Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Οἱ πραγματικοί σοφοί

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί» (Ἐφ. ε΄, 15). (: ἐλάβατε καὶ σεῖς  τὸν φωτισμὸ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Χριστό. Λοιπὸν προσέχετε, πῶς μὲ κάθε ἀκρίβεια νὰ συμπεριφέρεσθε, ὄχι σὰν ἄσοφοι καὶ ἀσύνετοι, ἀλλ’ ὡς σοφοὶ καὶ φρόνιμοι).

Ἀλήθεια ποιὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς σοφός; δηλ. ὁ κατὰ Θεὸν σοφός; Ὅπως παρατηρεῖ ὁ σοφὸς Σολομὼν (Παροιμ. θ΄ 9): «δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται». Εἶναι αὐτὸς ποὺ ὅποια ἀφορμὴ τοῦ δώσεις γίνεται σοφώτερος· «αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄ 24). (: Σ’ αὐτοὺς ὅμως, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς βρῆκε ἀξίους νὰ καλέσῃ στὴν σωτηρία, εἴτε Ἰουδαῖοι εἶναι, εἴτε Ἕλληνες, κηρύττουμε Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεοῦ δύναμη, ποὺ ἀναγεννᾶ καὶ ἁγιάζει, καὶ Θεοῦ σοφία, ποὺ φωτίζει κάθε πιστό).

Ὁ πραγματικὸς σοφὸς λοιπὸν εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν φώτιση τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργεῖ κατὰ Θεόν. Ποιοὶ εἶναι λοιπὸν αὐτοί; Εἶναι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅ,τι καὶ νὰ τοὺς παρουσιασθῆ ἐνεργοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, διότι ἀγάπησαν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους τὸν Χριστό.

Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος πῶς ἐνήργησε; Ὅταν τοῦ ἐπιτέθηκε ἡ γυναίκα τοῦ Φαραὼ τί εἶπε φεύγοντας; «Πῶς ποιήσω τοῦτο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου», ἐνῶ μὲ βλέπει ὁ Κύριος;

Στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν ἡ κόρη τῆς Κεροῦ (ἀδελφὴ Ξένη) εἶπε στὸν Ἅγιο Νεκτάριο: «σὲ παρακαλῶ, Σεβασμιώτατε, μὴ ἀγανακτήσης γιὰ τὴν μητέρα ποὺ σὲ συκοφάντησε καὶ δὲν λιώσει…». Τί ἀπάντησε ὁ Ἅγιος; «Τί λές, παιδάκι μου; Θ’ ἀγανακτήσω; Μοῦ ἔστειλε ἕνα στεφάνι ὁ Θεὸς καὶ θὰ τὸ διώξω; ΟΧΙ παιδί μου, γιατὶ νὰ ἀγανακτήσω;».

  • Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε παραδείγματα σοφῶν κατὰ Θεὸν ἀνθρώπων.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὅταν βρισκόταν στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας, προσκάλεσε τὸν Ἀββᾶ Παμβὼ νὰ πάη στὴν πόλη γιὰ ἐκκλησιαστικὴ ὑπόθεση. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ συν­άντησε ὁ Ὅσιος περνώντας ἀπὸ τὰ τείχη τῆς μεγαλουπόλεως, ἦταν μία γυναίκα καλλωπισμένη, γιὰ νὰ παγιδέψη θύματα. Βλέποντάς την ὁ Γέροντας, δάκρυσε.

– Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; τὸν ρώτησε ὁ ἀδελφὸς ποὺ τὸν συνόδευε.

– Γιὰ δύο λόγους, ἀποκρίθηκε στενάζοντας ἐκεῖνος. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς αὐτῆς καὶ γιατί ἐγὼ δὲν ἔχω τόση ἐπιμέλεια ν’ ἀρέσω στὸν Κύριό μου, ὅση αὐτὴ γιὰ ν’ ἀρέση σὲ ἀκόλαστους ἀνθρώπους.

  • Κάποιος ἄλλος Γέροντας ἐπισκέφθηκε ἕνα ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Ἔψησε ἐκεῖνος λίγα ὄσπρια νὰ τὸν φιλοξενήση. Ὅταν ἔδυσε ὁ ἥλιος, πρότεινε στὸν ἐπισκέπτη του νὰ ποῦν τὴν προσευχή τους, πρὶν καθίσουν στὴν τράπεζα. Ὁ ἄλλος δέχτηκε πρόθυμα. Ἄρχισαν. Τότε, ὁ ἕνας εἶπε ἀπ’ ἔξω ὁλόκληρο τὸ ψαλτήρι, ἐνῷ ὁ ἄλλος ἀποστήθισε τοὺς δύο μεγάλους Προφῆτες. Ἔτσι ξημερώθηκαν κι ἔφυγε ὁ ἐπισκέπτης χωρὶς κανένας ἀπὸ τοὺς δύο νὰ θυμηθῆ τὸ φαγητό, ποὺ τοὺς περίμενε στὴν τράπεζα».
  • «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, καὶ βουλὴ Ἁγίων σύνεσις» (Παρ. θ΄, 10).

Ὅταν σὲ κάποιο πρόσωπο τοῦ ἔπεσε κάτι ἀπὸ τὸ ψυγεῖο καὶ ἀγανάκτησε, τί εἶπε ὁ Ἅγιος Πορφύριος; «Παιδί μου· σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς μιὰ εὐκαιρία νὰ κάνης μετάνοια καὶ ἀγανακτεῖς»;

Ἔτσι λοιπὸν σὲ κάθε ἀφορμὴ νὰ ἐνεργοῦμε ὡς σοφοὶ δηλ. ὡς ἅγιοι.