Οἱ Ἕλληνες στὶς δύσκολες στιγμὲς εἶναι πάντα ἑνωμένοι, διότι τοὺς ἑνώνει ὁ Χριστός.
Γράφει ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος στὸ βιβλίο του: «Τὸ θαῦμα τῶν Ἑλλήνων τοῦ Σαράντα»:
«Ἐμεῖς ἐπήραμε τὰ ὅπλα πρῶτα γιὰ τὴν θρησκεία μας κι ὕστερα γιὰ τὴν Πατρίδα», διεκήρυξε στὴν Πνύκα ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πρωταγωνιστής τοῦ Ἀγῶνος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τὰ δὲ παλληκάρια καὶ οἱ καπεταναῖοι πολεμοῦσαν, γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν Ἁγία καὶ τῆς Πατρίδος τὴν ἐλευθερία. Ξεψυχοῦσαν ψάλλοντας θρησκευτικὰ τροπάρια καὶ ὕμνους.
Ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος τοῦ ‘40 ἦταν ἕνα θαῦμα. Ἡ ἄοπλη καὶ μικροσκοπικὴ Ἑλλὰς μὲ τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας καὶ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐνίκησε δύο Αὐτοκρατορίες καὶ ἔδωσε τὴν νίκην εἰς τὸν ἐλεύθερον κόσμον. Τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ εἴδαμε καὶ τὸ ζήσαμε, διότι εἴχαμε τὴν εὐτυχίαν νὰ εὑρισκώμεθα εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν τοῦ πυρός, ὡς λοχίας, τότε τῶν ἡρωικῶν τσολιάδων.
«Ποτὲ οἱ Ναοὶ τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων δὲν εἶχαν πλημμυρίσει ἀσφυκτικὰ ἀπὸ λαό, ὅσον τότε. Ἄνθρωποι πάσης ἡλικίας, ἄνδρες καὶ γυναῖκες κατέφευγαν στὴν Ἐκκλησία καὶ κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀπογεύματα, στὶς εἰδικὲς παρακλήσεις.
Γονατιστοὶ καὶ μὲ δάκρυα, ἐπεκαλοῦντο τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας. Δι’ ἄλλην μίαν φορὰν ξαναζοῦσε ἡ βυζαντινὴ πίστις εἰς τὴν Ὑπέρμαχον Στρατηγὸν»
* * *
Καὶ συνεχίζει μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς πιὸ κατανυκτικῆς Θ. Λειτουργίας:
«Τὰ ἄλλα Συντάγματα εἶχαν τοὺς στρατιωτικούς τους ἱερεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὡπλίζονταν μὲ θάρρος, παρηγοριὰ κι ἐλπίδα. Τί ἀναθάρρησις ἦταν ἐκείνη, μόλις βλέπανε τὸν ἱερέα νὰ τοὺς μιλάη, νὰ τοὺς ἐξομολογάη καὶ νὰ τοὺς κοινωνάη!
Καὶ ἔπειτα νὰ πηγαίνη στὰ χαρακώματα καὶ ἀπὸ κοντὰ νὰ τοὺς εὐλογῆ.
Μία μέρα ὅμως ἡ μονάδα μας ἦταν κοντὰ στὸ 36ο Σύνταγμα. Αὐτὸ εἶχε καὶ ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀργότερα Μητροπολίτης Λαρίσης. Μὲ σεβασμὸ οἱ τσολιάδες πήγαιναν καὶ τοῦ φιλοῦσαν τὸ χέρι καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἐξομολογήση καὶ τὸ δικό μας Τάγμα.
Προθυμότατος ὁ ἱερεὺς ἀνέλαβε νὰ τοὺς λειτουργήση, νὰ τοὺς ἐξομολογήση καὶ νὰ τοὺς κοινωνήση. Καθισμένος ἐπάνω στὴν πέτρα καὶ φορώντας τὸ πετραχήλι του, ἀκούραστος, ἄκουγε τὰ κρίματα τοῦ καθενός. Ἐπὶ ἡμέρες τοὺς ἐξομολογοῦσε. Καὶ ὅλοι τους ἐν τῷ μεταξὺ νηστεύανε.
Ἦρθε ἡ παραμονὴ τῆς Λειτουργίας. Εἶναι ἀδύνατο νὰ φαντασθῆ κανεὶς μὲ τί χαρὰ καὶ λαχτάρα περιμέναμε νὰ λειτουργηθοῦμε καὶ νὰ κοινωνήσωμε. Ἡ Λειτουργία θὰ γινότανε σὲ μία χαράδρα, ἀπυρόβλητη. Θὰ γινότανε νύχτα, γιατί τὴν ἡμέρα ἡ ἀεροπορία τοῦ ἐχθροῦ αὐλάκωνε ἀπειλητικὰ τὸν οὐρανό.
Θὰ γινότανε στὸ ὕπαιθρο. Ἁγία Τράπεζα δὲν ὑπῆρχε. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα τραπεζάκι γιὰ νὰ βάλη ἐπάνω τὰς ἱεράς συνδόνας ὁ ἱερεὺς καὶ τὸ ἅγιον Ἀντιμήνσιο, ποὺ ἔχει, ὡς γνωστόν, ὀστᾶ μαρτύρων.
Ὁ χῶρος ποὺ θὰ γίνη θὰ εἶναι μία μεγάλη πέτρα.
Ὅλοι μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ συγκίνησι, τὴν μετακινήσανε καὶ τὴν βάλανε στὴν κατάλληλη θέσι. Ἐπιβλητικὰ στὴ σιγαλιὰ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ ἱερέως: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ Σύμπαντος κόσμου». Εἶχε καταρτισθῆ αὐτοσχέδιος χορωδία. Τὴν ἱεροπρέπεια διέκοπτε ὁ κρότος τῶν ὀβίδων, ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ πάνω μας. Καὶ ἡ λειτουργία συνεχιζόταν, ἐνῷ οἱ καρδιὲς μας κτυποῦσαν ρυθμικὰ καὶ ὁ ἱερεὺς ἔψαλε:
«Αἰνεῖτε τὸν Κύριο πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς. Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἥλιος καὶ σελήνη».
Μέσα στὴν φρίκη τοῦ πολέμου καὶ τὴν ἀγριότητα, ἁπαλός, γλυκύς, παρήγορος, ἁπάλυνε τὶς ψυχές μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερεὺς φορώντας τὰ χρυσοΰφαντα ἄμφιά του, μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια του στὸν οὐρανό, μᾶς ἀνέβαζε στὰ ὕψη τῆς θείας Μεγαλωσύνης.
Ἔφθασε ἡ Λειτουργία στὸ κρισιμώτερο σημεῖο τοῦ Μυστηρίου: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν Σῶν», ἔλεγε καὶ ὕψωνε τὰ τίμια δῶρα.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, τοῦ ἀσύλληπτου Μυστηρίου, ἄκουγαν χωρὶς ἀναπνοὴ ὅλοι τους οἱ τσολιάδες τῆς χορωδίας. Ἔφθασε στὸ κοινωνικό. Ὁ ἱερεὺς μίλησε μὲ συγκινητικὰ λόγια στοὺς τσολιάδες:
– «Ὁ Χριστὸς μας θυσιάστηκε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ γιά μᾶς. Ἔχουμε μπροστά μας τὸ σφαγμένο Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του. Μᾶς τὸ δίδει γιὰ νὰ τραφοῦμε. Καὶ μεῖς θυσιάζουμε ἐδῶ τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὴν Πίστι τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν Ἐλευθερία, γιὰ τὴν Πατρίδα.
Σὲ λίγο μὲ τὸ Ἅγιον Ποτήριον στὸ χέρι καὶ μέσα στὴν κατανυκτικὴ σιγὴ ἔλεγε: «Μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε».
Καὶ οἱ λεοντόκαρδοι στρατιῶτες, οἱ ἀκούραστοι πολεμισταὶ καὶ οἱ ἀκατάβλητοι ὑπερασπισταὶ τοῦ πατρίου ἐδάφους, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ σκυμμένα τὰ κεφάλια, προχωροῦσαν ἕνας – ἕνας μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωσι νὰ κοινωνήσουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.
Τί θάρρος! Ἀναγαλλιάζαμε ἀπὸ τὴν χαρά, ποὺ νοιώθαμε, σὰν νὰ μὴ ἀγγίζαμε στὴν γῆ».