριστο, διότι προσηλώθηκαν μὲ τὸν νοῦ καὶ ἐπείσθηκαν στὸν ἀντίθεο ὡς θεό. Ἔπειτα δέ, ἀφοῦ ἐπιφανεῖ ὁ ἴδιος μὲ ἄφατη δόξα, διὰ δυνατῆς σάλπιγγος, ὅπως παλαιὰ δι’ ἐμφυσήματος τὸν προπάτορα, θὰ ζωώσει ὅλους καὶ θὰ παρουσιάσει ἐνώπιόν του ζωντανοὺς ὅλους τους ἀπὸ τοὺς αἰῶνας νεκρούς. Καὶ τοὺς μὲν ἀσεβεῖς δὲν θὰ φέρει σὲ κρίση οὔτε θὰ τοὺς ἀξιώσει κανένα λόγο, διότι οἱ ἀσεβεῖς, κατὰ τὸ γεγραμμένο, δὲν θ’ ἀναστηθοῦν γιὰ κρίσι, ἀλλὰ γιὰ κατάκρισι.
  Θά προβάλει δὲ γιὰ τὴν κρίσι ὅλα τὰ δικά μας, κατὰ τὴν ἀναγινωσκομένη σήμερα φωνὴ τοῦ εὐαγγελίου∙ διότι, λέγει, «ὅταν ἔλθη ὁ Υἷός τοῦ ἀνθρώπου στὴ δόξα του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζί Του». Κατὰ τὴν πρώτη του παρουσία ἡ δόξα τῆς θεότητός Του ἐκρυπτόταν κάτω ἀπὸ τὴν σάρκα τὴν ὁποία ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπὲρ ἠμῶν, τώρα κρύπτεται πρὸς τὸν Πατέρα στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὴν ὁμόθεη σάρκα, τότε δὲ θὰ ἀποκαλύψει ὅλη τὴ δόξα∙ διότι θὰ φανεῖ ὁλόλαμπρος ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως τὴ δύση, περιαυγάζοντας τὰ πέρατα μὲ ἀκτῖνες θεότητος, ἐνῷ παγκόσμιος καὶ ζωοποιὸς σάλπιγγα θὰ ἠχεῖ παντοῦ καὶ συγχρόνως θὰ συγκαλεῖ πρὸς αὐτὸν τὰ πάντα. Προηγουμένως ἔφερε μὲν καὶ τοὺς ἀγγέλους μαζί του, ἀλλὰ ἀφανῶς, συγκρατώντας τὸν ζῆλο τοὺς κατὰ τῶν θεομάχων ὕστερα ὅμως θὰ φθάσει φανερὰ καὶ δὲν θὰ ἀποσιωπήσει, ἀλλὰ θὰ ἐλέγξει καὶ θὰ παραδώσει τοὺς ἀπειθεῖς στὶς ποινές.
   «Ὅταν λοιπὸν ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴ δόξα του καὶ ἔλθουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζί του, τότε», λέγει, «θὰ καθίσει ἐπάνω στὸν θρόνο δόξας του». Διότι ἔτσι προεῖδε καὶ προεῖπε ὁ Δανιήλ∙ «ἰδού», λέγει, «ἐτοποθετήθηκαν θρόνοι καὶ ἐκάθισε ὁ Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν καὶ εἶδα ὡσὰν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔφθασε ἕως τὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν καὶ τοῦ ἐδόθη ὅλη ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία- χίλιες χιλιάδες ἐλειτουργοῦσαν σ’ αὐτὸν καὶ μύριες μυριάδες παραστέκονταν σ’ αὐτόν». Σὲ συμφωνία μὲ αὐτὸν λέγει καὶ τὸ Ἱερὸ εὐαγγέλιο, τότε «θὰ συναχθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη ἐμπρός του καὶ θὰ τοὺς ξεχωρίσει ἀνάμεσά τους, ὅπως ὁ ποιμὴν ξεχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια». Πρόβατα καλεῖ τοὺς δικαίους ὡς πράους καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ ἐβάδισαν τὴν ὁμαλὴ ὁδὸ τῶν ἀρετῶν, τὴν πατημένη ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο, καὶ ὡς ἀφομοιωμένους μὲ αὐτὸν ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ὀνομάσθηκε ἀμνὸς ἀπὸ τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστῆ ποὺ εἶπε, «ἰδοὺ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου». Γίδια δὲ καλεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὡς θρασεῖς καὶ ἀτάκτους, καὶ φερομένους πρὸς τοὺς κρημνοὺς τῆς ἁμαρτίας. Καὶ λέγει, τοὺς πρώτους θὰ τοποθετήσει δεξιά του ὡς ἐργάτες δεξιῶν ἔργων, τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν εἶναι ἐργάτες τέτοιων ἔργων θὰ τοποθετήσει στ’ ἀριστερά. «Τότε θὰ εἴπη ὁ Βασιλεύς», λέγει, χωρὶς νὰ προσθέσει ποιὸς ἢ ποιῶν βασιλεύς, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν διότι μὲ ὅλο ποὺ καὶ ἐκεῖ εἶναι πολλοὶ κύριοι καὶ βασιλεῖς, ἀλλὰ ἕνας εἶναι πραγματικὰ Κύριος, ἕνας βασιλεύς, ὁ φυσικῶς δεσπότης τοῦ σύμπαντος. Θὰ εἰπεῖ λοιπὸν τότε στοὺς ἀπὸ τὰ δεξιά του ὁ μόνος βασιλεύς∙ «ἐμπρὸς οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου βασιλεία».
