Κυρ. μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν (Μθ. 2, 13-23)
26 Δεκεμβρίου 2021 (2004)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ Δωδεκαημέρου, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε συνεχῶς ἑορτές. Στὶς 25 Δεκεμβρίου ἑωρτάσαμε τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου, στὶς 26 (σήμερα) τὴν Σύναξι τῆς Θεοτόκου, στὶς 27 (αὔριο) τὴ μνήμη τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Καὶ στὶς 29 Δεκεμβρίου ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τῶν 14.000 νηπίων ποὺ ἐσφαγίασε ὁ Ἡρῴδης. Γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ θέλω νὰ σᾶς μιλήσω.
* * *
Ὁ Κύριός μας, ὡς Θεὸς ποὺ ἦταν, μποροῦσε νὰ ἔρθῃ καὶ νὰ ἐμφανισθῇ στὸν κόσμο σὲ ἡλικία ὥριμη. Μὴ σᾶς φαίνεται αὐτὸ παράξενο· ἂν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, ἐμφανίσθηκε σὲ μεγάλη ἡλικία, πολὺ περισσότερο ὁ Χριστός, ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, μποροῦσε νὰ ἐμφανισθῇ σὲ ὅποια ἡλικία ἤθελε. Ἐν τούτοις γεννήθηκε ὡς βρέφος. Γεννήθηκε ὡς βρέφος, γιὰ νὰ τιμήσῃ τὰ βρέφη. Ποιός φανταζόταν, ὅτι ἐκεῖνο τὸ βρέφος εἶνε ὁ παγκόσμιος βασιλεύς!
Ἀφανὴς ἦταν ἡ γέννησι τοῦ
Χριστοῦ στοὺς μεγάλους. Σὲ λίγη ἀπόστασι ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ ἦταν τὰ ἀνάκτορα
τοῦ Ἡρῴδη. Τί θά ᾿καναν ἆραγε ἐκείνη τὴ νύχτα στὸ παλάτι; Θὰ
γλεντοῦσαν, θὰ διασκέδαζαν· καμμιά ἰδέα τοῦ μεγάλου μυστηρίου δὲν
εἶχαν. Ἀνάξιος ὁ Ἡρῴδης νὰ μάθῃ τὴν εἴδησι, ἔκανε τότε τὸ πρῶτο
…ρεβεγιόν (ὅπως πολλοὶ σήμερα κάνουν Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό). Ὁ
Χριστὸς δὲν εἰδοποίησε τὸν Ἡρῴδη καὶ τοὺς ἄλλους μεγάλους· εἰδοποίησε
τοὺς βοσκούς, τοὺς μικροὺς καὶ καταφρονεμένους. Κ᾿ ἐνῷ δὲν ἀντελήφθη
τὴν θεία Γέννησι ὁ Ἡρῴδης ποὺ ἦταν τόσο κοντά, τὸ γεγονὸς ἀποκαλύφθηκε
σὲ ἄλλες ἐκλεκτὲς ψυχὲς ποὺ κατοικοῦσαν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁγία γῆ.
Ἐγνώρισε τὸ μυστήριο στοὺς μάγους τῆς Περσίας, ποὺ ἦταν ἐπιστήμονες
ἀστρονόμοι, μεγάλες διάνοιες. Αὐτοὶ εἶδαν στὸν οὐρανὸ τὸ λαμπρὸ ἀστέρι,
φόρτωσαν τὶς καμῆλες δῶρα, περπάτησαν μέρες καὶ νύχτες, καὶ τέλος ἦρθαν
καὶ προσκύνησαν τὸν Κύριο στὴ Βηθλεέμ.
Πονηρὸς ὅμως ὁ Ἡρῴδης. Ὅταν προηγουμένως ἔμαθε πὼς ἦρθαν στὰ
Ἰεροσόλυμα οἱ μάγοι, τοὺς κάλεσε καὶ κρύβοντας τὸ σκοπό του τοὺς εἶπε,
μόλις βροῦν τὸ νέο βασιλέα νὰ τὸν εἰδοποιήσουν νὰ πάῃ κι αὐτὸς νὰ τὸν
προσκυνήσῃ. Ἀλλὰ οἱ μάγοι εἰδοποιήθηκαν νὰ φύγουν χωρὶς νὰ περάσουν ἀπὸ
τὸν Ἡρῴδη. Κι αὐτός, ὅταν κατάλαβε πὼς τὸν γέλασαν, «ἐθυμώθη λίαν»,
θύμωσε πολύ (Ματθ. 2,16).
