Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Ξετυλίγοντας τό εἰλητάριο τῶν ἀναμνήσεων

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἅγιέ μου Σπυρίδων, αὐτὲς τὶς ἡμέρες πετώντας ὡς σκύβαλα τεκμήρια τοῦ παρελθόντος μου βίου βρῆκα στὸ ἐρμάριο τῶν ἀναμνήσεών μου ἕνα πλακάκι ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ σου, αὐτοῦ ποῦ ἰσοπεδώθηκε γιὰ νὰ γίνει λεωφόρος, καὶ ἡ καρδιά μου σκίρτησε. Ὁ νοῦς μου ἀμέσως ἄρχισε νὰ ξετυλίγει τὸ εἰλητάριο τῶν ἀναμνήσεων καὶ φτερούγισε στὰ πρῶτα γυμνασιακά μου χρόνια. Τότε ποῦ συνωστιζόμενος μέσα στὸ ἀστικὸ λεωφορεῖο καὶ κατευθυνόμενος πρὸς τὰ θρανία τῆς γνώσεως προσπαθοῦσα νὰ ἐλευθερώσω τὸ χέρι μου ἀπὸ τὴ πίεση τῶν ταλαίπωρων συνεπιβατῶν μου, τῶν ἐργατῶν τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γιὰ νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας, ὅταν τὸ ὄχημα περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ μικρὸ ἀλλὰ χαριτωμένο ναό σου. Μέσα στοὺς ὁλόδροσους κήπους τῶν Σεπολίων, μεταξύ της ἐκκλησιᾶς τοῦ ἁγίου Μελετίου καὶ τῆς γέφυρας τοῦ Κηφισοῦ, ἐκεῖ ποῦ βρισκόταν τὸ νυκτερινὸ κέντρο «Ροσινιὸλ» ἔστεκε κτισμένο τὸ ἐκκλησάκι σου ἀπὸ κάποιους εὐλαβεῖς κηποκτηματίες καὶ εὐλογοῦσες ὅλους τους περαστικούς, εἴτε ἐποχούμενους εἴτε πεζοπόρους.
Δίπλα στὸ στενὸ ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο, τὸ μόνο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο τῆς περιοχῆς, τὴν ὁδὸ Δυρραχίου, μὲ τὸν μικρό σου τροῦλο πάνω στὴ δίρριχτη στέγη σου, ἤσουν σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ ἡ στάση τῶν λεωφορείων ἔφερε τὸ ὄνομά σου. Καὶ νὰ ξεχνιόμαστε καμιὰ φορᾶ νὰ σταυροκοπηθοῦμε ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς μαθητικὲς ἔννοιες καὶ ἀγωνίες ἀκούγαμε τὴ φωνὴ τοῦ εἰσπράκτορα νὰ φωνάζει: «Ἅγιος Σπυρίδων»!
Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός σου ὁ νοῦς μᾶς πετοῦσε στὴν ὄμορφη Κέρκυρα, ποῦ ἄφθαρτο στοὺς αἰῶνες θησαυρίζει τὸ τίμιο σκήνωμά σου, αὐτὸ ποῦ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχει δείξει πηγὴ ἀκένωτη θαυμάτων. Πετοῦσε ἀκόμη στὴν ἠρωϊκὴ πατρίδα σου, στὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπου μεγάλωσες, ὅπου θαυματούργησες, ὅπου κατεύθυνες σοφὰ τὸ ποίμνιό σου πρὸς τοὺς κήπους τοῦ οὐρανοῦ. Ἐκεῖ, ποῦ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο σου ὁ Γέροντας Γαβριήλ, τότε νεαρός, ὁδηγώντας ἕνα ποδήλατο καὶ προσευχόμενος διέτρεχε μὲ χαρὰ τὰ ἕξη χιλιόμετρα ποῦ τὸν χώριζαν ἀπὸ τὴ Λύση, κι’ αὐτὸ ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ κάθε τόσο. Ἦταν τότε τὰ χρόνια ποῦ τὰ ἠρωϊκὰ παλληκάρια τῆς Κύπρου μας, τῆς πατρίδος σου εἶχαν ξεσηκωθεῖ κατὰ τοῦ τύραννου κατακτητῆ. Ἦταν οἱ ἡμέρες ποῦ οἱ χριστομάρτυρες ὁδηγοῦνταν στὴν κρεμάλα κι’ ἐμεῖς μικρὰ μαθητόπουλα ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς μαζεύαμε ὑπογραφές, γιὰ νὰ τὶς στείλουμε στοὺς ἰσχυρούς της γὴς καὶ νὰ πετύχουμε τὴ σωτηρία τους. Ἦταν οἱ ἡμέρες ποῦ ὁ πατέρας ἔβγαλε τὴν πινακίδα τοῦ δρόμου τοῦ σπιτοῦ μας καὶ τοποθέτησε μὲ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια νέα ποῦ ἔγραφε: «ὁδὸς Καραολὴ καὶ Δημητρίου». Ἦταν οἱ ἡμέρες ποῦ ὁ χρυσαετὸς τῆς Λύσης, τῆς πατρίδας τοῦ Γέροντα Γαβριήλ, γινόταν ὁλοκαύτωμα στὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρά. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες διάλεξε καὶ μιὰ μεγάλη μπουλντόζα νὰ ἰσοπεδώσει τὸ μικρὸ ναΰδριό σου στὰ Σεπόλια, γιὰ νὰ διαπλατυνθεῖ ὁ δρόμος καὶ νὰ γίνει λεωφόρος.
Ὅταν εἶδα τὸ βαρὺ μηχάνημα νὰ γκρεμίζει τὴν ἐκκλησιά σου, ἅγιέ μου Σπυρίδων, νόμιζα ὅτι ἰσοπέδωνε ὅ,τι εἶχα μέσα στὴν καρδιά μου. Γιατί νὰ τὸ κάνουν οἱ μπουλτόζες, εἶπα μέσα μου μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση; Γιατί νὰ τὸ ἐπιτρέψουν οἱ ἁρμόδιοι, ἀφοῦ ὑπῆρχε χῶρος γιὰ ἐπέκταση τῆς λεωφόρου στὴν ἀπέναντι μεριά; Ἔτσι εὔκολα κατεδαφίζουν ἐκκλησιές; Δὲν σὲ σεβάστηκαν, ἅγιέ μου, ἄφησαν ἀνοχύρωτο τὸ σπιτάκι σου!
Ἡ καρδιά μου πῆγε νὰ σπάσει ὅταν ἀντικρυσα τὸ θέαμα. Δὲν ὑπολόγισα τὸ χάσιμο τοῦ μαθήματος καὶ τὴν ἀπουσία στὸ σχολεῖο καὶ κατέβηκα στὴν ἑπόμενη στάση. Γύρισα πίσω καὶ ἔκανα βόλτα κλαίγονας στὰ χαλάσματα. Ἕνα πικρὸ γιατί ἔβγαινε ἀπὸ τὰ παιδικά μου σώβαθα. Περιεργαζόμουν τὰ χαλάσματα καὶ σὲ ἔφερνα στὸ νοῦ μου, ἅγιέ μου Σπυρίδων. Τὸ δικό σου ναὸ γκρέμισαν, ἐσένα ποῦ προασπίστηκες τὴν Ἁγία Τριάδα, καὶ μὲ ἁπλὸ τρόπο θεολόγησες τὸ τρισυπόστατό Της! Ἐσένα γκρέμισαν τὸ ναό, ποῦ μίλησες στὴ νεκρὴ κόρη σου, τὴν Εἰρήνη, καὶ μετέβαλες σὲ χρυσάφι τὸ φίδι!
Ὅταν συνῆλθα ἀπὸ τὸ ἀναπάντεχο κακὸ βρῆκα μπροστά μου ἕνα πλακάκι, ἀπὸ τὸ δάπεδο τῆς ἐκκλησιᾶς. Ἔσκυψα καὶ τὸ περιμάζεψα μὲ εὐλάβεια. Τὸ ἀκούμπησα στὸ στῆθος μου καὶ βγάζοντας ἕνα βαρὺ ἀναστεναγμὸ τὸ ἕσφιξα στὸν κόρφο μου λέγοντας: «Ἅγιέ μου Σπυρίδων, δὲν θὰ λησμονήσω τὴν ὕπαρξη ἐδῶ της ἐκκλησιᾶς σου. Θὰ συνεχίσω νὰ σταυροκοπιοῦμαι κάθε φορᾶ ποὺ θὰ περνῶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ θὰ ἐπικαλοῦμαι τὸ ἅγιο ὄνομά σου»!
Τώρα, μετὰ παρέλευση μισοῦ καὶ πλέον αἰώνα βρῆκα στὸ ἐρμάριο τοῦ πατρικοῦ μου σπιτιοῦ τὸ πλακάκι τοῦ δαπέδου σου καὶ συγκινήθηκα. Ὁ νοῦς μου γύρισε στὰ περασμένα. Ἑξακολουθῶ νὰ τὸ φυλάω σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ μένα θὰ ξεχαστεῖ. Κανένας δὲ θυμᾶται σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὺς «παλιοὺς» τὸ ἐκκλησάκι σου. Ἡ πολύβουη λεωφόρος ἔχει γεμίσει ἀπὸ πολυκατοικίες καὶ στὸν ἄλλοτε περιχωρὸ τοῦ μάντρες αὐτοκινήτων καὶ βιτρίνες προβάλλουν τὰ ἐμπορεύματά τους. Ἡ λήθη σκέπασε τὸ ἐκκλησάκι σου. Ὄχι ὅμως καὶ ἡ καρδιά μου. Αὐτὴ θὰ σὲ μεγαλύνει, ἅγιέ μου Σπυρίδων, ὅσο ζῶ καὶ ὑπάρχω. Στεῖλέ μου τὴν εὐχή σου.