Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

ΑΛΛΟΙΜΟΝ Σ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΑΜΑΡΤΑΝΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Τήν παρούσα διήγησι έλάβαμε άπό τόν συναξαρι­στή τής 28ης Απριλίου καί έχει ώς έξής:

Κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Ηρακλείου καί Νικήτα Πατρικίου τό έτος 625 ζούσε στήν Καρθαγένη τής Βορείου Αφρικής ένας βασιλικός στρατιώτης καί, έπειδή έπεσε στήν πόλι ἡ ασθένεια πανώλης, επήρε τήν γυναίκα του καί έπήγε σέ κάποιο προάστειο γιά νά σωθή άπό τόν βέβαιο θάνατο. Έκεῖ ό διάβολος τόν παρεκίνησε σέ σαρκική άμαρτία καί έμοίχευσε τήν γυναίκα τοῦ γεωργοῦ του. Κατόπιν προσβλήθηκε άπό τήν άρρώστεια καί άπέθανε. Τρεις ώρες άφ' ότου τόν είχαν θάψει, άρχισε νά φωνάζη άπό τόν τάφο λέγοντας:

«έλεήσατέ με». Όταν άνοιξαν τόν τάφο τόν εύρήκαν ζωντανό, άλλά δέν μπορούσε νά μιλήση. Μετά άπό τρεις ήμέρες έμίλησε καί είπε τά έξής: «Όταν ή ψυχή μου έπρόκειτο νά βγή άπό τό σώμα μου, έβλεπα μερικούς αίθίοπας μαύ­ρους καί φοβερούς στήν όψι, οί όποιοι ώρμησαν κατεπάνω μου καί μέ πολεμούσαν. Κατόπιν είδα δύο πολύ ώραίους νέους καί χάρηκε πολύ ή ψυχή μου, οί όποιοι, α­φού μέ παρέλαβαν, μέ άνέβαζαν στόν ούρανό. Καθ' όδόν τά τελώνια τών μαύρων δαιμόνων έξέταζαν τήν κάθε α­μαρτία μου ήταν τελώνια τοῦ ψεύδους, τοῦ φθόνου, τής πλεονεξίας καί άλλα. Σ' αύτές τίς άμαρτίες πού είχα κά­νει απαντούσαν οί συνοδοί μου Άγγελοι, άναφέροντες τά καλά έργα πού είχα κάνει. Όταν άνήλθαμε στήν πύλη τοῦ ούρανο, συνάντησε έμάς τό τελώνιο τής μοιχείας, τό όποιο έπρόβαλε τήν αμαρτία τής μοιχείας πού είχα διαπράξει, πρίν πεθάνω. Τότε οί δαίμονες μέ ένίκησαν καί μέ κατέβασαν στά σκοτεινότατα βάθη τής γής, όπου ευρίσκονται οί ψυχές τών άμαρτωλών καί δοκιμάζουν φρικτό πόνο καί οδύνη, τήν όποία δέν μπορεί νά διηγηθή ανθρώπινη γλώσσα.

Έγώ, όταν καταβιβάσθηκα έκεῖ, θρηνούσα και έ­κλαιγα. Τότε έφάνησαν πάλι αύτοί οί δύο λαμπροί νέοι, στούς όποιους είπα μέ δάκρυα νά μο δώσουν καιρό με­τανοίας γιά νά μετανοήσω. Τότε εκείνοι είπαν ό ένας πρός τόν άλλο: «Συμφωνείς μέ αύτόν ότι μέλλει νά μετανοήση, όπως λέγει;». Ό άλλος άποκρίθηκε: «Συμφωνώ». Τότε ανέβασαν τήν ψυχή μου καί τήν έφεραν στόν τάφο. Βλέποντας τότε έγώ τό σώμα μου νά είναι ωσάν βόρβορος καί λάσπη, δέν ήθελα νά μπώ μέσα σ' αύτό. Τότε οί νέοι μο είπαν: «Είναι αδύνατο νά μετανοήσης, έάν δέν μπής πάλι στό σώμα σου καί μέ αύτό ν' άγωνισθής καί νά μετανοήσης, έπειδή μέ αύτό έκανες τήν αμαρτία». Έμπήκα λοιπόν μέσα στό σώμα μου καί, άφο αύτό εμψυ­χώθηκε καί ζωντάνευσε, άρχισα νά φωνάζω».

Όσοι τόν άκουσαν νά φωνάζη άπό τόν τάφο: «έλεήσατέ με» πολύ ώφελήθηκαν καί θρηνούσαν ό καθένας τίς άμαρτίες του. Καθώς τόν είδαν, όταν συνήλθε, άποκαμμωμένο καί γεμάτον δάκρυα, τόν παρακαλοσαν νά φάγη, άλλά έκεῖνος δέν τούς άκουγε καί πηγαίνοντας στήν εκκλησία, έπεσε τά μπρούμητα καί έφώναζε μέ δυ­νατή φωνή κλαίγοντας: «Άλλοίμονο, άλλοίμονο σ' εκεί­νους πού άμαρτάνουν καί δέν μετανοούν. Τί φοβερή κόλασις καί αύστηρά κρίσις τούς περιμένει»!

Διερχόμενος λοιπόν σαράντα ήμέρες μέ νηστείες, άγρυπνίες καί έξομολογούμενος τό θαύμα αύτό σέ πολ­λούς αμαρτωλούς, τούς επέστρεψε σέ μετάνοια καί προγνωρίζοντας τόν θάνατο του πρίν άπό 12 ήμέρες, κοιμή­θηκε έν Κυρίω.

Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου