Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

ΠΡΟΣ ΠΕΝΘΟΥΝΤΑΣ

  

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου

«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαχνίσθη
ἐπʼ αὐτῇ, και ειπεν αυτη˙ Μη κλαιε»
(Λουκ.. 7, 13)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, δὲν ἔμενε πάντοτε στὸ ἴδιο μέρος. Περιώδευε συνεχῶς. Ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Ἤτανε δὲ τόσο γλυκειὰ ἡ διδασκαλία του, ὥστε ἄνθρωποι ποὺ συγκινοῦνταν ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὰ λόγια του, καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἔφευγε ἀπὸ τὸ χωριό τους, τὸν ἀκολουθοῦσαν γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ σʼ ἄλλο χωριό. Τόση δίψα εἶχαν νʼ ἀκούσουν τὸ λόγο ποὺ κήρυττε ὁ Χριστός. Κάτι τέτοιο συνέβαινε καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὅταν ἔφευγε νὰ πάη σὲ ἄλλο μέρος, ἀρκετοὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν.

* * *

Ἔτσι μιὰ μέρα, ὅταν ὁ Χριστὸς ξεκίνησε νὰ πάη σὲ μιὰ πόλι, στὴ Ναΐν, ποὺ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες πόλεις τῆς Παλαιστίνης γιὰ τὸ ἔξοχο φυσικὸ περιβάλλον της, πλῆθος λαοῦ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του τὸν ἀκολούθησε. Βαδίζοντας ἔφθασε ὁ Χριστὸς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι Ναΐν.

Ἐκείνη τὴν ὥρα γινόταν μία κηδεία. Πολὺς κόσμος ἀκολουθοῦσε τὴν κηδεία. Ἐὰν ἦταν κάποιος ἄλλος, ἄνθρωπος χωρὶς ἀγάπη, θὰ προσπερνοῦσε τὴν κηδεία καὶ θὰ συνέχιζε τὸν δρόμο του ἀδιάφορος. Ἀλλʼ ὁ Χριστὸς ἦταν ὅλος ἀγάπη καὶ στοργὴ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ θέαμα ἐκεῖνο τῆς κηδείας, ποὺ μιὰ δυστυχισμένη χήρα συνώδευε στὸν τάφο τὸ μονάκριβο παιδί της, συγκίνησε βαθειὰ τὴν καρδιὰ τοῦ Χριστοῦ.
Σταμάτησε. Πλησίασε τὸ φέρετρο καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴ γυναῖκα ποὺ ἔκλαιγε τῆς εἶπε˙ «Μὴ κλαῖς». Ἀλλʼ ὁ Χριστὸς δὲν ἀρκέσθηκε μόνο στὸν παρήγορο αὐτὸ λόγο. Ἄγγιξε τὸ φέρετρο καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ νεκρὸ εἶπε˙ «Νεανίσκε, σὲ σένα μιλῶ, σήκω» (Λουκ. 7, 15). Ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἄν ἔλεγε τὸ λόγο αὐτό, θὰ γινόταν καταγέλαστος. Διότι κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμι νʼ ἀναστήση νεκρό. Χίλιες φορὲς κι ἄν ἔλεγε τὸ λόγο «Νεανίσκε, σήκω», ὁ νεκρὸς θὰ παρέμενε ἀκίνητος. Ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε καὶ ὑπάρχει παντοδύναμος. Μὲ ὅση εὐκολία ἐμεῖς πατοῦμε ἕνα ἠλεκτρικὸ κουμπὶ καὶ ἀμέσως ἀνάβει τὸ φῶς, μʼ αὐτὴ τὴν εὐκολία κι ἀκόμα μεγαλύτερη ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἄναψε τὴ σβησμένη λαμπάδα τῆς ζωῆς καὶ ὁ νεκρὸς νέος ἀνασηκώθηκε καὶ κάθησε ζωντανὸς στὸ φέρετρό του καὶ ἄρχισε νὰ μιλάη.
Μέγα θαῦμα! Σʼ ὅλους ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωσι καὶ δόξασαν τὸ Θεό.

* * *

Μὲ τὸ θαῦμα, ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι Ναΐν, σὺν τοῖς ἄλλοις μᾶς διδάσκει πῶς πρέπει νὰ συμπεριφερώμεθα κʼ ἐμεῖς σὲ περιπτώσεις ποὺ ἄλλοι κλαῖνε καὶ πενθοῦν γιὰ τοὺς νεκρούς των.
Ὁ Χριστός, ὅπως εἴδαμε, δὲν ἔμεινε ἀδιάφορος μπρὸς στὸ θέαμα ποὺ παρουσίαζε ἡ κηδεία. Δὲν προσπέρασε, ἀλλὰ σταμάτησε, καὶ μὲ λόγο καὶ μὲ ἔργο ἐξεδήλωσε τὴν ἀγάπη καὶ τὴ στοργή του. Ἔτσι ἀπεδείχθη γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ φίλος τῶν πενθούντων.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα˙ Τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ ἐμεῖς τὸ μιμούμεθα; Δείχνουμε ἀγάπη καὶ στοργὴ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ πενθοῦν;
Δυστυχῶς πολλὰ παραδείγματα ἀποδεικνύουν, ὅτι στὴν ἐποχή μας οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἔχουν ψυχρανθῆ. Σκληροὶ εἶνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι.
Θέλετε παραδείγματα; Σὲ μιὰ πόλι γινόταν νυχτερινὸς χορός. Χόρευαν μανιωδῶς κάτω ἀπὸ τοὺς ἤχους τῶν μουσικῶν ὀργάνων. Ἐσείετο ὁ τόπος ἀπὸ τὰ χοροπηδήματα. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνας νεαρός, τὴν ὥρα ποὺ χόρευε, ἔπαθε συγκοπὴ καρδίας καὶ ἔπεσε χάμω. Νομίζετε ὅτι ὁ χορὸς διακόπηκε; Ὄχι! Ὕστερα ἀπὸ μιὰ στιγμιαία συγκίνησι, ποὺ αἰσθάνθηκαν ὅλοι ἀπὸ τὸ αἰφνίδιο αὐτὸ γεγονός, ἀφοῦ ἀπεσύρθη ὁ νεκρός, ἄρχισαν καὶ πάλι νὰ χορεύουν, ὅπως καὶ πρίν, μέχρι τὶς πρωινὲς ὥρες. Ἀδιάφοροι καὶ ἀναίσθητοι!
Στὶς μεγάλες δὲ πόλεις συμβαίνει πολλὲς φορές, στὸν ἐπάνω ὄροφο νὰ κάνουν πάρτυ, νὰ χορεύουν, νὰ μεθοῦν καὶ νὰ ὀργιάζουν, ἐνῶ στὸν ἀμέσως ἀπὸ κάτω ὄροφο μιὰ οἰκογένεια νὰ κλαίη καὶ νὰ θρηνῆ τὸν θάνατο συγγενοῦς. Γιʼ αύτοὺς ποὺ πενθοῦν ὡραία παρηγοριὰ τὰ χοροπηδήματα τῶν ἄλλων! Φοβερὴ ἀντίθεσις. Ἄλλοι νὰ κλαῖνε κι ἄλλοι νὰ γελοῦν. Ὀρθῶς εἶπε κάποιος φιλόσοφος συγγραφεύς, ὅτι ἡ ζωή, καθὼς ἐξελίσσεται ἰδίως στὶς μεγαλουπόλεις, εἶνε «συνήχησις γελώτων μετὰ συμπνιγομένων θρήνων». Δηλαδή, τὰ γέλια πνίγουν τὸ θρῆνο.
Παλιαότερα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν καὶ ἀγαποῦσαν, στὰ χωριά, ὅταν συνέβαινε θάνατος, ἦταν τόση ἡ ἀλληλεγγύη ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν κατοίκων, ὥστε χοροὶ καὶ διασκεδάσεις ματαιώνονταν. Τὸ θεωροῦσαν βαρὺ νὰ προκαλοῦν βαθύτερο τὸ πένθος.
Τί πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε σὰν χριστιανοί; Μὲ λόγο παρηγοροῦμε τοὺς πενθοῦντας. Ἐὰν ἄλλοι τρέχουν σὲ χοροὺς καὶ διασκεδάσεις, οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ τρέχουν στὰ σπίτια τῶν πενθούντων. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μάλιστα συμβουλεύει, ὅταν πεθαίνη ἄνθρωπος νὰ μὴ τὸν θάβουν ἀμέσως, ἀλλὰ ὅλη νύχτα νὰ τὸν συντροφεύουν. Διότι, λέει ὁ ἅγιος, σπουδαιότερος ἱεροκήρυκας ἀπὸ ἕνα νεκρὸ δὲν ὑπάρχει. Ὁ νεκρὸς διδάσκει, ὅτι ματαιότης εἶνε τὰ ἀνθρώπινα.
Μὲ τὴν παρουσία του ὁ χριστιανὸς παρηγορεῖ τοὺς πενθοῦντας. Τοὺς παρηγορεῖ δὲ ἀκόμη πιό πολὺ μὲ τὰ λόγια ποὺ προέρχονται ἀπὸ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπάει καὶ πιστεύει. Τὸ «Μὴ κλαῖε», ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ χήρα τῆς Ναΐν, καλεῖσαι καὶ σὺ νὰ τὸ πῆς στοὺς ἀνθρώπους ποὺ θρηνοῦν. Νὰ τὸ πῆς μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «…Ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Τιμ. 4, 13).
Διότι σύμφωνα μὲ ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός, ὁ θάνατος δὲν εἶνε, ὅπως λένε οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι, ἐξαφάνισις. Τὸ φτυάρι τοὺ νεκροθάφτη δὲν εἶνε τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος μοιάζει μὲ ὕπνο. Καὶ ὅπως ὅταν βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο νὰ κοιμᾶται δὲν κλαῖμε, διότι ξέρουμε ὅτι θὰ ξυπνήση καὶ πάλι, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ θρηνοῦμε ἀπαρηγόρητα κι ὅταν βλέπουμε ἕνα νεκρό. Καὶ νὰ μὴ λέμε ὅτι πέθανε, ἀλλὰ ὅτι κοιμήθηκε.
Κάθε δὲ πρωὶ ποὺ ξυπνᾶμε ἀπὸ τὸν ὕπνο, νὰ λέμε˙ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…». Ναί, ὁ ὕπνος ποὺ κοιμώμαστε κάθε μέρα εἶνε ἕνας μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος ἕνας μεγάλος ὕπνος. Τοὺς νεκροὺς ὅλων τῶν αἰώνων εἶνε βέβαιο, ὑπερβέβαιο, ὅτι θὰ τοὺς ξυπνήση ἡ σάλπιγγα τοὺ ἀρχαγγέλου κατὰ τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς παγκοσμίου κρίσεως.

* * *

Αὐτά, χριστιανέ μου, πρέπει νὰ πιστεύης καὶ μʼ αὐτὰ νὰ παρηγορῆς τοὺς πενθοῦντας.
Ὄχι ὄμως μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα πρέπει νὰ παρηγοροῦμε τοὺς πενθοῦντας. Βέβαια νʼ ἀναστήσουμε τὸ νεκρὸ δὲν μποροῦμε. Ἀλλὰ σὲ δυσκολίες ποὺ παρουσιάζονται ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο ἑνὸς προσφιλοῦς προσώπου, μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε. Ἄν ὁ νεκρὸς ἄφησε χήρα καὶ ὀρφανά, ἄς γίνουμε ἐμεῖς ὅσο μποροῦμε βοηθοὶ στὶς δύσκολες μέρες τῆς οἰκογενείας του, ἄς γίνουμε ἐμεῖς προστάτες χηρῶν καὶ ὀρφανῶν.

* * *

Ἔτσι μὲ λόγους καὶ ἔργα ἄς συμπεριφερώμεθα στὶς μέρες τοῦ πένθους τῶν συνανθρώπων μας.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 263-268 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=91052#more-91052