«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Τό παρόν περιστατικό δέν ἔλαβε χώρα στήν Ἀφρική, ἀλλά στήν Ἑλλάδα. Συνέβη τό 1990, μία ἡμέρα πρίν ἀναχωρήσω, γιά πρώτη φορά στό Κλιμάκιο τοῦ Κολουέζι Κογκό. Τό παραθέτουμε ἐδῶ κατ᾿ ἐξαίρεσι λόγω τῆς σπουδαιότητος τοῦ «διαλόγου» πού εἴχαμε μέ τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε, μέσῳ τῆς κοπέλλας κ. Μ.
Τότε εἶχε ἔλθει ἀπό τό Κογκό καί ὁ ὑπεύθυνος τοῦ Κλιμακίου ἱερομ. π. Μελέτιος, ὁ ὁποῖος εὑρισκόταν ἐκεῖ πρίν ἀπό ἕνα χρόνο, σάν διάδοχος τοῦ μακαριστοῦ παπᾶ Κοσμᾶ.
Ἡμέρα Τετάρτη, λοιπόν, τῆς 26ης Μαρτίου τοῦ 1990, εἴχαμε προσκληθῆ νά μεταβοῦμε στό σπίτι τοῦ συμπατριώτου μου κ. Ἀ. Κ. Ἐγνώριζα ὅτι ἡ σύζυγός του κ. Μ. περισσότερο ἀπό πέντε χρόνια ἔχει προσβληθεῖ ἀπό ἀκάθαρτο πνεῦμα, τό ὁποῖον κατοικεῖ μέσα της καί χρησιμοποιεῖ τήν γλῶσσα της σάν δάνειο γιά νά ὁμιλεῖ. Ἄλλοτε παραπλανᾶ τούς ἀνθρώπους μ᾿ αὐτά πού λέγει καί ἄλλοτε, ἐνίοτε, λέγει μερικές ἀλήθειες, πιεζόμενο φυσικά ἀπό τόν Παντοδύναμο Θεό μας.
Μετά τό μεσημβρινό φαγητό, ὁ π. Μελέτιος τῆς ἐπρότεινε ν᾿ ἀσπασθῆ Τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου, τό ὁποῖον ἔφερε μαζί του. Τότε ἡ γυναῖκα ἐφώναξε δυνατά: «Ὄχι, ὄχι...». Καί ἀμέσως τό ἀκάθαρτο πνεῦμα τήν ἔριξε κάτω στό δάπεδο.
Ὁ μέν ἄνδρας της τήν κρατοῦσε ἀπό τά πόδια κι ἐγώ τήν κρατοῦσα ἀπό τό κεφάλι της, τό ὁποῖον ἐκινεῖτο μέ ταχύτητα κάνοντας «ὀκτάρια» μέ κίνδυνο νά τραυματισθῆ στό δάπεδο.
Ὁ π. Μελέτιος τήν ἐσταύρωνε μέ τό Τίμιο Ξύλο. Τό δαιμόνιο φώναζε ἀπό τό στόμα της:
-Μ᾿ ἔκαψε αὐτό. Πάρτε το ἀπό πάνω μου. Μέ καῖνε αὐτά ποῦ φορᾶτε στόν λαιμό σας. Δέν θέλω νά σᾶς βλέπω, οὔτε καί τά ράσα σας, γιατί μέ καῖνε κι αὐτά.
-Π. Μελέτιος: Ὁ π. Παΐσιος προσεύχεται γιά σένα, Μ.
Τό δαιμόνιο ἄρχισε νά οὐρλιάζη λέγοντας: «Μέ καίει αὐτός ὁ Καλόγερος.
Ὁ π. Δ. εἶπε τήν ἑξῆς εὐχή: «Κύριε Ἰσηοῦ Χριστέ μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντά μας π. Γεωργίου, θεράπευσε τήν δούλη σου Μ.
-Ὄχι, αὐτό τό ὄνομα. Τόν ξέρω τόν Γεώργιο, εἶναι σκληρό καρύδι. Δέν βγαίνω ἀπό᾿ δῶ μέσα, διότι θέλει Ἐκεῖνος νά σώσει πολλούς ἀπό μένα, διότι δέν σᾶς φθάνουν τά βιβλία καί οἱ Γραφές πού ἔχετε....
Ἀλλά αὐτός πού κρατάει τά πόδια της (ὁ ἄνδρας της) κάνει ὅτι μετανοεῖ, ἀλλά πάντα ὁ ἴδιος εἶναι. Δέν μετανοεῖ. Ὁ Θεός θέλει νά τόν σώσει, ἀλλά αὐτός δέν ἀγωνίζεται. Ὁ Σούλης... ὁ Σούλης μας...
Τό δαιμόνιο συνέχιζε νά μᾶς ἀπειλεῖ:
-Ἀλλοιμονό σου, Δ. γιατί ἄν δέν εἶχες τήν Τριάδα πάνω ἀπό τό κεφάλι σου, θά σέ ξέσχιζα. Ἀλλοίμονο στήν Ἑλλάδα, ἀλλά τί νά κάνω πού προσεύχονται γι᾿ αὐτήν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες! Ἄχ αὐτοί οἱ Ἁγιορεῖτες πού συνέχεια μέ καῖνε...
Ὁ π. Δ. ἐπικαλέσθηκε Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἰδιαίτερα διώχνουν καί βασανίζουν τό δαιμόνιο, σύμφωνα μέ ἐπιθυμία τοῦ ἀνδρός της. Ἔτσι ἄρχισε νά λέγει:
- Παναγία Γιάτρισσά μας, Ἁγία Παρασκευή, ἅγιε Πρωτομάρτυς Στέφανε, Ἅγιε Νήφων Διονυσιάτη, βοηθήσατε τήν δούλη τοῦ Χριστοῦ Μαρία.
-Ἄχ, πόσο μέ καίει αὐτή ἡ Παρασκευή, ἡ ὁποία εἶναι προστάτις της ἀπό τήν μικρή της ἡλικία! Ἀλλά ἦλθε ὁ καιρός νά σᾶς δώσω τό 666. Καί λένε μερικοί: «Τί πειράζει νά εἶναι στίς ταυτότητες ἤ στά ροῦχα; Ποῦ νά ξέρουν ὅλοι αὐτοί ὅτι εἶναι δικοί μου. Ναί, δικοί μου εἶναι!....
Λέγει ὁ ἄνδρας της στόν π. Δ.
-Κάλεσε σέ βοήθεια τόν ἅγιο Νήφωνα, τόν Διονυσιάτη, τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Τότε ὁ π. Δ. ἐφώναξε δυνατά στόν Ἅγιο:
-Ἅγιε Νήφων, Πατριάρχα Κωνσταντινουπόλεως, θεράπευσε τήν δούλη σου Μαρία.
Ἀμέσως τό δαιμόνιο ἔπαυσε νά ὁμιλεῖ ἀπό τό στόμα της. Ἡ κοπέλλα ἄνοιξε τά μάτια της. Σηκώθηκε μέ τήν βοήθειά μας, ἀλλά σωματικά ἦτο πολύ ἐξαντλημένη καί ἱδρωμένη.
-Τήν ἐρώτησα: Πῶς ἔφυγε τό δαιμόνιο, Μ.;
-Τό ἔκαψε ἡ ταπείνωσις τοῦ ἁγίου Νήφωνος.
-Ὅταν τό δαιμόνιο ὁμιλεῖ ἀπό τήν γλῶσσα σου, ἐσύ τό παρακολουθεῖς τί λέγει;
-Ναί, ἐγώ προσεύχομαι μέσα μου, ἀλλά δέν μπορῶ νά συγκρατήσω καί νά ἐλέγξω τήν γλῶσσα μου, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ τό δαιμόνιο καί μεταδίδει τά δικά του μηνύματα στούς ἀνθρώπους. Καταλαβαίνω καί ἀκούω τί λέγει, ποιά ἀπ᾿ αὐτά εἶναι ἀλήθεια καί ποιά εἶναι ψέμματα.
-Πές μου, Μ., τήν ρώτησα: «Ὅταν τό δαιμόνιο εἶπε ὅτι ἔβλεπε πάνω στό κεφάλι μου τήν Ἁγία Τριάδα, ἔλεγε τήν ἀλήθεια;
-Ἔβλεπα νά εἶναι ἕνας μεγάλος σταυρός στό κεφάλι σου καί γι᾿ αὐτό τό δαιμόνιο δέν εἶχε τήν δύναμι νά σέ ἀγγίξει, παρότι ἦτο ἀγριεμένο μαζί σου.
-Χθές βράδυ πού σᾶς τηλεφώνησα καί συνωμίλησα μέ τόν ἄνδρα σου, γιατί τό δαιμόνιο, ἀγρίεψε καί εἶπε μέ τό στόμα σου: «Νά φύγη, νά μήν ἔλθη αὐτός ὁ πούσ...
-Δέν θέλει νά βλέπει μοναχούς. Καί, ὅταν ἄκουσε, ὅτι θά ἔλθη στό σπίτι μας μοναχός, σέ ἐξύβρισε χυδαῖα.
Τό βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας ἐπῆρε αὐτό τό ἀνδρόγυνο ὁ π. Δ. καί πῆγαν γιά ἐπίσκεψι σ᾿ ἕνα φιλικό σπίτι τοῦ κ. Ἀθανασίου Β. Κανείς δέν ἐπερίμενε ὅτι καί ἐκεῖ τό δαιμόνιο θά ταλαιπωρήσει τήν γυναῖκα ἀφάνταστα.
Ἐνῶ ἐκάθοντο στό σαλόνι ὁ π. Δ. τῆς προσέφερε νά προσκυνήσει λίγο βαμβάκι μέ τό Ἅγιο Μῦρο τῆς Παναγίας Μαλεβῆς. Κατόπιν τῆς ἔδειξε ἕνα βιβλίο, πού περιεῖχε διδαχές ἀπό τρεῖς συγχρόνους ἐναρέτους Γέροντες, ἀπό τόν π. Ἰουστῖνο Πόποβιτς Σερβίας, ἀπό τόν π. Δημήτριο Γκαγκαστάθη, ἅγιο Κληρικό τῶν ἡμερῶν μας καί ἀπό τόν π. Φιλόθεο Ζερβᾶκο. Μάλιστα τήν προέτρεψε νά ἀσπασθῆ τήν φωτογραφία τοῦ π. Δημητρίου, πού ἦτο στό ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου.
Τό δαιμόνιο ἀγρίεψε καί ἔρριξε τήν γυναῖκα ἀμέσως κάτω στό δάπεδο. Ἐφώναζε καί ἔλεγε:
-Ὄχι, ὄχι, μέ καίει. Μ᾿ ἔκαψες βρέ π.... μ᾿αὐτούς πού ἔφερες ἐδῶ. (Ἐννοοῦσε τούς τρεῖς ἁγίους κοιμηθέντας Κληρικούς μας).
-Ὁ π. Δ. ἀπήντησε στόν δαίμονα:
-Δέν σ᾿ ἔκαψα ἐγώ, διότι ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων σέ καῖνε. Προσευχήσου ἐσύ γιά μένα νά μ᾿ ἐλεήσει καί νά μέ συγχωρήσει ὁ Θεός, διότι ἔχω πολλές ἁμαρτίες. Ἐγώ εἶμαι χειρότερος ἀπό σένα καί ἄξιος αἰωνίου κολάσεως. Ὅμως μ᾿ ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ἐπειδή μετανοῶ. Μετανόησε καί σύ γιά νά σωθῆς.
-Μ᾿ ἔκαψες, βρέ........μέ τήν ταπείνωσί σου. Μ᾿ἔκαψες. Μή λέγεις τέτοια λόγια, δέν σέ ἀντέχω!...
-(Μοναχός): Μετανόησε νά σωθῆς.
-(Τό δαιμόνιο): -Ὄχι, αὐτό δέν γίνεται ποτέ.
(Μοναχός): -Σέ ἐξορκίζω στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος νά μοῦ εἰπῆς: Εἶσαι πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἤ δέν εἶσαι;
-(Δαιμόνιο): Ὅ,τι θέλω εἶμαι.
-(Μοναχός): Πιστεύεις στόν Θεό;
-Δέν ἀπαντᾶ.
-(Μοναχός): Λέγε, πιστεύεις στόν Θεό;
-(Δαιμόνιο): Πιστεύω, πιστεύω.
-(Μοναχός): Λέγε τότε τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό!
-Ὄχι, ὄχι, ποτέ ἐγώ δέν μετανοῶ. Ἐγώ εἶμαι κοσμοκράτορας καί ἔχω ὅλο τόν κόσμο στήν ἐξουσία μου. Ποτέ δέν θά μετανοήσω!
-(Μοναχός): Ἐάν δέν μετανοήσεις , θά πᾶς στήν κόλασι.
-(Δαιμονιο): Τό ξέρω ὅτι θά πάω στήν κόλασι, ἀλλά θά πάρω μαζί μου καί ὅλο τόν κόσμο.
-(Μοναχός): Ὄχι, δέν θά μπορέσεις νά τούς πάρεις, διότι οἱ καλοί Χριστιανοί μετανοοῦν καί σώζονται. Δέν ξερεις πόσοι ἄνθρωποι τρέχουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας; Δέν ξέρεις πόσοι βαπτίζονται στήν Ἀφρική καί σ᾿ ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου; Ἔχεις ἐξουσία ἐσύ νά τούς πάρεις στήν κόλασι;
-Ἄχ, ρέ Δ. ἄν εἶχα τήν δύναμι, θά σέ ξέσχιζα τώρα. (Πράγματι ἄνοιγε ἡ κοπέλλα τά χέρια της μέ σκοπό νά ἁρπάξη τόν μοναχό, ἀλλά μία ἀόρατη δύναμι ἐμπόδιζε τόν δαίμονα.
(Μοναχός): -Ἅρπαξέ με καί σχίσε με, ἄν ἔχης ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό. Ἀλλά σέ νίκησε ὁ Χριστός καί δέν ἔχεις πλέον ἐξουσία ἐπάνω στά πλάσματά Του.
-(Δαιμόνιο): Ναί, ναί, μέ νίκησε Ἐκεῖνος. Δέν ἔχω τήν δύναμι πού εἶχα πρῶτα.
-(Μοναχός): Φίλησε τό Μῦρο τῆς Παναγίας Μαλεβῆς.
-(Δαιμόνιο): Ὄχι, ὄχι.
Οὔρλιαζε καί ἔσφιγγε τό στόμα τῆς κοπέλλας. Ἄλλοτε ἔφτυνε σάν νά εἶχε γευθῆ ἀκαθαρσίες.
-(Μοναχός): Φίλησε τήν φωτογραφία τοῦ π. Ἰουστίνου.
-Ὄχι, ὄχι. Καί ἔσφιγγε δυνατά τό στόμα τῆς κοπέλλας.
-(Μοναχός): Φίλησε τήν φωτογραφία τοῦ π. Φιλοθέου Ζερβάκου.
-Οὔρλιαξε δυνατά καί ἀμέσως ἔπαυσε νά μιλᾶ.
Τήν ἄφησε ἤδη τό δαιμόνιο. Τήν ἐσήκωσαν ἐπάνω καί ὁ π. Δ. τήν ἐρώτησε:
-Πῶς ἔφυγε τό δαιμόνιο, Μ.;
-Ὅταν τό δαιμόνιο ἄκουσε τό ὄνομα τοῦ π. Φιλοθέου, αἰσθάνθηκα τήν παρουσία του πάνω στό κεφάλι μου. Μέ εὐλόγησε ὁ Παπποῦς καί ἀμέσως ὁ διάβολος μέ ἄφησε.
-Πῶς τόν αἰσθάνεσαι μέσα σου;
-Σάν ἕνα μπαλάκι, τό ὁποῖον ἄλλοτε πάει στήν καρδιά, ἄλλοτε στό στομάχι, στό σηκῶτι, στόν λαιμό, ὁπότε μέ πνίγει καί μοῦ προκαλεῖ ἀφορήτους πόνους. Ὁπουδήποτε πηγαίνει, ἀκόμη καί στ᾿ ἀπόκρυφά μου μέλη, μοῦ προκαλεῖ δριμυτάτους πόνους.
-Πῶς σέ κυριεύει τό δαιμόνιο καί γιατί μπῆκε μέσα σου;
-Ἐπιτρέπει ὁ Θεός καί μάλιστα σέ ἀνθρώπους, πού Ἐκεῖνος γνωρίζει, προκειμένου νά βοηθήσει αὐτούς καί ἄλλους στήν σωτηρία. Ὅταν πάω στήν ἐκκλησία, ὅπου ὑπάρχει πολύς κόσμος, τήν ὥρα πού θά μέ σταυρώσει ὁ ἱερεύς, θά μέ «πιάσει» ὁπωσδήποτε. Τό δαιμόνιο ἀγριεύει ἰδιαίτερα, ὅταν βλέπει νά μπαίνουν βαμμένες γυναῖκες στήν ἐκκλησία. Ὁρμᾶ νά τίς κτυπήση καί τούς λέγει μέ κακία: «Γιατί μπαίνετε ἐσεῖς στήν ἐκκλησία τοῦ Ναζωραίου, ἀφοῦ εἶσθε δικές μου; Ναί, εἶσθε δικές μου καί μή νομίζετε ὅτι εἶσθε Ἐκείνου».
Πολλές φορές ἐμπαίζει καί ἐλέγχει τούς ἱερεῖς μας λέγοντάς τους: «Ἄχ, νά ἠξέρατε τί δύναμι σᾶς ἔχει δώσει ὁ Ναζωραῖος καί ὅμως κάνετε ὅ,τι ἐγώ σᾶς συμβουλεύω».
Τώρα ἡ Μ. συνεχίζει νά μᾶς ἐξιστορεῖ πῶς μπῆκε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα μέσα της:
-Κάποιοι συγγενεῖς μου μοῦ ἔκαναν μάγια καί τώρα διέρχομαι τόν πέμπτο χρόνο, πού ὑποφέρω ἀπό τόν διάβολο. Τά μάγια αὐτά εἶναι κρυμμένα στόν τάφο τοῦ πενθεροῦ μου, γι᾿ αὐτό δέν μπορῶ νά πάω ἐκεῖ, οὔτε καί στό σπίτι του, διότι μέ βασανίζει σκληρά τό δαιμόνιο.
Ὅταν εἶμαι μέσα στό σπίτι μου, ἀναπαύομαι νά εἶμαι πάντα ξαπλωμένη στό κρεββάτι μου. Σέ ἄλλο μέρος τοῦ σπιτιοῦ μου ἐνοχλοῦμαι. Γι᾿ αὐτό τό δαιμόνιο μοῦ εἶπε πρό ἡμερῶν: «Νά, ἐγώ ἐδῶ εἶμαι», καί μοῦ ἔδειξε τό στρῶμα τοῦ κρεββατιοῦ μου.
Ὁ π. Δ. ἐπρότεινε στόν ἄνδρα της νά κάψη τό στρῶμα καί νά βάλη καινούργιο. Νά τό ραντίσει μέ Ἁγιασμό καί νά βάλη τόν Σταυρό καί ἄλλα ἁγιαστικά ἀντικείμενα κάτω ἀπό τό προσκέφαλό της. Τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τό κάνει. Βέβαια αὐτό θά εἶναι μεγάλο μαρτύριο γιά τήν γυναῖκα του, διότι θά τήν ταλαιπωρεῖ μέ σφοδρότητα τό δαιμόνιο....
Τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν ὀλιγοστεύσει οἱ ἐνοχλήσεις τοῦ δαιμονίου στήν κ. Μ. Δέν τῆς ἐπιτίθεται μέ ἐκείνη τήν σφοδρότητα καί τόσο συχνά ὅπως πρίν ἀπό 15 χρόνια. Ἡ σταδιακή θεραπεία της γίνεται μέσα στά πλαίσια τοῦ σχεδίου τῆς θείας Προνοίας. Περιττόν νά σημειώσω ὅτι ἡ κ. Μ. εἶναι εὐσεβεστάτη. Ζῆ ἀσκητικό βίο μέ νηστεῖες καί προσευχές καί ὑπομένει μέ ὑποδειγματική καρτερία τήν δοκιμασία της αὐτή. Ἔχει ὑποταχθῆ τελείως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εὐλαβεῖται τήν Ἁγία ὁσιομάρτυρα Παρασκευή, ἡ ὁποία τήν ἐνισχύει πάντοτε στά βάσανά της.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου