Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

ΑΔΕΛΦΕ ΑΚΑΚΙΕ ΑΠΕΘΑΝΕΣ;

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Τό περιστατικό αύτό διηγείται ό όσιος Ιωάννης ό Σαββαΐτης στόν όσιο Ιωάννη τόν Ηγούμενο τής Μονής τοῦ Σινά καί συγγραφέα τοῦ βιβλίου «Κλῖμαξ», άπό τό όποιο καί τό δανεισθήκαμε, άπό τόν λόγο του περί ύπακοής.

«Στό Μοναστήρι μου ευρισκόταν ένας ήλικιωμένος μο­ναχός πολύ άμελής καί άκόλαστος. Αύτό τό λέγω όχι γιά νά τόν κρίνω, άλλά γιά νά παρουσιάσω τήν αλήθεια. Αύτός λοιπόν, δέν γνωρίζω πώς άπέκτησε ένα υποτακτικό, ο­νόματι Ακάκιο, μέ άπλότητα ψυχής, άλλά καί σύνεσι λογισμού. Τά ὅσα δέ ύπέφερε άπό τόν Γέροντα αύτόν θά φανούν στούς πολλούς άπίστευτα. Όχι μόνο μέ ύβρεις καί άτιμίες, άλλά καί μέ κτυπήματα δυνατά τόν έβασάνιζε κάθε ήμέρα. Ή ύπομονή πού έδειχνε ό Άκάκιος φαι­νόταν άνόητη, άλλά δέν ήταν. Είχε τήν θέσι της.

Βλέποντάς τον έγώ νά ταλαιπωρήται τόσο πολύ κα­θημερινά σάν άγορασμένος δούλος, τόν έρωτούσα πολ­λές φορές, όταν τόν συναντούσα: «Πώς είσαι, άδελφέ Άκάκιε; Πώς πέρασες σήμερα; Καί άμέσως μοῦ έδειχνε άλλοτε τό μάτι του μελανιασμένο, άλλοτε πρησμένο τόν τράχηλο καί άλλοτε κτυπημένο τό κεφάλι του. Έγώ γνωρίζοντας ότι είναι έργάτης τής άρετής, τοῦ έλεγα: «Καλά πηγαίνουμε! Καλά! Κάνε ύπομονή καί θά ώφεληθής».

Άφοῦ πέρασε έννέα έτη στήν σκληρή αύτή υπακοή τοῦ Γέροντος έκείνου, έξεδήμησε πρός Κύριον. Πέντε ή­μέρες μετά άπό τήν ταφή του στό κοιμητήριο τών Πατέ­ρων, ό Γέροντας τοῦ Άκακίου έπήγε σ' ένα μεγάλο Γέ­ροντα, έκεῖ πλησίον, καί τοῦ λέγει: «Πάτερ, ό άδελφός Άκάκιος άπέθανε». Εκείνος μόλις τό άκουσε, τοῦ άποκρίνεται: «Πίστεψέ με, Γέροντα, δέν τό πιστεύω». Αύτός τότε τοῦ λέγει: «Ελα νά ίδής». Σηκώνεται λοιπόν γρή­γορα καί μαζί μέ τόν Γέροντα τοῦ μακαρίου άθλητοῦ φθάνει στό κοιμητήριο καί φωνάζει στόν νεκρό σάν σέ ζωντανό, καί πράγματι, άν καί νεκρός ζοῦσε, καί τοῦ λέ­γει: «Άδελφέ Άκάκιε, άπέθανες»; Εκείνος δέ ό καλός ύποτακτικός, δείχνοντας υπακοή καί μετά Θάνατον, απο­κρίθηκε στόν μεγάλο Γέροντα: «Πώς είναι δυνατόν, Πά­τερ, νά πεθάνη ό άνθρωπος, πού είναι έργάτης τής υπα­κοής»;

Τότε ό Γέροντας πού εθεωρείτο πνευματικός του πα­τήρ, κυριεύθηκε άπό φόβο καί έπεσε κατά πρόσωπον στήν γή γεμάτος δάκρυα. Έν συνεχεία έζήτησε άπό τόν Ηγούμενο τής Λαύρας ένα κελλί κοντά στό μνήμα καί έκεῖ έζησε μέ καθαρότητα τήν υπόλοιπη ζωή του, ομο­λογώντας συνεχώς στούς πατέρες, ότι διέπραξε φόνο.

Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου