✞ Ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος
Κάποτε
μία χριστιανὴ ἐξομολογήθηκε στὸν Ἅγιο Ἰάκωβο στὸ παρεκκλησάκι τοῦ Ἁγίου
Χαραλάμπους στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυίδ. Ἐν συνεχεία μετὰ τὴν ἐξομολόγηση
ἐνῶ παρέμεναν οἱ δικοὶ της γιὰ νὰ πάρουν σειρὰ κατέβηκε αὐτὴ στὸν κυρίως
Ναό. Ὅσοι ἔχετε πάει στὸν Ὅσιο Δαυὶδ ξέρετε πὼς εἶναι. Ὁ Ναὸς ἦταν
ἄδειος, μπῆκε μέσα, ἄναψε ἕνα κεράκι καὶ ἄρχισε νὰ προσκυνάει τὶς
εἰκόνες. Μπαίνοντας μέσα ὅμως βλέπει γιὰ μία στιγμὴ τὴν Ὡραία Πύλη
ἀνοιχτὴ καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα νὰ κάθεται ἕνας νεαρός. Πάνω στὴν
Ἁγία Τράπεζα. Ἡ Ὡραία Πύλη ἦταν ἀνοιχτὴ καὶ ἐκεῖνος καθόταν πάνω στὴν
Ἁγία Τράπεζα. Μόλις τὸν εἶδε τοῦ ἔβαλε τὶς φωνὲς:
- Βρέ, τοῦ λέει, δὲν ντρέπεσαι νὰ κάθεσαι πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα; Κατέβα γρήγορα κάτω. Βγὲς ἔξω.
Ἀλλὰ
νὰ τέτοιοι εἶστε οἱ σημερινοὶ νέοι. Δὲν ἔχετε πάνω σας τσίπα.
Κακομαθημένοι εἶστε, ἀσεβεῖς, χαραμοφάηδες, τεμπέληδες, μακρυμάλληδες.
Φαίνεται θὰ εἶχε μακριὰ μαλλιὰ ὁ νεαρός.
- ... Ἀναρχικοί... Καὶ ποιός ξέρει ἄλλα πόσα τοῦ ἔσυρε ἐκεῖ πέρα.
- Καὶ ἐσὺ γιατὶ δὲν ἐξομολογήθηκες λίγο πρὶν τὴν τάδε ἁμαρτία πού ἔκανες;
Καὶ τῆς εἶπε ἀκριβῶς τὴν ἁμαρτία. Ἐκείνη δάκρυσε, ἀποσβολώθηκε. Ἄφωνη ἀπὸ τὸ ξάφνιασμὰ της.
- Καὶ ἐσὺ ποιός εἶσαι; τὸν ρώτησε ψελλίζοντας καὶ τρέμοντας ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη.
- Ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς πού θὰ πάρεις αὔριο, εἶπε καὶ ἐξαφανίστηκε.
Μόλις
συνῆλθε λοιπὸν ἔτρεξε πρὸς τὸν Πατέρα Ἰάκωβο φωνάζοντας πανικόβλητη γιὰ
τὸ τὶ εἶδε καὶ τὶ τῆς συνέβη. Αὐτὸ μᾶς τὸ διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος
Ἰάκωβος.
"Ἐγὼ
εἶμαι αὐτὸς πού θὰ πάρεις αὔριο". Κι ἐσὺ κι ἐσὺ κι ἐγὼ καὶ κάποιοι
ἄλλοι καὶ ὅλοι μας θὰ Τον πάρουμε εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν καὶ εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον.