+ Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
«ΜΟΝΗ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ»;
Στὶς περισσότερες γνωστὲς αἱρέσεις ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ τὸ ἔσχατο καὶ ἀπόλυτο κριτήριο γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ὁπαδοί τους τὴν ἀλήθεια. Οἱ αἱρετικοὶ διακηρύττουν ἐπίσημα ὅτι ἀπὸ μόνη της ἡ Βίβλος περιέχει τὸν καθαρὸ καὶ αὐθεντικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον αὐτὴ εἶναι θεόπνευστη καὶ ἀλάθητη. Ἑπομένως εἶναι ἡ μοναδικὴ πηγὴ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως. Γι αὐτὸ καὶ τὰ κύρια ἐπιχειρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν νὰ στηρίξουν τὶς θέσεις τους, ξεκινοῦν μὲ τὴ φράση, «ἡ Γραφὴ λέγει…». Ἄλλωστε εἶναι τόσο γνωστὸ τὸ περίφημο σύνθημα τῶν Μεταρρυθμιστῶν, «Sola Scriptura (Μόνη ἡ Γραφή)»! Μ’ αὐτὸ ἐννοοῦν ὅτι δέχονται ὡς μόνη αὐθεντικὴ πηγὴ τῆς Ἀληθείας τὴν Ἁγία Γραφή, ἐνῶ ἀπορρίπτουν ἐξ ἀρχῆς τὴν γνωστὴ στὴν Ἐκκλησία Ἱερὰ Παράδοση. Ἐπειδὴ ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ θεμέλιο κτίζουν τὰ οἰκοδομήματά τους πάμπολλες αἱρέσεις, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐξετάσουμε ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ἡ πίστη τους αὐτὴ εἶναι ἀληθινή.
Πρῶτα πρῶτα χρειάζεται νὰ διασαφίσουμε ἀκριβέστερα τὶ σημαίνει «πηγὴ» καὶ τὶ «παράδοση». Ὅταν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο «πηγή» ἐννοοῦμε τὸν «χῶρο» ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται ἡ ἀλήθεια, ἔχοντας ὡς ἀφετηρία τὴν φυσικὴ πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται τὸ νερό. Ὅταν πάλι χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο «παράδοση» ἐννοοῦμε κυρίως τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἀλήθεια μεταφέρεται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, ἔχοντας τώρα ὡς ἀφετηρία τὴν εἰκόνα τῆς μεταφορᾶς τοῦ νεροῦ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μ’ ἕνα κανάλι ἤ μ’ ἕνα σωλήνα.
Μ’ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι πηγὴ τῆς θείας Ἀποκλύψεως· εἶναι τρόπος παραδόσεως αὐτῆς. Πηγὴ τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως εἶναι μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς τὸ Σῶμά Του. Ὁ Χριστός, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη, εἶναι «πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰω 1,14), καὶ ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι «αὐτοπηγὴ καὶ αὐτόρριζα πάντων τῶν καλῶν , αὐτοζωὴ καὶ αὐτοφῶς καὶ αὐτοαλήθεια» (Εἰς Ἰωάννην, 14,1). Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος θέλησε νὰ παραδοθῆ ὁ ἴδιος, μαζὶ μὲ τὴν θεία Ἀποκάλυψη ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο, στοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἑπομένων γενεῶν μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων, ὅπως τὸ ὑποσχέθηκε στοὺς μαθητές του, «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ἡμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μτθ 28,20 ). Εἶναι γνωστὸ ὅμως ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς παραμένει στὸν κόσμο μας μὲ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ τὸ θεανθρώπινο Σῶμα Του, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀπαραίτητη Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ 1,22· Κολ 1,18). Ἑπομένως ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια τῆς θείας Ἀποκλύψεως εὑρίσκεται ἀποθησαυρισμένη μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς τοῦ ζωντανοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς Ἀληθείας.
Ἡ Ἀλήθεια τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ αὐτὸν τὸν Θεάνθρωπο, παραδίδεται ἀδιάκοπα ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ μὲ διαφόρους τρόπους. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ἡ προφορικὴ καὶ βιωματικὴ παράδοση, ὅπως ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς τῆς ἁγίας Γραφῆς. Ἀναφέρω ἐδῶ ἐνδεικτικὰ τοὺς χαρακτηριστικοὺς λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴ Β´ πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή, 2,15, «Ἄρα οὖν ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι ἐπιστολῆς ἡμῶν». Ἐξ ἄλλου ἀξίζει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ὅ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν μᾶς ἄφησε κανένα γραπτὸ κείμενο ἤ βιβλίο. Ὅ,τι ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὸ παρέδωκε μὲ τὸ προφορικὸ κήρυγμα καὶ τὴν πράξη· μὲ ὅσα δηλαδὴ κήρυξε, ὅσα ἔπραξε καὶ ὅσα ἔπαθε. Ὁ κατ’ ἐξοχὴν τρόπος παραδόσεως τῆς θείας Ἀποκαλύψεως εἶναι αὐτὸς τῶν μυστηρίων καὶ μάλιστα τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου. «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου, ὅ καὶ παρέδωκα ὑμῖν ὅτι ὁ κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον…» (Α´Κο 11,23-24).
Ἕνας ἄλλος, μεταγενέστερος τρόπος παραδόσεως τῆς θείας Ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ γραπτός. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ μαθηταί τους κατέγραψαν σὲ βιβλία ἕνα μέρος ἀπὸ ὅσα κήρυτταν γιὰ τὸν Χριστό καὶ ἀπὸ ὅσα παρέλαβαν καὶ ἔπρατταν οἱ ἴδιοι. Τὸ ὅτι στὰ βιβλία τους δὲν καταγράφονται οὔτε ὅλα τὰ λόγια οὔτε ὅλες οἱ πράξεις τοῦ Χριστοῦ τὸ δηλώνει κατηγορηματικὰ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. «Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφητε καθ’ ἕν, ουδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰω 21,25).
Ὅπως ἐξηγεῖ φωτισμένα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἔπρεπε νὰ μὴ χρειαζόμαστε τὴ βοήθεια ἀπὸ τὰ γράμματα, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε καθαρὲς τὶς καρδιές μας, ὥστε τὸ ἅγιο Πνεῦμα νὰ τυπώνη κατ’ εὐθεῖαν σ’ αὐτές τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ἔκανε στοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν Νῶε, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Μωϋσῆ. Ὅταν ὅμως ὁ ἰουδαϊκὸς λαὸς ἔπεσε στὸν πυθμένα τῆς κακίας, τότε ὁ Θεὸς ἔδωκε τὶς πλάκες μὲ τὰ γράμματα γιὰ ὑπενθύμιση. Κι αὐτὸ τὸ βλέπει κανεὶς νὰ γίνεται καὶ στοὺς ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀκόμη καὶ στοὺς Ἀποστόλους δὲν ἔδωκε τίποτε γραπτὸ ὁ Θεός, ἀλλὰ ὑποσχέθηκε ὅτι, ἀντὶ γιὰ γράμματα, θὰ τοὺς δώση τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος νὰ χαράξη τὸ θέλημά του στὶς καρδιές τους. Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ἰερεμία (Ἰερ 38,31-33)· «Διαθήσομαι ὑμῖν διαθήκην καινὴν, διδοὺς νόμους μου εἰς διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας γράψω αὐτοὺς καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ» (βλ. Ἰω. Χρυσ., Εἰς…. ).
Εἶναι φανερὸ, ἑπομένως, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως, ἀλλὰ ἕνας αὐθεντικὸς καὶ θεόπνευστος τρόπος παραδόσεως τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν εἶναι οὔτε ὁ μοναδικὸς οὔτε ὁ πρῶτος τρόπος παραδόσεως. Προηγεῖται ἡ προφορικὴ, ἡ βιωματικὴ καὶ ἡ μυστηριακὴ παράδοση. Ἡ γραπτὴ παράδοση ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, «τὸν δεύτερον πλοῦν», δηλαδὴ τὴν δεύτερη ἐναλλακτικὴ διαδρομὴ, γιὰ νὰ φθάση τὸ ἀποκεκαλυμμένο θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς, ποὺ χάσαμε τὴν πρώτη καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια τὴν ὁμολογοῦν χωρὶς νὰ τὸ θέλουν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοὶ στὴν πράξη. Ἐὰν πίστευαν ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἦταν ἡ μόνη θεόσταλτη πηγὴ τῆς Ἀληθείας, δὲν ἔπρεπε ἐκεῖνοι νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἀπόρριψη κάποιων ἀπὸ τὰ βιβλία της· δὲν χρειαζόταν νὰ συγγράφουν πλῆθος ἄλλων βιβλίων γιὰ νὰ καθορίσουν τὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ τῶν ὁπαδῶν τους· δὲν θὰ εἶχαν φθάσει στὸ σημεῖο νὰ διαιρεθοῦν σὲ χιλιάδες παρατάξεις καὶ νὰ ἀκυρώνουν τὸ αἴτημα τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα ὧσιν ἕν» (Ἰω 17,22).
Ἕνας Ρῶσος ἱστορικὸς, γιὰ νὰ δείξη τὴν πραγματικὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν πηγὴ τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καὶ στὴν Ἁγία Γραφή, χρησιμοποιεῖ μία πολὺ ταιριαστὴ εἰκόνα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ, λέγει, ἀποτελεῖ ἕνα τέλειο καὶ ἀλάνθαστο χάρτη μιᾶς μεγαλοπόλεως, τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψεν ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ τῶν δρόμων, ποὺ ὁδηγοῦν σ’ αὐτὴν. Γιὰ νὰ βροῦμε τὴν πραγματικὴ πόλη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μποῦμε σ’ αὐτὴν δὲν μᾶς ἀρκεῖ ὁ τέλειος χάρτης· μᾶς χρειάζεται κάποιος νὰ μᾶς ἐξηγήση σωστὰ τὰ σύμβολα τοῦ χάρτη καὶ νὰ μᾶς προσφέρη ἕνα κλειδί. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωντανὴ αἰωνόβια Ἐκκλησία. Μόνη ἡ Ἁγία Γραφὴ, χωρὶς τὸ κλειδὶ τῆς ἄλλης Ἱερᾶς Παραδόσεως, δὲν ἐπαρκεῖ οὔτε γιὰ νὰ βροῦμε τὴν Ἀλήθεια οὔτε γιὰ νὰ σωθοῦμε.