Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: "Νὰ εὐχαριστῆτε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Κοιτάξτε νὰ ἀνδρωθῆτε. Σφιχτῆτε λιγάκι. Βλέπω τί μᾶς περιμένει, γι ̓ αὐτὸ πονάω"

Ἀπό τό Βιβλίο γ. Παϊσίου γιορείτου
ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» σελ.23 
ἐκδόσεις ΙΕΡΟΝ  ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ  Ὁ  ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Βλέπω τί μᾶς περιμένει, γι ̓αὐτὸ πονάω
Περνοῦν τὰ χρόνια καὶ τί δύσκολα χρόνια! Δὲν τελείωσαν τὰ θέματα. Βράζει τὸ καζάνι. Ἂν δὲν εἶναι λίγο δυναμωμένος κανείς, πῶς θὰ μπορέση νὰ ἀντιμετωπίση μιὰ δύσκολη κατάσταση; Ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε ἀνεπρόκοπους ἀνθρώπους. Πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε τὸ φιλότιμο. Ἀλήθεια, Θεὸς φυλάξοι, ἂν γίνη ἕνα τράνταγμα, πόσοι θὰ σταθοῦν ὄρθιοι; Πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ̓40, στὴν Κόνιτσα, ἐκεῖ ποὺ εἶχα τὸ μαραγκούδικο ἦταν ἡ ἀγορὰ καὶ ἔφερναν οἱ χωρικοὶ καλαμπόκι, σιτάρι κ.λπ. Μερικοὶ πλούσιοι –τί πλούσιοι, αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ ἔπαιρναν κάποιους τόκους ἀπὸ τὶς Τράπεζες –, ὅταν πήγαιναν οἱ καημένοι οἱ χωρικοὶ τὸ καλαμπόκι στὴν ἀγορά, γιὰ νὰ τὸ πουλήσουν, αὐτοὶ τὸ κλωτσοῦσαν μὲ τὸ πόδι καὶ ρωτοῦσαν... 
πόσο ἔχει. Ὅταν ἦρθε ὁ πόλεμος καὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ τὰ πουλήσουν ὅλα, «καλημέρα» ἔλεγε ὁ ἕνας, «ἔχεις καλαμπόκι;» ρωτοῦσε ὁ ἄλλος. Γι' αὐτὸ τώρα νὰ εὐχαριστῆτε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Κοιτάξτε νὰ ἀνδρωθῆτε. Σφιχτῆτε λιγάκι. Βλέπω τί μᾶς περιμένει, γἰ αὐτὸ πονάω. Μὴν ἀφήνετε τὸν ἑαυτό σας χαλαρό. Ξέρετε τί τραβᾶνε ἀλλοῦ οἱ Χριστιανοί 5; Στὴν Ρωσία μέσα στὰ κάτεργα. Τί δυσκολίες! Ποῦ πνευματικὰ βιβλία! Ἀφῆστε τὴν Ἀλβανία. Δυστυχία! Δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε. Οὔτε Ἐκκλησίες ἄφησαν οὔτε μοναστήρια. Τὰ ὀνόματά τους τὰ ἄλλαξαν καὶ αὐτά, γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἀκούγωνται χριστιανικὰ ὀνόματα. Καὶ στὴν Ἀμερικὴ ἀκόμη, οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι λίγοι, σκορπισμένοι σὲ διάφορα μέρη, καὶ ξέρετε τί τραβᾶνε; Νὰ μὴν ὑπάρχη ὀρθόδοξη κοινότητα, νὰ πηγαίνουν μὲ τὸ τραῖνο ὧρες μακριά, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, νὰ ἔρχωνται στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ συμβουλευθοῦν γιὰ ἕνα θέμα! Εἶναι μεγάλη ἀχαριστία αὐτὸ τὸ χαλαρὸ πνεῦμα ποὺ ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα. Πόσους Ἁγίους θὰ παρουσιάση ὁ Θεὸς στὰ κράτη ποὺ ὑπῆρχε κομμουνισμός! Μάρτυρες! Ἐκεῖνοι εἶχαν ἀποφασίσει τὸν θάνατο. Εἶχαν μεγάλες θέσεις καὶ δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τοὺς νόμους, ὅταν ἦταν ἀντίθετοι μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. «Δὲν συμφωνῶ· σκοτῶστε με, κλεῖστε με φυλακή», ἔλεγαν, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἐδῶ πολλοί, χωρὶς νὰ ζορίζωνται, δείχνουν τέτοια ἀδιαφορία! Λίγο ἂν περνοῦσαν μιὰ δυσκολία, ἕναν πόλεμο ἢ δύσκολα χρόνια, θὰ ἦταν διαφορετικά. Γιατὶ τώρα εἶναι σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Εἶναι –πῶς νὰ τὸ πῆ κανείς; –σὰν ἕνας νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Αὐστραλία μὲ τὸ ἀεροπλάνο τὴν ἄνοιξη στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ φεύγη ἀπὸ ̓δῶ τὸ φθινόπωρο γιὰ τὴν Αὐστραλία, ὁπότε φθάνει ἐκεῖ πάλι ἄνοιξη. Ἀπὸ ἄνοιξη σὲ ἄνοιξη, καὶ χειμώνα δὲν βλέπει· δὲν ξέρει οὔτε τί γίνεται τὸν χειμώνα οὔτε ἀπὸ κακοκαιρίες οὔτε τίποτε.–Γέροντα, πῶς μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε ἕναν ἄνθρωπο ἀδιάφορο; –Νὰ τοῦ βάλουμε τὴν καλὴ ἀνησυχία, νὰ τὸν προβληματίσουμε, γιὰ νὰ θελήση ὁ ἴδιος νὰ βοηθηθῆ. Μὲ τὸ ζόρι δὲν γίνεται. Πρέπει νὰ διψάη ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ τοῦ δώσης νὰ πιῆ νερό. Δῶσε σὲ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξη, νὰ φάη μὲ τὸ ζόρι· θὰ τὸ κάνη ἐμετό. Ὅταν ὁ ἄλλος δὲν θέλη, δὲν μπορῶ νὰ τοῦ στερήσω τὴν ἐλευθερία, τὸ αὐτεξούσιο.

Εἰπώθηκε τὸν Μάιο τοῦ 1987.