Από τον Αρχιμανδρίτη Μάξιμο
Ηγούμενο της Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου του Εν Ολύμπω
Εισήγηση στο συνέδριο:
«ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΓΕΝΕΣΗ – ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ – ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ»
20 – 24 Σεπτεμβρίου 2004
Κατ’ αρχήν θέλω να ευχαριστήσω την οργανωτική επιτροπή γιατί μου εμπιστεύθηκε την διαπραγμάτευση του θέματος: «Η εγκυρότης των ‘‘Μυστηρίων’’ των Παπικών και Προτεσταντών». Είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να εξαντληθή στα όρια μιας περιορισμένης εισηγήσεως των είκοσι λεπτών. Θα προσπαθήσω όμως να επισημάνω τα κυριότερα σημεία της πατερικής παραδόσεως, ώστε να φανούν, αφ’ ενός μεν η θεολογική ωριμότητα και η σύνεση των Αγίων Πατέρων, αφ’ ετέρου δε η διάκριση και η πνευματική ευελιξία που είχαν κατά την εξάσκηση της ποιμαντικής τους αποστολής, για το καλό των εμπιστευμένων σ’ αυτούς ψυχών και όλου του σώματος της Εκκλησίας. Με αδρές γραμμές θα παρουσιαστή ο συνδυασμός της αυστηρότητος της ακριβείας, ώστε να αποφύγουν τις αλλοιώσεις στην πίστη, με τα φιλάνθρωπα και συγκαταβατικά περιθώρια της οικονομίας, χρησιμοποιώντας «τρόπους εύλογους» για να γλυτώσουν ψυχές από τον όλεθρο. Θα δοθούν σαφείς ενδείξεις και παραδείγματα των τρόπων χρήσεως της ακριβείας «εν οίς δεί» και της οικονομίας «εν οίς ενδείκνυται».
Ευθύς εξ αρχής θέλω να τονίσω ότι το ισχύον κριτήριο της Εκκλησίας είναι, ότι σε θέματα πίστεως «οικονομία ου χωρεί». Εφαρμόζεται εδώ η ακρίβεια με αυστηρή τήρηση τόσο της ουσίας, όσο και του γράμματος μιας σαφώς εκφρασμένης και διατυπωμένης και θεσμοθετημένης αλήθειας, σ’ ό,τι αφορά την ορθή πίστη και την ορθή πράξη της Εκκλησίας. Έχουμε αυστηρές διατυπώσεις τόσο των πατέρων όσο και των Συνόδων με όρους και κανόνας. Χαρακτηρίζονται «ακάθαρτοι», «αντίπαλοι Χριστού», «ιερόσυλοι και αμαρτωλοί», «αντικείμενοι και αντίχριστοι», «νεκροί», «εχθροί της Αληθείας», «πλάνοι και φαύλοι», «τρεβλοί», «μεμιασμένη κοινωνία», «ρίζα πικρίας», «άθεοι», κ.λπ. Επειδή η εκκλησιαστικη διδασκαλία είναι προϊόν μιας καθαρής αγιοπνευματικής ζωής, κάθε απόκλιση η παράβαση, όσων θεσπίστηκαν ως αλήθειες της πίστεως, να θεωρείται ως ασέβεια και εσχάτη προδοσία προς τον ίδιο τον Θεό. Σταχιολογώ ελάχιστες ρήσεις πατερικές:
– Ο Άγιος Ευλόγιος Αλεξανδρείας λέγει: «Ει τις των δοκούντων τοις θεοφόροις πατράσι σαλεύει τι… παράβασις και προδοσία δόγματος και περί το θείον ασέβεια».
– Ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος εκφράζεται ως εξής: «Ημείς (σε θέματα πίστεως)… ούτε προστιθέναι τι, ούτε μην αφαιρείν… παντελώς διεγνώκαμεν η καθ’ όντινα ουν δεδυνήμεθα λόγον». Αυτό θα ήταν εφάρματο, ανεπίτρεπτο και αθέμιτο.
– Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας αναφέρει ότι το «ακριβές» ή το «λίαν ακριβές» πρέπει να αποσώζεται με κάθε μέσο.
