Ένας Γέροντας ασκητής διηγήθηκε τά εξής: «Ένας αδελφός επιθυμούσε νά γίνη μοναχός γιά νά σώση τήν ψυχή του, άλλά τόν εμπόδιζε η μητέρα του. Ωστόσο όμως, μετά από πολλές παρακλήσεις του επέτρεψε καί άνεχώρησε. Έγινε μοναχός, Αλλά επέρασε τήν ζωή του μέ αμέλεια. Έν τω μεταξύ απέθανε καί η μητέρα του.
Μετά άπό άρκετά χρόνια άσθένησε ο άδελφός καί πλησίασε στόν θάνατο. Ξαφνικά η ψυχή του χωρίσθηκε άπό τό σώμα καί άνέβηκε στόν ούρανό γιά νά κριθή. Μεταξύ τών κολαζομένων εύρήκε καί τήν μητέρα του, ή οποία του είπε: «Καί έσύ παιδί μου, καταδικάσθηκες στόν τόπο τών κολασμένων; Που είναι τά λόγια πού μου έλεγες ότι «θέλω νά σώσω τήν ψυχή μου;». Εκείνος στεκόταν περίλυπος καί ντροπιασμένος γιά τά λόγια πού άκουε, χωρίς νά μπορεί ν' άπολογηθή στήν μητέρα του. Κατόπιν άκουσε μία φωνή πού έλεγε: «Άρατε αύτόν εντεύθεν». Αμέσως τότε συνήλθε άπό τήν έκστασι πού είδε καί έδιηγείτο μέ φόβο στούς παρευρισκομένους, όλα όσα είδε, καί δοξολογούσε τόν Θεό πού επιδιώκει κάθε τρόπο γιά τήν σωτηρία τών άνθρώπων.
Όταν έγινε τελείως καλά, κλείσθηκε στό κελλί του καί μέ δάκρυα προσευχόταν στόν Θεό νά τόν συγχωρήση φροντίζοντας έτσι γιά τήν σωτηρία του. Τόσο βαθειά ήταν η κατάνυξίς του, ώστε πολλοί του έλεγαν να μετριάση τον κόπο και τήν άσκησι του, μη τυχόν και πάθη κάποια βλάβη η υγεία του. Εκείνος τούς έλεγε:» Έάν δέν μπόρεσα να υποφέρω τον ονειδισμό της μητέρα μου πώς θά βαστάσω τήν ντροπή κατά τήν ήμερα τής Κρίσεως, ενώπιον του Χριστού, τών Αγγέλων καί ολοκλήρου τής Κτίσεως;
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
