Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

«Οἱ δέ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τούς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τόν Βαραββᾶν, τόν δέ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν». Πάντοτε οι υιοί της απωλείας, προσδοκούν την απώλεια για τον καθένα και ας είναι και Θεός...

 

Οι συνένοχοι…

«Οι λαοί που εκλέγουν διεφθαρμένους

πολιτικούς, κλέφτες, απατεώνες και

προδότες, δεν είναι θύματα,

αλλά συνένοχοι»

(Τζώρτζ Όργουελ)

 Αν αναζητήσουμε την ερμηνεία της λέξεως «λαός», θα λάβουμε ως απαντητική διευκρίνιση, ότι είναι οι κοινοί πολίτες, σε αντιδιαστολή με τους άρχοντες. Στο δημοκρατικό πολίτευμα, αυτοί οι κοινοί πολίτες, ο δήμος, έχει το πλεονέκτημα και «κυβερνά» ο ίδιος.

Όταν δε αυτός ο δήμος δεν διακρίνεται από «νουν», καταντά όχλος. Πάνω σε αυτό το ανομοιόμορφο πράγμα του όχλου τότε, δεν μπορεί κανείς να βασίζεται, αναφέρει ο Δημοσθένης. Γιατί οι ψυχές του όχλου είναι ευμετάβλητες, οπότε· «Λαώ μη πίστευε· πολύτροπος εστιν όμιλος· λαός και ύδωρ και πυρ ακατάσχετα πάντα», συμπληρώνει ο Φωκυλίδης. Όταν δε ο όχλος προστατεύεται από δημαγωγούς, καταντά ένα φοβερό και επικίνδυνο πράγμα, ολοκληρώνει ο Ευριπίδης. Ο τοιούτος όχλος, λόγω απαιδευσιάς εσωτερικής, στερείται από δύναμη να πλέκει μακρούς συλλογισμούς, για να ανακαλύψει την ορθότητα μιας πράξης. Έτσι αρκείται σε «πολυσχιδή» ολιγόλογα συνθήματα και προσχεδιασμένες κινήσεις και αντιδράσεις, που του παρέχονται έτοιμα και προπάντων «θελκτικά» από το αόρατο εξουσιαστικό παρασκήνιο ή κατ’ ελάχιστον από την άδολη εσωτερική του διαίσθηση. Από την υγιή συνείδηση, όση εναπέμεινε αφίμωτη.

Άρχοντες και λαός, συνθέτουν ένα δίδυμο άρρηκτα συνδεδεμένο. Γιατί ούτε άρχοντες μπορούν να νοηθούν άνευ λαού, αλλά ούτε και λαός άνευ αρχόντων. Το «άνευ» μπορεί να θεωρηθεί μόνο ιδεολογικά και για να γίνουμε πιο σαφείς, αυτό μπορεί να συμβεί, όταν τα «πιστεύω» αρχόντων και λαού διίστανται. Τότε καραδοκεί ανησυχητικά για τους πρώτους μία πνευματική ορφάνια και συνάπτεται μονομερώς ένα ιδεολογικό διαζύγιο που τους τρομοκρατεί, οπότε οι άρχοντες ξάφνου αισθάνονται μόνοι τους, αδύναμοι, άπραγοι. Άνευ αρχής, άρα άνευ ουσίας, άνευ του πλούτου της δόξας και της σαγήνης της αρχομανίας. Άρχοντας μόνος εν τέλει δειγματίζει είδος θεϊκής τιμωρίας, ενώ λαός άνευ αρχόντων εγείρει την οχλοκρατία με μετάπτωση σε ανεξέλεγκτες εξελίξεις, κατά κύριο λόγο οδυνηρές. Πυροδοτεί στάσεις, επαναστάσεις και αναρχία με την ροή ποταμών αιμάτων και απόληξη ψυχικών ερειπίων. Ξαναβιώνουν οι πάλαι ποτέ λήσταρχοι με τις συμμορίες τους που και τώρα φυσικά υπάρχουν με άλλη όμως ενδυμασία, πιο εξελιγμένα όπλα και εγκατεστημένοι μέσα στα ποικιλώνυμα σπήλαια των υψηλών θώκων. Όμως όταν οι άρχοντες καταντήσουν μόνοι τους, βρεθούν στην κόλαση της ψυχικής ερημίας τους, προαισθανόμενοι το άδοξο τέλος τους, προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν διέξοδο σωτηρίας, πατώντας επί πτωμάτων. Έτσι συνθλίβουν περαιτέρω τον ήδη «εξαρτημένο» λαό, το ευτελές παίγνιό τους και χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα, συνάπτουν συνεργασία ακόμη και με το Διάβολο, αν και τις πλείστες φορές αποτελούν όργανά του και βαδίζουν κατά του Χριστού.

Διαβάζουμε στο Α΄ αντίφωνο της Μ. Πέμπτης. «Ἄρχοντες λαῶν συνήχθησαν κατά τοῦ Κυρίου καί κατά τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ».

Άρχοντες εδώ νοούνται η σύμπραξη Ιουδαίων και Ρωμαίων αρχόντων, «η ισχύς εν τη αθλία ενώσει», προκειμένου να θανατώσουν τον κεχρισμένο Μεσσία. Αυτόν που κατά την Ηρωδική άποψή τους, διεκδικεί την ρυπαρή εξουσία τους. Πριν όμως εκδηλώσουν κάποια ιδιαίτερη αντίδραση από μέρους τους, προστρέχουν τα πρόθυμα γλοιώδη αργυροκίνητα και πλήρως ακαλλιέργητα στοιχεία, από την κλίκα του όχλου, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους με το αζημίωτο φυσικά, διευκολύνοντας όμως το δύσκολο έργο των πρώτων. Πάντοτε μέσα στην δυστυχία της ανθρωπότητος, στην σταύρωση της έντιμης κοινωνίας, ξεπηδούν από τα κρησφύγετά τους και ξυπνούν από την χειμερία νάρκη τους, τα παράσιτα των μαυραγοριτών και πολλαπλών δοσιλόγων, για να κατεξουσιάσουν και αυτοί με τον ιδιότυπο ειδεχθή τρόπο τους και να συντελέσουν ολοκληρωτικά στην ηθική εξαθλίωση, γενόμενοι οι ίδιοι πολύτιμοι αρωγοί και πολλές φορές ακόμη και «χορηγοί» του νοσηρού συστήματος. Πολύ παραστατικά το αντίφωνο Β΄, καταγράφει αυτή την αισχρή προσέγγιση, αυτό το μιαρό αλισβερίσι, αυτών που προσκυνούν μόνο τον θεό του χρήματος. Τους θωρούμε ειδικά στις μέρες μας, καθώς ξεφυτρώνουν από τα πιο άγονα εδάφη του μηδενισμού, ολονέν και περισσότεροι, κατόπιν ικανής εξαγοράς τους. Εδώ παρεισφρέει η ρήση του λαού: «Το χρήμα σταύρωσε τον Χριστό». Αναρωτιέται όμως κανείς, πού ήταν ταμπουρωμένο αυτό το μισθοφορικό σκυλολόι και ξάφνου όρμησε στο πνευματικό πλιάτσικο; Αλλά το κάλεσαν «οι κρίσιμες περιστάσεις»· «Ἔδραμε λέγων ὁ Ἰούδας τοῖς παρανόμοις γραμματεῦσι· τί μοι θέλετε δοῦναι, καγώ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν;»

Και σήμερα τρέχουν οι λοιμογόνοι καταδότες και προπάντων εξωμότες με σπουδή στους παράνομους γραμματείς και μεθοδεύουν νοσηρά τις δοσοληψίες τους και τις προδοτικές συναλλαγές τους, αλλά και ανταλλαγές. Οι ανίερες διαβουλεύσεις μέσα στα ιδιόρρυθμα αρχονταρίκια και με τους πιο βλάσφημους κανόνες του Χριστεμπορίου. Αυτά έβλεπε και τότε ο Μπέρναρ Σω (1856-1950) και είπε· «Όταν η θρησκεία καταντήσει επάγγελμα, τότε η ηθική γίνεται εμπόρευμα». Για το συγκεκριμένο εμπόρευμα παζαρεύουμε αισχρά στις ανήθικες μέρες μας, που το αχρήστεψε ο πληθωρισμός «της εξεζητημένης» διαφθοράς και της παντοειδούς εξαθλίωσης.

Επανερχόμενοι στη ρύμη του πρότερου λόγου μας λοιπόν, μέχρι εδώ, αντικρίζουμε καταφανέστατα την σύμπραξη όχλου και αήθους εξουσίας. Αντικείμενο και δέλεαρ αιώνιο τα «τριάκοντα» για τους Εφιάλτες και η εξασφαλιζόμενη δόξα και εδραιούμενη ισχύς για τους άνωθεν, τους άμωμους και τους αδιάφθορους, ώστε να ποδηγετούν τον όχλο ολονέν και πιο «ευεργετικά». Αυτό ειδικά καταφαίνεται κυριαρχικά την στιγμή που επιτευχθεί ο σκοπός τους, γίνει η δουλειά τους· οπότε «καθαρίζουν» τον μισθοφόρο ευεργέτη τους. Τον ελεεινό καταδότη, για να μη κάποια στιγμή καταδώσει και τους ιδίους. Εκείνη την ώρα καταγράφεται αυτό που αναφέραμε στην αρχή· δηλαδή εκπηδά από το αναπομείναν μέρος της υγιούς συνείδησης ένα ολιγόλογο μήνυμα, για να μπορεί να το συλλάβει ο στενής αντιλήψεως και απόλυτα ακαλλιέργητος ψυχικά όχλος. «Είσαι ένοχος, παρέδωσες αίμα αθώου». Την ίδια ώρα όμως, καθότι έγινε η δουλειά τους, ασυγκίνητοι «οι καβαλάρηδες» καπεταναίοι, υποδεικνύουν τον δρόμο του απαγχονισμού στον ποταπό προδότη. Αυτή είναι η κατάληξη των απορφανισμένων από την θεϊκή συνείδηση δύστυχων όντων. Και πιο πέρα· «τί πρός ἡμᾶς;» συναντάται η ψυχρή ενατένιση από τους επιβήτορες της εγκληματικής κατάδειξης.

Την ίδια όμως στιγμή έχουν οι ως άνω την ηθική ευαισθησία, να μη πιάσουν το «όπλο» της δολοφονίας στα άμωμα χέρια τους. Γνωρίζουν όμως να φλερτάρουν με την εξώτερη καθαριότητα, με το έξωθεν του ποτηρίου, με το «οὐκ εἰμι ὥσπερ οὗτος ὁ τελώνης» φορώντας παντοειδείς μάσκες, οπότε τρέχουν «νά νίψουν τᾶς χεῖρας των», ενώ την ίδια ώρα σκυλοβρωμάει η ψυχή τους. Σε όλη την ανωτέρω σκοτεινή διεργασία, πρωτεύον στοιχείο παριστάμενο, καθίσταται η ταχύτης, γιατί υπάρχει περίπτωση κάτι να πάει στραβά, να αντιστεί ένα ηχηρό «ΟΧΙ», να χαλάσει η δουλειά και αυτό δεν το επιθυμούν οι συνωμότες. Η διάλυση της γιάφκας, σηματοδοτεί απώλεια συνδέσμου επικοινωνίας, οπότε ξανά πίσω τα άνομα σχέδια. Γι’ αυτό «Σήμερον γρηγορεῖ ὁ Ἰούδας παραδοῦναι τόν Κύριον» (Στ΄αντίφωνο). Αυτόν από τον οποίο έφαγε ψωμί και ευλογήθηκε, αυτόν πάει με σπουδή και τον παραδίδει, προδίδοντάς τον. Όμως ουδείς ελεεινότερος του ευεργετηθέντος. Το ίδιο παθαίνουν και οι περιώνυμοι άρχοντες, όταν τακτοποιήσουν σε κρατικούς θώκους ένα ημέτερο. Αυτόματα ενσωματώνεται ένας επιπλέον αχάριστος στο έλος των βολεμένων και εκατοντάδες έτεροι διαμαρτυρόμενοι ξεμένουν στην έξωθεν οσμή των λυμάτων, αβόλευτοι. Αυτή όμως είναι η φυσική ροή του άνομου ρουσφετιού που κανοναρχεί πιστά και απαρέγκλιτα τη ζωή στην πατρίδα μας αιώνες τώρα. Το προκλητικό παιχνίδι ανάμεσα στους ημετέρους και υμετέρους. Οι ουδέτεροι παραμένουν στην πρώτη γραμμή. Γιατί αυτοί αποτελούν την ουσιαστική δύναμη της κοινωνίας. Πατούν στα φυσικά πόδια τους και όχι στα δεκανίκια αλλονών και στηρίζονται στις πλάτες τους και τον θεϊκό ιδρώτα τους. Μέσω αυτού, αποβάλλουν όλες τις τοξίνες, οι οποίες στη συνέχεια καταπνίγουν την γλίτσα των προσκυνημένων.

Κάπως έτσι λοιπόν καταφθάνουν οι ευεργετημένοι εκ του ασφαλούς, τα κατευθυνόμενα μισθωμένα τσιράκια των τρανών αφεντάδων και απαιτούν «σταυρωθήτω». ΟΧΙ μόνο αυτό· «τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς…». ΟΧΙ μόνο αυτό· «Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μή καίσαρα». ΟΧΙ μόνο αυτό· επιθυμούν για αρχηγό της συμμορίας τους τον Βαραββά, καθότι εκφράζει το ενδότερο είναι τους.

Εδώ ξεχειλίζει η πίκρα του Χριστού, αλλά και κάθε ηθικού ηγέτου, όπως ο Καποδίστριας και αναφωνεί· «λαός μου τί ἐποίησά σοι…».

Όμως ακάθεκτοι, οι εξηγορασμένοι από την κατάρα του Νόμου δια του αίματος του Χριστού, περιφρονούντες αυτό, αλλά και απαιτούντες να χυθεί πάνω τους για να ολοκληρωθεί το αιμοσταγές εγχείρημά τους, εξασφαλίζουν το ποθούμενό τους. Έκτοτε ένας εγκληματικός όχλος κυβερνάται από ανάλογους αρχηγούς. Οι μεν με το αίμα στα χέρια τους πορεύονται στιγματισμένοι, οι δε με το αίμα στην πωρωμένη συνείδησή τους «βουλεύονται κενά». Η απαίτησή τους, κανόνας της ζωής τους με το αίμα να καταπνίγει τις υπάρξεις τους και τους Βαραββάδες στο ηγετικό προσκήνιο να κατακρεουργούν ψυχές. Μη λησμονούμε, κακούργοι είναι. Επίσης «Το της πόλεως όλης ήθος, ομοιούται τοις άρχουσιν» προσθέτει ο Ισοκράτης. Έτσι ο λαός καθίσταται συνένοχος στην εκάστοτε διακυβέρνηση, γιατί είτε ως άνοα βλακώδη πρόβατα ανεβάζουν τους διεφθαρμένους, κλέφτες, απατεώνες και προδότες στην εξουσία, είτε εν απολύτω γνώση τους, τους προωθούν για να βολεύονται και οι ίδιοι. Το ίδιο μονότονο ποίημα με αποτέλεσμα ένα, την εγκληματική συνενοχή. Οπότε πάντοτε μαζί νίπτουν όλοι τας χείρας, χωρίς να τολμούν να δουν κατάματα τα ανομήματά τους και να τα νίψουν.

Ας προσεγγίσουμε το φαινόμενο αυτό στις μέρες μας, για να γίνουμε κάπως αντιληπτοί. Χρόνια ατελείωτα συνυπογράφουμε αρχοντικός και λαϊκός εσμός, όλους τους προδοτικούς νόμους που κατερράκωσαν, κατεξευτέλισαν και κατερείπωσαν το έθνος μας. Δηλαδή τις ψυχοσωματικές υπάρξεις μας. Όλους τους υπονόμους νόμους, που διέλυσαν την οικογένεια, τον ευγενή πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας και πλην ελαχίστων συνειδήσεων, δεν συγκινήθηκε κανείς, γιατί η έννοια αυτή «των δακρύων» σημειούται μόνο όταν θίγεται το πουγκί μας. Εκείνα τα ένδοξα λοιπόν χρόνια, οι ακαταμάχητοι συνδικαλιστές ανέβαζαν και κατέβαζαν νομοσχέδια, προκειμένου να αποκομίσουν μείζονα οικονομικά οφέλη. Αυτό αποτελούσε το αποκορύφωμα των μεγαλόπνοων σχεδιασμών τους. Τότε οι άρχοντες ενέδιδαν, γιατί τους είχαν ανάγκη. Τώρα όμως ο τροχός γύρισε, με τον καίσαρα από πάνω παίρνοντας πίσω όλα διπλά και τρίδιπλα, χωρίς να μιλάει κανείς. Σειρά μου και σειρά σου. Ισοπαλία. Σημειώσατε Χ. Έτσι ήλθε η ώρα και άδειασαν κυριολεκτικά οι τσέπες ολονών «γιατί τα πήραν όλα και έφυγαν κάποιοι» όπως λέει το άσμα. Ξάφνου ανεκινήθη θέμα ρευστότητος και κίνδυνος λιμοκτονίας.

Κανείς και πάλι όμως δεν αναφέρεται στην πνευματική λιμοκτονία, που μαστίζει δεινά την πατρίδα μας χρόνια τώρα. Γιατί αυτή κατά βάση ευθύνεται για το σημερινό κατάντημα. Γιατί μολύναμε τα καθαρά νερά της πατρίδας μας με τους έξωθεν εισρέοντες αποπνικτικούς οχετούς και δεν έχουμε τι να πιούμε. Λερώσαμε την αθάνατη ελληνική ψυχή μας με τις βρωμιές και τα απόβλητα τα εισαγόμενα, για να εκσυγχρονισθούμε, και τώρα δεν βρίσκουμε καταφύγιο και γαλήνη πουθενά μέσα στην ενοχή μας. Γινήκαμε ως εκ τούτου ασυνείδητοι και δεν πιστεύουμε πλέον ούτε στον εαυτό μας. Παραβήκαμε προπάντων τον ηθικό νόμο και έφτασε η στιγμή να συχαθούμε τους εαυτούς μας. Την ίδια ώρα καταφθάνει ο καίσαρας πάνω στο άρμα του κατεξουσιασμού του και αντιτείνει: «Ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐάν πεσών προσκυνήσῃς μοι» (Ματ. 4,9). Μας θυμίζει κάτι αυτό; Τον Κύριο φυσικά. Αυτός ο Κύριος όμως αντιτείνει με τον δικό του τρόπο: «Εγώ ήλθα στη γη και σας έδωσα την ζωή μου, το αίμα μου, ελευθερώνοντάς σας από τα δεσμά της αμαρτίας και από την δουλεία των δημαγωγών. Εσείς όμως εμμένετε «σταυρωθήτω».

Αλλά η συνενοχή είναι ένα όπλο του Σατανά ακατανίκητο. Κρατάει εκβιαστικά αλυσοδεμένους όλους τους κακοποιούς, με τον φόβο της αποκάλυψης του εγκλήματος της σταύρωσης. Οπότε εμμένουμε παθητικά στην σύμπραξη της ανομίας· στην κοινοπραξία του εγκλήματος, με την περαιτέρω φίμωση και συμπίεση της συνείδησής μας.

Τώρα, αν δεν έχουμε μυστήρια, ιερές ακολουθίες, σώμα και αίμα αυτού που σκοτώσαμε, ούτε αγιασμούς, ούτε λιτανείες, ούτε ταφές νεκρών… μικρό το πράγμα. Αυτά ψελλίζουν οι ασυνάρτητοι ρασοφόροι της αισχρής συναλλαγής, που καλούν τον κόσμο· «μένουμε σπίτι» και προσευχόμαστε από εκεί. Το ίδιο ακριβώς πράγμα είναι. Το παιχνίδι το ίδιο, όπως και τότε· προπάντων βρώμικο.

«Οἱ δέ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τούς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τόν Βαραββᾶν, τόν δέ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν» (Ματ. 27,20). Πάντοτε οι υιοί της απωλείας, προσδοκούν την απώλεια για τον καθένα και ας είναι και Θεός. Η συνενοχή, ως εκεί τους παρασύρει.

Μήπως όμως τελικά συμβαίνει αυτό που αναφέρει ο θείος Παύλος;

«ὅ γάρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γάρ ὅ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὅ μισῶ τοῦτο ποιῶ» (Ρωμ. 7,15).

Ως πότε όμως θα είμαστε συνένοχοι;

 Αρίσταρχος