Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

«Δὲν εὕρισκαν τήν πόρτα»

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«Ἀποκριθείς δέ ὁ Ἰησούς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται·» (Ματθ. κα΄, 21). (: «Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς ἀποκρίθηκε: Ἀληθινά σᾶς διαβεβαιώνω, ἐάν ἔχετε πίστη στή δύναμη τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀμφιβάλλετε ὅτι θά λάβετε καί σεῖς θαυματουργική δύναμη, ὄχι μόνο τό θαῦμα τῆς συκιᾶς θὰ κάνετε, ἀλλὰ ἀκόμη κι ἄν στὸ βουνὸ αὐτὸ πῆτε «σήκω καὶ πέσε στὴ θάλασσα», θὰ γίνη).

Ὅταν ἡ πίστη μας πρὸς τὸν Κύριο εἶναι χωρὶς ἴχνος ἀμφιβολίας, τότε παίρνουμε ὅ,τι ζητοῦμε. Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει γιὰ τὴν δύναμη τῶν Ἁγίων.

«Ὅπως τὰ νερὰ τῶν πηγῶν ποὺ ἀναβλύζουν καὶ πλημμυρίζουν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος ποὺ παρακάθεται στὰ ὀστᾶ καὶ συγκατοικεῖ μὲ τοὺ Ἁγίους, καὶ πηγαίνει σὲ ἄλλους ποὺ μὲ πίστη τὴν ἀκολουθοῦν, καὶ τρέχει ἀπ’ τὴν ψυχὴ στὰ σώματα, κι ἀπ’ τὰ σώματα στὰ ἐνδύματα, καὶ ἀπὸ τὰ ἐνδύματα στὰ ὑποδήματα καὶ ἀπὸ τὰ ὑποδήματα στὶς σκιές. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν δὲν ἐνεργοῦσαν θαύματα μόνον τὰ σώματα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀλλὰ καὶ τὰ σουδάρια καὶ τὰ μανδήλιά τους καὶ ὄχι μόνον τὰ σουδάρια καὶ τὰ μανδήλιά τους ἀλλὰ καὶ οἱ σκιὲς τοῦ Πέτρου ἐνεργοῦσαν πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς. Ἀλλὰ κι ἡ μηλωτὴ ποὺ ἔπεσε πάνω στὸ σῶμα τοῦ Ἐλισσαίου κατέβασε σ’ αὐτὸν διπλὸ χάρισμα. Γιατὶ ὄχι μόνο τὸ σῶμα τοῦ Ἐλισσαίου, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔνδυμα ἐκεῖνο ἦταν γεμάτο ἀπ’ τὴ χάρη».

  • Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:

«Ἕνας ἀρχάριος μοναχὸς ποὺ πῆγε νὰ ἐξομολογηθῆ σὲ κάποιον Γέροντα, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τοῦ ἔκανε κι αὐτὴ τὴν ἐρώτηση:

– Γιατί, Ἀββᾶ μου, πέφτω τόσο συχνὰ σὲ ἀμέλεια;

– Σοῦ λείπει ἡ πίστη ποὺ θὰ σὲ ἔκανε νὰ βλέπης παντοῦ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀμέριμνος καὶ ν’ ἀμελῆς τὴν σωτηρία σου, ἐξήγησε πολὺ σοφὰ ὁ διακριτικὸς Γέροντας».

  • Στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, ποὺ ἔχει γράψει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἀναφέρεται ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ δείχνει τὴν δύναμη τῆς Πίστεώς του:

«Ὁ Στέφανος Ζαχαρόπουλος διηγήθηκε ὅτι ἄλλη μία φορὰ πῆγαν πάλι νὰ ληστέψουν τὸν Χατζεφεντὴ τέσσερις Κοῦρτοι (Τοῦρκοι ἄγριας φυλῆς). Ὁ Πατὴρ ἐκείνη τὴν ὥρα καθόταν στὸ δέρμα καὶ διάβαζε (ἔκανε ἀνάγνωση). Εἶδε τοὺς κλέφτες ποὺ ἄνοιξαν τὴν πόρτα του, ἀλλὰ δὲν τοὺς μίλησε καθόλου. Ἐκεῖνοι μπῆκαν μέσα στὸ κελλί του καὶ ἔψαχναν δεξιὰ καὶ ἀριστερά· νόμιζαν ὅτι θὰ βροῦν λίρες. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἐξακολούθησε τὴν μελέτη του, χωρὶς νὰ τοὺς μιλήση. Ἀφοῦ τελικὰ δὲν βρῆκαν τίποτε οἱ κλέφτες, πῆγαν νὰ φύγουν, καὶ ὁ ἕνας Κούρτης πῆρε τὰ δύο σκεπάσματα ποὺ εἶχε ὁ Πατὴρ διπλωμένα σὲ μία ἄκρη. (Αὐτὴ ἦταν ὅλη καὶ ὅλη ἡ περιουσία του). Τί ἔπαθαν ὅμως; Ἐνῶ ἤθελαν νὰ φύγουν, δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τὴν πόρτα, γιὰ νὰ βγοῦν, σὰν νὰ εἶχαν τυφλωθῆ. Γύριζαν γύρω -γύρω μέσα στὸ κελλί του καὶ τὴν πόρτα δὲν τὴν ἔβλεπαν. Ἐπειδὴ τὸν ἐνοχλοῦσαν τὸν Πατέρα Ἀρσένιο στὴν μελέτη του, τοὺς ἔδειχνε τὴν πόρτα, γιὰ νὰ βγοῦν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν ἰδοῦν καὶ συνέχεια γύριζαν γύρω – γύρω. Τότε σηκώνεται ὁ Πατήρ, πιάνει τὸν ἕνα Κούρτη καὶ τοῦ λέγει:

– Νὰ ἡ πόρτα ποὺ βγαίνουν οἱ κλέφτες καὶ πηγαίνουν στὴν κόλαση!

Τότε μόνον μπόρεσαν νὰ φύγουν καὶ μετανόησαν καὶ ζήτησαν καὶ συγχώρεση οἱ ληστές. Ὁ Πατὴρ τοὺς συγχώρεσε καὶ ἔφυγαν. Μετὰ τὸ ὁμολογοῦσαν αὐτὸ ποὺ ἔπαθαν καὶ στοὺς ἄλλους Κοῦρτες: «Ἀμάν, ἀμάν! Στὸν Χατζεφεντὴ μὴ πᾶτε νὰ κλέψετε, γιατί, καὶ νὰ μπῆτε στὸ κελλί του, μετὰ τὴν πόρτα δὲν θὰ μπορῆτε νὰ τὴν βρῆτε, γιὰ νὰ φύγετε».