«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Μέσα στά μισοσκότεινα, μικρά καί χαμηλά κελλάκια τῆς Μονῆς Διονυσίου, σχεδόν στά ὑπόγειά της, ἀνέκαθεν κατοικοῦσαν μεγάλοι ἐραστές τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεταβάλει τό ἀπέριττο κελλί τους σέ ἀσκητική παλαίστρα. Μιά δωδεκάδα ἅγιοι ἱεράρχες, ὅσιοι καί ὁσιομάρτυρες σεμνύνουν τήν ἱερά Μετάνοιά τους μέ τά στέφανα τῶν ἐνθέων ἀρετῶν τους καί προβάλλουν στόν κάθε προσκυνητή ὡς πρότυπα πνευματικῆς τελειώσεως καί ὁσιακοῦ βίου.
Καί σήμερα ἀκόμη στό φημισμένο τοῦτο ἀσκητικό Μοναστήρι, κρύφθηκαν γιά πολλά χρόνια εὐλογημένς Ψυχές πού ἐδόξασαν μέ ἀληθινή μετάνοια τόν ἀγαπημένο Νυμφίο τους Χριστό καί ἔγιναν γιά ὅλους μας θερμοί ἱκέτες γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας.
Μιά τέτοια ὁσιακή μορφή ἦταν καί ὁ Γέροντας Δαβίδ Διονυσιάτης. Ἁπλός σάν μικρό παιδί, ἄκακος, ταπεινός, γλυκύς στούς τρόπους καί τό πρόσωπο. Μιά ἀγγελική ψυχή!
Ἦταν σχεδόν ἄγνωστος στόν πολύ κόσμο. Μά καί νά ἤθελες νά τόν βρῆς ἔπρεπε μέ ὁδηγό νά φθάσης στό κελλί του. Καί ποιός νά ἦταν ὁ καλός ὁδηγός; Ὁ νοσοκόμος του, ὁ Γέρο-Θεόκτιστος.
-Ἔεε! Καλογέρι, ποῦ θέλεις νά πᾶς, ποιόν ζητᾶς;
-Θέλω νά ἐπισκεφθῶ καί γνωρίσω τόν Γέρο-Δαβίδ.
-Ἔλα μαζί μου θά σέ πάω ἐγώ. Εἶμαι ὁ νοσοκόμος του.
-Πάτερ Θεόκτιστε, τ᾿ ἀγαπᾶς τά γεροντάκια;
-Τ᾿ ἀγαπάω καί μ᾿ ἀγαπᾶνε. Τούς ἐσυνήθισα, δέν μέ κουράζουν. Βλέπεις ἐδῶ; Ἐδῶ ἦταν τό κελλί τοῦ Ὁσίου Λεοντίου τοῦ Μυροβλύτου. Εἶχε στό βάθος μιά μικρή πόρτα καί συγκοινωνοῦσε μέ τήν σπηλιά, πού εἶναι κάτω στό "Δοχειό".
-Ποῦ εἶναι τό δικό σας κελλί, π. Θεόκτιστε;
-Ἄαα! Ἐγώ ἔχω τό κελλί τοῦ ἁγίου Νήφωνος τοῦ Βουρδουνάρη, πού ἔκανε πρίν καί πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μεγάλη εὐλογία, παιδί μου, μεγάλη εὐλογία. Ἔλα κοντά, ἔλα μαζί μου νά προσκυνήσης τόν τόπο, πού στάθηκε ὁ Χριστός καί εὐλόγησε τόν Ἅγιο, ὅταν προσευχόταν. Πράγματι στόν τοῖχο τοῦ κελλιοῦ του ἔχει ἁγιογραφηθῆ ὁλόσωμος ὁ Χριστός καί μπροστά Του εἶναι ἕνα καντηλάκι, πού τό ἀνάβει μέ εὐλάβεια καί τιμή καθημερινά ὁ π. Θεόκτιστος.
Προχωροῦμε μέσα σέ μισοσκότεινους δαιδαλώδεις διαδρόμους, συναντᾶμε κελλία, παρεκκλήσια, ἀνεβοκατεβαίνουμε σκάλες καί φθάνουμε στόν ποθούμενο ἐραστή τ᾿ οὐρανοῦ.
-Ἔεε πάτερ Δαβίδ, ἕνα Καλογέρι ἀπό τήν Γρηγορίου σέ θέλει.
-Ἐλᾶτε μέσα, ἐλᾶτε, ἀκούσθηκε ἡ γλυκειά καί ταπεινή φωνή του.
-Εὐλόγησον, Γέροντα, τήν εὐχήν σου.
-Δέν εἶμαι παπᾶς, ὄχι τό χέρι. Μόνο στούς παπᾶδες νά φιλᾶτε τό χέρι.
Ἦταν καθισμένος στό ξυλοκρέββατό του. Χειμώνας καιρός. Τό κρῦο ἐρχόταν τσουχτερό ἀπό τόν Ἄθωνα. Ὁ Γέρο-Δαβίδ, τυλιγμένος ὄχι μέ ροῦχα, ἀλλά μέ κομμάτια ἀπό ροῦχα, ἀντιμετώπιζε καρτερικά τόν σκληρό χειμερινό ἐπισκέπτη. Τά πόδια του εἶχε τυλίξει μέ κάτι χονδρές κάλτσες πού ἔμοιαζαν μέ μεγάλες μπότες. Τίς εἶχε ράψει ὁ ἴδιος ἀπό διάφορα ἀλλά κομμάτια, κυρίως ἀπό φανέλλες καί ἔφθαναν μέχρι τό γόνατο.
Ἡ πρώτη ματιά μου στό κελλί του προκαλοῦσε μόνο θαυμασμό καί συγκίνησι. Εἶναι δυνατόν νά κατοικῆ ἐδῶ ἄνθρωπος; Χωρίς ἀρκετό ἡλιακό φῶς, χωρίς τήν παραμικρή ἄνεσι χώρου, χωρίς τήν στοιχειώδη καθαριότητα... Τίποτε τό καινούργιο, τό πολιτισμένο. Ὅλα εἶχαν τήν μυρουδιά τοῦ θανάτου καί μόνο ὁ Γέροντας εἶχε τήν εὐωδία τῆς ἀναστημένης ἐν Χριστῶ ζωῆς καί ἐφώτιζε μέ τό λαμπρό του πρόσωπο τήν γύρω του ἀπελπισία.
-Καί τώρα τί κάνετε, πάτερ Δαβίδ;
-Τώρα κάνω κομποσχοίνι γιά ὅλο τόν κόσμο. Καί λέω. "Κύριε, σῶσε, ὅλα τά ἔθνη, φώτισε τούς ἐχθρούς Σου νά σ᾿ ἀγαπήσουν. Στεῖλε τήν Χάρι Σου νά ἔλθη ἡ ἑνότης στόν κόσμο". Ὅλοι περνᾶνε ἀπό τό στόμα μου. Φωνάζω καί τούς Μάρτυρες, τού Ὁσίους καί ἰδιαίτερα τήν Παναγία μας.
-Πάτερ Δαβίδ, θά σωθοῦμε;
-Γιατί μέ ρωτᾶς; Μέ πειράζεις; Ἀφοῦ θά σωθοῦν πολλοί ἀπό τόν κόσμο, δέν θά σωθῆ ὁ Καλόγερος; Θά ᾿ρθῆ καιρός, πού θά γίνουμε, παιδί μου, μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.
-Πάτερ Δαβίδ, ποῦ γεννήθηκες; Εἶσαι χρόνια ἐδῶ;
-Γεννήθηκα στό χωριό Κτιστάδες τῆς Ἄρτης τό 1889. Τό κοσμικό μου ὄνομα ἦταν Δῆμος. Εἴμασταν τρία ἀδέλφια. Οἱ γονεῖς μου μέ μάθανε νά πηγαίνω στήν ἐκκλησία, νά προσεύχωμαι καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα ν᾿ ἀγαπῶ τόν Θεό. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν πέντε ἐτῶν, εἶδα ἐξαίσια καί παράδοξα πράγματα στόν οὐρανό. Εἶδα ν᾿ ἀνοίγη ὁ οὐρανός καί μέσα σέ ἀπερίγραπτη δόξα ἀντίκρυσα μέ φόβο καί ἔκστασι ὅλα τά Τάγματα τῶν Ἀγγέλων, τῶν Ἁγίων καί ὕστερα τόν Ἴδιο τόν Θεό ἐπάνω στόν θρόνο Του.
Ἄλλη φορά, θυμᾶμαι, θά ἤμουνα γύρω στά 16 χρόνια, εἶδα ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μου θαυμάσιες θεϊκές ἀποκαλύψεις, τίς ὁποῖες, ὅταν κάποτε θέλησα νά τίς διηγηθῶ σέ κάποιον κοσμικό ἄνθρωπο βουβάθηκα ἐπί μισή ὥρα. Δέθηκε ἡ γλῶσσα μου. Δέν ξέρω πῶς ἔγινε αὐτό καί μετά ἀπό μισή ὥρα λύθηκε πάλι καί κατάλαβα ὅτι αὐτά δέν πρέπει νά τά διηγηθῶ σέ κανέναν. Γι᾿ αὐτό οὔτε καί σέ σένα θά εἰπῶ τίποτε.
Πολλές φορές μέ πείραξε ὁ διάβολος, ὅταν ἤμουνα κοσμικός, ἀλλά δέν τόν φοβόμουνα. Πιανόμασταν στά χέρια καί ὅταν φώναζα τήν Παναγία σέ βοήθεια ἤ ἔκανα τόν σταυρό μου, ἐξαφανιζόταν ἀπό μπροστά μου ὁ καταραμένος. Κάποτε παρουσιάσθηκε σάν δράκοντας καί χωρίς νά τόν φοβηθῶ, τόν ἔπιασα ἀπό τήν οὐρά καί τόν πέταξα μακριά.
-Πότε ἔγινες Καλόγηρος καί τί σοῦ συνέβη γιά νά τό ἀποφασίσης;
-Ἐγώ, παιδί μου, ἤθελα νά γίνω Καλόγερος ἀπό μικρός, ἀλλά δέν μ᾿ ἄφηναν οἱ γονεῖς μου. Μέ πάντρεψαν λοιπόν, καί ἀπέκτησα δύο παιδιά. Τό 1955 σέ ἡλικία 66 ἐτῶν ἦλθα γιά Καλόγερος στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.
-Καί πῶς σοῦ ἔκανε καρδιά ν᾿ ἀφήσης τήν οἰκογένειά σου;
-Ἄχ, παιδί μου, μ᾿ ἔτρωγε μέσα μου ὁ θεῖος πόθος. Ὁ πόθος γιά τόν Χριστό, γιά τήν μοναχική ζωή. Ἔτσι ἄφησα γυναίκα, παιδιά, περιουσίες, νυφάδες καί ἐγγόνια καί ἦλθα νά προσφέρω στόν Κύριο τά γεράματά μου, ἀφοῦ δέν ἠμπόρεσα νά δώσω τά νειᾶτα μου.
-Ἔμεινες στήν Μονή Γρηγορίου πολύ καιρό;
-Ἐκεῖ ἔμεινα ὀκτώ μῆνες καί γιά κάποιο λόγο ἔφυγα καί ἦλθα στήν Διονυσίου. Ἀλλά ὁ ἡγούμενος τῆς Γρηγορίου ἦταν καλός. Τόν ἔλεγαν Βησσαρίωνα. Αὐτός μ᾿ ἔμαθε πῶς νά κάνω τόν Κανόνα τῆς προσευχῆς μου. Νά ἔτσι: τρία κομποσχοίνια τοῦ Χριστοῦ, ἕνα τῆς Παναγίας μέχρι νά συμπληρωθοῦν δώδεκα. Μετά κάνω ἐδῶ πού εἶμαι ἕνα γιά τόν Τίμιο Πρόδρομο, ἕνα γιά τόν ἅγιο Νήφωνα καί μετά ὅσα ἄλλα θέλω. Μοὖχε δώσει καί διακόνημα. Ἤμουνα κτίστης καί καλός κτίστης. Μοῦ ἄρεσε ἡ ὑπακοή. Ὅπου μ᾿ ἔστελλαν, ἔλεγα: Νἆναι εὐλογημένο. Διότι μοῦ εἶπαν ὅταν ἐπῆγα ἐκεῖ, ὅτι μόνο δύο λέξεις νά λέω: "Εὐλόγησον" καί "νἆναι εὐλογημένον". Ἔνοιωθα χαρά καί εὐχαρίστησι νά κάνω τό καλό γιά τούς ἄλλους.
Τήν σύντομη περίοδο τῆς δοκιμῆς του στήν Μονή μας ἀξιώθηκε ὁ Δόκιμος Δῆμος νά ἰδῆ ἐν ὁράματι σέ ὧρες ἀγρυπνίας τόν Ἅγιο Νικόλαο. Βγῆκε ὁ Ἅγιος ἀπό τήν Ὡραία Πύλη ντυμένος στά ἀρχιερατικά του καί κρατοῦσε στό ἕνα χέρι του μυροδοχεῖο καί στό δεξιό του ἕνα Σταυρό. Περιερχόταν ὅλους τούς Μοναχούς καί τούς ἔρανε μέ τό ἅγιο Μῦρο.
Ἐνόμισε ὁ ἁπλούστατος Δῆμος ὅτι εἶδαν τόν Προστάτη τους ἅγιο Νικόλαο ὅλοι οἱ Πατέρες. Ἔτρεξε ἀμέσως στόν Γέροντα π. Βησσαρίωνα καί τόν ρώτησε:
-Εἶδες Γέροντα, τόν Παπποῦ μας, ὅπως τόν εἶδαν καί οἱ ἄλλοι μοναχοί μέσα στήν ἐκκλησία;
Ὁ Γέροντάς του σιωποῦσε. Εἶχε καταλάβει ὁτι ὁ Γέρο-Δῆμος εἶδε ὅραμα...
-Ἐδῶ σάν Καλόγερος εἶχες πειρασμούς ἀπό τόν διάβολο;
-Ναί, πολλές φορές καί τώρα μέ πειράζει. Δέν ἡσυχάζει. Ἐκεῖνος τήν δουλειά του κι ἐγώ τήν δική μου.
Κάποτε τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἦλθε νά μέ ταράξη. Ἀμέσως τόν πιάνω κι ἐγώ καί τοὔσπασα τό κεφάλι μέ τίς γροθιές. Φοβήθηκε κι ἔφυγε. Ἔλεγα, βλέπεις, καί τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...".
Ἄλλοτε πάλι θυμᾶμαι, τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, παρουσιάσθηκε μπροστά μου ἕνας λαμπρός νέος. Κατάλαβα ὅτι ἦταν ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Εἶχε τό κεφάλι του χαμηλωμένο. Ἐγώ προσευχόμουν κι αὐτός στεκόταν σεμνά ἀπέναντί μου. Δέν μοῦ μίλησε, οὔτε τοῦ μίλησα. Μετά ξαφνικά πέταξε ψηλά καί τότε ἐγώ σηκώνοντας τά μάτια μου εἶδα ἕνα πλῆθος ἀπό λευκοφορεμένους ἀγγέλους νά ψάλλουν στόν οὐρανό.
Μιά ἄλλη φορά ἦλθε ὁ σατανᾶς μέ τήν μορφή ἀγρίου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλο ἀνάστημα. Μ᾿ ἅρπαξε καί μέ τραβοῦσε γιά τόν γκρεμό. Φώναζα σέ βοήθεια τόν Χριστό, τούς Ἁγίους... καί καθώς ἔπεφτα, μ᾿ ἔπιασε ὁ Τίμιος Πρόδρομος στήν ἀγκαλιά του καί μέ κατέβασε μαλακά κάτω στήν κοιλάδα. Κι ἐγώ δοξάζοντας τόν ἅγιο Πρόδρομο, ἦλθα στό Μετόχι μας.
Μιά ἄλλη φορά ἦλθε στό κελλί μου. Μοῦ ἔτριζε τά δόντια καί μ᾿ ἀπειλοῦσε, λέγοντας. Ἄχ, τί νά σοῦ κάνω. Δέν μπορῶ νά σοῦ κάνω τίποτε, γιατί φορᾶς αὐτό τό σχοινί στόν λαιμό σου. (Εἶχα βλέπεις τόν σταυρό μου).
Δόξα σοι, ὁ Θεός. Ἀλλά καί πρό καιροῦ, τήν ὥρα πού ἀνέβαινα τίς σκάλες γιά νά πάω στήν ἐκκλησία, παρουσιάσθηκε μπροστά μου μέ τήν μορφή ἑνός γιγαντόσωμου μοναχοῦ καί μ᾿ ἐμπόδιζε νά προχωρήσω. Μάλιστα μοῦ ἅπλωνε τό χέρι νά τοῦ τό φιλήσω. Ἐγώ ὅμως κατάλαβα ὅτι ἦταν ὁ διάβολος. Ἔσκυψα καί πέρασα κάτω ἀπό τό χέρι του.
-Πάτερ Δαβίδ, ἐδῶ βλέπω στό δωμάτιό σου νά ἔχης κρεμάσει παντοῦ σταυρούς. Τί συμβαίνει;
-Ἄαα! Τί νά σοῦ εἰπῶ! Βρῆκα αὐτό τό κόλπο καί λυτρώθηκα. Ἔρχεται ἐκεῖνος καί μέ πειράζει. Δέν μέ ἄφηνε σέ ἡσυχία. Τώρα δόξα σοι ὁ Θεός, ἐκρέμασα τούς σταυρούς αὐτούς καί ἀναπαύθηκα. Στήν ἀρχή ἐρχόταν ἀπό τήν πόρτα. Κολλάω ἐκεῖ ἕνα σταυρό. Μετά φανερωνόταν ἀπό τούς τοίχους, κολλάω κι ἐκεῖ σταυρούς, τό ἴδιο καί στά παράθυρα. Μετά ἐρχόταν ἀπό τό νταβάνι. Τί νά κάνω; Ἐκρέμασα σταυρούς μέ κλωστή, νά κρέμωνται στόν ἀέρα γιά νά διώχνουν τά ἐναέρια πνεύματα. Καί παντοῦ ἔχω βάλει. Τώρα δέν ἔχει ἀπό ποῦ νά περάση!
Ἐθαύμαζα τήν σοφία καί τήν πρωτότυπη ἁπλότητά του. Τόν καμάρωνε ἡ ψυχή μου καί δέν ἐχόρταινα νά τόν κυττάζω. Αὐτός ἦταν πολύ ἀμέριμνος, ἥσυχος, εἰρηνικός καί χαρούμενος διότι μέ αὐτό τό "κόλπο" του κατώρθωσε μέ ἐπιτυχία νά διώχνη τά δαιμόνια.
Ἴσως ἐρωτήσει κάποιος. Πού τούς βρῆκε τόσους σταυρούς; Δέν τούς ἀγόραζε. Ἕνωνε δύο ξύλα μ᾿ ἕνα σύρμα στήν μέση καί ἦταν ἕτοιμοι. Κομμάτια λωρίδες ἀπό χαρτοσακκοῦλες, ἀπό χαρτόνια, ἀπό παλαιές λαμαρίνες, ὅ,τι δήποτε εὕρισκε μπροστά του ἔφτειαχνε τά πολύτιμα ὅπλα του γιά νά πολεμήση τόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς του. Καί πάλι τόν ρώτησα:
-Τώρα Γέροντα, δέν ἔχεις πειρασμούς;
-Τώρα ἔρχεται καί μέ πειράζει κάτω ἀπό τίς φτέρνες, στά πόδια. Ὅταν πάω νά ξαπλώσω μέ τραβάει ἀπό τά πόδια. Τότε σηκώνομαι κι ἐγώ κι ἀρχίζω τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ στίς φτέρνες μέ τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ..." καί τότε φεύγει. Ἄμα ξανάρθη, ἐγώ τά ἴδια. Δέν γίνεται ἐκεῖ νά σημειώσω παντοτεινά σταυρό, διότι εἶναι ἁμαρτία.
Καί μέ τήν μακάρια ἁπλότητά του ἄρχιζε μπροστά μου νά σταυρώνη τίς πτέρνες του καί νά μοῦ δείχνη πῶς νικάει τόν ἀντίπαλο. Χαμογελαστός σάν μικρό παιδί, καθόταν καί μοῦ τά ἔλεγε, μακριά ἀπό κενοδοξίες καί ἐπάρσεις, γιατί εἶχε ντυθῆ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
-Γιατί, πάτερ Δαβίδ, δέν παρουσιάζεται καί σ᾿ ἐμᾶς ὁ διάβολος;
-Καί σέ σᾶς παρουσιάζεται, ἀλλά δέν τόν βλέπετε. Ἄμα ἔχη ὁ ἄνθρωπος πάθη, κακίες, ἁμαρτίες, ἔχει μέσα στήν καρδιά του καί στό μυαλό του τόν διάβολο. Γιατί αὐτός κάνει ὅλα αὐτά τά πράγματα καί ἡ κακή προαίρεσις τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός, μωρέ παιδί μου, παρουσιάζεται μόνο στούς πράους καί ταπεινούς. Ξέρεις, αὐτούς τούς φοβᾶται, ἀλλά δέν μπορεῖ νά τούς κάνη τίποτε, διότι εἶναι μέ τόν Χριστό.
-Ἐμεῖς οἱ κοινοβιάτες μοναχοί, πῶς θά προκόψουμε στήν ἀρετή;
-Καλά δέν ξέρεις ἀκόμη; Δέν ἔμαθες τίποτε μέχρι τώρα; Ἄκου: Ὑπακοή καί ἀγάπη. Ἡ ὑπακοή σοῦ χαρίζει εἰρήνη, χαρά καί πόθο γιά τόν Χριστό καί ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μεγάλο πρᾶγμα. Μ᾿ αὐτήν πᾶς ὄρθιος στόν Παράδεισο. Σοῦ συγχωράει ὅλα τά ἁμαρτήματα. Στά συγχωράει ὁ Θεός. Κατάλαβες; Κακό μεγάλο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Πώ, πώ, πόσο τήν ἀποστρέφεται ὁ Θεός! Ὄχι σάν τόν Φαρισαῖο, πού ἔλεγε: "Ἐγώ δίνω καί δίνω...γιατί τό βραβεῖο τό πῆρε ἐκεῖνος πού κτύπαγε τά στήθια...
Τώρα, νά, ἕνα πορτοκάλλι. Ἄν θέλης, φᾶτο. Ἕνας περαστικός μοῦ τό ἔδωσε. Τί ἄλλο νά σοῦ δώσω, τί ἄλλο; Ἔχω κάτι αὐγά. ὅ,τι ἔχω δίνω. Νά, φάγε τ᾿ αὐγά. Νά δίνης καί σύ ὅ,τι ἔχεις, ὅπως καί ᾿γώ. Βλέπεις, ὅ,τι ἔχω σοῦ δίνω. Σοῦ λέει κάποιος, "δός μου ἕνα ποτήρι νερό, μωρέ ἔσκασα. Δῶσε, δῶσε μιά σταλιά νερό. Ἡ δίψα δέν κρατιέται. Σῶσε τόν ἄνθρωπο. Ἄν ἤσουνα ἐσύ στήν θέσι του, τί θά ἔκανες;
Γιά νά δώσω περισσότερη χαρά στόν Γέροντα, πῆρα ἀπό τά δῶρα τῆς πλημμυρισμένης ἀπό ἀγάπη καρδιᾶς του. Δέν ἤξευρε πῶς νά μέ εὐχαριστήση καί νά μέ φιλοξενήση.
-Εὔχεσθε, πάτερ, καί γιά ἐμᾶς, σᾶς παρακαλῶ.
-Δέν πιάνει, παιδί μου, ἡ προσευχή μου. Εἶμαι ἁμαρτωλός.
-Νά προσεύχεσαι καί ἄς μή πιάνει...
-Ἔεε, καλά-καλά. πρόσεχε καί κάτι ἄλλο. Νά μή λές ὁ τάδε κάνει τοῦτο, ὁ ἄλλος κάνει ἐκεῖνο. Γιατί ἔτσι θά χάσης τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ. Καί γάϊδαρο νά τόν ἰδῆς κάποιον νά μή τόν κοροϊδέψης. Ἐγώ δέν λέω, δέν λέω τέτοια πράγματα. Ἀφ᾿ ὅτου ἔγινα Καλόγερος, δέν βλασφήμησα κανέναν, οὔτε κακό λόγο εἶπα σέ κανέναν. Καί ἅμα ζητᾶς νά βρῆς τόν Χριστό; Νά ἐδῶ μέσα εἶναι (καί μοῦ ἔδειξε τό μέρος τῆς καρδιᾶς του). Ἀγάπα τόν Θεό καί τόν πλησίον σου, ὅπως τόν ἑαυτό σου. Ἔτσι λέγει ὁ Χριστός.
-Σ᾿ εὐχαριστῶ, Γέροντα. Εἶναι καιρός νά πάω στήν ἐκκλησία.
-Ἄϊντε, πήγαινε στήν εὐχή τῆς Παναγίας καί ἔρχομαι και ᾿γώ γιατί θέλω νά κοινωνήσω.
Συνήθως στεκόταν στήν Λιτή καί τραβοῦσε ἀδιαλείπτως τό κομποσχοίνι του. Σέ μιά στιγμή ἐκύτταξε τόν διπλανό του μοναχό καί τόν ρώτησε:
-Τούς εἶδες; Τούς εἶδες; Δύο φορές ἦλθαν. Ἐσύ δέν ξέρεις νά κάνης τήν δουλειά σου καλά. Σταυρώνω ἐγώ τά στασίδια καί δέν μποροῦν νά σταθοῦν...Φεύγουν.
Ἄλλοτε πάλι ἦλθε ὁ διάβολος καί ἔβαζε στό στόμα τοῦ Γέρο-Δαβίδ ἕνα λουκούμι. Ὁ Παπποῦς τόν ἐσταύρωσε καί ὁ διάβολος ἐξαφανίσθηκε.
Κάποτε ἕνας Ἀδελφός τῆς Μονῆς τοῦ Διονυσίου ἔφυγε χωρίς εὐλογία. Περιπλανιόταν ἐδῶ κι ἐκεῖ στό Ἅγιον Ὄρος. Τό εἶπαν οἱ Πατέρες στόν Γέρο-Δαβίδ γιά τήν ἀναχώρησι τοῦ τάδε Ἀδελφοῦ. Ὁ Παπποῦς τούς εἶπε:
-Τώρα θά ἰδῆτε πῶς θά γυρίση γρήγορα πάλι πίσω. Κι ἄρχιζε τό κομποσχοίνι μέρα νύκτα.
Καί πράγματι σέ λίγες ἡμέρες ἦλθε ὁ π. Β.
-Ἀμ τί νόμιζες, ἔλεγε στόν φυγά Ἀδελφό ὁ Γέρο-Δαβίδ, εἶναι στήν ἐξουσία σου νά φεύγης καί νά πηγαίνης ὅπου θέλεις; Δέν σοῦ εἶναι καθόλου εὔκολο, Ἀδελφέ μου...
Αὐτή τήν εὐλογία εἶχε τό προσκύνημά μου στήν διπλανή Ἀδελφή Μονή.
Ὁ πατήρ Δαβίδ ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς Χάριτος, τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ὁ μεταδότης τῆς θείας χαρᾶς καί πραότητος, ὁ εἰρηνοποιός τῶν ταραγμένων ψυχῶν μας, ὁ κυνηγός τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί ὁ εὐαγγελιστής τῶν θείων ἐννοιῶν καί ἀποκαλύψεων. Ἁγιάσθηκε τόσο γρήγορα μέσα σέ 28 χρόνια μοναχικῆς ζωῆς, διότι πολύ ἀγάπησε τόν Ἰησοῦ καί κοπίασε νά ἑνωθῆ μαζί Του.
Ἕνας Ἀδελφός ἀπό τήν Μονή Διονυσίου μοῦ εἶπε ὅτι, ὅταν κάποτε ἐπῆγαν στό Μετόχι τους, στόν Μονοξυλίτη, γιά νά κτίση μάνδρες ὁ Γέρο-Δαβίδ, τά βράδυα κοιμόταν ἐπάνω σέ μιά μεγάλη σιδηροστιά μέ κίνδυνο νά πέση κάτω.
Δύο μῆνες πρίν πεθάνη εἶπε: "Ἐπεθύμησα νά ψάλλω τό τροπάριο τῶν Ἀρχαγγέλων. Μέ δυσκολία καί χωρίς μουσική εὐτονία τό ἔψαλλε. Δίπλα του ἦλθε καί στεκόταν ἕνας ἄγγελος ἀμίλητος.
Τόν ἐρώτησα:
-Πῶς ἦταν ὁ ἄγγελος;
-Ἦταν ὅλος φωτιά.
Στίς ἀρχές Φεβρουαρίου τοῦ 1983 τά χιόνια, ἡ παγωνιά καί ἡ ἐπιδημία τῆς γρίππης στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Διονυσίου βρίσκονται σέ ἔξαρσι. Τό ἀσκητικό του σῶμα δέν ἄντεξε στήν ἀρρώστεια καί στίς 5 τοῦ μηνός πέταξε ἡ ψυχή του ἁπαλά καί ἀθόρυβα στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ. Τό φωτεινό καί εἰρηνικό του πρόσωπο ἐπεβεβαίωνε τήν κατάκτησι τοῦ οὐρανίου κόσμου.
Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς π. Χαράλαμπος, ὡς ἑξῆς μοῦ διεζωγράφησε τήν μορφή του. "Ἦταν πολύ ὑπάκουος. Παρά τήν γεροντική του ἡλικία, ἔτρεχε σάν μικρό παιδί καί διακονοῦσε παντοῦ. Στήν τέχνη του, πού τήν ἐγνώριζε ἀπό τόν κόσμο, ἦταν ἄφθαστος. Πολλά πεζούλια, καλντερίμια καί καλυβόσπιτα εἶναι κτισμένα ἀπ᾿ αὐτόν. Πολλά Καλογέρια, τά ὁποῖα ἐδιάβαζαν δίπλα στό σκήνωμά του τό Ψαλτήριο, ἐπαρηγοροῦντο μέ δάκρυα κατανύξεως, πρᾶγμα πού μαρτυρεῖ ὅτι ἡ ψυχή του βρῆκε τόπο στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου ἔχουν πολλά νά διηγοῦνται γιά τήν ἁπλότητα τοῦ τότε Δοκίμου Δημοσθένους καί κατόπιν Δαβίδ μοναχοῦ.
Ὁ Γέροντας Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος σάν μάγειρος τότε τόν εἶχε βοηθό του, μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς: "Κάποια φορά, ὅταν στό Μοναστήρι μας πλησίαζε κάποια ἀγρυπνία καί ἄρχιζαν τό βράδυ νά κτυποῦν οἱ καμπάνες μαζί, ὁ δόκιμος Δημοσθένης ξαφνιάσθηκε. Πετάχθηκε ἔξω ἀπό τό κελλί του καί τρέχοντας στούς διαδρόμους τῆς Μονῆς καλοῦσε τούς Πατέρες σέ βοήθεια. "Πατέρες, ποῦ ἄναψε πυρκαϊά; Πᾶμε νά βοηθήσουμε. Κτυπᾶνε πολλές καμπάνες...". Ἐνόμιζε ὅτι οἱ καμπάνες κτυποῦν γιά νά σημάνουν κάποιο δυσάρεστο γεγονός, ὅπως σίγουρα συνέβαινε στό χωριό του.
Μιά ἄλλη φορά, πάλι σάν δόκιμος, τόσο πολύ ἐνθουσιάσθηκε ἀπό τίς ἀναγνώσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἀκολουθιῶν πού περιέχονται στό Ὠρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε ἔλεγε στούς ἄλλους Πατέρες: "Τί κρῖμα νά μή ξέρη ὁ κόσμος αὐτές τίς εὐχές καί ψαλμωδίες! Θά πάω στόν κόσμο νά τίς κηρύξω". Ἐπῆρε λοιπόν, ἕνα Ὠρολόγιο καί μέ τόν ντορβᾶ του ἔφυγε γιά τόν κόσμο. Ἐπῆγε στό χωριό του, ὅπου εἶχε ὑποσχεθῆ στούς συγγενεῖς του ὅτι οὐδέποτε θά ἐπιστρέψη πίσω. Βλέποντάς τον ἡ γυναῖκα του, τόν ἐμάλωσε καί τόν συμβούλευσε νά γυρίση γρήγορα στό Μοναστήρι του. Ἐνῶ ἡ μεγάλη του κόρη, ἅρπαξε μία φούρκα ἀπό τόν φράκτη καί ἀπειλώντας τον τοῦ ὑπενθύμισε ὅτι πρέπει νά τηρήση τήν ὑποσχέσί του γιά νά μή χάση τούς μοναχικούς του κόπους καί ἁμαρτήση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς παρήκοος.
Μιά ἄλλη φορά τόν ἔστειλε ὁ διακονητής τοῦ μαγειρείου π. Ἀρσένιος νά φέρη μαϊντανό ἀπό τόν κῆπο. Στόν δρόμο συνήντησε ἕνα Προσκυνητή:
"Ἔε τί κάνεις, πατριώτη; Κάτσε νά σταυρώσουμε δύο κουβεντοῦλες".
Ἐπέρασαν δύο ὧρες περίπου. Ὁ μάγειρος μαγείρεψε τό φαγητό, τό ἐσέρβιρε, ἔφαγαν οἱ Πατέρες καί τότε φάνηκε τό ἁπλό Γεροντάκι, ὁ Δόκιμος Δῆμος.
-Γιατί, ἄργησες, Δῆμο;
-Μέ βρῆκε ἕνας πατριώτης καί κοντοστάθηκα νά τά εἰποῦμε.
-Ναί, ἀλλά οἱ Πατέρες ἔφαγαν καί ἡ τράπεζα τοῦ φαγητοῦ ἔκλεισε.
-Δέν κάνετε λίγο ὑπομονή; Βιαστήκατε πρωϊ-πρωϊ νά φᾶτε!
Ὁ Γέροντας Θεόκτιστος, ὁ ὁποῖος τόν ὑπηρέτησε πιστά μέχρι τέλους μέ τήν χαριτωμένη του ἁπλότητα μοῦ εἶπε: "Ἔκανα κομποσχοίνι νά μοῦ εἰπῆ ὁ Θεός ποῦ τόν ἔβαλε καί ἔλαβα πληροφορία, ὅτι τόν ἔβαλε σέ καλό μέρος".
Τό φωτεινό του πρόσωπο καί ἡ παιδική του ἁπλότης θά μείνουν βαθειά στήν καρδιά χαραγμένα σέ ὅσους τόν ἐγνώρισαν. Εἴθε μέ τίς πρεσβεῖες του νά βαδίσουμε κι ἐμεῖς τήν ὁδό τῆς μακαρίας ἁπλότητος, ὅπως ἐκεῖνος.
"Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῆ γῆ Αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος". (ψαλμ.15,2)
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου