Θεοκλήτου Μονάχου Διονυσιάτου
(Παραλειπόμενα)
«… έτοιμοι δε αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος…»
(Απ. Πέτρος)
Είς το τεύχος του Αυγούστου 1962 της «Αγιορειτικής Βιβλιοθήκης» κατεχωρίσαμεν εν άρθρον υπό τον τίτλον «Η Ορθοδοξία και το Βατικανόν». Εις αυτό περιελαμβάνετο:
α) Ότι πόσον η Ορθοδοξία είναι συνδεδεμένη με ημάς και πόσον είμεθα ευαίσθητοι ενώπιον κινδύνου αυτής.
β) Ότι η Ορθοδοξία είναι θεμελιωμένη επί 20 αιώνας επί της αγίας Γραφής, των Οικουμενικών Συνόδων, της ιεράς Παραδόσεως και επί των ιερών αιμάτων των Μαρτύρων και Ομολογητών.
γ) Ότι αι προσπάθειαι προς ένωσιν μετά του Καθολικισμού, εφ’ όσον ούτος εμμένει εις τας αιρέσεις και τας καινοτομίας του, συνιστούν δι’ ημάς κίνδυνον δογματικής εκτροπής, ματαίωσιν του εκχυθέντος αίματος των Ομολογητών μας, ως και ανατροπήν της διδασκαλίας της Αγιωτάτης Εκκλησίας μας.
δ) Ότι η μόνη ορθή στάσις της Ορθοδοξίας εις τους οικουμενικούς διαλόγους της εποχής, είναι η μαρτυρία της κατά την σχετικήν προτροπήν του Αποστόλου Πέτρου: (Α Πέτρ. γ 15).
ε) Ότι εκδηλώσεις τινές και ατυχείς δηλώσεις, εκ συγκαταβάσεως, του σεπτού Οικουμενικού Πατριάρχου μας εσκανδάλισαν τον Ορθόδοξον λαόν, προεκάλεσαν την εξέγερσιν ολοκλήρου σχεδόν του θρησκευτικού, εκκλησιαστικου και μερικώς του πολιτικού Τύπου της πατρίδος μας, και εν αγίω Όρει, λόγω της αυξούσης δυσφορίας, επαπειλείται η εύρυνσις του θλιβερού χάσματος μεταξύ Αγιορειτών με την Μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν.
στ) Ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει ευρέα περιθώρια ελίξεως εις τους χώρους των αιρετικών Εκκλησιών –ως δυνάμει Ορθοδόξων– αλλά οφείλει να μη κατανικάται από ανθρωπίνους συναισθηματισμούς, παραμένον διακεκριμένον από τας αιρέσεις των, τας οποίας δέον να επισημαίνη, κατά την διδασκαλίαν των αγίων Πατέρων, ως απώλειας ψυχικής προξένους.
ζ) Ότι δεν πιστεύομεν εις την αγνότητα των ελατηρίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς ένωσιν και εξεθέσαμεν τους λόγους, ισχυριζόμενοι παραλλήλους, ότι μάλλον μισούμεθα ασπόνδως υπό της «αδελφής» Εκκλησίας, τούτου μαρτυρουμένου αριδήλως από την μεσαιωνικήν, νεωτέραν και «νεωτάτην» ιστορίαν, ως εκθέτομεν.
η) Ότι η επιδιωκομένη «ενότης» είναι δι’ ημάς τους Ορθοδόξους ασύμφορος και αν -ως είναι πιθανόν- πραγματοποιηθή, θα διάβρωση το Ορθόδοξον φρόνημα παρά τω λαώ και θα αποβή πηγή πολλών κακών.
θ) Ότι η πολιτεία των τελευταίων ετών του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τω θέματι της Οικουμενικής κινήσεως, είναι υπέρ το δέον φιλελευθέρα και, ότι πάσα φθορά ορθοδόξως τούτου, δεν θα μείνη ανεκμετάλλευτος από τινα ομόδοξον Εκκλησίαν, επιθυμούσαν τα πρεσβεία τιμής.
ι) Ότι αι ανωτέρω γραμμαί αποτελουν ερμηνείαν του αγιορειτικού πνεύματος, όπερ «παροξύνεται» εν όψει κινδύνου της Ορθοδοξίας, ως γεννηθέν εκ του πνεύματος των Οσίων Μαρτύρων και Ομολογητών αγιορειτών Πατέρων….
Το άρθρον τούτο ενεποίησε βαθείαν εντύπωσιν εις την περιοχήν της ελληνικής Εκκλησίας και έτυχεν ενθουσιώδους επιδοκιμασίας, αν κρίνωμεν από το πλήθος των επιστολών που ελάβομεν, Ιεραρχών, Θεολόγων, ανθρώπων των γραμμάτων, και από δημοσιεύματα ευμενή εις εφημερίδας και θρησκευτικά περιοδικά. Παραφωνίαν μόνον απετέλεσεν άρθρον δημοσιευθέν εις τας εν Αμερική εκδιδομένας εφημερίδας «ΑΤΛΑΝΤΙΣ» και «ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ» υπογραφόμενον υπό του εύσεβους Θεολόγου κ. Β. Βασιλειάδου υπό τον τίτλον: «Τα κηρύγματα μίσους είναι απεχθή δια τους ορθοδόξους». Εάν δεν εγνώριζα, ότι ο κ. Βασιλειάδης διηκόνει εις το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως και ήδη εις την Αρχιεπισκοπήν Αμερικής, δεν θα ηδυνάμην να εξηγήσω την οξύτητα του ύφους, τας αιχμάς δια τους αγιορείτας, την ηθελημένην παρερμηνείαν και τας όχι ορθάς «θέσεις», που εκτίθενται εις το αρθρογράφημά του.
(Σημ. εκδότου: Από το άρθρο αυτό στη συνέχεια μεταφέρομε τα επόμενα αποσπάσματα).
+ + +
Η εκάστοτε διοικούσα Εκκλησία δεν είναι αλάθητος. Η εκκλησιαστική ιστορία βεβαιοί του λόγου το ασφαλές. Και το ενδιαφέρον του πιστού λαού υπέρ της Εκκλησίας του, αποτελεί έκφρασιν αγάπης και σεβασμού. Πολλώ μάλλον όταν τούτο προέρχεται από Μοναχούς. Εν προκειμένω δε, εξεφράσθη εις εν άρθρον, καθ’ ην εποχήν προηγήθησαν εκδηλώσεις σκανδαλισμού εις ευρείαν κλίμακα και διεγράφετο εις τον ορίζοντα της ελληνικής Ορθοδοξίας σαφής ο κίνδυνος νέων σχισμάτων….
…εις τα θέματα της πίστεως, όταν δεν υπάρχει ένωσις, θεμελιουμένη εις το «αυτό φρονείν», η ενότης ως ιδέα και πρακτική συνέπεια είναι ολεθρία δι’ ημάς τους Ορθοδόξους, εκτός της γραφικής απαγορεύσεως της αναστροφής μετά ετεροδόξων. Εάν η αίρεσις είναι «βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος» και συνεπάγεται στέρησιν της θείας ενεργείας Του, πως θα γίνη συνεργασία με «αντιπίπτοντας τω Πνεύματι τω Αγίω»; Πως δεν θα κινδυνεύση ο απλούς λαός μας από τον συναγελασμόν μετά των φορέων προτεσταντικών και παπικών δαιμόνιων; Πως θα αποφύγωμεν τας εκκλησιαστικάς σχέσεις εν τη λατρεία; Και πως δεν θα έχωμεν προσηλυτισμόν και μεταστάσεις Ορθοδόξων προς παπικούς και προτεστάντας, όταν εκ της «συνεργασίας» αμβλυνθούν προοδευτικώς αι διαφοραί που μας χωρίζουν;….
Έχομεν εχθρούς, ως Έθνος και ως Εκκλησία; Ουδέν το νέον. Από την ώραν που γίνεται κανείς χριστιανός, όλη η κόλασις στρέφεται εναντίον του, ορατή και αόρατος. Ακριβώς δια τούτο η Εκκλησία ονομάζεται στρατευομένη. Δειλιώντες λοιπόν, να κάμωμεν ενότητα επί θυσία της πίστεως; Αλλά τοιαύτας μεθόδους αμύνης η Εκκλησία του Χριστού ουκ οίδεν.
Εάν θα απολεσθώμεν ή θα επιζήσωμεν, ως Εκκλησία ή ως Έθνος, ουκ έστιν ημών. Ημώνείναι να κρατήσωμεν την ομολογίαν μας εις την Εκκλησίαν και την αγάπην μας προς τον Χριστόν, εις όλας τας συνεπείας της ηθικής και δογματικής βιώσεως και όλα τα άλλα αφορούν τονΚύριόν μας, ότι «αυτώ μέλει περίημών».
Τα περί ενότητος, αν δεν είναι χίμαιραι, είναι δια την πίστιν κινδυνώδη, πολύ ανθρώπινα και εγγύς απιστίας. Και αυτά τα φίλα τοις ανθρώποις και άπιστα λαμβάνουν την «ένδικον μισθαποδοσίαν». Ο Θεός παροργίζεται όταν ώμεν πεποιθότες έπ’ ανθρώποις και μη επί «τω εγείροντι τους νεκρούς». Η 6η Σεπτεμβρίου του 1955 κάτι θα έπρεπε να μας είχε διδάξη. Ημείς οι Αγιορείται, που αδολεσχώμεν και «εκλίπομεν» εις την μελέτην των θείων κριμάτων, την ημέραν αυτήν την εβλέπομεν να έρχεται με μαθηματικήν ακρίβειαν. Ο νοών νοείτω… Ο ρόλος της Ορθοδοξίας εν τω κόσμω συνοψίζεται εις την μαρτυρίαν της αλήθειας, εις«των Αποστόλων το κήρυγμα και τωνΠατέρων τα δόγματα». Μόνον αυτό. Με το «ενότητα επαγγελλόμεθα και εις ταύτην καλούμεν τας Εκκλησίας του Χριστού», –Εκκλησίαι του Χριστού με παστορίνες, με αμνηστείαν της σοδομίας και με κατάργησιν του σατανά!!- εις δύο και πλέον εκατομμύρια ομογενών, διεσπαρμένων εις τα πέρατα της γης, προσφέρομεν την χειροτέραν υπηρεσίαν, διότι τους ρίπτομεν εις τας παγίδας των παπικών και προτεσταντών….
Εις το άρθρον μου γράφω, ότι «καλή είναι η αγάπη, αλλά κάλλιστον το μίσος εις θέματα πίστεως. Όχι βεβαίως να μισώμεν τους ανθρώπους, αλλά τα κακόδοξα και αιρετικά φρονήματα των». Που βλέπετε, λοιπόν, κηρύγματα μίσους κ. Βασιλειάδη; Εις το ότι οφείλομεν να μισώμεν τας κακοδοξίας και τας αιρέσεις απροσώπως; Εάν αι αιρέσεις συνεπάγωνται απώλειαν ψυχικήν, τι άλλο πρέπει εις αυτάς; Στωικοί είμεθα; Ο Χριστιανισμός εξαίρει την αγάπην, αλλά συνιστά και το μίσος. Χωρίς το μίσος προς την αμαρτίαν είναι αδύνατος η αρετή. «Μέτρον αρετής το μίσος προς την αμαρτίαν», λέγει ο Μ. Βασίλειος. Και αν οφείλωμεν να μισώμεν την ηθικήν αμαρτίαν, πόσω μάλλον την «αμαρτίαν του Πνεύματος;».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εις τον «Δεκάλογον της κατά Χριστόν νομοθεσίας», γράφει: «Αν δε σοι και εμπόδιον ώσι και μάλιστα προς την αληθή και σωτήριον πίστιν, ετερόδοξοί τινες όντες, ου μόνον φεύξη, αλλά και μισήσεις ουκ εκείνους μόνους, αλλά και πάντας τους προς γένους και τους κατά πάσαν άλλην φιλίαν και συνάφειαν…».
Ο μέγας Θεολόγος των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου, ο Μοναχός Ιωσήφ ο Βρυέννιος, περί του οποίου αυτοί οι Λατίνοι έλεγον: «ο Θεός ομιλεί δια σου Πάτερ», απεφαίνετο ότι η προσθήκη εις το Σύμβολον της Πίστεως, το Filioque «άπειρους υφείλετο της των σωζομένων μερίδος». Πως, λοιπόν, να μη μισώμεν τας αιρέσεις; Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, τον οποίον τόσον ευλαβούνται και αυτοί οι Λατίνοι ων το βάπτισμα ωνόμαζε «μόλυσμα»- αποσαφηνίζων την στάσιν των Ορθοδόξων έναντι των αιρετικών, έγραφε: «Τα κακόδοξα φρονήματα και τα παράνομα έθη των Λατίνων και των άλλων αιρετικών, πρέπει να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα».
Ημείς, κ. Βασιλειάδη, δεν είμεθα αγιώτεροι και σοφώτεροι των μακαρίων εκείνων ανδρών, οι οποίοι εμίσουν τας κακοδοξίας ως παραιτίους απώλειας. Ποιος είπεν ότι πρέπει να μισώμεν τους ανθρώπους; Οι άγιοι Πατέρες, εις τους οποίους εμαθητεύσαμεν, όχι μόνον ελυπούντο και προσηύχοντο υπέρ των ετεροδόξων, δια να τους ελεήση ο Θεός και καταλάβουν το σκότος της πλάνης των, άλλ’ ελυπούντο και αυτούς τους δαίμονας ακόμη. Πως ου; Η αγία ψυχή των ήτο διαπεποτισμένη από την προς Θεόν και τον πλησίον αγάπην, από έλεος προς τα αθλιέστερα όντα, αλλά και από το μίσος προς τας κακίας και τας φθειρούσας την αλήθειαν πλάνας των….
+ + +
Ο κ. Βασιλειάδης διαπράττει βασικόν σφάλμα γράφων: «Ας παύσουν ασχολούμενοι με αλλότρια προς την αποστολήν των οι κατά τον αυτόν τρόπον σκεπτόμενοι Μοναχοί και ας ασχοληθούν σοβαρώς με τα προβλήματά των…». Αλλότρια προς την αποστολήν μας είναι τα θέματα της αγιωτάτης Εκκλησίας μας και μάλιστα τα δογματικά; Που ηκούσθη αυτό ποτέ; Οι Μοναχοί, που είναι, κατά Χρυσόστομον, «τα νεύρα της Εκκλησίας;». Το μοναχικόν Τάγμα, περί του οποίου ο μέγας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο ΣΤ’ λέγει τόσα εύφημα και το θεωρεί ως φρουρόν της Ορθοδοξίας; «… οι σημερινοί αιρετικοί, γράφει εις Εγκύκλιόν του εν έτει 1836, δια να μολύνωσι την ημετέραν θρησκείαν… εκχέουσι τον Ιόν της Ιοβόλου αυτών ψυχής δια τοσούτων φλυαριών, κατά του ατενώς επαγρυπνούντος και φυλάσσοντας την Ορθόδοξον Ποίμνην και μόνου δυναμένου αντιστήναι και ανατρέψαι τα τούτων πονηρά σχέδια μοναχικού Τάγματος… Αλλά γνώτωσαν οι παραλελογισμένοι… ότι εξ αυτού του Τάγματος και μέχρι του νυν εισίν οι ορθοτομούντες τον λόγον της αλήθειας και οδηγούντες την Ορθόδοξον νεολαίαν, δια της διδασκαλίας αυτών εις το Ιερόν Δόγμα και εις την ορθήν Ηθικήν. Το Τάγμα αυτό ούτε εμόλυνέ ποτέ την ορατήν Εκκλησίαν του Χριστού, αλλ’ αείποτε ελάμπρυνεν, εδόξασεν, εκράτυνε και εστερέωσεν αυτήν και δια του πνευματικού βίου, και δια των δογματικών συγγραμμάτων και ηθικών αυτό συνεκρότησε τας κατά καιρούς συστάσας Οικουμενικάς και Τοπικάς Συνόδους, αυτό διετήρησεν ακριβώς τους Ιερούς Κανόνας… Αυτό απ’ αρχής αντέστη και κατεπολέμησε, και τη πανσθενή δυνάμει του Κυρίου, κατεπάλαισε τα διάφορα συστήματα των Ελληνιστών και τους κακοδόξους Αιρεσιάρχας. Αυτό τέλος πάντων ήδη πολεμεί και σας τους επ’ έσχατων των χρόνων εκ των κευθμώνων του Άδου… αναφανέντας σατανικούς Αιρεσιάρχας, δια να παύσητε διαταράττοντες την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν, την οποίαν αυτό το Μοναχικόν Σύστημα εφύλαξε μέχρι τούδε, και τη παναλκεί δυνάμει του Παντουργού Θεού, θέλει φυλάξει μέχρι συντελείας,..».
Λοιπόν, τι έχει να είπη επ’ αυτών ο κ. Βασιλειάδης; Ασφαλώς ουδέν. Ούτε ημείς είναι ανάγκη να προσθέσωμεν ονομαστί τα πλήθη των εκ Μοναχών Ομολογητών μας, των Αγίων μας, των Διδασκάλων μας. Ότι την Εκκλησίαν μας έσωσαν πάντοτε οι μοναχοί από τον όλισθον των αιρέσεων. Και ότι η Ορθόδοξος Καθολική και Αποστολική Εκκλησία μας είναι Ασκητική και Μοναστική… Επειδή δε εξ αγάπης μας συνιστάτε τα καθ’ υμάς καλά και συμφέροντα, επιτρέψατέ μας να σάς συστήσωμεν και ημείς από του ειρηνικού Άθωνος, όπως μελετάτε την ιστορίαν της αγιωτάτης Εκκλησίας μας, τους αγώνας της, δια την διατήρησιν της αμωμήτου Ορθοδοξίας μας και δια τους πρωταγωνιστάς της. Και φοβήσθε το αμερικανικόν πνεύμα. Πολλούς επλάνησε και μάλιστα όχι ιδιώτας μόνον. Και αν ημείς δεν προσθέσωμεν εις τας τεταγμένας νηστείας και προσευχάς και μελέτην της Ορθοδοξίας, χάριτι Χριστού, δεν κινδυνεύομεν όσον υμείς. Φυλάττεσθε δε όχι μόνον από τους αιρετικούς, μεθ’ ων αφεύκτως αναστρέφεσθε, αλλά και από τους «οικείους της πίστεως».
Πάντως «ημείς χωρισθήναι Θεου ουδαμώς ανεχόμεθα». Δι ον λόγον και δεν θα παύσωμεν «ασχολούμενοι», μεθ’ όλης της επιβαλλομένης ευλαβείας, με την Συνοδικήν, Αριστοκρατικήν και Δημοκρατικήν -ποτέ Μοναρχικήν- Διοικούσαν Εκκλησίαν μας….
+++
Λοιπόν, όχι απλώς μετανοήσωμεν, αλλά διαρκώς να μετανοώμεν. Έτσι γινόμεθα αληθείς Χριστιανοί, λαμπρύνομεν την Εκκλησίαν του Χριστού και δοξάζεται ο Πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς. Πρώτα οι Πατριάρχαι και Αρχιερείς και ύστερα οι ηγούμενοι και οι μοναχοί και ο λαός. Χωρίς μετάνοιαν δια βίου, δια νηστειών και δακρύων και πένθους και προσευχών, δι ων τίκτεται ο φόβος του Θεού και αναλάμπει η αγάπη εν ταις καρδίαις ημών, ουδέποτε θα ίδωμεν πρόσωπον Θεού και εδώ και εκεί. Και τα προβλήματά μας θα αυξάνονται και θα πληθύνωνται. Και θα ζητώμεν λύσεις εις δοκίμους επινοήσεις. Και θα φωνάζωμεν: «Ενότητα θέλομεν, ενότητα επαγγελλόμεθα…». Και ενώ θα προβαίνωμεν εις μειοδοσίας πίστεως δια να συγκολλήσωμεν «χρυσόν» με «καλάμην», θα λαμβάνωμεν απαντήσεις ωσάν εκείνην που έδωκεν ο Πάπας της Ρώμης επί τη ενάρξει της Συνόδου του, αποστείλας λεγάτους εις Τουρκίαν δια να συμφωνήση όπως… ανορυχθή ο Τάφος της Παναγίας εν Εφέσω!! Και επειδή δεν ήτο αρκετόν αυτό δια την… συμφιλίωσιν και την ενότητα, ο πρύτανις των Καρδιναλίων κατηγορεί την ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν δια «στενότητα πνεύματος» και την αποκαλεί «αιρετικήν». Άλλ’ ημείς παρά ταύτα, «ενότητα θέλομεν, ενότητα επαγγελλόμεθα»… Και ο ουρανός ακόμη σιωπά. Άλλ’ ου σιωπήσεται!
Θεόκλητος Μοναχός Διονυσιάτης
Άγιον Όρος 1962
(Από το 6ο τεύχος του 1962 του περιοδικού «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ»).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