Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Ο ΦΘΟΝΕΡΟΣ & ΟΙ ΦΘΟΝΕΡΟΙ καταδοτες!!!

Καταδοτης ιντ.

Βρισκόμουν μία Κυριακή στον ναό των Ταξιαρχων του Βαθυλάκου, την ωρα που ο ιερέας μοιραζε το αντίδωρο, ακουω μιά γυναίκα, μεγάλης ηλικίας, να τσιρίζει στο ναό & να λέει: Ακου να σου πω παπά…
Η ταλαίπωρη, παραμόνευε μετά από την Θεία Λειτουργία και μετά από κάποιο μνημόσυνο να κάνει φασαρία μέσα στο ναό. Ο ιερέας, πιθανόν να την ήξερε και συνέχιζε να μοιράζει το αντίδωρο, χωρίς να την απαντα. Θαυμασα την ηρεμία του και απάντησα εγω:

Που βρίσκεσαι, την ειπα, στο γήπεδο; Δεν σέβεσαι τον ναό; Τί τσιρίζεις. Αν θέλεις να πεις κάτι τον παπά περίμενε να κάνει την κατάλυση και όταν βγη από τον ναό να του μιλήσης σαν άνθρωπος. Ομως αυτή, δεν άκουγε και ο άνδρας της, που ήταν δίπλα της, μου είπε: Εσένα τί σε νοιάζει. Να σεβαστείτε τον ναό, του απάντησα.

Αυτή η παρέα, με μια φίλη τους, ένα χρόνο μετά, από εκείνο το επεισόδιο, άκουσα ότι ειδοποίησε την Κυριακή την αστυνομία, για να γράψουν τον παπά! Γιατί; Κάποιοι πιστοι, έμπαιναν χωρίς μασκα στον ναό! Αυτά τα σατανικά μέσα, που χρησιμοποιουν οι σκοτεινές δυνάμεις, για να ταπεινώσουν την Εκκλησία και να διώξουν τους πιστούς από τους ναούς, είναι βούτυρο στο ψωμί των φθονερών.
Αυτό το περιστατικό, το άκουσε κάποιος δημοσιογράφος της επαρχίας, που κυνηγάει τετοια επεισόδια, για να γίνει μεγάλος δημοσιογράφος!!! Και το έφερε στην δημοσιότητα!!! (Εχει κάνει και αυτός τον καταδότη, πριν από λίγους μηνες. Ειδοποίησε την αστυνομία σε ναό της πόλεως Κοζάνης, επειδή ειχε πολλούς πιστους).
Δεν θα ειναι παράξενο, να τον δουνε και αυτόν οι βαθυλακιώτες την Κυριακή με τις κάμερές του να παραμονεύει έξω από τον ναό των Ταξιαρχων, για συμπαράστασι σε αυτους που κατέλαβε το δαιμόνιο του φθόνου.

Ο ΦΘΟΝΕΡΟΣ

Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου,
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κων/νου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν 7-12-1969

Τὸ Σάββατο ἡ συγκύπτουσα ἦταν στὴν «ἐκκλησιά» της. Κ᾽ ἐμεῖς τὴν Κυριακή, τί κάνουμε; Νὰ μετρή­σω ἐ­δῶ τοὺς ἐκκλησιαζομένους; Ἐλάχιστοι! Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον ἐκεῖ τὸ μαντράχαλο; δὲν ἔρχεται Κυριακὴ στὴν ἐκ­κλησιά. Ἔρχεται μόνο λίγο τὴ Λαμπρή, ν᾽ ἀ­κού­σῃ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», κι ἀμέσως φεύγει· θὰ ξανάρθῃ μόνο σὲ γάμο ἢ σὲ κηδεία. Μὰ κάπο­τε, ὅταν κι ὁ ἴδιος πεθάνῃ, θὰ τὸν σηκώσουν τέσσερις νὰ τὸν φέρουν στὴν ἐκκλησιά. Δὲν εἶ­νε ὅμως αὐτὸ Χριστιανισμός, Ἐκκλησία.
Ἦρθε Κυριακή, χτύπησαν τὰ σήμαντρα; Ὅ­πως ὁ στρατιώτης, ὅταν χτυπήσῃ ἐγερτήριο σηκώνεται καὶ δίνει τὸ παρών, ὅπως ὁ μαθητής, ὅταν χτυπάῃ τὸ κουδούνι τρέχει στὴν αἴ­θουσα, ἔτσι κι ὁ Χριστιανός· χτύπησε καμ­πάνα; λαχτάρα στὴν καρδιὰ καὶ φτερὰ στὰ πόδια νὰ ᾽ρθῇ στὴν ἐκκλησιά, νὰ πῇ ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτω­λῷ» (ἔ.ἀ. 18,13).

Ἐπανέρχομαι. Εἶδε λοιπὸν ὁ Χριστὸς τὴ σα­κάτισσα μέσα στὴ συναγωγή. Αὐτὴ δὲν φαν­ταζόταν ποτὲ ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη θά ᾽νε ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἦρ­θε γι᾽ αὐτήν! Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀν­θρώπων ποὺ ἦταν τότε στὴ συναγωγή, μία, μό­νο αὐτή, πῆρε χάρι! Ὅπως καὶ σ᾽ ἐμᾶς· μπο­ρεῖ νὰ γεμίζῃ ἡ ἐκκλησιά, ἀλλὰ δὲν παίρνουν ὅλοι τὴ χάρι καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ παντοδύναμος Κύριος σπλαχνίστηκε τὴν πονεμένη γυναῖκα καὶ τὴν ἔκανε καλά. Πῶς; Μὲ ἕνα λόγο, μιὰ ἀπόφασί του· «Γυναίκα, εἶ­σαι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου», λύθηκες πιὰ ἀπ᾽ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου (βλ. ἔ.ἀ. 13,12). Ἄγγιξε πάνω της μὲ τ᾽ ἀμόλυντα χέρια του, τὰ χέρια ποὺ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ καρφώνονταν στὸ σταυρό, κι ἀμέσως –ὤ θαῦμα– σὰν νὰ τὴν διαπέρασε ῥεῦμα, τινάχτηκε πάνω, ἀ­νωρθώθηκε· τὴν εἶδαν νὰ ὑψώνῃ τὸ κεφάλι καὶ νὰ βλέπῃ ψηλά! Ὅλοι χάρηκαν γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Τί εἶπα, «ὅλοι χάρηκαν»; Λάθος ἔκανα. Χάρηκαν ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν. Αὐτὸς κιτρίνισε ἀπ᾽ τὸ κακό του σὰν τὰ φύλλα τοῦ φθινοπώρου. Ἀντὶ νὰ πῇ «Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστοῦμε ποὺ ἦρ­θες κ᾽ ἔκανες τὸ θαῦμα σου», εἶπε λόγια πι­κρά· Ἀκοῦς ἐκεῖ, λέει· ἐπιτρέπεται μέρα Σάβ­βατο νά ᾽ρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεστε!…
Ποιός ἦταν αὐτός; Ὁ ἀρχισυνάγωγος! Ὤ τὸν ὑποκριτή! Ἂν ὑπάρχῃ μιὰ μέρα ποὺ κατ᾽ ἐξο­χὴν ταιριάζει νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ καλό, εἶ­νε ἡ ἡμέρα μιᾶς ἑορτῆς καὶ μάλιστα ἡ ἡμέρα τῆς Κυρι­ακῆς. Καὶ ὁ Κύριός μας τί ἔκανε; Τὸν κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές, ἄνθρωπέ μου; τοῦ εἶ­πε· γιατί γίνεσαι ὑποκριτής; καθέ­νας σας τὸ Σάββατο δὲν λύνει ἀπ᾽ τὸ παχνὶ τὸ βόδι ἢ τὸ γαϊδουράκι του καὶ τὸ πάει στὸ νερὸ καὶ τὸ ποτί­ζει; κι αὐτὴ λοιπὸν ἡ γυναίκα, ποὺ ὁ σατανᾶς τὴν εἶχε δεμένη δεκαοχτὼ τώρα χρόνια, δὲν ἔπρε­πε νὰ λυθῇ ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ βαρειὰ δεσμὰ τῆς ἀ­σθενείας της τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Ἄλ­λος εἶνε ὁ λόγος ποὺ μιλᾷς καὶ φέρεσαι ἔτσι, ὄχι ὁ σεβασμὸς τάχα τοῦ Σαβ­βά­του. Μὴν κρύ­βεσαι· γι᾽ αὐτὸ σὲ εἶπα ὑποκριτή.
Καὶ ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἔλεγε αὐτά, ὅλος ὁ λαὸς συμφωνοῦσε καὶ χαιρόταν.

