Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Γυναῖκα πιστή ἀλλοίωσε τόν ἄνδρα της – Ἡ δύναμη τοῦ Σταυρού

Γυ­ναῖ­κα πι­στή ἀλ­λοί­ω­σε τόν ἄν­δρα της 

Μί­α εὐ­λα­βέ­στα­τη γυ­ναῖ­κα εἶ­χε ἄν­δρα ἄ­σω­το, βλά­σφη­μο καί αὐ­ταρ­χι­κό. Ἡ ἴ­δια δυ­σκο­λευ­ό­ταν ὡς σύ­ζυ­γος ἀλ­λά ἔ­κα­νε πολ­λή ὑ­πο­μο­νή. Δέν ζή­τη­σε σάν δι­έ­ξο­δο τόν χω­ρι­σμό οὔ­τε ἀντα­πέ­δι­δε ὅ­σα τῆς ἔ­κα­νε ὁ δύ­στρο­πος σύ­ζυ­γός της. Ἔ­κα­νε τά­μα στήν Πα­να­γί­α νά φο­ρέ­ση σ᾿ ὅ­λη της τήν ζω­ή μαῦ­ρα, ἀρ­κεῖ νά φω­τί­ση τόν ἄν­δρα της νά ἔρ­θη στόν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ. Προ­σευ­χό­ταν συ­νε­χῶς καί νή­στευ­ε γι­ά τήν με­τά­νοι­α τοῦ συ­ζύ­γου της.

 Καί ὁ φι­λάν­θρω­πος Κύ­ριος, «ὁ ποι­ῶν τό θέ­λη­μα τῶν φο­βου­μένων Αὐ­τόν καί τῆς δε­ή­σε­ως αὐ­τῶν ἐ­πα­κού­ων», φώ­τι­σε τόν ἄ­σω­το καί ἔ­γι­νε ὑ­πό­δειγ­μα κα­λοῦ χρι­στια­νοῦ. Με­τε­νό­η­σε, ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε, ἔ­κο­ψε τά πά­θη του καί τώ­ρα δέν λεί­πει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κά­θε χρό­νο πη­γαί­νει γι­ά σα­ράντα ἡ­μέ­ρες καί ἐρ­γά­ζε­ται χω­ρίς ἀ­μοι­βή σέ μο­να­στή­ρια. Εἶ­ναι γε­μᾶ­τος φλό­γα καί ζῆ­λο γι­ά τόν Χρι­στό. Λέ­ει συ­χνά: «Τώ­ρα πού γνώ­ρι­σα τόν Χρι­στό, νά μοῦ ποῦν νά βά­λω τό κε­φά­λι μου νά μοῦ τό κό­ψουν γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, τό κά­νω μέ ὅ­λη μου τήν καρ­διά». 

Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ 

Τό ἔ­τος 1994 κά­ποι­ος Ἁ­γι­ο­ρεί­της ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τό πα­λαι­ό Μο­να­στή­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου στόν Ὄ­λυμ­πο. Ἐ­κεῖ συ­νάντη­σε μί­α για­γιά εὐ­λα­βέ­στα­τη πού βο­η­θοῦ­σε τούς προ­σκυ­νη­τές. Ἡ για­γιά ἀνέ­φε­ρε στόν μο­να­χό τό ἑ­ξῆς, καί ἤ­θε­λε νά μά­θη τήν γνώ­μη του, ἂν κά­νη κα­λά: 

«Ὅ­ταν βλέ­πω κα­νέ­να φί­δι στήν αὐ­λή τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, ἐ­δῶ ἔ­χει πολ­λά φί­δια, τό σταυ­ρώ­νω καί τό φί­δι κοκ­κα­λώ­νει. Γί­νε­ται σάν βέρ­γα. Με­τά τό πιά­νω καί τό πε­τά­ω ἔ­ξω. Μοῦ λέ­νε με­ρι­κοί: “Χα­ζή εἶ­σαι πού πιά­νεις τά φί­δια”, καί ἐ­γώ τούς λέ­ω: “Για­τί εἶ­μαι χα­ζή; Ποι­ό εἶ­ναι πι­ό δυ­να­τό, τό φί­δι ἢ ὁ Σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ, πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ον σταυ­ρώ­θη­κε ὁ Χρι­στός καί ἔ­σω­σε τόν κό­σμο;”. Μέ τήν δύ­να­μη τοῦ Σταυ­ροῦ, ὅ­ταν θέ­λω νά ζυ­μώ­σω, βά­ζω ἀ­λεύ­ρι καί νε­ρό, τά ἀ­να­κα­τεύ­ω, τά σταυ­ρώ­νω, με­τά ση­κώ­νε­ται τό προ­ζύ­μι καί κά­νω ψω­μί». 

Κάποιος μπουλ­ντο­ζιέ­ρης κα­τά­κο­πος ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σί­α του ξά­πλω­σε μί­α κα­λο­και­ρι­νή νύ­χτα νά ξε­κου­ρα­στῆ. Αἰ­σθάν­θη­κε στόν ὕ­πνο του ἕ­να βά­ρος νά τόν πι­έ­ζη καί ξύ­πνη­σε ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀντι­δρά­ση. Ἔ­βλε­πε ἕ­να μαῦ­ρο, κά­τι σάν σκυ­λί πού προ­χω­ροῦ­σε σι­γά–σι­γά πρός τό κε­φά­λι του καί τόν πλά­κω­σε. Πή­γαι­νε νά τοῦ βγῆ ἡ ψυ­χή. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­φθα­σε μέ­χρι τό στῆ­θος, ἄ­κου­σε μί­α φω­νή: «Ἂν δέν εἶ­χες αὐ­τό (τόν Σταυ­ρό) στό στῆ­θος σου, θά ἔβλεπες τί θά πά­θαι­νες», καί ἀ­μέ­σως ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Εὐ­χα­ρί­στη­σε τόν Θε­ό, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του καί κα­τά­λα­βε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύ­να­μη τοῦ Σταυ­ροῦ πού τυ­πι­κά φο­ροῦ­σε μέ­χρι τό­τε.