«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Τό περιστατικό αύτό διηγείται ό όσιος Ιωάννης ό Σαββαΐτης στόν όσιο Ιωάννη τόν Ηγούμενο τής Μονής τοῦ Σινά καί συγγραφέα τοῦ βιβλίου «Κλῖμαξ», άπό τό όποιο καί τό δανεισθήκαμε, άπό τόν λόγο του περί ύπακοής.
«Στό Μοναστήρι μου ευρισκόταν ένας ήλικιωμένος μοναχός πολύ άμελής καί άκόλαστος. Αύτό τό λέγω όχι γιά νά τόν κρίνω, άλλά γιά νά παρουσιάσω τήν αλήθεια. Αύτός λοιπόν, δέν γνωρίζω πώς άπέκτησε ένα υποτακτικό, ονόματι Ακάκιο, μέ άπλότητα ψυχής, άλλά καί σύνεσι λογισμού. Τά ὅσα δέ ύπέφερε άπό τόν Γέροντα αύτόν θά φανούν στούς πολλούς άπίστευτα. Όχι μόνο μέ ύβρεις καί άτιμίες, άλλά καί μέ κτυπήματα δυνατά τόν έβασάνιζε κάθε ήμέρα. Ή ύπομονή πού έδειχνε ό Άκάκιος φαινόταν άνόητη, άλλά δέν ήταν. Είχε τήν θέσι της.
Βλέποντάς τον έγώ νά ταλαιπωρήται τόσο πολύ καθημερινά σάν άγορασμένος δούλος, τόν έρωτούσα πολλές φορές, όταν τόν συναντούσα: «Πώς είσαι, άδελφέ Άκάκιε; Πώς πέρασες σήμερα; Καί άμέσως μοῦ έδειχνε άλλοτε τό μάτι του μελανιασμένο, άλλοτε πρησμένο τόν τράχηλο καί άλλοτε κτυπημένο τό κεφάλι του. Έγώ γνωρίζοντας ότι είναι έργάτης τής άρετής, τοῦ έλεγα: «Καλά πηγαίνουμε! Καλά! Κάνε ύπομονή καί θά ώφεληθής».
Άφοῦ πέρασε έννέα έτη στήν σκληρή αύτή υπακοή τοῦ Γέροντος έκείνου, έξεδήμησε πρός Κύριον. Πέντε ήμέρες μετά άπό τήν ταφή του στό κοιμητήριο τών Πατέρων, ό Γέροντας τοῦ Άκακίου έπήγε σ' ένα μεγάλο Γέροντα, έκεῖ πλησίον, καί τοῦ λέγει: «Πάτερ, ό άδελφός Άκάκιος άπέθανε». Εκείνος μόλις τό άκουσε, τοῦ άποκρίνεται: «Πίστεψέ με, Γέροντα, δέν τό πιστεύω». Αύτός τότε τοῦ λέγει: «Ελα νά ίδής». Σηκώνεται λοιπόν γρήγορα καί μαζί μέ τόν Γέροντα τοῦ μακαρίου άθλητοῦ φθάνει στό κοιμητήριο καί φωνάζει στόν νεκρό σάν σέ ζωντανό, καί πράγματι, άν καί νεκρός ζοῦσε, καί τοῦ λέγει: «Άδελφέ Άκάκιε, άπέθανες»; Εκείνος δέ ό καλός ύποτακτικός, δείχνοντας υπακοή καί μετά Θάνατον, αποκρίθηκε στόν μεγάλο Γέροντα: «Πώς είναι δυνατόν, Πάτερ, νά πεθάνη ό άνθρωπος, πού είναι έργάτης τής υπακοής»;
Τότε ό Γέροντας πού εθεωρείτο πνευματικός του πατήρ, κυριεύθηκε άπό φόβο καί έπεσε κατά πρόσωπον στήν γή γεμάτος δάκρυα. Έν συνεχεία έζήτησε άπό τόν Ηγούμενο τής Λαύρας ένα κελλί κοντά στό μνήμα καί έκεῖ έζησε μέ καθαρότητα τήν υπόλοιπη ζωή του, ομολογώντας συνεχώς στούς πατέρες, ότι διέπραξε φόνο.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου