Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Γρηγόριος ὁ Ε΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἡ προσφορά του στήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος

Πρωτ. Χρίστου Κυριακόπουλου

Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου

Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καὶ Ὠρωποῦ

 Πρόλογος

Εὐχαριστῶ θερμά τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ. Κύριλλο, πού μέ τήν ἀνάθεση αὐτῆς τῆς σύντομης εἰσηγήσεως, μοῦ δίνεται ἡ τιμητική εὐκαιρία νά μιλήσω γιά τόν Μεγάλο Ἅγιο Ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας καί Ἐθνομάρτυρα τοῦ Γένους μας, τόν Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε΄, τόν καταγόμενο ἀπό τά ἅγια χώματα τῆς ἱστορικῆς Δημητσάνας, τό ἅγιο αὐτό τέκνο τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας μου Γορτυνίας.

Νιώθω ἰδιαίτερη τήν συγκίνηση, ὅταν τόν φαντάζομαι παιδί καί νεαρό ἔφηβο νά βγαίνει ἀπό τήν πόρτα τοῦ σῳζόμενου ἀκόμα σπιτιοῦ του, νά κυκλοφορεῖ στά πλακόστρωτα δρομάκια τῆς Δημητσάνας, νά ἐκκλησιάζεται στίς παμπάλαιες καί ταπεινές τότε ἐκκλησίες τῆς κωμοπόλεως, νά κάθεται στά ἕδρανα τῆς φημισμένης Σχολῆς της, νά ἐπισκέπτεται τά γειτονικά μοναστήρια τοῦ Φιλοσόφου, τῶν Αἰμυαλῶν καί ὅποιο ἄλλο ἀπό τά πολλά πού ὑπῆρχαν στήν γύρω περιοχή.

Τόν φαντάζομαι νεαρό νά παίρνει τόν δρόμο τῆς ξενιτιᾶς καί νά φεύγει χωρίς ἐπιστροφή πιά κατά σάρκα στόν τόπο τῆς γεννήσεώς του, νά φεύγει μέ τό ὄνειρο νά προκόψει καί νά θέτει τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τῆς ἐν αἰχμαλωσίᾳ Ἐκκλησίας καί τῆς σκλαβωμένης Πατρίδας, ὥστε νά ἔλθουν καλύτερες ἡμέρες γι’ αὐτές.

Βλέπω, ὅμως, καί τήν σημερινή ὑλική παρουσία του, ὅταν προσκυνῶ τά εἰκονίσματά του στά παρεκκλήσια τῆς Δημητσάνας πού φέρουν τό ὄνομά του, εἴτε στό κομψό ἐκεῖνο πού ἔχει ἀφιερωθεῖ σ’ αὐτόν καί στόν Ἅγιο Νεομάρτυρα Εὐθύμιο τόν ἐκ Δημητσάνης, εἴτε σ’ αὐτό πού ἔχει διαμορφωθεῖ στό ἰσόγειο τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ.

Ἀλλά ἄς δοῦμε μέ συντομία μερικές πτυχές τοῦ βίου του καί κάποια στοιχεῖα ἀπό τήν γενναία προσφορά του στήν Ἐκκλησία, στόν συνάνθρωπο, στήν Παιδεία καί τό Γένος.

 ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ

  1. Σύντομα βιογραφικά στοιχεῖα:

Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄, ὁ κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, γεννήθηκε στήν Δημητσάνα περὶ τὸ 1745.

Ὁ Ἰωάννης Ἀγγελόπουλος καὶ ἡ ᾿Ασημίνα τὸ γένος Παναγιωτοπούλου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄλλα τρία παιδιά, τὸν Παναγιώτη, τὴν Ἐξακουστή καὶ τὴν Ἄννα, εἶναι οἱ γονεῖς τοῦ Γρηγορίου. Τό οἰκογενειακό του δέντρο ἀπό τό ὁποῖο ἐβλάστησεν ὁ Γρηγόριος δηλώνει ὅτι ἡ οἰκογένειά του προερχόταν ἀπό ἐπίσημες οἰκογένειες τῆς Δημητσάνας. Ὁ πατέρας του ὅμως ἦτο πτωχὸς καὶ ἀσχολεῖτο μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς, ἐνῶ συγχρόνως διέθετε μικρὸ ποίμνιο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογενείας του. ῾Ο ἀδελφός τοῦ πατέρα του, ἱερομόναχος Μελέτιος, ἦταν λόγιος κληρικός καὶ ἀνάδοχος τοῦ μικροῦ Γεωργίου (Γρηγορίου) καί προστάτης τῆς οἰκογενείας του, ἀφοῦ ὁ πατέρας τοῦ Γρηγορίου ἀπεβίωσε νωρίς σέ ἡλικία πενήντα ἐτῶν.

Καίτοι τσοπανόπουλο, ὁ Γεώργιος εἶχε ἀπό μικρὸ παιδὶ κλίση στὰ γράμματα καὶ στὸν ἀγγελικὸ βίο. Τοῦτο ἔβλεπε καὶ ὁ πατέρας του, γι’ αὐτό καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν στείλει γιὰ νὰ μαθητεύσει στὴν Σχολὴ τῆς Μονῆς τοῦ Φιλοσόφου. Πιθανὸν μάλιστα ὁ πρῶτος του διδάσκαλος στὴ Δημητσάνα νὰ ἦταν ὁ θεῖος του ἱερομόναχος Μελέτιος. Ἀπό τήν περίφημη αὐτή Σχολή προῆλθαν ἑπτά Πατριάρχες, ὀγδόντα Ἀρχιερεῖς (τά ὀνόματα τῶν ὁποίων μᾶς εἶναι γνωστά) καί ἀρκετοί διδάσκαλοι κατά τούς ζοφερούς χρόνους τῆς σκλαβιᾶς ἀλλά καί ἕξι Ἅγιοι: Διονύσιος ὁ Σοφός, Ἀνανίας καί Θεόκλητος, Ἀρχιεπίσκοποι Λακεδαιμονίας, Γρηγόριος ὁ Ε΄, Ἰωσήφ Θεσσαλονίκης καί ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ὁ νεομάρτυς.

Στήν Σμύρνη ὁ Γεώργιος ἐργάζεται ὡς βοηθὸς τοῦ Ἐκκλησιάρχη θείου του, ἐνῶ συγχρόνως φοιτᾶ ἐπὶ μιὰ πενταετία στήν περίφημη Εὐαγγελική Σχολή της, ὅπου δίδασκε καί ὁ θεῖος του.

Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης πηγαίνει γιὰ εὐρύτερες σπουδές στὴν Σχολὴ τῆς Πάτμου ὅπου διδάσκεται ἐπὶ δύο χρόνια Φιλοσοφία καί Θεολογία ἀπὸ τόν Βασίλειο Κουταληνὸ καὶ Φιλολογία ἀπὸ τὸν Δανιήλ Κεραμέα.

Μετὰ ταῦτα ταξιδεύει στήν Ζάκυνθο στά νησιά τῶν Στροφάδων, ὅπου στὴν Ἱερά Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου κείρεται μοναχὸς καί λαμβάνει τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Ἀκολούθως παραμένει στὴν Μονὴ καὶ ζεῖ σάν ἐρημίτης μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ θαλάσσης.

Ἀλλ’ ὁ μοναχός Γρηγόριος, ὡς δραστήριος ἄνδρας, δέν ἦταν δυνατόν νὰ ζεῖ κλεισμένος μέσα στήν μικρή Μονὴ τῶν Στροφάδων.

Γι᾿ αὐτό τὸ 1775 ἐγκαταλείπει τὴν Μονὴ καὶ ἀνήσυχος ἐπιστρέφει στήν Σμύρνη ἔχοντας ἀποκτήσει ὑψηλή παιδεία γιά τήν ἐποχή καί πολλά πνευματικά χαρίσματα καί ἀρετές. Λόγω δὲ τῆς ὑψηλῆς μορφώσεώς του, τὴν ὁποία ἀπέκτησε σὲ ἀκμάζουσες Σχολές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πλησίον διακεκριμένων διδασκάλων, ἀποσπᾶ τὴν εὔνοια, τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ τότε Μητροπολίτη Σμύρνης Προκοπίου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὰ Σαμπάζικα, χωριὰ τῶν δυτικῶν πλευρῶν τοῦ Ταϋγέτου τοῦ Νομοῦ Μεσσηνίας.

Ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος, ἐκτιμώντας τά χαρίσματά του καί τή φιλοσοφική καί θεολογική του συγκρότηση, τόν χειροτόνησε διάκονο καί ἀργότερα πρεσβύτερο. Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Προκοπίου ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σμύρνης στίς 14 Ὀκτωβρίου τοῦ 1785. Διακρίθηκε γιά τό ποιμαντικό καί φιλανθρωπικό του ἔργο, δημιούργησε ὅμως ἀρκετές ἀντιπάθειες μέ τή δράση του. Τήν Πρωτομαγιά τοῦ 1797 ἐκλέχθηκε ὁμοφώνως Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διαδεχόμενος τόν θανόντα Πατριάρχη Γεράσιμο Γ΄, ἀλλά τόν ἑπόμενο χρόνο ἀναγκάστηκε νά παραιτηθεῖ, ἐξαιτίας τῶν πιέσεων ἀπό τίς Ὀθωμανικές ἀρχές καί τῆς διαφωνίας μέ μερίδα Ἱεραρχῶν τοῦ Πατριαρχείου. Ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἀρκετά, κατέληξε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου μόνασε.

Μετά τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Καλλινίκου Ε΄, ἀνέλαβε γιά δεύτερη φορά τόν Οἰκουμενικό θρόνο στίς 24 Σεπτεμβρίου τοῦ 1806, ἀλλά στίς 10 Ἰουλίου τοῦ 1808 παραιτήθηκε ἐκ νέου, μετά ἀπό ἀπαίτηση τοῦ ἐπικεφαλῆς τῶν γενιτσάρων Μουσταφά Μπαϊρακτάρ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπαναστατήσει κατά τοῦ Σουλτάνου. Μετά τή νέα παραίτησή του, ὁ Γρηγόριος μόνασε γιά σχεδόν 10 χρόνια στό Ἅγιο Ὄρος. Περί τά μέσα τοῦ 1818 τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Κοζανίτης ὁπλαρχηγός Ἰωάννης Φαρμάκης, προκειμένου νά τόν ἐνημερώσει γιά τήν ἵδρυση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, πού εἶχε ὡς σκοπό τήν προετοιμασία τῆς ἐξέγερσης τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων κατά τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Σύμφωνα μέ τόν Φαρμάκη, ὁ Γρηγόριος «ἔδειξεν εὐθύς ζωηρότατον ἐνθουσιασμόν ὑπέρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» καί «ηὐχήθη ἀπό καρδίας», γιά τήν ἐπιτυχία του σκοποῦ της. Τοῦ συνέστησε, ὅμως, «νά προσέξουν πολύ οἱ ἑταῖροι μήπως βλάψουν ἀντί νά ὠφελήσουν τήν Ἑλλάδα».

2. Ἡ προσφορά του στήν Ἐκκλησία

Ὡς γνήσιος καί ἄξιος Ἱεράρχης καί Ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, διακρίθηκε γιά τήν πλούσια καί ἀνιδιοτελῆ προσφορά του σ’ αὐτήν. Πέρα ἀπό τό προσωπικό του Ὀρθόδοξο βίωμα ἀντέδρασε μέ ὅποιο πρόσφορο τρόπο εἶχε καί κάτω ἀπό πολύ ἀντίξοες συνθῆκες γιά τήν προστασία τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος, τοῦ ὁποίου εἶχε, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του, ταχθεῖ ὑπερασπιστής. Ἀντιμετώπισε τήν ρωμαιοκαθολική καί προτεσταντική προπαγάνδα, πού «ἁλώνιζε» μέ τήν ἀνοχή τῶν κρατούντων στήν ἀλλόθρησκη αὐτοκρατορία, ὅπως, ἐπίσης, ἐμάχετο καί κατά τῶν ξενόφερτων ἀθεϊστικῶν κηρυγμάτων τοῦ κακῶς νοουμένου δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ.

Στή Σμύρνη ἐνδιαφέρθηκε σοβαρά γιά τήν μόρφωση τοῦ κλήρου. Πρός τοῦτο μεταφράζει καί ἐκδίδει τούς περί Ἱερωσύνης λόγους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Στήν Πόλη ἀργότερα θά ἐκδώσει στό Πατριαρχικό Τυπογραφεῖο τά Ἠθικά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἐξήγηση τῶν ὁμιλιῶν του στήν Ἑξαήμερο καί Κυριακοδρόμιο σέ ἁπλή γλῶσσα. Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα τοῦ Πατριάρχου πρέπει νά θεωρηθεῖ καί ἡ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης ὑπό τήν ἄμεση ἐπιστασία του ἤ καί ἀπό τόν ἴδιο. Ἐπίσης, ἔδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τή διάδοση τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν. Μάλιστα, ὡς Μητροπολίτης Σμύρνης εἶχε προσλάβει ὡς ἱεροκήρυκα τόν περίφημο Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο τόν ἐξ Οἰκονόμων, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, εἶναι αὐτός πού στήν Ὀδησσό, κατά τήν κηδεία τοῦ Πατριάρχου, ἐξεφώνησε τόν θαυμάσιο ἐπικήδειο λόγο, ὅπου ἀνάγλυφα περιγράφει τό ἦθος καί τήν προσφορά τοῦ μάρτυρα Ἱεράρχη.

Ἀκόμη, εἶχε τό θάρρος νά προβεῖ στόν ἔλεγχο καί κάποιων ἐπισκόπων, πού εἶχαν περιπέσει σέ ἐκκλησιαστικά παραπτώματα.

Μέ ἐγκυκλίους ὡς ἐν ἐνεργείᾳ Πατριάρχης ἀλλά καί ὡς ἐξόριστος ἐπί πολλά ἔτη στό Ἁγιώνυμον Ὄρος ἀσχολήθηκε καί μέ τήν βελτίωση τοῦ μοναχικοῦ βίου, ἐνθαρρύνοντας τήν ἐπιστροφή τῶν μοναστηριῶν στό παραδοσιακό κοινοβιακό πολίτευμα.

Ὑποδειγματική ἦταν ἡ σταθερή προσήλωσή του στούς ἱερούς κανόνες, στό συνοδικό σύστημα καί στήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ὀργάνωσε τή λειτουργία τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου, ἐμερίμνησε γιά τήν παιδεία καί τό ἦθος τῶν ὑποψηφίων κληρικῶν, ὄντας ὁ ἴδιος ὑψηλό παράδειγμα ἀσκητικοῦ βίου, σέ σημεῖο πού προκάλεσε γι' αὐτό ἀντιδράσεις. Ἔλυσε μέ θαυμαστή ἐπιτυχία καί ὁριστικά τό χρονίζον ζήτημα τῶν λεγομένων «Κολλυβάδων» μοναχῶν καί τῆς συχνῆς ἱερᾶς μεταλήψεως καί ρύθμισε τή λειτουργία τῶν Ἱερῶν Ναῶν καί Μονῶν.

3. Ἡ προσφορά του στόν συνάνθρωπο

Ὡς προερχόμενος ἀπό φτωχή οἰκογένεια, ὡς λιτός, ἀνιδιοτελής καί ταπεινός στόν βίο του, ὡς τηρητής τῶν Κυριακῶν ἐντολῶν, πολλήν παρεῖχε τήν βοήθεια στούς ἐνδεεῖς καί στούς κατατρεγμένους. Συνέστησε τό «Κιβώτιον τοῦ ἐλέους» (ἀργότερα πῆρε τήν μορφή ταμείου γιά τήν ἐνίσχυση τῆς μελετωμένης Ἐπαναστάσεως), στό ὁποῖο προσέφεραν τόν ὀβολόν τους οἱ δυνάμενοι, καί μέ τά συγκεντρούμενα χρήματα ἐβοηθοῦντο οἱ φτωχοί καί ἀποφυλακίζονταν ὅσοι ἐστέναζαν στίς τουρκικές εἱρκτές γιά χρέη.

Τρεῖς μόνον περιπτώσεις τῆς προσωπικῆς ἀνιδιοτέλειας καί πτωχείας ἀναφέρω:

α) Κάποτε μιά πτωχή χήρα μητέρα τόν ἐπεσκέφθη καί τοῦ ἐζήτησε τήν βοήθειά του γιά τήν στερούμενη οἰκογένειά της. Μή ἔχοντας κάτι νά τῆς δώσει, ἐπῆρε τό γούνινο παλτό πού τότε τοῦ εἶχαν προσφέρει καί τῆς τό ἔδωσε, ὥστε πωλώντας το νά ἐξοικονομήσει προσωρινά τήν κατάσταση (Ἱστορική Ἀνθολογία Γιάννη Βλαχογιάννη).

β) Κάποτε ἡ νύφη του ἀπό τήν Δημητσάνα τοῦ ἐζήτησε χρήματα γιά ν’ ἀγοράσει, κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς, ἕνα στασίδι στήν Ἐκκλησία. Μή ἔχοντας ἄλλο τι νά τῆς δώσει, τῆς ἔστειλε μιά μικρή εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ μιά σύντομη ἐπιστολή, ὅπου τῆς ἔγραφε ὅτι αὐτή μόνον ἔχει περιουσιακό στοιχεῖο καί ἀντί στασιδίου ἄς ἀρκεσθῇ νά προσεύχεται μπροστά σ’ αὐτή.

γ) Ἀλλά καί στήν διαθήκη του πού συνέταξε, ὅταν ἦταν ἐξόριστος στό Ἅγιον Ὄρος, ὥριζε ἀπό τά χρήματα πού εἶχε καταθέσει στό Κοινόν τοῦ Ὄρους, ἀφοῦ ἀφαιρεθοῦν τά ἔξοδα τῆς κηδείας του καί τῶν μνημοσύνων, ὅ,τι περισσεύσει νά μοιρασθῇ στούς ἐκεῖ φτωχούς μοναχούς καί λαϊκούς. Τό ἴδιο νά γίνῃ καί μέ τήν οἰκοσυσκευή του στό ταπεινό κελλί πού ἔμενε (στρῶμα, σκεπάσματα, ἐνδύματα). Λιτός στό βίο του ὁ Πατριάρχης δέν ἀπέκτησε, οὔτε ἐπεζήτησε νά ἀποκτήσει περιουσίαν. Τίποτε δέν ἤθελε νά λάβουν οἱ συγγενεῖς του, διότι ὅ,τι εἶχε ἀποκτήσει ἦταν ἐκκλησιαστικό καί ὄχι πατρικό ἤ μητρικό.

4. Ἡ προσφορά του στήν Παιδεία

Ἐνίσχυσε σημαντικά τήν παιδεία. Τήν ἀγάπη του γιά τήν παιδεία καί τόν φωτισμό τοῦ Γένους μέχρι τό μαρτύριό του δείχνουν οἱ σωζόμενες Ἐγκύκλιοί του. Ἐνδιαφέρθηκε γιά τή σύσταση νέων σχολείων, τήν ἐνίσχυση τῶν παλαιῶν, ἐξαπολύοντας ἐγκυκλίους γιά τήν λειτουργία σχολείων στίς κατά τόπους ἐπισκοπές, ὅπου καθόριζε καί τά διδασκόμενα μαθήματα. Παράλληλα, ἀπό τό Πατριαρχικό Τυπογραφεῖο, πού ἐπαναλειτούργησε, ἐξέδωσε βιβλία πού ὠφέλησαν πολύ τήν Ἐκκλησία καί τό Γένος. Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής, μάλιστα, τοῦ πλέκει τό ἐγκώμιο γιά τήν μεγάλη προσφορά του στήν Παιδεία (Γριτσόπουλος).

Τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν παιδεία μένει ἀδιάπτωτο, ἐκφραζόμενο μέ πλῆθος εὐεργετικῶν ἐνεργειῶν. Ἐπιθυμεῖ, ὅμως, διαφωτισμό ρωμαίικο, ἑλληνότροπο καί γι' αὐτό δέν κρύβει τήν ἐπιφυλακτικότητά του ἀπέναντι στόν δυτικό διαφωτισμό καί τόν προοδευτισμό τῆς ἐποχῆς, ὄχι γιά λόγους συντηρητικότητας, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν ἐπιθυμία νά διασώσει τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, στήν ὁποία ὁλόκληρος ἀνῆκε καί τήν ὁποία ἔβλεπε νά ἀπειλεῖται ἀπό ἰδεολογικά ρεύματα, κατευθυνόμενα ἀπό τή Γαλλική Ἐπανάσταση καί τό ἀντιχριστιανικό πνεῦμα πού ἐπικρατοῦσε.

5. Ἡ προσφορά του στήν Ἐπανάσταση

Πολλά ἔχουν γραφεῖ γιά τόν ρόλο τοῦ Γρηγορίου στήν Ἐπανάσταση. Εἶναι ἀστεῖο καί νά συζητεῖται ὅτι ὁ Γρηγόριος δέν ἐγνώριζε τήν ἑτοιμαζομένη Επανάσταση, τή στιγμή πού τό μυστικό τό ἐγνώριζαν καί οἱ διάδρομοι τοῦ Πατριαρχείου. Ὅσοι ἐξαίρουν τή θυσία τοῦ Γρηγορίου τονίζουν ὅτι αὐτή ἔγκειται εἰς τό ὅτι κρεμάστηκε ἕνας ἀθῶος. Ὁ Γρηγόριος ἀθῶος δέν ἦταν. Ὑποκρινόταν τόν ἀθῶο, γιατί ἔτσι συνέφερε στό Γένος νά κάμει ὁ ἀρχηγός του ἔναντι τοῦ «θηρίου», ἐνῶ εἶναι πασίγνωστο ὅτι κρυφά καί ἀπόκρυφα βοηθοῦσε τήν περίφημη «Σχολή» καί τό «Κιβώτιον τοῦ Ἐλέους». Νά ἐπισημάνουμε ἐδῶ ὅτι κάτω ἀπό τόν ὅρο «Σχολή» ὑπονοοῦσαν τήν Ἐπανάσταση.

Ἐκεῖνο πού εἶναι βέβαιο εἶναι τό ἑξῆς: ἤθελε νά γίνει ἡ Ἐπανάσταση, ἀλλά ἐπίστευε ὅτι ὡς Ποιμένας τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, πού ἀπό τήν στάση του ἐξηρτᾶτο ἡ ζωή ἑκατοντάδων χιλιάδων πιστῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἔπρεπε νά τήν ἀγνοεῖ ἤ νά μήν τήν ἐνθαρρύνει φανερά. Διαφορετικά ἡ γενική σφαγή τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ ἦταν βέβαιη. Αὐτό κανείς δέν τό ἀρνεῖται! Οἱ ὄψιμοι ἐπικριτές του ἀποφεύγουν νά τό ἐπισημάνουν. Ἤδη, ὅμως, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εἶχε πεῖ: «Ὁ Πατριάρχης βιαζόμενος παρά τῆς Πόρτας (τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, τῆς ὀθωμανικῆς, δηλαδή, κυβερνήσεως) σᾶς στέλλει ἀφοριστικόν (…). Γίνεται μέ βία καί δυναστεία καί ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου».

Παρά τήν στάση του αὐτή, ὁ Πατριάρχης ἀπαγχονίστηκε ἀνήμερα τό Πάσχα, 10 Ἀπριλίου 1821. Ἔγραφε ἡ πινακίδα πού ἀναρτήθηκε στό κρεμάμενο στήν ἀγχόνη ἱερό του λείψανο: «Οἱ Πατριάρχες εἶναι ὑποχρεωμένοι (…) νά διερευνοῦν τίς καλές καί κακές πράξεις τῶν ποιμνίων τους καί νά ἀναφέρουν στήν Ὑψηλή Πύλη (…). Αὐτός ὁ ἀλητήριος Πατριάρχης διαπράττοντας ξεκάθαρα μία πράξη προδοσίας καί ὄντας Μοραΐτης στήν καταγωγή, συμμετεῖχε στήν στάση πού ξέσπασε ἀνάμεσα στό ποίμνιό του… καί ἐφάνη ἀνάξιος τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου, ἀχάριστος καί ἄπιστος πρός τήν Πύλην καί ραδιοῦργος…».

Ἀλλά ἄς ἀναφερθοῦν καί μερικά στοιχεῖα τοῦ τελευταίου καιροῦ πού διαφωτίζουν τήν ὅλη στάση τοῦ Πατριάρχου ἐπάνω σ’ αὐτό τό θέμα:

  • Παρήγγελλε στόν ἄλλο Δημητσανίτη καί ἀνιψιό του μεγάλο Ἱεράρχη Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό: «Χρεωστοῦμεν νά ποιμάνωμε καλῶς τά ποίμνιά μας καί χρείας τυχούσης νά κάμνωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἡμᾶς διά νά μᾶς σώση. Τό Κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νά ἐνισχυθῆ. Καί τήν βουλήν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δέν δύνανται νά τήν μεταβάλουν. Γεννηθήτω τό θέλημά Του».

  • Ἐπίσης, στίς 28 Δεκεμβρίου 1820 (λίγες μέρες μετά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων – προσοχή στήν ἡμερομηνία) ἔγραφε πρός τόν κατόπιν ἐθνομάρτυρα Ἐπίσκοπον Σαλώνων (Ἀμφίσσης) Ἠσαΐα: «Ἐχεμυθείας μεγίστη χρεία καί προφύλαξις περί πᾶν διάβημα· οἱ γάρ καιροί πονηροί… Πράυνον τόν βεζύρην λόγοις καί ὑποσχέσεσιν, ἀλλά μή παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα… Ἐγγύς ἐστί τό τοῦ Σωτῆρος Πάσχα». Ἐπαναλαμβάνω! Αὐτά τά ἔγραφε μετά τά Χριστούγεννα τοῦ 1820 καί ὄχι Ἀπρίλιο τοῦ 1821, πρό τοῦ Πάσχα.
    Ἄν δέν ἦταν αὐτόγραφη ἡ ἐπιστολή αὐτή, μετά δυσκολίας θά ἔπρεπε νά ἀναγνωρίσουμε εἰς αὐτήν ὡς συντάκτην τόν Γρηγόριον. Γιατί, ἄν καί συγκαλυμμένα, ὁμιλεῖ μέ τόση σαφήνεια, πού σημεῖα τολμηρά μένουν ἀκάλυπτα καί ἀποβαίνουν ἐνοχοποιητικά. Εἶναι ἀπό πολλές πλευρές διδακτική ἡ ἐπιστολή αὐτή γιά τούς ἀρνητές τῆς φιλοπατρίας τοῦ Γρηγορίου.
  • Ἄλλο στοιχεῖο. Τήν Κυριακή τῶν Βαΐων ἐπεσκέφθησαν πολλοί τόν Πατριάρχη καί τόν παρώτρυναν νά δραπετεύσῃ. Ἀρνήθηκε καί εἶπε: «Ὡραῖο πράγμα μοῦ ζητεῖτε! Μεταμφιεσμένος νά γυρνῶ στούς δρόμους καί νά ἀκούω τά ὀρφανά τοῦ Γένους νά τά σφάζη ὁ δήμιος. Εἶμαι Πατριάρχης, γιά νά σώσω τόν λαόν μου καί ὄχι νά τόν ρίξω στά χέρια τῶν γενιτσάρων… Σήμερα θά φᾶμε ψάρια. Τήν ἄλλη ἑβδομάδα ἴσως φᾶνε αὐτά ἀπό μᾶς».

  • Τό Μεγάλο Σάββατο ὁ Γρηγόριος μετά ἀπό ἐξαντλητική νηστεία, ἔτρωγε μέ μερικούς ἀρχιερεῖς κομπόστα δαμάσκηνα καί συζητοῦσαν γιά τόν ἐπικείμενο ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα. Ξαφνικά ὁ Γρηγόριος ἐρωτᾶ: «Ποῖος θάνατος εἶναι λιγότερο ὀδυνηρός, αὐτός μέ ἀποκεφαλισμό ἤ μέ ἀγχόνη;». Ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι χωρίς νά μποροῦν οὔτε μιά λέξη νά προφέρουν καί ὁ Πατριάρχης συνέχισε μέ πικρό χαμόγελο: «Βλέπετε, δέν ξέρω. Δέν ἐδοκίμασα οὔτε τόν ἕνα οὔτε τόν ἄλλο».

ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ

Ὁ Ἀκαδημαϊκός Κωνσταντῖνος Δεσποτόπουλος ἀναφέρει γιά τά περί ἀφορισμοῦ τοῦ Ὑψηλάντη: «Ὅταν στήν Κωνσταντινούπολη ἔγιναν διαδηλώσεις φανατικῶν Τούρκων ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, ὕστερα ἀπό τήν ἐξέγερση τοῦ Ὑψηλάντη καί φῆμες ὅτι ἐξοντώθηκαν Τοῦρκοι ἔμποροι στό Γαλάτσι τῆς Μολδοβλαχίας, ἡ κυβέρνηση ἀποφάσισε μέτρο ριζικό: ἐξόντωση ὅλων τῶν Ἑλλήνων, στήν Κωνσταντινούπολη, στήν Σμύρνη, στίς Κυδωνίες, στήν Κύπρο, παντοῦ. Καί τότε κατά συγκυρίαν ἀγαθήν βρέθηκε νά ἵσταται θρησκευτικός ἀρχηγός τῶν Τούρκων ὁ Χατζή Χαλήλ Ἐφέντης, ἄνθρωπος μέ πολιτικό σθένος καί μέ ἠθική εὐαισθησία, ὁ ὁποῖος καί ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει τόν φετφά, δηλαδή τήν θρησκευτική ἀπόφαση, ἀπαραίτητη, γιά νά ἐκτελεσθεῖ ἡ διαταγή τοῦ Σουλτάνου.

Καί διεμήνυσε στόν Πατριάρχη: «βοήθησέ με, διότι τό ἐπιχείρημα πρός τόν Σουλτάνο ἦταν: τό Κοράνι δέν ἐπιτρέπει σφαγή ἀθώων. Φέρε λοιπόν ὁρισμένα ἐπιχειρήματα ὅτι οἱ Ἕλληνες τῶν ἄλλων περιοχῶν πού ἐπαναστάτησαν δέν εἶναι συνεργοί σέ αὐτό τό ἔγκλημα ἐναντίον τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας». Καί ὁ Πατριάρχης, εὐτυχῶς, εἶχε τό σθένος νά ἀδιαφορήσει γιά τίς ἐντυπώσεις καί νά προχωρήσει σέ μιά πράξη, ἄν θέλετε, ἠθικῆς αὐτοθυσίας, γιά νά σώσει τόν Ἑλληνισμό τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἀφοῦ κατά μόνας, ἐν θλίψει, ὅπως γράφουν οἱ πηγές, ὁλονύκτια σκέφτεται καί ἔπειτα συμβουλεύτηκε καί ἄλλους ἱεράρχες, συγκάλεσε τήν Ἱερά Σύνοδο καί ὅλοι μαζί ὑπέγραψαν ἕναν ἀφορισμό τοῦ Ὑψηλάντη καί διεχώρισαν, κατ’ ἕνα τρόπο, τήν ἐπίσημη θέση τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας ἀπό τήν ἐπανάσταση, γιά νά ἐνισχύσουν τόν θρησκευτικό ἡγέτη τῶν Τούρκων στήν ἄρνησή του.

Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι δέν ἐκδόθηκε ὁ φετφάς. Μάλιστα αὐτό τό ἐπλήρωσε μέ τήν ζωή του, καλός αὐτός ὁ ἄνθρωπος, διότι καθαιρέθηκε, ἐστάλη σέ τόπον ἐξορίας καί τόν ἔπνιξαν στόν δρόμο. Καί σέ λίγο τό πλήρωσε ὁ Πατριάρχης, γιατί, ὅταν ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος τοῦ εἶπε νά ζητήσουμε ἄδεια ἀπό τόν Σουλτάνο νά κατέβουμε στήν Πελοπόννησο πρός κατευνασμόν καί ἐκεῖ νά τεθοῦμε ἐπί κεφαλῆς τῆς ἐπαναστάσεως, τοῦ ἀπάντησε: «ἅγιε Δέρκων, ἡμεῖς γερόντια ἐσμέν καί ἐξεμετρήσαμε τόν βίον. Ἐάν συμβῆ αὐτό, τότε θά δώσωμεν ἀφορμήν στόν Σουλτάνον νά σφάξει ὅλους τούς Ἕλληνες. Ἐάν μείνωμεν ἡμεῖς καί σφαγῶμεν, τότε θά δώσωμε καιρό στή χριστιανοσύνη νά ἐπέμβη σωστικῶς ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων στίς μή ἐπαναστατημένες περιοχές

«Ἔτσι, μέ τήν αὐτοθυσία του ἀλλά καί μέ τήν πολιτική του διορατικότητα, βοήθησε, διότι, ὅταν ἔγινε ὁ ἀπαγχονισμός, ὁ αὐτοκράτωρ Φραγκῖσκος τῆς Αὐστροουγγαρίας, μεγίστης δυνάμεως τότε, ἔγινε ἔξω φρενῶν μέ τούς Τούρκους ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Μέτερνιχ εἶπε: «Ἄχ, αὐτοί οἱ Τοῦρκοι, συγχέουν τόν ἐκ τοῦ σκανδάλου πάταγον μέ τήν ἐπίδειξιν ἰσχύος!». Καί διέταξε τόν πρέσβυ του νά κάνει διακριτικά διαβήματα πρός τούς Τούρκους νά σταματήσουν τίς σφαγές, διότι ὁ διάδοχος τοῦ Χατζή Χαλίλ Ἐφέντι, Σεχούλ Ἰσλάμι, ἐξέδωσε ἕναν ἤπιο φετφά ὅπου ἔλεγε: «οἱ ἔνοχοι καί οἱ συνένοχοι». Καί μέ τήν ἀφορμή «συνένοχοι» ἄρχισαν οἱ βιαιοπραγίες ἀλλά ἡ ἐπέμβαση τοῦ Αὐστριακοῦ πρέσβυ καί τοῦ τελεσιγράφου τοῦ Στροκονώφ, τοῦ Ρώσου πρέσβυ, πού τό εἶχε συντάξει ὁ Καποδίστριας, ἐσταμάτησε τίς σφαγές στήν Πόλη, στήν Σμύρνη καί τίς Κυδωνίες. Ἔγιναν σφαγές, ἀλλά δέν πῆραν ἔκταση. Δέν ἔγινε, δηλαδή, γενοκτονία τότε, ἀλλά ἁπλῶς πράξεις ἐγκληματικές ἐναντίον ἀθώων ἀλλά σχετικά ὀλίγων, ἄν τό συγκρίνουμε μέ τό σύνολον τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.

Ἑπομένως, ἡ στάση τοῦ Πατριάρχου ὄχι μόνον δέν ἦταν προδοτική ἀλλά ἐθνοσωστική. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Ὑψηλάντης τόν Γενάρη τοῦ ’21 εἶχε γράψει στόν Κολοκοτρώνη: «ἐνδέχεται ὁ Πατριάρχης πρός ἐξοικονόμηση τῶν περιστάσεων νά προβῆ σέ ἀποκήρυξιν τῆς Ἐπαναστάσεως. Κατανοεῖτε, ὅμως, ὅτι αὐτό δέν ἐκφράζει τά πραγματικά του αἰσθήματα ἀλλά εἶναι μία πρᾶξις ἐπιβαλλομένη ἀπό τήν ἀνάγκη νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι πληθυσμοί». Βεβαίως, τό κατανόησαν γι’ αὐτό καί οὐδείς ἀπό τούς Ἕλληνες ἐπίστευσε ὅτι ὁ Πατριάρχης πράγματι ἀποκήρυξε τήν Ἐπανάσταση. Δέν μαρτυροῦνται περιπτώσεις κληρικῶν προδοτῶν τοῦ Ἀγῶνα. Καμμία προδότου κληρικοῦ!» (Κων/νος Δεσποτόπουλος).

Εἶναι δέ γνωστό ὅτι τή Μεγάλη Δευτέρα τοῦ 1821 ἔγινε ἀπό τόν ἴδιο τόν Πατριάρχη καί τά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἡ ἄρση τοῦ ἀφορισμοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ φιλικός Κωνσταντῖνος Ράμφος: «λαβών μίαν τῶν λαμπάδων τῆς ἁγίας τραπέζης ἐνέπρησε τόν ἀφορισμόν, ὅστις κατέπεσεν εἰς σποδόν πρό τῶν ποδῶν αὐτοῦ».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μαρτύρησε ὁ ἱερός Γρηγόριος καί ὁ λαός τόν ἐτίμησε. Ἡ δημοτική Μοῦσα συνέθεσε τραγούδια πού τά τραγουδοῦσαν ὡς καί σ’αὐτές τίς ἑλληνικές ἐσχατιές, ὅπως στόν Πόντο:

Ποιός εἶδε τέτοια συννεφιά, ποιός εἶδε τέτοια ἀντάρα,

Πού τοῦτ’ τό χρόνο πλάκωσεν Ἀνατολή καί Δύση.

Τόν Πατριάρχη κρέμασαν τόν ἅγιο τόν Γρηγόριο

Σάν νά ᾿τανε κατάδικος στῆς ἐκκλησιᾶς τήν πόρτα.

(Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Δημοτικά Τραγούδια Α΄, σελ. 55).

 

Νά ᾿μουν πουλί νά πέταγα

καί στόν Μοριά νά πάγω

νά ᾿πά νά δῶ τόν ντοναμά

πῶς πᾶνε τά καράβια

---------------------------------

Τούς δεσποτάδες κρέμασαν

μαζί τόν Πατριάρχην

καί τ’ Ἄρμενα καί τά σκυλιά

ἀπό μακράν γελοῦσαν.

(Γ. Παχτίκος, 260 δημώδη ἄσματα, ἐν Ἀθήναις 1905, σ. 47)

 

Ἄλλά καί οἱ ποιητές μας Διονύσιος Σολωμός καί Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δέν παρέλειψαν νά συμπεριλάβουν στά ἀριστουργηματικά ποιήματά τους τόν μαρτυρικό Πατριάρχη τοῦ Γένους. Ὁ πρῶτος, στόν ὕμνο του πρός τήν Ἐλευθερίαν στίς στροφές 135 καί 136 ἀναφέρει:

Ὅλοι κλάψτε! ἀποθαμένος

ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·

κλάψτε, κλάψτε! κρεμασμένος

ὡσὰν νὰ 'τανε φονιάς!

Ἔχει ὁλάνοιχτο τὸ στόμα

πού ὧρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ

τ' Ἅγιον Αἷμα, τ' Ἅγιον Σῶμα·

λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ

 

Καί ὁ δεύτερος, ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, στό ποίημά του στά ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντα τοῦ Πατριάρχου στά προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού ὁ ἴδιος ἀπήγγειλε στίς 25 Μαρτίου 1872, ἀναφέρει:

«Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου, τά φτερωτά σου τά ὄνειρα;… Γιατί στό μέτωπό σου νά μή φυτρώνουν, Γέροντα, τόσες χρυσές ἀχτίδες, ὅσες μᾶς δίδ’ ἡ ὄψη σου παρηγοριές κι ἐλπίδες;…»

«Τό μάρμαρο μένει βουβό… Καί θέ νά μείνει ἀκόμα ποιός ξέρει ὡς πότ’ ἀμίλητο τό νεκρικό του στόμα…Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται… Καί τότε θά ξυπνήσει, ὅταν στά δάση, στά βουνά, στά πέλαγα, βροντήσει τό φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!…Μή λησμονεῖτε τό σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!»

 Ἡ Ἐκκλησία τόν κατέταξε στόν κατάλογο τῶν Νεομαρτύρων καί Ἱερομαρτύρων καί ἐμεῖς τόν ὑμνολογοῦμε ὡς Ἅγιο καί προσκυνοῦμε τά ἅγια λείψανά του, πού εἶναι τεθησαυρισμένα στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν.

Ὅλοι μας σήμερα, μέ ἐξαίρεση τούς συνηθισμένους «κεκράκτες», μέ τήν συμπλήρωση 200 χρόνων ἀπό τόν ἀπαγχονισμό του καί ἀπό τήν εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί τόν Πατριάρχη Γρηγόριο Ἐπανάσταση, κλίνουμε γόνυ τιμῆς, σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης πρός ὅλους τούς συντελεστές τῆς Ἐπαναστάσεως καί ὁπωσδήποτε καί σ’ αὐτόν.

Παρακαλοῦμε τόν Ἅγιο καί Ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη μας, ὡς εὑρισκόμενο, ὡς ἀποκαλυπτικά θυσιασμένο ἀρνίο, στά κράσπεδα τοῦ Σκηνώματος τοῦ Παντοκράτορος, τόν παρακαλοῦμε νά Τόν ἱκετεύη γιά τόν λαό μας, γιά τήν νεολαία μας, γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν ὁποία ὁ ἴδιος μέχρις αἵματος ὑπηρέτησε, καί γιά τήν εἰρήνη τοῦ σύμπαντος κόσμου.

 

Αὔλειος χῶρος

Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου Πεύκης

16 Σεπτεμβρίου 2021, ὥρα 18.30.

 

Γιά τήν σύνθεση τῆς ὁμιλίας αὐτῆς ἐλήφθησαν ὑπ’ ὄψιν οἱ ἀκόλουθες πηγές:

  1. Τάσου Ἀθαν. Γριτσοπούλου, Μονή Φιλοσόφου, Ἀθῆναι 1960.

  2. Γεωργίου Καρβελᾶ, Ἡ Δημητσάνα καί τά τέκνα της», Ἀθῆναι 1972.

  3. Τάκη Κανδηλώρου, Ἡ Δημητσάνα, Ἀθήνα 2006, Γρηγόριος Ε΄ , Ἀθήνα 2013, Ἡ Γορτυνία, Ἀθήνα 2010.

  4. Ἰωάννας Γιανναροπούλου, Συνοπτική Ἱστορία τῆς Δημητσάνας, Ἀθῆναι 1999 καθώς καί πολύτιμες χειρόγραφες πληροφορίες τῆς ἰδίας, Αὔγουστος 2021.

  5. Βασιλείου Χαραλαμποπούλου, Γρηγορίου τοῦ Ε΄ εἰς τήν ἐπιτυχίαν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, Ἀθήνα 1984.

  6. Κώστα Σαρδελῆ, Τό Συναξάρι τοῦ Γένους.

  7. Χριστοδούλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Ὁ Ἐθνάρχης τῆς ὀδύνης Γρηγόριος Ε΄ , Ἀθῆναι 2004.

  8. Μοναχοῦ Μαξίμου Ἰβηρίτου, Ὁ Ἐθνοϊερομάρτυς ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε΄ καί τό ἅγιον ὄρος, 1988.

  9. Ἀσημάκη Καρδάση, Δημητσάνα μια δοξασμένη πόλη, Ἀθῆναι 1988.

  10. Κωνσταντίνου Ἰ. Δεσποτοπούλου, τηλεοπτική συνέντευξις, Περί τοῦ ἀφορισμοῦ.