Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Η ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΑΠΛΟΤΗΤΑ (Φ. Κόντογλου)

Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο άρθρο του Κόντογλου στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, στις 22 Φεβρουαρίου του 1948, με τίτλο «Η ειρηνική απλότητα». Με αυτό άρχισε μια συνεργασία, που συνεχίστηκε με την μόνιμη στήλη «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ» για 17 ολόκληρα χρόνια.
Το τελευταίο άρθρο δημοσιεύτηκε στις 13 Ιουνίου 1965, ακριβώς ένα μήνα πριν από το θάνατο του Κόντογλου, με τίτλο «Ο φθόνος και η αχαριστία»! Όπως φαίνεται από τους τίτλους, τα άρθρα αυτά αποτελούν και την βιωματική εξιστόρηση της ζωής του. Ο Κοντογλου αυτοσυστήνεται στον αναγνώστη με το πρώτο του άρθρο με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. «Τα δύο πράγματα που αγάπησα στον κόσμο, είναι η ευλάβεια της ορθοδοξίας κι η θάλασσα». Και πάνω απ’ όλα η απλότητα. Ο ακρογωνιαίος λίθος της ύπαρξής του. Απλότητα στην έκφραση, απλότητα στη σκέψη, απλότητα στη συμπεριφορά, απλότητα στη διάνοια, στην ψυχή και στην καρδιά. Απλότητα που ταυτίζεται με την αλήθεια, που είναι πάντοτε απλή.
Πέρα από αυτά όμως ο Κόντογλου είναι και προφητικός …
«Και για να ξεκουραστούμε ακόμα οι δυστυχείς, κάνουμε κάποιες άλλες δουλειές, που τις λέμε «ψυχαγωγία» και που είναι και κείνες κουραστικές, ταραγμένες, πονηρές και άσπλαχνες». «Τα απλά βιβλία είναι σαν ένα πέλαγο αφρισμένο, που το χαίρεσαι κι ας σε φοβερίζει να σε καταπιεί, κι όχι σαν τα χημικά εκείνα δηλητήρια που βγαίνουνε λες από κάποιο εργαστήριο καταχθόνιο»! Δεν έχει δίκιο;
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - Η ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΑΠΛΟΤΗΤΑ
Άρθρο του Φ. Κόντογλου στην ''ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ'' - 22 Φεβρουαρίου 1948
Μπορεί να έχω λάθος, μα απ’ όσο κατάλαβα ο άνθρωπος είναι πιο ευτυχισμένος και ειρηνεμένος, όταν καταγίνεται με απλά πράγματα κι όχι με περίπλοκα και νευρικά, τουλάχιστον τις ώρες που θέλει να ξεκουραστεί. «Καρδίας ησυχαζούσης, το πρόσωπον θάλλει».
Σήμερα δε φτάνει πως η ζωή μας είναι άγρια και νευρική, με τις μηχανές και τα σίδερα που βροντάνε γύρω μας, παρά και για να ξεκουραστούμε ακόμα οι δυστυχείς, κάνουμε κάποιες άλλες δουλειές, που τις λέμε «ψυχαγωγία» και που είναι και κείνες κουραστικές, ταραγμένες, πονηρές και άσπλαχνες. Η τέχνη που τη βρήκε ο άνθρωπος για να ξεκουράζεται, έγινε κι αυτή επιστημονική στις μέρες μας, μια σκοτεινή αριθμητική γεμάτη προβλήματα. Κι όταν πάγει κανένας στο σπίτι του για να ξεκουραστεί και ποθήσει να ησυχάσει και να μερέψει λίγο η ψυχή του, κάθεται και διαβάζει κάποια βιβλία που είναι γεμάτα ψυχολογίες μπερδεμένες, κάτι δαιμονικά παραμιλήματα εκφυλισμένων ανθρώπων, βιογραφίες διαφόρων διασήμων υποκριτών ή φιλοσοφίες παγωμένες σαν τους κρατήρες του φεγγαριού. Κι αντί να βρει ξεκούραση, φορτώνεται και με άλλα βάσανα και με έγνοιες αβάσταχτες.
Ο Χριστός μας είπε να γίνουμε απλοί κι απονήρευτοι σαν τα παιδιά, για να μπούμε στη βασιλεία του Θεού εκεί που βρίσκεται η κάθε μακαριότητα. Τουλάχιστον οι χαρές μας ας είναι αθώες σαν των παιδιών και θα είναι πιο αληθινές και πιο φυσικές από τις φαρμακερές ικανοποιήσεις, που ζητάμε μέσα σε τέτοια βιβλία ή στα λογής λογής διαβάσματα.
Ανάμεσα στ’ άλλα γραψίματα θαρρώ πως τα πιο φχάριστα και τα πιο κατευναστικά, είναι τα ταξίδια. Γιατί, τις πιο πολλές φορές, δεν είναι γραμμένα από λογοτέχνες, ούτε από φιλόσοφους, αλλά είναι γραμμένα από ανθρώπους που γράφουνε δίχως καμιά τέχνη και για τούτο η απλότητά τους αναπαύει τον άνθρωπο και του δίνει κάποια αθώα χαρά, που τον ζεσταίνει και τον παρηγορά στην άχαρη ζωή του. Αυτά δεν τα συστήνω σαν κάποιο αφιόνισμα για να αποκομίζεται η ενέργεια της ψυχής, αλλά ίσια σαν κάποιο πιοτό καθαρό, που δίνει όρεξη για τη ζωή. Ακόμα και σαν βάζουνε στη διήγησή τους κάποια σκληρά περιστατικά και κείνα ακόμα δεν έχουνε αυτή την ψυχρή αγριάδα και την στεγνή την απελπισία που βγαίνουνε από τ’ άλλα τα βιβλία που είπαμε πρωτύτερα. Παρά είναι σαν ένα πέλαγο αφρισμένο, που το χαίρεσαι κι ας σε φοβερίζει να σε καταπιεί, κι όχι σαν τα χημικά εκείνα δηλητήρια που βγαίνουνε λες από κάποιο εργαστήριο καταχθόνιο!
Αυτό είναι το μυστικό που έχουνε τούτα τα απλά βιβλία – να μας γίνουνται οικεία κι αγαπημένα, σα να είναι βγαλμένα από τη δική μας την καρδιά και γραμμένα από το δικό μας χέρι. Μονάχα η ταπεινοί άνθρωποι γράφουνε τέτοια ταπεινά κι αληθινά έργα, γιατί γράφουνε απροσποίητα και απροσπάθηστα, δίχως να δίνουνε σημασία στον εαυτό τους κι ούτε πολύ πολύ σ΄ εκείνο που γράφουνε, χωρίς να φοβερίζουνε κανέναν με βαθυστόχαστες και με σατανικές αλχημείες και χωρίς να φοβούνται κανέναν, γιατί δεν πάνε ν’ αποχτήσουνε δάφνες και πατάνες κι ούτε κάνουνε κοσμοθεωρίες. Αυτοί δε ζητάνε να τους δοξάσει κανένας, σαν τους αποθεωμένους ανθρώπους, που γράφουνε τα βαθυστόχαστα και τρομερά έργα, τα οποία κανονίζουνε την πορεία της ανθρωπότητας ανά τους αιώνας. Αλλά ας σταματήσω ως εδώ κι ας μην πάγω παραπέρα, γιατί κοντεύω να γίνω κι εγώ βαθυστόχαστος.
Τούτες τις μέρες που ήρθε στον τόπο μας το κρύο και χιονίζει στα βουνά, φέρνω στο νού μου λογιών λογιών ιστορίες από ταξίδια στα βορεινά μέρη, που μου τις είπανε κάποιοι καπεταναίοι, με το στόμα ή με το γράψιμο. Οι πιο παλιοί είναι οι πιο καλοί. Διαβάζοντάς τες, θαρρείς πως κουβεντιάζεις μαζί τους. Ούτε βιάζουνται, ούτε νευριάζουνε. Εσύ κάθεσαι στα ζεστά κι αυτοί λένε, κι εσύ ακούς και δεν τους κακοφαίνεται πως εσύ είσαι στο ραχάτι σου, τη ώρα που αυτοί οι κακόμοιροι βρίσκουνται μέσα στις αγριεμμένες θάλασσες και χαροπαλεύουνε.
Θα αρχίσω λοιπόν από μια φουρτούνα που την έγραψε στο χαρτί με το χέρι του ο καπετάν Αγγελής Σόνιος, λίγος στα γράμματα, πλην άνθρωπος με φόβο Θεού, αληθινός Χριστιανός. Χίλιες δόξες να’ χει ο Χριστός που μου χάρισε ένα τέτοιο βασιλικό δώρο, δηλαδή τα χαρτιά πού ‘γραψε ο καπετάν Αγγελής και που ευωδιάζουνε από τα δύο πράγματα που αγάπησα στον κόσμο, από την ευλάβεια της ορθοδοξίας και από τη θάλασσα.
Το χέρι του που χοντροπέτσιασε από τη λαγουδέρα (1), ώ του θαύματος! Κρατά «κάλαμον γραμματέως οξυγράφου». Καραβοκύρης Έλληνας και Χριστιανός ορθόδοξος, πάλευε με τη Μαύρη Θάλασσα με την ¨Άσπρη Θάλασσα από μούτσος ίσαμε που γίνηκε γέρος, λίγο πριν συγχωρεθεί, ενενήντα εννιά χρονών, σαν πατριάρχης πλήρης ημερών.
Πολλοί θα πούνε πως γράφω συναξάρια. Γιατί η στέρφα η καρδιά τους δεν παραδέχεται το απλό αίσθημα που βγαίνει από τις ίσιες ψυχές. Γιατί αυτοί θέλουνε ρητορείες, λόγια κούφια που αστράφτουνε στον ήλιο σαν τους τενεκέδες που γυαλίζουνε στους σκουπιδότοπους. Δε βαρεθήκανε τούτη την ανάλατη ζωή, αυτά τα κύμβαλα της βαθυστόχαστης ανοησίας!
Αφήστε σας παρακαλώ την καρδιά σας λεύτερη, να δροσιστεί από τον αρμυρόν αγέρα του πελάγου, Βγάλετε από πάνω σας τα χαρχάλια που φορτωθήκατε θεληματικά για να φαινόσαστε άνθρωποι σπουδασμένοι και σοβαροί. Μην σας πειράζουνε τα απλά τα πράγματα, τα καθαρά, τα απονήρευτα, Αγαπήστε τα, γιατί είναι σαν τα βότανα που μας γιατρεύουνε, επειδή οι ψυχές μας είναι άρρωστες.
Την άλλη Κυριακή, που θα σας μιλά ο καπετάν Αγγελής θα δώσετε δίκιο σ’ αυτά που σας λέγω και θα θέλετε να ακούτε ολοένα και περισσότερα.
«Γεύσασθε και ίδατε»