   Πραγματικά πρὸς αὐτὸ ἀπέβλεπε ἡ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σύστασις τοῦ κόσμου καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἀπέβλεπε ἡ ἐπουράνια ἐκείνη καὶ ἀρχαιότατη βουλὴ τοῦ Πατρός, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Πατρὸς ἐπεξεργάσθηκε τὸν ἄνθρωπο ὡς ζῷο ὄχι μόνο κατ’ εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὁμοίωσή του, γιὰ νὰ δυνηθεῖ κάποτε νὰ χωρέσει τὴν μεγαλειότητα τῆς θείας βασιλείας, τὴν μακαριότητα τῆς θείας κληρονομιᾶς, τὴν τελειότητα τῆς εὐλογίας τοῦ ἀνωτάτου Πατρός, γιὰ τὴν ὁποία ἔγιναν ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα. Διότι δὲν εἶπε «τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου», ἀλλὰ ἀπροσδιορίστως «τοῦ κόσμου», τόσο τοῦ οὐρανίου, ὅσο καὶ τοῦ ἐπιγείου. Ὄχι δὲ μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ ἡ θεία καὶ ἀπόρρητη κένωσις, ἡ θεανδρικὴ πολιτεία, τὰ σωτήρια πάθη, ὅλα τὰ μυστήρια, γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἐρρυθμίσθηκαν προνοητικῶς καὶ πανσόφως, ὥστε αὐτὸς ποὺ θὰ φανεῖ πιστὸς στὰ παρόντα ν’ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Σωτῆρα∙ «εὖγε, δοῦλε ἀγαθέ, ἀφοῦ ἐφάνηκες πιστὸς στὰ ὀλίγα, θὰ σὲ ὁρίσω οἰκονόμο σὲ πολλά∙ εἴσελθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου». Ἔλθετε λοιπόν, λέγει, ὅσοι Ἐχρησιμοποιήσατε κατὰ τὴν γνώμη μου τὸν ἐπίγειο καὶ φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο κόσμο καλῶς, κληρονομήσατε καὶ τὸν ἐπικείμενο καὶ μόνιμο καὶ ἐπουράνιο κόσμο. Διότι «ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώσατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μ’ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ μὲ περιμαζεύσατε, γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε, ἀσθένησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, ἤμουν στὶς φυλακὲς καὶ ᾔλθατε πρὸς ἐμένα».
Ἐδῶ πρέπει νὰ συζητηθεῖ γιὰ ποιὸ λόγο ἐμνημόνευσε μόνο τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γι’ αὐτὴν μόνο ἔδωσε ἐκείνη τὴν εὐλογία καὶ τὴν κληρονομία καὶ τὴν βασιλεία. Ἀλλὰ δὲν ἐμνημόνευσε μόνο αὐτὴν γιὰ ὅσους ἀντιλαμβάνονται τὰ ἀκουόμενα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ προηγουμένως ἐκάλεσε πρόβατα τοὺς ἐργάτες της, μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ ἐπιβεβαίωσε τόσο τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμοίωση καὶ κάθε ἀρετή τους, ὅσο καὶ ὅτι ἤσαν ἕτοιμοι συνεχῶς γιὰ τὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ καλοῦ, ὅπως βέβαια καὶ αὐτὸς ὁδηγήθηκε ὡς πρόβατο γιὰ σφαγὴ καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐμπρὸς σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν κουρεύει, κατὰ τὸ γεγραμμένον.
   Ἀφοῦ λοιπὸν τέτοιοι εἶναι καὶ αὐτοί, ἐγκωμιάζει ἰδιαιτέρως τὴν φιλανθρωπία∙ διότι πρέπει καὶ αὐτήν, ὡς δεῖγμα καὶ καρπὸ τῆς ἀγάπης, νὰ τὴν ἔχει σὰν κεφαλὴ ποὺ ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ κληρονομήσει τὴν ἀΐδια ἐκείνη βασιλεία. Αὐτὸ τὸ ἔδειξε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων∙ διότι δὲν εἰσάγονται στὸν θεῖο νυμφῶνα ὅσες τύχουν, ἀλλὰ οἱ στολισμένες μὲ παρθενία, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ χωρὶς ἄσκησι καὶ ἐγκράτεια, καθὼς καὶ χωρὶς πολλοὺς καὶ ποικίλους γιὰ τὴν ἀρετὴ ἀγῶνες, προσέτι δὲ αὐτὲς ποὺ κρατοῦν λαμπάδες στὰ χέρια, δηλαδὴ τὸν νοῦ τους καὶ τὴν μέσα σ’ αὐτὸν ἄγρυπνη γνώση, ποὺ ἐπιβαίνει καὶ στηρίζεται στὸ πρακτικό της ψυχῆς, τὸ δηλούμενο μὲ τὰ χέρια, καὶ ἀφιερώνεται διὰ βίου στὸν Θεὸ καὶ συνάπτεται μὲ τὶς ἀπὸ αὐτὸν λάμψεις. Χρειάζεται ὅμως καὶ ἄφθονο ἔλαιο, ὥστε νὰ διαρκεῖ τὸ ἄναμμά τους. Ἔλαιο δὲ εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. «Ὅπως λοιπόν, ἂν θέσεις θεμέλια καὶ οἰκοδομήσεις ἐπάνω σ’ αὐτὰ τοὺς τοίχους, δὲν πρόσθεσεις δὲ τὴν ὀροφή, τὰ ἀφήνεις ὅλα ἐκεῖνα ἄχρηστα, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἂν ἀποκτήσεις ὅλες τὶς ἀρετές, δὲν προσαποκτήσεις δὲ τὴν ἀγάπη, ὅλες ἐκεῖνες εἶναι ἄχρηστες καὶ ἀνωφελεῖς καὶ ἡ ὀροφὴ τῆς οἰκίας ὅμως χωρὶς τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν συγκρατοῦν δὲν μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ».
   Καί ὁ Κύριος λοιπὸν προσφέρει τὴν κληρονομία Του σὲ ὅσους ἔχουν σφραγίσει τὶς ἄλλες ἀρετὲς διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης καὶ ἀνέβηκαν σ’ αὐτὴν διὰ τοῦ ἀνεπιλήπτου βίου ἢ κατέφυγαν πρὸς αὐτὴν διὰ μετανοίας. Ἀπὸ αὐτοὺς ἐγὼ τοὺς μὲν πρώτους καλῶ υἱούς, διότι εἶναι φύλακες μυστικῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀναγεννήσεως, τοὺς δὲ δεύτερους μισθωτούς, διότι ξαναποκτοῦν τὴν χάρη διὰ τῶν πολυειδῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ διὰ τῆς ταπεινώσεως ὡς μισθόν.
   Γι’ αὐτό, ἀφοῦ προηγουμένους στὰ θεία εὐαγγέλια ἐξήγησε πολυειδῶς τὰ σχετικὰ μὲ τὴν κρίση, ἔπειτα ἐξέθεσε τὰ περὶ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν ἄποψη ὅτι τελειοποιεῖ ἢ ἐπαναφέρει τὶς ἐκεῖ ἀπαριθμούμενες ἀρετές. Ἀλλὰ οἱ δίκαιοι θ’ ἀποκριθοῦν μὲ τὰ λόγια· «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πείνας καὶ σ’ ἐθρέψαμε, ἢ νὰ διψᾶς καὶ σ’ ἐποτίσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ξένο καὶ σὲ συμμαζεύσαμε, ἢ γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ἀσθενῆ ἢ στὴν φυλακὴ καὶ σ’ ἐπισκεφθήκαμε;». Βλέπετε ὅτι οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ καλοῦνται καὶ δίκαιοι; Ἑπομένως γι’ αὐτοὺς ὁ ἔλεος προέρχεται ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη καὶ εἶναι μὲ δικαιοσύνη. Βλέπετε δὲ ἄλλην ἀρετή, τὴν ταπείνωσι, νὰ προσμαρτυρεῖται στοὺς δικαίους ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης; Διότι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἀνάξιοί της ἀνακηρύξεως καὶ τῶν ἐπαίνων, σὰν νὰ μὴ ἔπραξαν κανένα ἀγαθόν, αὐτοὶ ποὺ μαρτυροῦνται ὅτι δὲν ἄφησαν κανένα ἀγαθὸ ἄπρακτο.
Γι’ αὐτό, νομίζω, ὁ Κύριος ἀποκρίνεται σ’ αὐτοὺς παρρησία, γιὰ ν’ ἀναφανοῦν ὅτι εἶναι τέτοιας μορφῆς καὶ ἀνυψωθοῦν μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ δικαίως εὕρουν ἀπὸ αὐτὸν χάρη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος παρέχει ἀφθόνως στοὺς ταπεινούς, «διότι ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερήφανους, ἐνῷ στοὺς ταπεινοὺς δίδει χάρι», ὁ ὁποῖος καὶ τώρα λέγει πρὸς αὐτούς «πραγματικά σας λέγω, ἐφ’ ὅσον τὰ ἐπράξατε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, τὰ ἐκάματε σ’ ἐμένα». Καλεῖ τὸν ἄλλο ἐλάχιστον γιὰ τὴν πτωχεία καὶ τὴν εὐτέλεια, ἀδελφὸν δέ, διότι καὶ αὐτὸς ἔτσι ἔζησε κατὰ σάρκα ἐπὶ τῆς γῆς.
   Ἀκούσετε καὶ εὐφρανθεῖτε, ὅσοι εἶσθε πτωχοὶ καὶ ἐνδεεῖς∙ διότι κατὰ τοῦτο εἶσθε ἀδελφοί του Θεοῦ∙ κι ἂν εἶσθε πτωχοὶ καὶ εὐτελεῖς ἀκουσίως, καταστήσατε ἑκούσιο γιὰ τὸν ἑαυτό σας τὸ ἀγαθὸ διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐχαριστίας. Ἀκούσετε οἱ πλούσιοι καὶ ποθήσετε τὴν εὐλογημένη πτωχεία, γιὰ νὰ γίνετε κληρονόμοι καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, γνησιώτεροι μάλιστα ἐκείνων ποὺ ἐπτώχευσαν ἀκουσίως∙ διότι ἐκεῖνος ἐπτώχευσε γιὰ μᾶς ἑκουσίως. Ἀκούσετε καὶ στενάξετε ἐσεῖς ποὺ περιφρονεῖτε τοὺς ἀδελφούς σας, ὅταν ὑποφέρουν, μᾶλλον δὲ τοὺς ἀδελφούς του Θεοῦ, καὶ δὲν μεταδίδετε στοὺς ἐνδεεῖς ἀπὸ ὅσα διαθέτετε ἄφθονα, τροφή, σκέπη, ἐνδυμασία, ἐπιμέλεια κατάλληλη, καὶ δὲν προσφέρετε τὸ περίσσευμά σας στὸ ὑστέρημα ἐκείνων. Μᾶλλον δὲ ἂς ἀκούσωμε καὶ ἂς στενάξωμε, ἀφοῦ κι ἐγὼ ὁ ἴδιος πού σᾶς λέγω αὐτά, ἐλέγχομαι ἀπὸ τὴν συνείδησί μου ὅτι δὲν εἶμαι τελείως ἔξω ἀπὸ τὸ πάθος∙ διότι, ἐνῷ πολλοὶ ριγοῦν καὶ στεροῦνται, ἐγὼ εἶμαι γεμᾶτος καὶ ἐνδεδυμένος. Πολὺ δὲ περισσότερο ἄξιοι πένθους εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καὶ κατέχουν θησαυροὺς περισσοτέρους ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἀνάγκη ἢ καὶ φροντίζουν νὰ τοὺς αὐξήσουν∙ ἐνῷ εἶναι προσταγμένοι ν’ ἀγαποῦν τὸν πλησίον σὰν τοὺς ἑαυτοὺς τῶν, δὲν τοὺς θεωροῦν οὔτε σὰν τὸ χῶμα. Διότι τί ἄλλο εἶναι ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος, ποῦ ἀγαπήσαμε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς;
   Ἀλλά ἂς ἐπιστραφοῦμε, ἃς μετανοήσωμε καὶ ἂς κοινωνήσωμε ἐξυπηρετώντας τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνάμεσά μας πτωχῶν ἀδελφῶν μὲ ὅσα ἔχομε. Καὶ ἂν δὲν εἴμαστε διατεθειμένοι ν’ ἀδειάσωμε θεοφιλῶς ὅλα τὰ ὑπάρχοντα, τουλάχιστον νὰ μὴ τὰ κατακρατήσωμε ὅλα γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας ἄσπλαγχνως∙ ἀλλὰ τὸ μὲν ἕνα ἂς τὸ πράξωμε, γι’ αὐτὸ δὲ ποὺ θὰ παραλείψωμε, ἃς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἐπιτύχωμε ἀπὸ Αὐτὸν συγγνώμη, διότι ἡ φιλανθρωπία Του ἀναπληρώνει τὴν ἔλλειψί μας, γιὰ νὰ μή, ὃ μὴ γένοιτο, ἀκούσωμε τὴν ἀπαίσια φωνή∙ διότι, λέγει, «τότε θὰ εἰπεῖ καὶ στοὺς ἀπὸ τὰ ἀριστερά∙ φεύγετε ἀπὸ ἔμενα οἱ καταραμένοι». Πόσο φοβερὸ εἶναι τοῦτο! Ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τὴ ζωή, ἐκβληθεῖτε ἀπὸ τὴν τρυφή, στερηθεῖτε τὸ φῶς!
Καί δὲν λέγει μόνο τοῦτο, ἀλλὰ προχωρεῖ∙ «φεύγετε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι, στὸ αἰώνιο πῦρ, τὸ ἑτοιμασμένο γιὰ τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του». Ὅπως δηλαδὴ οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ θὰ ἔχουν ζωή, καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω, ζωὴ μὲν ἀφοῦ θὰ συνευρίσκωνται μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸ παραπάνω δὲ ἀφοῦ θὰ εἶναι υἱοὶ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας του, ἔτσι καὶ οἱ ἀπὸ τὰ ἀριστερά, ἀποτυγχάνοντας ν’ ἀποκτήσουν τὴν ἀληθινὴ ζωὴ λόγω τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ εὕρουν καὶ παραπάνω κακό, ἀφοῦ θὰ ἔχουν συνταχθεῖ μὲ τοὺς δαίμονες καὶ θὰ παραδοθοῦν στὸ κολαστικὸ πῦρ.
   Ποιοῦ δὲ εἴδους εἶναι τὸ πῦρ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἅπτεται καὶ τῶν σωμάτων καὶ τῶν λογικῶν σὲ σώματα ὄντων, καὶ τῶν ἀσωμάτων πνευμάτων, θλίβοντας καὶ στενοχωρώντας τὰ παντοτινά, καὶ διὰ τοῦ ὁποίου θὰ λειώσει καὶ τὸ δικό μας πῦρ, κατὰ τὸ γεγραμμένο, «τὰ καιόμενα στοιχεῖα θὰ λειώσουν»; Πόση προσθήκη φέρει στὴν ὀδύνη τὸ ἀνέλπιδο τῆς ἀπολυτρώσεως; Διότι, λέγει, ὑπάρχει ποταμός, ποὺ παρασύρει τὸ πῦρ ἐκεῖνο, ὅπως φαίνεται, καὶ τὸ φέρει μακρύτερα ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε «πορευθεῖτε», ἀλλὰ «πορεύεσθε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι»· διότι ἔχετε ἀφθόνως δεχθεῖ τὶς κατάρες ἀπὸ τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ ὅλο ποὺ ὑπέφεραν ἐκεῖνοι, ἐσεῖς πάντως εἶσθε ἄξιοι κατάρας. Λέγει δὲ πρὸς αὐτοὺς «πηγαίνετε στὸ πῦρ τὸ ἑτοιμασμένο» ὄχι γιὰ σᾶς, ἀλλὰ γιὰ τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του· διότι τοῦτο δὲν εἶναι προηγούμενο δικό μου θέλημα, δὲν σᾶς ἔπλασα γι’ αὐτό, δὲν ἑτοίμασα γιὰ σᾶς τὴν φωτιά. Τὸ ἄσβεστο πῦρ ἔχει ἀναφθεῖ γιὰ τοὺς δαίμονες ποὺ ἔχουν ἀμετάβλητη τὴν ἕξι τῆς κακίας, μὲ τοὺς ὁποίους σας συνέδεσε ἡ σύμφωνη μ’ ἐκείνους ἀμετανόητη γνώμη. Εἶναι λοιπὸν ἐθελοντικὴ ἡ συμβίωσις μὲ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους. «Διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώσατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ δὲν μὲ συμμαζεύσατε, γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς καὶ στὴ φυλακὴ ἤμουν καὶ δὲν μ’ ἐπισκεφθήκατε». Ὅπως ἀδελφοί, ἡ ἀγάπη καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἶναι πλήρωμα τῶν ἀρετῶν, ἔτσι τὸ μῖσος καὶ τὰ ἔργα τοῦ μίσους, ὁ ἀσυμπαθὴς τρόπος, ἡ ἀκοινώνητη γνώμη, εἶναι πλήρωμα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως τὴ φιλανθρωπία ἀκολουθοῦν καὶ συνυπάρχουν μὲ αὐτὴν οἱ ἀρετές, ἔτσι τὴ μισανθρωπία ἀκολουθοῦν οἱ κακίες· γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν μόνο καταδικάζονται.
   Θά ἤθελα λοιπὸν νὰ εἰπῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα δεῖγμα μίσους μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ προτιμοῦμε ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τὸ ἄφθονο ἀργύριο∙ ἀλλὰ βλέπω τὴν κακία νὰ ἔχει ἐϋρει καὶ μεγαλύτερο δεῖγμα τῆς μισανθρωπίας. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἐλεοῦν ἀπὸ ὅσα διαθέτουν πλουσίως, ἀλλὰ καὶ σφετερίζονται τὰ ξένα. Ἃς συλλογισθοῦν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀπόφαση πρὸς τοὺς μὴ ἐλεήμονες, τί θὰ εὕρουν αὐτοὶ καὶ τί θὰ πάθουν, καὶ ποιᾶς ἀκατανόητης καὶ ἀφόρητης καταδίκης εἶναι ἄξιοι, ἃς ἀποστοῦν ἀπὸ τὴν ἀδικία καὶ ἂς ἐξιλεώσουν τὸ θεῖο διὰ τῶν ἔργων τῆς μετανοίας. Ἐκεῖνοι δὲ θ’ ἀποκριθοῦν τότε ὡς ἑξῆς∙ «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾶς ἢ νὰ διψᾶς ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ φυλακισμένον, καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε;».
   Βλέπετε καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο κακό, τὴν ὑπερηφάνεια, συνεζευγμένη μὲ τὸν ἀσυμπαθῆ τρόπο, ὅπως τὴν ταπείνωσι μὲ τὴν συμπάθεια; Οἱ δίκαιοι ἐγκωμιαζόμενοι γιὰ τὴν φιλανθρωπία τους. ταπεινώνονται περισσότερο, δὲν δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς τῶν. Οἱ ὑπερήφανοι, ὅταν κατηγοροῦνται γιὰ τὴν ἀσπλαγχνία τους ἀπὸ τὸν ἀψευδῆ, δὲν προσπίπτουν ταπεινωμένοι, ἀλλὰ ἀντιλέγουν καὶ δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς τῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀκούσουν τὰ λόγια∙ «ἀληθινά σας λέγω, ἐφ’ ὅσον δὲν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐλαχίστους, δὲν τὸ ἐκάματε οὔτε σ’ ἐμένα». Κι ἔτσι θὰ μεταβοῦν, λέγει, «αὐτοὶ μὲν σὲ αἰώνια κόλασι. οἱ δὲ δίκαιοι σὲ αἰώνια ζωή».
   Ἄς ἐλεήσωμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ἐλέους πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἄς ἀποκτήσωμε διὰ τῆς συμπαθείας τὴν συμπάθεια, ἃς εὐεργετήσωμε γιὰ νὰ εὐεργετηθοῦμε. Ἡ μὲν ἀνταπόκρισις εἶναι ὁμοία, διότι πρόκειται γιὰ εὐποιία καὶ φιλανθρωπία, γιὰ ἀγάπη καὶ ἔλεος καὶ συμπάθεια· ἀλλὰ δὲν εἶναι ἴση κατὰ τὴν ἀξία καὶ τὸ μέτρο τῆς ὑπεροχῆς. Διότι ἐσὺ μὲν παρέχεις ἀπὸ ὅσα ἔχει ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὅσο μπορεῖ νὰ εὐεργετήσει ὁ ἄνθρωπος, παίρνεις δὲ σὲ ἀνταπόδοση ἀπὸ τοὺς θείους καὶ ἀκενώτους θησαυροὺς ἑκατονταπλάσια καὶ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ εὐεργετεῖσαι ἀπὸ ὅσα καὶ ὅσο μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ εὐεργετήσει, «πράγματα ποὺ ὀφθαλμὸς δὲν εἶδε καὶ οὖς δὲν ἄκουσε καὶ ποὺ δὲν ἀνέβηκαν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου».
   Ἄς σπεύσωμε λοιπὸν γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητος, ἃς ἄγορασωμε μὲ ὀλίγα ἀργύρια αἰώνια κληρονομία, ἃς φοβηθοῦμε τέλος τὴν ἀπόφαση ἐναντίον τῶν ἀνοικτιρμόνων, γιὰ νὰ μὴ κατακριθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν ἐκεῖ∙ ἃς μὴ φοβηθοῦμε μὴ τυχὸν γίνωμε πτωχοί, δίδοντας ἐλεημοσύνη, διότι θ’ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Χριστό, «ἔλθετε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν γῆ». Ἃς φοβηθοῦμε καὶ ἂς κάμωμε τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ διὰ τῆς ἀσπλαγχνίας, «διότι αὐτὸς ποῦ δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, ποῦ τὸν εἶδε», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «πῶς θ’ ἀγαπήσει τὸν Θεὸ ποῦ δὲν τὸν εἶδε», αὐτὸς δὲ ποῦ δὲν ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ πῶς θὰ συνυπάρξει μὲ αὐτόν; Καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν συνυπάρχει μὲ αὐτὸν θ’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτόν∙ ὁ δὲἀπομακρυνόμενος ἀπὸ αὐτὸν ὁπωσδήποτε θὰ πέσει στὴ γέεννα τοῦ πυρός.

   Ἀλλά ἐμεῖς ἂς ἐπιδείξωμε ἔργα ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας ἐν Χριστῷ, ἐλεώντας τοὺς πτωχούς, ἐπιστρέφοντας τοὺς πλανημένους, σὲ ὅποιαν πλάνη καὶ πτώχεια καὶ ἂν εἶναι, δικαιώνοντας τοὺς ἀδικούμενους, δυναμώνοντας τοὺς κατάκοιτους ἀπὸ ἀσθένεια, εἴτε πάσχουν τοῦτο διὰ τῶν αἰσθητῶν ἐχθρῶν καὶ νοσημάτων εἴτε διὰ τῶν ἀοράτων πονηρῶν πνευμάτων καὶ τῶν παθῶν τῆς ἀτιμίας, ἐπισκεπτόμενοι τοὺς ἐγκαθείρκτους στὴ φυλακή, ἀλλὰ καὶ ἀνεχόμενοι αὐτοὺς πού μας κτυποῦν, καὶ χαρίζοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ὅποια μομφὴ ἔχει ἐναντίον του, ὅπως καὶ ὁ Χριστός μας τὴν ἐχάρισε. Καὶ γενικῶς ἃς ἐπιδείξωμε τὴν μεταξύ μας ἀγάπη μὲ κάθε τρόπο καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ λόγο, γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγάπη καὶ εὐλογηθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν καὶ κληρονομήσωμε τὴν ἐπηγγελμένη σ’ ἐμᾶς καὶ γιὰ μᾶς οὐράνια καὶ αἰώνια βασιλεία ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου.
   Αὐτήν εἴθε ν’ ἀποκτήσωμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει στὸν Πατέρα, καθὼς καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα, τιμὴ καὶ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

imkifissias.gr