– Ο δε Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει: «ου συγχωρείται συγκατάβασις εις τα της πίστεως».
Θα δούμε τώρα ποια είναι τα πλαίσια μέσα στα οποία κινείται η ακρίβεια σ’ ότι αφορά τα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να τονισθή ότι είναι ανάγκη να ξεχωρίσουμε τα Μυστήρια που τελούνται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία απ’ εκείνα που τελούνται εκτός. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ισόκυρα τα μυστήρια που τελούνται σε «εκκλησίες» που δεν έχουν την ίδια πίστη με την Ορθόδοξη Εκκλησία και να τα κατατάσσουμε στην ίδια μοίρα με τα ορθόδοξα. Η ακρίβεια εδώ είναι μια σωστή αρχή για να μας βοηθήση στην περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
Τα Μυστήρια στην Εκκλησία μας είναι οι θυρίδες του Θεού μέσα από τις οποίες εισέρχονται στον άνθρωπο οι αόρατες θείες ενέργειες του Θεού. Συνεργεί η χάρις του Θεού και ενώνεται με το αισθητό και ορατό και απτό μέρος του Μυστηρίου, για τον αγιασμό του ανθρώπου και όλης της κτίσεως. Δεν μπορούν δε να είναι αυτά που στην ουσία τους είναι, εάν δεν είναι ενταγμένα μέσα στην πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας˙ δεν μπορούν να φέρουν την σφραγίδα της γνησιότητος και εγκυρότητος και να είναι αποτελεσματικά για τον αγιασμό και τη σωτηρία του ανθρώπου, παρά μόνον όταν θα έχουν τα αυτά στοιχεία φερεγγυότητος, κύρους και γνησιότητος, που εκφράζει η Ορθοδοξία στους κόλπους της οποίας τελεσιουργούνται. Είναι απαραίτητη επομένως η ορθή πίστη για να ενεργήσουν τα Μυστήρια.
Ο Άγιος Νικόδημος κάνει εκτενέστατα σχόλια, στηριζόμενος στους εξής κανόνες: 1) στον μστ΄ (46ο) των Αγίων Αποστόλων, 2) στον ζ΄ (7ο) της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, και 3) στον ϟε΄ (95ο) της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Ο 46ος Αποστολικός κανών λέγει επί λέξει τα εξής: «Επίσκοπον ή Πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάσσομεν, τις γαρ συμφώνησις Χριστού προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;».
Δεν μπορεί να είναι αληθινόν το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών, σχολιάζει ο Άγιος Νικόδημος, αναφερόμενος στην Σύνοδο των 84άρων Επισκόπων, την υπό τον Επίσκοπον Καρχηδόνος Κυπριανόν, η οποία εξέδωσε κανόνες αναλόγους προς τον παραπάνω Αποστολικόν, γιατί δεν υπάρχουν πολλά βαπτίσματα.
Ο κανών αυτός λέγει τα εξής: «Μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της Καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος Βαπτίσματος και εν μόνη τη Καθολική Εκκλησία υπάρχοντος… Δοκιμάζειν γαρ εστι το των αιρετικών και σχισματικών βάπτισμα το συνευδοκείν τοις υπ’ εκείνων βεβαπτισμένοις. Ου γαρ δύναται εν μέρει υπερισχύειν˙ ει ηδυνήθη βαπτίσαι, ίσχυσε και Άγιον Πνεύμα δούναι˙ ει ουκ ηδυνήθη, ότι έξω ων, Πνεύμα Άγιον ουκ έχει, ου δύναται τον ερχόμενον βαπτίσαι ενός όντος βαπτίσματος και ενός όντος Αγίου Πνεύματος και μιας Εκκλησίας υπό του Χριστού του Κυρίου ημών. Τα υπ’ αυτών γινόμενα ψευδή και κενά υπάρχοντα πάντα εστιν αδόκιμα… και δια τούτο ημείς οι συν Κυρίω όντες και ενότητα Κυρίου τηρούντες, και κατά την τάξιν αυτού χορηγούμενοι την ιερατείαν αυτού εν τη Εκκλησία λειτουργούντες, όσα οι αντικείμενοι αυτώ, τουτέστιν πολέμιοι και αντίχριστοι ποιούσιν, αποδοκιμάσαι και αποποιήσαι και απορρίψαι και ως βέβηλα έχειν οφείλομεν…».
Σύμφωνα με το Αποστολικό ρητό «Εις Κύριος, μία Πίστις, εν Βάπτισμα», οι αιρετικοί, εφ’ όσον δεν είναι μέσα στην αληθινή πίστη της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν μπορούν να έχουν αληθινό Βάπτισμα. Αν είναι αληθινό το Βάπτισμα και των αιρετικών και σχισματικών, αληθινό και των Ορθοδόξων, τότε δεν θα έχωμεν εν Βάπτισμα, καθώς ο Παύλος βοά, αλλά δύο, «όπερ ατοπώτατον». Αυτής της Συνόδου τον κανόνα «επεσφράγισε» και η Στ΄ Οικουμενική, με τον β΄ κανόνα της, οπότε, ο περί ου ο λόγος κανών, από κανών τοπικής γίνεται κανών Οικουμενικής Συνόδου.
Αλλά και ο Φιρμιλιανός που εχρημάτισε έξαρχος στην Σύνοδο του Ικονίου και τον οποίον ο Μ. Βασίλειος στον α´ κανόνα τον ονομάζει «ιδικόν του», ως Επίσκοπον Καισαρείας ακυρώνει και απορρίπτει το Βάπτισμα των αιρετικών. «Δεν είναι δυνατόν», λέγει «να ισχυρισθή ή να πιστεύση κανείς ότι μόνον η επίκλησις των τριών ονομάτων της Αγ. Τριάδος είναι αρκετή προς άφεσιν των πλημμελημάτων και προς τον Αγιασμόν του Βαπτίσματος», αν πρώτα και εκείνος που βαπτίζει δεν είναι ορθόδοξος. Συμφωνεί με την γνώμην αυτήν και ο Μ. Βασίλειος, τους κανόνες του οποίου «επεσφράγισεν» η έκτη Οικουμενική Σύνοδος. «Απώλεσαν, λέγει, την Χάριν του Αγίου Πνεύματος οι αιρετικοί και σχισματικοί και διεκόπη η μετάδοσις αυτής από την στιγμή που απεμακρύνθησαν από την Εκκλησίαν. Μεταβιβασθέντες δε στην τάξη των λαϊκών, ούτε χάρισμα πνευματικόν έχουν, ούτε να βαπτίζουν ή να χειροτονούν έχουν εξουσίαν, και οι εξ αυτών βαπτιζόμενοι, πρέπει να ξαναβαπτίζονται με το αληθινόν της Καθολικής Εκκλησίας βάπτισμα». Και ενώ με τον α´ κανόνα του αποδέχεται την γνώμην ωρισμένων πατέρων της Μ. Ασίας που κατ’ οικονομίαν δέχονται το βάπτισμα των σχισματικών, με τον 47ον Κανόνα του αναφέρει ότι «εκείνος σε αντίθεση με τους παραπάνω πατέρας, όλους τους βαπτίζει».
Την ίδια γνώμη έχει και ο Μ. Αθανάσιος, του οποίου και αυτού τους λόγους «επεσφράγισεν» η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Στον τρίτο λόγο του Κατά Αρειανών, λέγει τα εξής: «Οι Αρειανοί κινδυνεύουν και εις το πλήρωμα του Μυστηρίου, δηλαδή του Βαπτίσματος. Διότι αν η τελείωσις του Βαπτίσματος δίδεται με την επίκληση του Πατρός και του Υιού, οι δε Αρειανοί δεν θεωρούν Πατέρα αληθινόν, με το να αρνούνται τον εξ αυτού όμοιον της ουσίας Υιόν αληθινόν και αναπλάττοντες με την φαντασία τους άλλον εκ μη όντων κτιζόμενον, πως το τελούμενον βάπτισμα δεν είναι τελείως ανωφελές και μάταιον;». Φαίνεται μεν κατά προσποίηση ότι είναι Βάπτισμα, αλλά στην ουσία δεν παρέχει καμμία βοήθεια στην πίστη και την ευσέβεια.
Επίσης ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, απευθυνόμενος προς τους Αρειανούς και Μακεδονιανούς, τους θεωρεί κατηχουμένους: «Εάν ακόμη χωλαίνης», λέγει, «και δεν καταδέχεσαι το τέλειον της Θεότητος του Υιού και του Πνεύματος, ζήτησε άλλον να σε βαπτίση η μάλλον ειπείν να σε πνίξη εν τω βαπτίσματι, επειδή εγώ δεν έχω άδειαν να χωρίζω την Θεότητα του Υιού και του Πνεύματος από την Θεότητα του Πατρός και να σε καταστήσω νεκρόν… Επειδή όποια από τις τρεις Υποστάσεις καταβιβάσης από το αξίωμα της Θεότητος, όλην την Αγία Τριάδα καταβιβάζεις από αυτό και τον εαυτόν σου στερείς από την τελείωση του Βαπτίσματος». Απαραίτητος λοιπόν όρος για την τελείωση του Βαπτίσματος η ορθή πίστη.
Ομοίως και οι άλλοι Πατέρες κατά τον ίδιο τρόπο διδάσκουν ότι «ουδείς αιρετικός παρέχει αγιασμόν δια των μυστηρίων» και «το των δυσεβών βάπτισμα ουχ αγιάζει».
Κάθε τι που φέρεται ως Μυστήριο έξω από τα παραπάνω εκλησιαστικά όρια, δεν αναγνωρίζεται ως Μυστήριο αναφερόμενο στη σωτηρία. Κατ’ ακρίβειαν τα μόνα αληθή και έγκυρα Μυστήρια είναι τα ορθόδοξα γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Αυτό αφορά όχι μόνο το Βάπτισμα, ως πρώτο Μυστήριο εντάξεως του χριστιανού στην Εκκλησία, αλλά και όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Αν λυθεί το Μυστήριο του Βαπτίσματος όλα παίρνουν την κανονική τους σειρά. Οι Πατέρες όπως θα δούμε είναι αυστηροί στην εξ αντικειμένου αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων, των παλαιών και των νεωτέρων. Αντιμετωπίζουν, ωστόσο, με διαφορετικό τρόπο κάποιες περιπτώσεις ανάγκης ή περιστασιακές περιπτώσεις μεταστροφής των ετεροδόξων στην Ορθοδοξία. Αυτές τις περιπτώσεις τις αποδέχεται η Εκκλησία με το πνεύμα της οικονομίας, η οποία, κατά έναν λακωνικώτατο προσδιορισμό του Αγ. Αναστασίου του Σιναίτου, ορίζεται ως εξής: «οικονομία εστιν εκούσιος μεγέθους συγκατάβασις προς σωτηρίαν τινών επιτελουμένη». Επιτρέπει στην Εκκλησία, χωρίς να χάνεται από τον σταθερό δρόμο της «ακριβείας», να επαναφέρει σ’ αυτήν με την «οικονομία» τους περιπλανωμένους. Μόνον όταν προσδιορισθή για την Ορθοδοξία το «κατ’ ακρίβειαν» μπορεί να κατανοηθή το «κατ’ οικονομίαν». Να γνωρίζουν επίσης αυτό και οι οικονομούμενοι, ότι συνειδητά γίνεται προσωρινά η παρέκκλιση από την ακρίβεια, για να οικονομηθούν προς καιρόν.
Υπάρχουν πολλές αναφορές των Πατέρων στο θέμα της οικονομίας. Αν τις συγκρίνει κανείς με την εφαρμογή στην πράξη πολλών συγχρόνων ηγετών της Εκκλησίας θα παρατηρήση ότι οι σύγχρονοι δεν «διοικονομούν του νομοθέτου το πρόσταγμα», αλλά σαφώς το παραβαίνουν χωρίς να ωφελούν τους οικονομουμένους. Τρανταχτό παράδειγμα το κοινό κείμενο που εξεδόθη στην διάσκεψη του Μπαλαμάντ, τον Ιούλιο του 1993, όπου επιχειρείται η πλήρης κοινωνία των ορθοδόξων και της λατινικής εκκλησίας δι’ αμοιβαίας αναγνωρίσεως της Ιερωσύνης και των λοιπών Μυστηρίων, χωρίς να αρθούν οι δογματικές και εκκλησιολογικές διαφορές. Είναι η πρώτη φορά που οι ορθόδοξοι παραδέχονται επισήμως την θεωρίαν των κλάδων.
Ο 7ος κανών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και ο 95ος της Στ΄ δεν επέβαλαν σε όλους τους αιρετικούς το Βάπτισμα σύμφωνα με τον παραπάνω Αποστολικό κανόνα και τους κανόνας των λοιπών Πατέρων που αναφέρθηκαν, αν και η ίδια η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος στον β΄ κανόνα της, τους εδέχθη. Άλλων αιρετικών εδέχθησαν το Βάπτισμα και άλλων όχι.
Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά την ρήση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου του Α΄ του Μυστικού, ο οποίος εκφράζει την συμφωνία των Πατέρων με ρεαλιστικό τρόπο. Λέγει: «Οικονομία μεν σωτηριώδης εστι συγκατάβασις, σώζουσα τον ημαρτηκότα, χείρα βοηθείας ορέγουσα και ανιστώσα του πτώματος τον πεσόντα, ουχί τω πτώματι επιτρέπουσα κείσθαι, μάλλον δε προς ελεηνόν βάραθρον συνωθούσα˙ οικονομία εστι μίμησις της θείας φιλανθρωπίας, αρπάζουσα του καθ’ ημών ωρυομένου θηρός τον μέλλοντα τω εκείνου ολέθρω καταπίνεσθαι στόματι».
Εδώ φαίνεται να υπάρχει μια αντίθεση σε ότι αφορά την ακρίβεια εν σχέσει με την οικονομία. Ενώ διδάσκουν την ακρίβεια φαίνεται ότι την εγκαταλείπουν αποδεχόμενοι την οικονομία. Οι Πατέρες προβληματίζονται κυρίως για το Βάπτισμα. Ήδη στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουμε πολλούς τρόπους Βαπτίσματος. Η κατ’ οικονομίαν αποδοχή του βαπτίσματος ωρισμένων αιρετικών εκ μέρους της Εκκλησίας, δεν ήταν σε τελεία παρέκλιση από την ακρίβεια. Στόχο είχε την είσοδο των οικονομουμένων στην κατ’ ακρίβειαν ζωή της Εκκλησίας.
Για να γεφυρώσει αυτή την διαφορά ο Άγιος Νικόδημος και να λύση την απορία, σε όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν ορθόδοξα την διακυβέρνηση της Εκκλησίας, αναφέρει τα εξής:
Στην Εκκλησία φυλάττωνται δύο είδη κυβερνήσεως και διορθώσεως των σφαλμάτων. Το ένα ονομάζεται ακρίβεια, το δε άλλο ονομάζεται οικονομία και συγκατάβαση. Με αυτά τα δύο οι του Πνεύματος οικονόμοι κυβερνούν την σωτηρία των ψυχών, πότε με το ένα, πότε με το άλλο. Οι Άγιοι Απόστολοι και οι προμνημονευθέντες Άγιοι, εφήρμοσαν την ακρίβεια και απέβαλαν τελείως το βάπτισμα των αιρετικών. Οι δε δύο Σύνοδοι μετεχειρίσθησαν την οικονομία. Άλλων εδέχθησαν το βάπτισμα (Αρειανών και Μακεδονιανών), άλλων δε όχι (Ευνομιανών κ.λπ.). Οικονόμησαν έτσι τα πράγματα, πρώτον, επειδή κατά την εποχή της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ήκμαζαν οι Αρειανοί και Μακεδονιανοί, οι οποίοι όχι μόνον ήσαν κατά το πλήθος πολλοί, αλλά είχαν και μεγάλες δυνάμεις κοντά στους βασιλείς και άρχοντας και την Σύγκλητον. Με αυτόν τον τρόπο πίστευαν ότι θα τους ήλκυαν στην Ορθοδοξία και θα τους διώρθωναν ευκολώτερα˙ και δεύτερον, αντελήφθησαν οι Πατέρες ότι με την οικονομία δεν θα τους ερέθιζαν, ούτε θα τους εξαγρίωναν εναντίον της Εκκλησίας, ώστε να γίνη μεγαλύτερο κακό. Όπως λέγει χαρακτηριστικά: «οικονομήσαντες τους λόγους αυτών εν κρίσει οι θείοι Πατέρες, εσυγκατέβησαν να δεχθούν το βάπτισμα αυτών».
Εξ αιτίας αυτής της συγκαταβάσεως η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος ήλθε σε αντίθεση και με τον εαυτό της και με την Β΄ Οικουμενική. Με τον εαυτό της ήλθε σε αντίθεση γιατί με τον β΄ κανόνα της εδέχθη τους Αποστολικούς κανόνες, τους κανόνες της Καρχηδόνος και των άλλων Πατέρων, ενώ με τον 95ον δεν απέβαλλε όλων των αιρετικών το βάπτισμα. Με την Β΄ Οικουμενική δε, διότι εδέχθη την ακρίβεια των Αποστολικών κανόνων και των λοιπών Πατέρων, ενώ εκείνοι εδέχθησαν το βάπτισμα ωρισμένων αιρετικών. Με αυτόν τον τρόπο άφησαν να εννοήσουμε ότι στην Εκκλησία ισχύουν και τα δύο και η ακρίβεια και κατά τας περιστάσεις η οικονομία. Το κύριον όμως και κατ’ εξοχήν ισχύον στοιχείον στην ορθόδοξη θεολογία και πράξη είναι η ακρίβεια. Αυτή αποτελεί την εκκλησιολογική και μυστηριολογική βάση της δομής της Εκκλησίας. Η οικονομία είναι μια παράλληλη αρχή στη ζωή της Εκκλησίας που δίνει διέξοδο σε μερικές περιπτώσεις, χωρίς να παραμερίζωνται αυτά που ισχύουν κατ’ ακρίβειαν σ’ αυτήν.
Δεύτερος λόγος που εσυγκατένευσαν οι Πατέρες, τους μεν Αρειανούς και Μακεδονιανούς να τους δεχθούν χωρίς αναβαπτισμό, τους δε Ευνομιανούς και Σαβελιανούς, που είναι ισοδύναμοι στις αιρετικές δοξασίες, να τους αναβαπτίσουν, είναι το γεγονός ότι οι μεν πρώτοι «εφύλαττον απαράλλακτον και το είδος και την ύλην του Βαπτίσματος των Ορθοδόξων» και εβαπτίζοντο κατά τον τύπον της Καθολικής Εκκλησίας, τουλάχιστον προ της συγκλήσεως της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι δε δεύτεροι, των οποίων το βάπτισμα δεν δέχθησαν, επαραχάραξαν την τελετή του Βαπτίσματος και διέφθειραν είτε τον τρόπον του είδους, δηλαδή των επικλήσεων, είτε την χρήση της ύλης, δηλαδή των καταδύσεων και αναδύσεων, βαπτιζόμενοι με μία μόνον κατάδυση. Γεγονός είναι ότι ο δεύτερος τούτος λόγος της εφαρμογής της οικονομίας δεν είναι ισχυρός. Ισχυρότερος είναι ο πρώτος λόγος που αναφέρθηκε.
Κάνοντας ο Άγιος Νικόδημος όλη αυτή την ιστορικοεκκλησιαστική αναφορά, χωρίς να την θεωρή περιττή, την προβάλλει ως αναγκαιότατη για όλους τους καιρούς, κυρίως όμως στην σύγχρονη εποχή όπου γίνεται μεγάλη λογοτριβή και προκαλεί μεγάλη αμφισβήτηση το των Λατίνων βάπτισμα, ως και η αποδοχή του μικτού γάμου, μερικές φορές και του κοινού ποτηρίου. Η τριβή δεν γίνεται μόνον μεταξύ ημών των Ορθοδόξων και των Λατίνων, αλλά και μεταξύ ημών και των Μονοφυσιτών και Αντιχαλκηδονίων αλλά και των φίλων αυτών ορθοδόξων.
Δεν διστάζη δε να τοποθετηθή εξ αρχής ευθέως ότι, σύμφωνα με αυτά που ειπώθηκαν, το βάπτισμα των Λατίνων, ως και οποιοδήποτε βάπτισμα αιρετικών, είναι ψευδώνυμο βάπτισμα. Γι’ αυτό ούτε με τον λόγο της ακριβείας γίνεται δεκτό, ούτε με τον λόγο της οικονομίας.
Με τον λόγο της ακριβείας δεν γίνεται δεκτό, πρώτον, γιατί είναι αιρετικοί. Το ότι είναι αιρετικοί δεν χωράει καμμιά αμφισβήτηση. Παραπέμπει στον αγιώτατο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο, τον ονομαζόμενον παπομάστιγα, ο οποίος αποδεικνύει τις αιρετικές κακοδοξίες των Λατίνων. Ως επίσης και στον Άγιο Μάρκο τον Επίσκοπο Εφέσου τον Ευγενικό, ο οποίος παρρησία λέγει τα εξής: «Ημείς δι’ ουδέν άλλον απεσχίσθημεν των Λατίνων αλλ’ ότι εισιν, ου μόνον σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί». Αλλά και το γεγονός ότι τόσους αιώνες απστρεφόμαστε τους Λατίνους ως αιρετικούς, καθώς και τους Αρειανούς και Σαβελλιανούς και τους πνευματομάχους και τους Μακεδονιανούς. Εφ’ όσον λοιπόν είναι αιρετικοί, όχι μόνον δεν μπορούμε, επ’ ουδενί λόγω να ενωθούμε μαζί τους, αλλά και ως απωλέσαντες την ενεργόν Χάριν του Αγίου Πνεύματος, τους θεωρούμε ουσιαστικά αβάπτιστους.
Δεύτερον, δεν γίνεται δεκτό ούτε με τον λόγο της οικονομίας, επειδή δεν φυλάττουν τις τρεις καταδύσεις στον βαπτιζόμενο, όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία παρέλαβε από τους Αποστόλους και Πατέρας. Καινοτομήσαντες πρώτοι το Αποστολικόν Βάπτισμα ρίχνουν με μία δέσμη τριχών στο μέτωπο του βρέφους λίγες ρανίδες ύδατος. «Εν τρισί γαρ καταδύσεσι και ισαρίθμοις ταις επικλήσεσι το Μυστήριον του Βαπτίσματος τελειούται, ίνα και ο του θανάτου τύπος εξεικονισθή και τη παραδόσει της θεογνωσίας τας ψυχάς φωτισθώμεν οι βαπτιζόμενοι», μαρτυρεί ο Μ. Βασίλειος.
Εφ’ όσον, λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, οι Λατίνοι δεν μπορούν να τελειώσουν ως αιρετικοί και παραχαράκτες το Εν Βάπτισμα της Εκκλησίας, επειδή απώλεσαν την τελεταρχική Χάρη, έστω κι αν προφέρουν τις τρεις επικλήσεις της Αγίας Τριάδος, ο Άγιος εφιστά την προσοχή σ’ εκείνους που δέχονται το ράντισμα των Λατίνων. Έχουν καθήκον να στοχασθούν τι θα αποκριθούν στην αυθεντία του Αποστολικού κανόνος και των λοιπών Πατέρων που διδάσκουν τα αντίθετα. Προβάλλουν, λέγει, οι δεφένσορες αυτοί του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος, ότι η Εκκλησία μας συνήθισε να τους δέχεται κατά την επιστροφή τους με Άγιο Μύρο. Και αυτό ακόμη αν γίνεται φανερώνει καθαρά ότι συμβαίνει επειδή είναι αιρετικοί. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για όλες τις παραφυάδες των Προτεσταντών και μαρτύρων του Γιεχωβά.
Ούτε, όμως, μπορεί η Εκκλησία σήμερα να μεταχειρισθή την Οικονομία της Β΄ και Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Διότι οι θείοι Πατέρες που εφήρμοσαν την οικονομία, παραμερίζοντας προσωρινά τους Αποστολικούς κανόνας με την ελπίδα της επιστροφής των, επέτυχον του σκοπού τούτου. Και με την οικονομία αυτή η αιρετικοί έγιναν ημερώτεροι και επέστρεψαν στην ευσέβεια και σε λίγους χρόνους η τελείως εξέλιπον η έμειναν πολλοί λίγοι.
Δέχεται ο Άγιος Νικόδημος ότι καλώς οι προ ημών Πατέρες οικονόμησαν και αποδέχθησαν με Θείο Μύρο τους Λατίνους της εποχής εκείνης, διότι ο παπισμός τότε ήκμαζε και κατείχε όλες τις δυνάμεις των Βασιλείων της Ευρώπης, το δε δικό μας Βασίλειο έπνεε τα λοίσθια. Ήταν τότε ανάγκη να γίνη αυτή η οικονομία, για να μη εξεγείρη ο πάπας τα λατινικά γένη εναντίον των Ανατολικών, ώστε να αιχμαλωτίζουν και να φονεύουν και μύρια άλλα κακά και δεινά να πράττουν. Τώρα όμως που η λύσσα του παπισμού δεν ισχύει και η Θεία Πρόνοια κατέβαλε την επηρμένην οφρύν των παπικών, τι χρειάζεται πλέον η οικονομία; Η οικονομία έχει μέτρα και όρια, και δεν είναι παντοτινή και αόριστη. Την στιγμήν μάλιστα που στον παπισμό συνεχίζει να υπάρχει ανυποχώρητη και σατανική επιμονή στην αίρεση.
Ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας αναφέρει τα εξής: «Ο κατ’ οικονομίαν λοιπόν ποιών τι, ουχ ως απλώς καλόν τούτο ποιεί, αλλ’ ως προς καιρόν χρειώδες». Είναι κακή οικονομία, λέγει ο Άγιος Νικόδημος, αυτή που ούτε τους Λατίνους μπορούμε να επιστρέψωμε, αλλά και ημείς γινόμεθα παραβάται των ιερών κανόνων, δεχόμενοι το ψευδοβάπτισμα των αιρετικών. «Οικονομητέον γαρ ένθα μη παρανομητέον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Έως ότου εφαρμοσθή η οικονομία, πάντως, οι Ανατολικοί εβάπτιζον τους Δυτικούς, καθώς μαρτυρεί η εν Λατερανώ της Ρώμης τοπική Σύνοδος του 1215. Καθώς επίσης ότι δεν λειτουργούσαν σε ναούς που πρότερον ελειτούργησαν οι Λατίνοι, αν πρώτα δεν τελούσαν αγιασμό.
Της οικονομίας λοιπόν παρελθούσης, η ακρίβεια και η τήρηση των κανόνων της Εκκλησίας παίρνουν την φυσική τους θέση.
Περαίνοντας την μικρή εισήγηση αυτή θέλω να υπογραμισθή με τρεις κουβέντες το εξής: Επειδή η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η μόνη Αποστολική και Καθολική Εκκλησία και η ταμειούχος της Χάριτος της Αγίας Τριάδος, οι ποιμένες της πρέπει να δείχνουν την πνευματική τους ευαισθησία: να είναι σταθεροί και ανυποχώρητοι στην ακρίβεια που διασφαλίζει την Αποστολικότητα και τον πλούτο της Πεντηκοστής και ευέλικτοι και διακριτικοί στην ποιμαντική τους διακυβέρνηση, ώστε να υιοθετούν, αν χρειασθή, την συγκατάβαση χωρίς να αποκλίνουν από τα παραδεδομένα, «εκμιμούμενοί πως τους Πατέρας ημών».
Αναδημοσίευση από: http://www.pigizois.net/I_M_Ag_Dionysioy/istoriko_13_Egyrotis_Mystirion.htm