Άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας σε επιστολή του σχετικά με την επιδημία πανώλης που θέρισε την Αλεξάνδρεια το 250 μΧ.
«Οι περισσότεροι λοιπόν από τους αδελφούς μας ΑΨΗΦΟΥΝΤΕΣ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟΝ διά τους εαυτούς των και αφοσιωνόμενοι εις αλλήλους από υπερβολικήν αγάπην και φιλαδελφίαν, επισκεπτόμενοι τους ασθενείς ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΙΝ, υπηρετούντες λαμπρώς, περιποιούμενοι εν Χριστώ, ΣΥΝΑΠΕΘΝΗΣΚΟΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΣ με εκείνους, ΜΟΛΥΝΟΜΕΝΟΙ με το πάθος από εκείνους και ελκύοντες προς τους εαυτούς των την νόσον από τους πλησίον και λαμβάνοντες εις τους εαυτούς των τους πόνους ΕΚΟΥΣΙΩΣ.Πολλοί, αφού ενοσοκόμησαν και εθεράπευσαν άλλους, απέθανον οι ίδιοι, μεταφέροντες εις εαυτούς τον θάνατον εκείνων και πραγματοποιήσαντες εις την πράξιν το λαϊκόν λόγιον, το οποίον φαίνεται ότι ήτο πάντοτε απλή φιλοφρόνησις, “απερχόμενοι ωσάν σκουπίδι τους”.
«Οι άριστοι λοιπόν από τους αδελφούς μας απεχώρησαν του βίου με αυτόν τον τρόπον, μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί, ΕΠΑΙΝΟΥΜΕΝΟΙ ΜΕΓΑΛΩΣ, διότι το είδος τούτο του θανάτου, προκαλούμενον από ΠΟΛΛΗΝ ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ και ΙΣΧΥΡΑΝ ΠΙΣΤΗΝ, δεν εθεωρείτο ότι απείχε καθόλου από το Μ Α Ρ Τ Υ Ρ Ι Ο Ν.
Ελάμβανον δε τα σώματα των ΑΓΙΩΝ με ηπλωμένας χείρας εις τα στήθη, εκαθάριζον τους οφθαλμούς, έκλειον τα στόματα, τους έφερον επί των ώμων και τους ετακτοποίoυν.
Εγγίζοντες αυτούς, εναγκαλιζόμενοι με αυτούς, στολίζοντες αυτούς με λουτρά και ενδύματα, έπειτα από ολίγον έπετύγχανον τα ίσα, και πάντοτε οι επιζώντες ηκολούθουν τους προηγηθέντας αυτών.
Οι δε Εθνικοί ακριβώς το αντίθετον.
Απώθουν και απέφευγον τους φιλτάτους μόλις προσεβάλλοντο από την νόσον, τους έρριπτον ημιθανείς εις τάς οδούς, και τους απέρριπτον ως σκύβαλα ατάφους νεκρούς, αποστρεφόμενοι την μετάδοσιν και επαφήν του θανάτου, την οποίαν δεν ήτο εύκολον να απομακρύνουν, όσα μηχανεύματα και αν εχρησιμοποίουν»».