Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

Πέντε διδάγματα

π. A. εφ. ιντ.

Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)
31 Ὀκτωβρίου 2021
του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διαβάζεται ἡ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ποὺ εἶνε γνωστὴ ὡς ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (βλ. Λουκ. 16,19-31). Ὁ Λουκᾶς ἦταν γιατρὸς ἀλλὰ καὶ ζωγράφος· ζωγραφίζει λοιπὸν στὸ Εὐαγγέλιό του θαύματα καὶ παραβο­λὲς τοῦ Κυρίου. Καὶ μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες εἰκόνες του εἶνε αὐτὴ ἡ σημερινὴ παραβολή. Ἔ­χουν περάσει τόσοι αἰῶνες, θὰ περάσουν καὶ ἄλλοι, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς παραβολῆς αὐτῆς θὰ ἐξακολουθῇ νὰ ἔχῃ ἀμείωτη λάμψι.

Ζωγραφίζει δύο πρόσωπα· ἀπὸ τὴ μία τὸν πλούσιο στὸ ζενὶθ τῆς κατὰ κόσμον εὐτυχίας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν φτω­χὸ στὸ ναδὶρ τῆς ἀν­θρωπίνης δυστυχίας. Νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλη τὴν παραβολή; Οὔτε χρόνος ὑπάρχει, οὔτε ἐ­σεῖς ἔχετε ὑπομονή, οὔτε κ᾽ ἐγὼ τὴ δύ­ναμι. Θὰ προσπαθήσω μόνο, μὲ ἀφορμὴ τὴν παραβολή, νὰ βγάλω μερικὰ διδάγματα.

* * *

● Πρῶτο δίδαγμα. Στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν θὰ λείψῃ ποτέ ἡ δυστυχία· δὲν εἶνε δυνατόν. Θὰ ὑπάρχουν ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος πλούσιοι, ποὺ θὰ διαθέτουν κεφάλαια καὶ θὰ σκορπίζουν μέσα σὲ μιὰ νύχτα ἑκατομμύρια, κι ἀπ᾽ τὸ ἄλ­λο μέρος φτωχοί, ποὺ δὲν θὰ ἔ­χουν οὔτε ψω­μὶ νὰ φᾶνε οὔτε φάρμακο στὴν ἀρρώστια τους οὔ­τε μιὰ γωνιὰ νὰ στεγα­στοῦν. Ἡ κατάστασι τοῦ Λαζάρου εἰκονίζει τὴ σύγχρονη ζωή.
Παρουσι­άστηκαν βέβαια συ­στήματα παλαι­ότερα καὶ νεώτερα, ποὺ φιλοδόξησαν νὰ ἐξαλείψουν τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, νὰ ἰσοπεδώσουν τὰ βουνὰ τῆς ἀνισότητος, νὰ κάνουν τὴ ζωὴ ἕνα λεῖο κάμπο χωρὶς τὶς αἰχμηρὲς προεξο­χὲς τῆς ἰδι­οτελείας καὶ τῆς ἀσπλαχνίας· ὑποσχέθηκαν, ὅ­τι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ζήσουν εὐτυχισμένοι. Τὸ πέτυχαν; Ὄχι. Ἡ δυσ­τυχία δὲν ἐξ­έλιπε οὔτε στὴ ῾Ρωσία, ὅπου ἔγινε τὸ πείραμα τοῦ κομμουνισμοῦ. Τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ μι­λᾶ­με τὸ ἕνα τρίτο τῆς ἀνθρωπότητος ὑποσιτίζε­ται καὶ πολλοὶ πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα καὶ ἀ­σθένειες.
Μένει λοιπὸν ἀπραγματοποίητο τὸ ὄνειρο τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ δικαι­οσύνη; Ὄ­χι, ἀ­δελ­φοί μου. Ἐὰν ὅλοι μας, ἐφαρμόσου­με τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ ὑπάρχουν πει­νασμένοι καὶ δυστυχεῖς· χωρὶς τὸ Εὐαγγέλιο ὅμως δὲν ὑπάρχει τέλος τῶν κακῶν.
● Τὸ δεύτερο δίδα­γμα εἶνε, ὅτι κάποτε ὅλα τελειώνουν. Κι ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ζῇ ὄχι ἕνα καὶ δυὸ χρόνια ἀλ­λὰ ἑκατὸ χρόνια σὲ πέλαγος εὐ­τυχίας, κ᾽ εἶνε ἀπο­λύτως ὑγιὴς καὶ πλούσιος ὅπως ὁ Κροῖ­σος καὶ δυνατὸς ὅπως ὁ Ναπολέων καὶ σοφὸς ὅ­πως ὁ Σολομῶν, αὐτὰ δὲν εἶνε αἰώνια. Τελειώνουν τὰ ὡραῖα καὶ εὐχάριστα. Ἔρχεται ὁ θάνατος, ὁ μεγά­λος δημοκράτης, ποὺ ἐξισώ­νει ὅλους καὶ τοὺς ἰσοπεδώνει ξαπλώνοντάς τους στὰ νεκροταφεῖα. Ὅπως λένε τὰ τροπάρια τῆς Ἐκ­κλησίας, «ἐ­­πελθὼν ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξ­ηφάνισται». Παύει πᾶσα διάκρισις· «Ἆρα τίς ἐστι; βα­σιλεὺς ἢ στρατιώτης, πλούσιος ἢ πένης, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;» (Ἀκολ. νεκρώσ. ἰδιόμελ. ἦχ. γ΄ καὶ πλ. α΄). Ἀλλ᾽ ὅπως τελειώνουν τὰ ὡραῖα, ἔτσι τελειώ­νουν καὶ τὰ ἄσχημα καὶ δυσάρεστα. Ἂν ὑποθέ­­σου­με ὅτι κάποιος ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια δὲν βλέπει ἄσπρη μέρα, ἀλλὰ ζῇ ἀ­σθενὴς καὶ φτωχὸς καὶ ἀδικημένος, θὰ ἔρθῃ ὅμως καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸ τέλος τῶν δεινῶν.
Συνεπῶς· καὶ σὺ ποὺ εὐτυχεῖς, μὴν ἐπαναπαύεσαι καὶ παγιδεύεσαι, καὶ σὺ ποὺ ὑποφέρεις, μὴν ἀπελπίζεσαι καὶ ἀθυμεῖς.
Τὸ τρίτο δίδαγμα. Γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια, εἴ­μαστε ἐπιπόλαια καὶ ῥηχὰ πνεύματα· δὲν ἔ­χουμε ἐμβαθύνει στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὸ πιστέψουμε ἀκραδάντως· ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ τὸ τέρμα τῆς ζωῆς. Ὄχι.
Δὲν εἴμαστε σὰν τὰ δέντρα ποὺ ξεραίνον­ται ἢ σὰν τὰ ζῷα ποὺ ψο­φοῦν· εἴμαστε κάτι ἀνώτερο. Ὁ ἄν­θρωπος ἔχει ψυχὴ ἀ­θά­νατη. Τὸ σῶ­μα λειώνει, διαλύ­εται, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ὑπάρχει, μένει. Τί λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; Μᾶς πα­ρουσιάζει τὶς δύο ψυχές· ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τοῦ πλουσίου στὴν κόλασι (τὴν ὁποία συμβολίζουν τὰ βάσανα καὶ ἡ φλόγα), κι ἀπὸ τὴν ἄλ­λη τοῦ Λαζάρου στὸν παράδεισο (τὸν ὁποῖο συμβολίζει ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραάμ).
Ἄθεοι, ἄπιστοι καὶ ὑλισταί, δὲν εἶνε ψέμα· ναί ὑ­πάρχει ἄλλος κόσμος, ἄλλη ζωή!
Τέταρτο δίδαγμα. Ἂν ἐδῶ ἀπὸ τὰ μάτια σου στάξῃ ἕνα δάκρυ μετανοίας γιὰ τὰ κρίματά σου, τὸ δάκρυ αὐτὸ γίνεται θάλασσα μέσα στὴν ὁποία σβήνουν ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα. Ὅταν ὅ­μως ὁ θάνατος μᾶς σφαλίσῃ γιὰ πάν­τα τὰ μάτια καὶ ἀπ᾽ ἐδῶ μὲ τὴ βαρκούλα τῆς ὑπάρξεώς μας διαπεράσουμε στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητος, ἐκεῖ ὄχι ἕνα δάκρυ ἀλλὰ ἕναν Ἁλιάκμονα δακρύ­ων νὰ χύσουμε πενθοῦν­τες, ἐκεῖνα τὰ δάκρυα δὲν θὰ ἔχουν καμμία ἰσχύ. Ἐκεῖ θ᾽ ἀναστενάζουν οἱ ἄσπλαχνοι πλούσιοι, θὰ κλαῖνε οἱ πόρνοι καὶ οἱ μοιχοί, θὰ βογγοῦν οἱ βλάστημοι, θὰ καταριῶνται τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς τους οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, μὰ δὲν θὰ εἰσακούωνται. Ἡ σημερινὴ παραβολὴ μᾶς βεβαιώνει, ὅτι «ἐν τῷ ᾅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια».
Ἕνα τελευταῖο δίδαγμα προσφέρει ὁ σπουδαῖος διάλογος τῆς παραβολῆς –θά ᾽θελα ἐκ­τε­νέστερα νὰ διατρίψω σ᾽ αὐτόν–, διάλογος ποὺ ἔ­γινε στὸν ᾅδη· γιατὶ κ᾽ ἐκεῖ ὁμιλοῦν οἱ ψυχές.
Ὁ πλούσιος, ἐνῷ καίγεται στὴν κόλασι, βλέ­πει τὸ Λάζαρο στὸν παράδεισο καὶ παρακαλεῖ·
–Πάτερ Ἀβραάμ, λέει, στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ μοῦ δροσίσῃ λίγο τὴ γλῶσσα μὲ τὸ δαχτυλάκι του, γιατὶ βασανίζομαι σὲ τούτη τὴ φλόγα· μιὰ στάλα δροσιᾶς παραδείσου ζητῶ.
Μ᾽ αὐτὸ μοιάζει ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ ῾Ρήγας Φεραῖος· «Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή». Δὲν ζητῶ πολλά· παρακαλῶ γιὰ μιὰ στιγμὴ χα­ρᾶς ἀπὸ ἐκείνην ποὺ αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ ὅ­ταν λέῃ «Μνήσθητί μου, Κύριε…» (Λουκ. 23,42), ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία δὲν συγκρίνονται οἱ ἐπίγειες χαρές.
–Ὄχι, ἀπαντᾷ ὁ Ἀβραάμ· ὁ καθένας σας ἔ­ζησε ὅπως διάλεξε. Καὶ τώρα χάσμα μεγάλο χωρίζει τὴ μία κατάστασι ἀπὸ τὴν ἄλλη· εἶνε ἀδύνατη κάθε ἐπικοινωνία.
Ὁ πλούσιος ὑποβάλλει δεύτερη παράκλησι·
–Ἔχω, πάτερ, στὴ γῆ πέντε ἀδέρφια. Ζοῦν ὅ­πως ζοῦσα κ᾽ ἐγώ· σὲ παρακαλῶ, στεῖ­λε τὸ Λά­ζαρο στὸ πατρικό μου νὰ τοὺς πῇ νὰ μετανοή­σουν· μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τοῦτα τὰ βάσανα.
–Ἔχουν τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τοῦ ἀ­παντᾷ ὁ Ἀβραάμ· ἂς ἀκούσουν αὐτούς.
Μὰ ὁ πλούσιος ἔχει ἀντίρρησι κ᾽ ἐπιμένει·
–Ὄχι, πάτερ· ἂν ὅμως ἀναστηθῇ κάποιος νεκρὸς καὶ πάῃ σ᾽ αὐτούς, θὰ μετανοιώσουν.
Καὶ ὁ Ἀβραὰμ κλείνει τὸ διάλογο λέγοντας·
–«Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκού­ουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθή­σονται» (Λουκ. 16,31)· ἂν δὲν ἀκοῦνε τὴ Γραφή, καὶ νεκρανάστασι νὰ δοῦν δὲν θὰ πεισθοῦν.
Θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ κάνω εἰδικὴ ὁμιλία· ἀλλ᾽ ἂς τελειώσω μὲ τὰ ἑξῆς λίγα λόγια ἐπὶ τῆς παραβολῆς, ποὺ κάποιος τὴν χαρακτήρισε ὡς κοινωνικὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Πολλοί, ἀγαπητοί μου, ζητοῦν θαύματα γιὰ νὰ πιστέψουν· νὰ ἔρθῃ π.χ. κάποιος ἀπ᾽ τὸν ἄλ­λο κόσμο καὶ νὰ πῇ, Ὑπάρχει κόλασι καὶ πα­ρά­δεισος! Ὄχι, ἀδελφοί μου. Κι αὐτὸ νὰ γίνῃ, δὲν πι­στεύουν. Ἀπόδειξις· ὁ Χρι­στὸς ἀνέστησε τὸν τετραήμερο Λάζαρο. Πίστεψαν; Ὄχι μό­νο δὲν πί­στεψαν, ἀλλὰ καὶ μελετοῦσαν πῶς νὰ θανατώ­σουν πάλι τὸν ἀναστημένο! (βλ. Ἰω. 12,10-11). Τόσο διε­φθαρμένος εἶνε ὁ ἄνθρωπος· ὅποιος δὲν ἔχει καλὴ διάθεσι, ὅσα θαύματα κι ἂν δῇ δὲν πιστεύει.
Καὶ λοιπόν, δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ πείθῃ γιὰ τὴν πέρα τοῦ τάφου αἰωνία ζωή; Ὑπάρχει ἕνα θαῦμα· μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἄλλα θαύματα. Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ πιστέψετε, τότε πλέον εἶστε ἄξιοι τῆς τύχης σας. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα; Εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ μικρὸ αὐτὸ βιβλίο, ποὺ μπορεῖτε νὰ τὸ ἀπολαμβάνετε μέρα καὶ νύχτα.
Ὦ Εὐαγγέλιο, λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀθάνατα! Κόσμε ταλαίπωρε, ποὺ ἀνοίγεις ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, νά τὸ θαῦμα! Πάρ᾽ το, ἄ­νοιξέ το, μελέτησέ το. Ἄπιστοι, ποὺ τὸ μελέτησαν εἶπαν «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54).
Ἕνα παράδειγμα. Ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ ἦταν ἄθεος· ἀλλ᾽ ὅταν ἦρθε σὲ σύγ­κρουσι μὲ τὸ τσαρικὸ καθεστὼς καὶ τὸν ὡδηγοῦσαν δεμέ­νο στὴ Σιβηρία, στὸ δρόμο σ᾽ ἕνα χωριό, μιὰ ἁ­πλοϊκὴ ῾Ρωσίδα τοῦ ᾽δω­σε λίγα φροῦτα καὶ τοῦ εἶπε· –Πάρε, γυιόκα μου, κι αὐτὸ τὸ μικρὸ βιβλίο (τὸ Εὐαγγέλιο) νὰ τὸ διαβάσῃς. Γέλασε ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλὰ τὸ πῆρε. Καὶ μέσα στὰ τρία χρόνια ποὺ ἔμεινε στὶς φυλα­κὲς ἦταν τὸ μόνο βιβλίο ποὺ διάβαζε. Ἄνοιξαν τὰ μάτια του, πίστεψε, ἔγινε ἄλλος ἄνθρω­πος καὶ κορυφαῖος λογοτέχνης.
Δὲν εἶνε ντροπή μας, νὰ διαβάζουν τὸ Εὐ­αγγέλιο ῾Ρῶσοι, Ἄγγλοι, Νέγροι,… κ᾽ ἐμεῖς ποὺ τό ᾽χουμε γραμμένο στὴ γλῶσσα μας, νὰ μὴν τὸ διαβάζουμε; Χωρὶς τὴ Γραφὴ δὲν μπορεῖς νὰ σωθῇς. Ἐκεῖ θὰ δῇς τὸ πρόσωπο μὲ «τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9).
Παντοῦ λοιπὸν ἡ Γραφή! στὰ σπίτια καὶ στὰ σχολεῖα. Καὶ τώρα ποὺ ἄρχισαν τὰ κατηχητι­κὰ μαθήματα παρακαλῶ ὅλους νὰ τρέξουν σὰν διψασμένα ἐλάφια γιὰ νὰ δροσιστοῦν στὰ ῥεύ­ματα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ κανείς νὰ μὴ βρεθῇ στὸν τόπο τῆς κολάσεως, ἀλλὰ ὅλοι ν᾽ ἀπολαύσουμε τὴ χαρὰ στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 31-10-1971 πρωί, σὲ εἰδικὴ λειτουργία γιὰ τοὺς κατηχητὰς τῆς περιφερείας Φλωρίνης, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-9-2021.

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=91338#more-91338