* * *

Ἂς σταματήσω ἐδῶ, ἀδελφοί μου. Ἀλλὰ πρὶν τελειώσω θὰ ἤθελα νὰ κοιτάξουμε ἐ­κείνη τὴ μαύρη ψυχή, πού, ἐνῷ ὅλοι χαίρον­ταν κι ἀ­γάλλονταν, αὐτὸς κιτρίνισε ἀπ᾽ τὸ κακό του.
Τί ἦταν αὐτός; Δὲν ἦταν τυχαῖος· ἦταν τὸ πιὸ ἐπίσημο πρόσωπο τῆς περιοχῆς. Ἦταν ἀρ­­χισυνάγωγος, εἶχε τὰ κλειδιὰ τῆς συναγωγῆς, θρησκευτικὸς ἄρχοντας τοῦ τόπου. Καὶ αὐτὸς στενοχωρήθηκε. Γιατί; τί εἶχε μέσα του;
Τί εἶχε! διάβολο εἶχε, ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ φοβεροὺς διαβόλους. Εἶχε –μία λέξι– φθόνο! Ὁ φθόνος εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπικίνδυνα πάθη, ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερώτερα δαιμόνια, ποὺ ὑ­πάρχουν καὶ δροῦν παντοῦ, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως ἐνδημοῦν στὴν ἀγαπητή μας πατρίδα. Δὲν ἔ­χω τώρα τὸν καιρὸ νὰ σᾶς δείξω τί ἔχει προκα­λέσει ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ ἐποχὴ μέχρι σήμερα.
Ὁ φθόνος χωρίζει ἀντρόγυνα, βάζει ἀδέρφια νὰ μαλώνουν, διαλύει κοινότητες, καταστρέφει ἔθνη. Ἂν ἔλειπε ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια, ἡ πατρίδα μας σήμερα θὰ ἦταν πολὺ μεγάλη. Μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς τρώει αὐτὴ ἡ κακία. Δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχτοῦμε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ἄλλου. Ἡ γυναίκα ζηλεύει τὴ γειτόνισ­σα, ὁ ἄντρας τὸ συνάδελφο, ὁ καταστηματάρ­χης τὸν ἀπέναντι, ὁ τεχνήτης τὸν ὁμότεχνο.
Γιὰ νὰ δῆτε πόσο κακὸ εἶνε ὁ φθόνος, θέλω νὰ σᾶς πῶ ἕνα ἀνέκδοτο, ποὺ βρῆκα σ᾽ ἕ­να παλιὸ βιβλίο καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι.
Ἕνας βασιλιᾶς εἶχε στὴν αὐλή του δύο ὑ­πηρέτες. Τοὺς ἤξερε καλά· ὁ ἕνας ἦταν φιλάρ­γυρος, ὁ ἄλλος φθονερός, ζηλιάρης. Μιὰ μέρα τοὺς καλεῖ. Ἐλᾶτε ἐδῶ, λέει. Θέλω νὰ σᾶς κάνω ἕνα δῶρο, ὅ,τι μοῦ ζητήσετε. Ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἀπὸ ὅ,τι ζητή­σῃ ὁ πρῶτος (φλουριά, σπίτια, κοπάδια, κτήματα κ.λπ.), στὸν δεύ­τερο θὰ δώσω τὰ διπλάσια. Λοιπὸν σᾶς ἀκούω. Αὐτοὶ ὅμως δὲν μιλοῦσαν, ἔγιναν μουγγοί. Κοιτάζονταν μεταξύ τους κ᾽ ἔ­σπρωχνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ ζητήσῃ πρῶ­τος. Ὁ βασιλιᾶς τοὺς ἔδωσε διορία, ἡ διορία πέρασε, βασίλευε ὁ ἥ­λιος, μὰ κανείς τους δὲν μιλοῦσε. Τότε ὁ βασι­λιᾶς λέει στὸν φθονερό· –Σὲ διατάζω ἐσένα νὰ ζητήσῃς πρῶτος, ἀλλιῶς θὰ σοῦ κόψω τὸ κεφάλι. Αὐτὸς ζορίστηκε πολύ, θὰ προτιμοῦ­σε νὰ ἄνοιγε ὁ ᾅδης. Τέλος ἀνοίγει τὸ στόμα του καὶ λέει· –Βασιλιᾶ, παρὰ νὰ μοῦ κόψῃς τὸ κεφάλι, σοῦ ζητάω νὰ μοῦ βγάλῃς τὸ ἕνα μάτι. Καταλάβατε; Νὰ βγάλῃ δηλαδὴ σ᾽ αὐτὸν τὸ ἕνα μάτι, γιὰ νὰ βγοῦν τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δυό! Νά τί εἶνε ὁ φθόνος.
Θυμηθῆτε καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Ποιός ἀ­νέ­βασε στὸ Γολγο­θᾶ καὶ σταύρωσε τὸ Χριστό; Ὁ φθόνος. Τὸ κα­τάλαβε ὁ Πιλᾶτος ὅταν εἶδε ἐ­κεῖνα τὰ λυσσασμένα θεριὰ νὰ φωνάζουν. Τί κα­κὸ σᾶς ἔ­κα­νε ὁ Ἰησοῦς; τοὺς ρωτοῦσε, κι αὐ­­τοὶ δὲν εἶχαν νὰ ποῦν κάτι ποὺ νὰ δικαιολογῇ τὸ μῖσος τους. Καὶ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Πι­λᾶτος, «ᾔδει (δηλαδὴ ἐγνώριζε) ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27,18. Μᾶρκ. 15,10). Τὸν φθό­νησαν ἐκεῖνοι, γιατὶ ἔλαμπε σὰν ἥλιος, ὅ­πως τὸν φθόνησε σήμερα ὁ ἀρχισυνάγωγος.
Ἐπειδὴ ὅμως, ἀγαπητοί μου, κανείς μας δὲν εἶνε τελείως ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸ φθόνο, ποὺ πάντα κεντᾷ καὶ τὴ δική μας καρδιά, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, ὅπως ἄγγιξε μὲ τὰ δάκτυλά του τὴ συγ­κύπτουσα, ν᾽ ἀγγίξῃ καὶ τὶς ψυχές μας, νὰ μᾶς θεραπεύσῃ ἀπὸ τὸ κακὸ αὐτό, ὥστε νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κων/νου & Ἑλένης (παλαιό) Ἀμυνταίου τὴν 7-12-1969 τὸ πρωί

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=92980#more-92980