Ἦταν ἀνόητος. Φοβήθηκε πὼς θὰ χάσῃ τὴ βασιλεία; Ἦταν ὅμως ἤδη
τότε γέρος· μέχρι νὰ μεγαλώσῃ ὁ νεογέννητος Χριστός, νὰ γίνῃ εἴκοσι
χρονῶν, αὐτὸς θὰ πέθαινε, θὰ ἔλειωναν καὶ τὰ κόκκαλά του. Ἀνόητος
ἐπίσης, γιατὶ ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλες ποὺ
στηρίζονται στὴ βία καὶ τὰ ὅπλα. Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει βία. Ὁ
θρόνος της εἶνε στὶς καρδιές, εἶνε βασιλεία αἰώνιος τῆς ὁποίας «οὐκ
ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33· Σύμβ. πίστ.).
Ὁ Ἡρῴδης, μοχθηρὴ ψυχή, ἔπνιξε μὲ τὰ χέρια του τὴν πρώτη του
γυναῖκα, σκότωσε τὸν κουνιάδο του καὶ πολλοὺς ἄλλους, σκότωσε ἀκόμη καὶ
τὰ παιδιά του, γιὰ νὰ μὴν τοῦ πάρουν τὴν ἐξουσία. Γι᾿ αὐτὸ ἦταν
λαομίσητος.
Ἀλλὰ τώρα ἔφτασε στὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Ἔγινε σφαγεὺς 14.000
νηπίων, πιστεύοντας ὅτι μέσα σ᾿ αὐτὰ θὰ εἶνε καὶ ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
Ἀπέτυχε ὅμως τὸ σχέδιό του. Ἕνας ἄγγελος εἰδοποίησε τοὺς μάγους νὰ
φύγουν ἀπὸ ἄλλο δρόμο στὴν πατρίδα τους, κ᾿ ἕνας ἄλλος τὸν δίκαιο
Ἰωσὴφ νὰ φύγῃ στὴν Αἴγυπτο. Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔγινε ὁ πρῶτος πρόσφυγας.
Θυμωμένος ὁ Ἡρῴδης διέταξε στρατιωτικὰ ἀποσπάσματα νὰ θερίσουν
τὴν περιοχὴ τῆς Βηθλεέμ. Ὅπως ἡ ἀλεποῦ μπαίνει στὰ κοττέτσια, ὅπως τὸ
τσακάλι ἀνοίγει τοὺς τάφους, ὅπως ὁ λύκος ὁρμᾷ στὰ μαντριά, ἔτσι οἱ
στρατιῶτες ἔμπαιναν στὰ σπίτια. Ἅρπαζαν τὰ βρέφη ἀπὸ τὶς ἀγκαλιὲς τῶν
μανάδων, ποὺ θρηνοῦσαν, καὶ τὰ ἔσφαζαν μπροστά τους.
–Ἄδικος ὁ Θεός! θὰ πῇ κάποιος αὐθάδης. Δὲν ἔστελνε ἕνα ἀστροπελέκι νὰ κάψῃ τὸν Ἡρῴδη καὶ τὸ στρατό του;…
Ἀπαντῶ. Τὰ παιδιὰ αὐτὰ εἶνε μακάρια. Κι ὅσοι γονεῖς εἴχατε
παιδάκια καὶ πέθαναν μικρά, μὴν τὰ κλαῖτε. Νὰ κλαῖτε ἐκεῖνο τὸ γέρο, ποὺ
ἔφαγε τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν κουτάλα ἀμετανόητος καὶ θὰ κάνῃ βουτιὰ στὴν
κόλασι.
–Μὰ τὰ 14.000 νήπια ἔφυγαν ἀβάπτιστα…
Ὄχι· βαπτίστηκαν. Πῶς; Ὑπάρχουν δύο εἴδη βαπτίσματος· τὸ ἕνα
στὸ νερὸ καὶ τὸ ἄλλο στὸ αἷμα. Τὰ νήπια τῆς Βηθλεὲμ βαπτίστηκαν στὴν
κολυμβήθρα τοῦ αἵματος κ᾿ εἶνε τώρα ἄγγελοι. Μακάρι νὰ ἤμασταν κ᾿ ἐμεῖς
ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά. Ἐγώ, ἁμαρτωλὸς ὅπως εἶμαι, ἐπιθυμοῦσα νὰ εἶμαι ἕνα
ἀπὸ ᾿κεῖνα τὰ νήπια, ἀθῷος ν᾿ ἀνεβῶ στὸν οὐρανό. Τώρα τί κάνουμε; Τὰ
χρόνια περνοῦν καὶ φορτωνόμαστε νέα ἁμαρτήματα. Μακάρια λοιπὸν αὐτὰ
τὰ παιδιά, οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο
βρίσκονται στοὺς οὐρανούς.
* * *
Ὁ Ἡρῴδης σκότωσε 14.000 παιδιά. Σταμάτησε ἆραγε τὸ ἔγκλημα τῆς παιδοκτονίας; Ὄχι δυστυχῶς. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν Ἡρῷδες.
⃝ Ἀπὸ Κυπρίους πρόσφυγες τοῦ Ἀττίλα μάθαμε, ὅτι ὅταν οἱ
Τοῦρκοι μπῆκαν στὴν Κύπρο σκότωσαν γέροντες, ἀτίμασαν γυναῖκες, ἔσφαξαν
καὶ παιδιά. Σ᾿ ἕνα χωριὸ σκότωσαν μὲ ὁπλοπολυβόλο ὁλόκληρη οἰκογένεια.
Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μέρες ἄνοιξαν τὸ σπίτι καὶ βρῆκαν ζωντανὸ ἕνα μικρὸ
παιδάκι. Πῶς ἔζησε; Τὸ ἔνστικτο τὸ ὤθησε νὰ πλησιάσῃ τὴ μάνα του, καὶ
ἔγλειφε τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ τὴν πληγή της. Οἱ Τοῦρκοι εἶνε νέοι
Ἡρῷδες.
⃝ Ἀλλὰ πόσα παιδιὰ σκότωσαν αὐτοί; 50; 100; 200; 300;… Ἀκοῦστε
τώρα ἕναν ἄλλο ἀριθμὸ καὶ θὰ φρίξετε. Κάθε χρόνο στὴν Ἑλλάδα σκοτώνουν
300.000 μικρὰ παιδιά! Ποιοί εἶνε οἱ φονιᾶδες τους; Εἶνε γιατροί, μὲ
ἄσπρες μπλοῦζες, ἐλεεινοὶ ἐκμεταλλευταί. Εἶνε ὅμως καὶ γονεῖς
ἄσπλαχνοι, ποὺ ὁδηγοῦν ἐκεῖ τὰ βρέφη τους. Δύο εἶνε τὰ μεγαλύτερα
ἁμαρτήματά μας, ἡ βλασφημία καὶ οἱ ἐκτρώσεις.
–Ἐσὺ ὅμως δὲν ξέρεις τί στοιχίζει ἕνα παιδί. Ποῦ νὰ βροῦμε λεφτὰ νὰ τὸ μεγαλώσουμε;…
Ψεῦτες! Ἔχετε χρήματα γιὰ τσιγάρα, ποτά, πολυτέλειες,
αὐτοκίνητα, ρεβεγιόν, θεάματα, δηλαδὴ γιὰ τὸ διάβολο· γιὰ τὰ παιδιὰ δὲν
ἔχετε. Μὲ ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ ξοδεύονται γιὰ περιττὰ πράγματα, θὰ μποροῦσαν νὰ
συντηρηθοῦν πλῆθος παιδιά. Καὶ τώρα ἡ Ἑλλάδα παιδιὰ δὲν ἔχει,
γηροκομεῖο κατήντησε. Ἦρθε πρὶν δύο μῆνες στὸ γραφεῖο μου ἕνας στρατηγὸς
καὶ τὸ ρώτησα πόσα παιδιὰ ἔχει. –Δύο, μοῦ ἀπαντᾷ. –Βρὲ στρατηγέ, τοῦ
λέω, μὲ τόσο μισθό, μόνο δύο;… Ἦταν ταπεινός. –Μοῦ θυμίζεις τὴν ἁμαρτία
μου, λέει, κι ἄρχισε νὰ κλαίῃ. –Γιατί κλαῖς, στρατηγέ; τὸν ρωτῶ.
–Θυμήθηκα τὸν πατέρα μου, ἀπαντᾷ. Εἶμαι ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Μάνης. Ὁ
πατέρας μου φτωχός, σκάλιζε τὴ γῆ, κλάδευε ἀμπέλια, μάζευε ἐλιές, κ᾽
ἔρριχνε τὰ δίχτυα στὸν Εὐρώτα νὰ πιάσῃ κανένα ψαράκι νὰ φᾶμε τὴν
Κυριακή. Πόσα παιδιά, λέτε, γέννησε; –Ποῦ νὰ ξέρω, στρατηγέμου;
–Δεκαπέντε· κ᾿ ἐγὼ εἶμαι ὁ τελευταῖος! –Πῶς ἔγινε αὐτό; –Πίστευε στὸ
Μεγαλοδύναμο, μοῦ ἀπαντᾷ. Ὤ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ! Ποιός περίμενε, ὅτι τὸ
τελευταῖο παιδὶ τοῦ πάμπτωχου Μανιάτη θὰ γινόταν στρατηγός; Βγῆκε καὶ
ἕνα βιβλίο στὸ Παρίσι ποὺ ὑποστηρίζει μὲ ἐπιχειρήματα, ὅτι τὰ τελευταῖα
παιδιὰ διακρίνονται, γίνονται ἐπιστήμονες, ἐφευρέτες, στρατηγοί,
ναύαρχοι…
Μέσα στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶνε ἡ εὐλογία. Ποῦ εἶνε τώρα οἱ πολύτεκνοι; Ἐξαφανίστηκαν…
Θὰ μοῦ πῇ κάποιος· Ποιός σ᾿ ἀκούει; δὲν πά᾿ νὰ φωνάζῃς… Κ᾿ ἐσύ,
ποὺ λὲς ἔτσι, δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶσαι ἔνοχος. Ἂν κανεὶς εἶνε ἔνοχος,
νὰ πάῃ νὰ βρῇ αὐστηρὸ πνευματικό, νὰ πῇ τὸ κρίμα του, καὶ ὅ,τι τοῦ πῇ ὁ
πνευματικὸς νὰ τὸ κάνῃ. Ἀλλιῶς θὰ χαθῇ, θὰ κολαστῇ. Δὲν τὸν σῴζει
τίποτε, ἂν δὲν μετανοήσῃ, κλαύσῃ καὶ πονέσῃ γιὰ νὰ βρῇ σωτηρία.
* * *
Ἀγαπητοί μου· ὅσοι δὲν ἀκοῦνε τὰ
λόγια τοῦ Χριστοῦ τὰ σωτήρια, θὰ ἔχουν τὸ τέλος τοῦ Ἡρῴδου. Ὁ Ἡρῴδης
ὕστερα ἀπὸ τὸ φόνο τῶν νηπίων ἔζησε μερικὰ χρόνια καὶ μετὰ ἀρρώστησε,
ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Κάλεσε γιατρούς· πῆρε φάρμακα, μὰ δὲν πέτυχε τίποτε.
Σκουλήκιασε, βρώμισε, κανείς δὲν τὸν πλησίαζε, καὶ πέθανε μέσ᾿ στὴν
ἀκαθαρσία. Τέτοιο ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἡρῴδου. Ἀλλὰ τέτοιο εἶνε καὶ τὸ
τέλος ὅλων ὅσοι πᾶνε κόντρα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· θὰ γίνουν στάχτη. Καὶ
κόντρα μὲ τὸ Θεὸ πᾶνε ὅσοι σκοτώνουν τὰ ἀθῷα νήπια.
Τὰ ἀντρόγυνα αὐτὰ ἂς μετανοήσουν καὶ θὰ βροῦν ἔλεος. Γιατὶ
ὅλους τοὺς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι, ἀδελφοί μου, νὰ
μετανοήσουμε. Καὶ νὰ σκοτώσουμε τὸν Ἡρῴδη! Ὅλοι τὸν ἔχουμε μέσα μας.
Ἡρῴδης αἱμοβόρος καὶ ἀκάθαρτος, ποὺ τὸν ἔχουμε μέσα στὴν καρδιά μας,
εἶνε ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Ἂς τὸν φονεύσουμε λοιπόν, γιὰ νὰ γεννηθῇ ὁ νέος
ἄνθρωπος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ
ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 29-12-1974. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-12-2004, ἐπανέκδοσις 18-11-2021.