Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Ἰσλαμικός προσηλυτισμός καί Ὀρθοδοξία

 

Γράφει ὁ Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Οἱ Νεομάρτυρες καί τό δοῦλον Γένος
(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 115, Ἀπρ. - Ἰούν. 2021).
Ἡ Ὀρθοδοξία σέ καθεστώς δουλείας
Συνεχίζοντας τό ἀφιέρωμά μας στήν ἔνδοξη Ἑλληνική Ἐπανάσταση, μέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο τῶν 200 χρόνων ἀπό τήν ἔναρξή της (1821), καθώς καί στίς συνθῆκες, ἀπό τίς ὁποῖες ἀναδύθηκε (στίς συνθῆκες τῆς Τουρκοκρατίας), θά ἀσχοληθοῦμε στό τεῦχος αὐτό μέ μιά ἄλλη χαρακτηριστική περίπτωση προσηλυτισμοῦ εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τόν ἰσλαμικό προσηλυτισμό. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι, προσηλυτισμός εἶναι ἡ προσπάθεια μεταβολῆς τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ ἄλλου, μέ δόλια καί ἀθέμιτα μέσα, ὅπως ἡ ἀπειλή, ἡ ἐπιβολή, ἡ ὑπόσχεση, ἡ ἐκμετάλλευση, ἡ παροχή ἀνταλλαγμάτων κ.ἄ. Ὅπως εἶναι γνωστό, μέ τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Ὀρθοδόξων ὑπέπεσε στή δουλεία βάρβαρου καί ἀλλόθρησκου κατακτητῆ. Ἡ κατάσταση τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἄλλαξε ριζικά. Γιά νά κατανοηθοῦν οἱ νέες συνθῆκες, στίς ὁποῖες βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία, πρέπει νά γνωρίζουμε τίς ἀντιλήψεις τοῦ Ἰσλάμ γιά τήν ἱεραποστολή, τόν «ἱερό πόλεμο», τίς σχέσεις μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες κ.λπ.

Εἶναι γνωστό, ὅτι τό Ἰσλάμ ἐμφανίστηκε στίς ἀρχές τοῦ 7ου μ.Χ. αἰ. στή σημερινή Σαουδική Ἀραβία, μέ ἱδρυτή τόν Μωάμεθ (571-632 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος δημιούργησε μιά νέα θρησκεία μέ στοιχεῖα ἀπό τήν αὐτόχθονη λατρεία τῶν Ἀράβων, τόν Χριστιανισμό, τόν Ἰουδαϊσμό, καθώς καί ἀπό ὑποτιθέμενες προσωπικές ἀποκαλύψεις. Χαρακτηριστικά της εἶναι ἡ πίστη σέ ἕνα καί μοναδικό θεό (Ἀλλάχ), ἡ ἀποδοχή τοῦ Μωάμεθ ὡς τοῦ τελευταίου καί μέγιστου «προφήτη», ἡ πεποίθηση ὅτι τό Κοράνιο (τό «ἱερό» βιβλίο τοῦ Ἰσλάμ) εἶναι ὁ ἄκτιστος λόγος τοῦ θεοῦ, πού κατέβηκε αὐτούσιος ἀπό τόν οὐρανό κ.ἄ. Τό Κοράνιο, εἰδικότερα, ἔχει πολύ μεγαλύτερη σημασία γιά τούς ὀπαδούς του ἀπ’ ὅ,τι ἔχει γιά μᾶς τό Εὐαγγέλιο. Ὅ,τι ἀναφέρει, εἶναι νόμος, παρά τό «ποιητικό» του ὕφος καί παρά τίς κατά καιρούς προσπάθειες διαφορετικῆς ἑρμηνείας του.

Τό Ἰσλάμ διαδόθηκε, λόγῳ τῆς ἁπλότητος τῆς διδασκαλίας του, ἀλλά, κυρίως, λόγῳ τῶν ἀπόψεών του γιά τήν «ἱεραποστολή», οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τίς ἀντίστοιχες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἤ μέ ὅ,τι γενικά ἰσχύει στόν πολιτισμένο κόσμο. Ἡ «ἱεραποστολή» στήν προκειμένη περίπτωση δέν ἀπευθύνεται στήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά συνίσταται στήν ἐπιβολή μέ τή βία («διά πυρός καί σιδήρου», κατά τή γνωστή ἔκφραση) τῆς διδασκαλίας τοῦ «προφήτη», σέ ὅσους ἔχουν διαφορετική πίστη. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ «ἱεραποστολή» τοῦ Ἰσλάμ εἶναι μιά ἀκραία μορφή προσηλυτισμοῦ, ἡ μέθοδος δέ, μέ τήν ὁποία ἀσκεῖται, εἶναι ὁ «ἱερός πόλεμος», ἡ «τζιχάντ»! Ἡ «τζιχάντ», ὁ πόλεμος κατά τῶν «ἀπίστων», δέν εἶναι ἀντίληψη κάποιων ἀκραίων στοιχείων τοῦ Ἰσλάμ, ὅπως πολλοί πιστεύουν καί ὅπως συνήθως προβάλλεται, ἀλλά εἶναι σαφής καί ἐπανειλημμένη ἐπιταγή τοῦ Κορανίου, δηλαδή εἶναι πεποίθηση ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ὀπαδῶν (βλ. καί τό τεῦχ. 88 τοῦ ἐντύπου μας). Εἰδικότερα, κατά τήν ἰσλαμική ἀντίληψη, ὁ κόσμος χωρίζεται σέ «Οἶκο Ἰσλάμ», πού περιλαμβάνει τό σύνολο τῶν πιστῶν του, καί σέ «Οἶκο Πολέμου», πού περιλαμβάνει ὅλους τούς ἄλλους, τούς «ἀπίστους». Ὁ πόλεμος εἶναι διαρκής καί μόνο περίοδοι ἀνάπαυλας ἀναγνωρίζονται. Ἡ εἰρήνη στόν κόσμο θά ἐπέλθει ὅταν ἐκλείψει ὁ «Οἶκος Πολέμου» καί ὅταν ὅλος ὁ κόσμος μεταβληθεῖ σέ «Οἶκο Ἰσλάμ». Ὡστόσο, γιά νά πραγματοποιηθοῦν αὐτά, χρειάζεται ἕνας ἰσχυρός θεσμός καί αὐτός εἶναι τό κράτος. Κατά τήν ἀντίληψη τοῦ Ἰσλάμ, θρησκεία καί κράτος συνδέονται στενά ἤ μᾶλλον ταυτίζονται. Ὁ Μωάμεθ δέν ἵδρυσε μόνο μιά νέα θρησκεία. Ἵδρυσε καί ἕνα κράτος, ὀργανωμένο μάλιστα στρατιωτικά, τό ὁποῖο ἐπεκτάθηκε γρήγορα, χρησιμοποιώντας ὡς μέσα τή βία καί τή «λεηλασία» («ράτζια»). Οἱ κατακτημένοι λαοί εἶχαν δύο μόνο ἐπιλογές: τόν ἐξισλαμισμό ἤ τή φυσική ἐξόντωση. Ἐξαιρέθηκαν ἀπό τήν ἐξόντωση (τόν θάνατο) μόνο οἱ «λαοί τῆς Βίβλου» (Ἑβραῖοι καί Χριστιανοί), γιά τούς ὁποίους τό Κοράνιο ἀπαιτεῖ κάποιον σεβασμό. Αὐτοί, μποροῦσαν νά διατηροῦν τήν πίστη καί τή ζωή τους ἐντός τοῦ Ἰσλάμ, καταβάλλοντας «κεφαλικό φόρο» («χαράτσι»).

Μέ αὐτά τά δεδομένα, οἱ Ὀρθόδοξοι πληθυσμοί τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀπέφυγαν τόν γενικό ἐξισλαμισμό καί τήν πλήρη ἐξόντωση. Ὁ γενικός ἐξισλαμισμός, ἄν καί περισσότερο συμβατός μέ τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις τοῦ Ἰσλάμ, δέν συνέφερε πρακτικά, ἀφοῦ θά ἀποστεροῦσε τό κράτος ἀπό σημαντικούς οἰκονομικούς πόρους (φόρους), τούς δέ κατακτητές ἀπό ἀντικείμενα ἐκμετάλλευσης (δούλους). Ἔτσι, ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός ὀργανώθηκε ἐντός τῆς Αὐτοκρατορίας κατά τό σύστημα τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων, τῶν «μιλέτ». Ἡ Ὑψηλή Πύλη ἀναγνώριζε μόνο θρησκευτικές κοινότητες, ἡ σημαντικότερη ἀπό τίς ὁποῖες ἦταν, βέβαια, τό «μιλέτ τῶν Ρωμηῶν» (τῶν «Ρούμ»), δηλαδή τό σύνολο τῶν ὑπόδουλων Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν τῆς Αὐτοκρατορίας ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητας. Ὡς ἐπικεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ «μιλέτ» ἀναγνωριζόταν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπόλογος ἔναντι τοῦ Σουλτάνου γιά ὅλους τούς Ὀρθοδόξους πιστούς κάθε ἐθνικότητας. Σέ ἔνδειξη, μάλιστα, ὑποτέλειας ὁ Πατριάρχης ὄφειλε τήν ἑπομένη τῆς ἐκλογῆς του νά ἐπισκευθεῖ τόν Σουλτάνο καί νά ὑποβάλλει σ’ αὐτόν ἐδαφιαία προσκύνηση. Παρά ταῦτα, οἱ νέες συνθῆκες ἀφ’ ἑνός μέν ἀνέδειξαν πρακτικά τό κύρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἔναντι τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ Πατριάρχης καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γενικά προέκυψε νά ἀσκοῦν ἀδιαμφισβήτητες ἐθναρχικές ἁρμοδιότητες (ἐθναρχία, ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία).

Φαίνεται μέ τήν πρώτη ματιά ὅτι τά πράγματα ρυθμίστηκαν ἔτσι, ὥστε νά ἐξασφαλίζεται ἡ «ἁρμονική συνύπαρξη» κατακτητῶν καί κατακτημένων. Ἡ ἀνάγκη προσηλυτισμοῦ φαίνεται νά ἐξέλειψε μετά τίς πρῶτες βιαιότητες τῆς κατάκτησης. Ὡστόσο, στήν πράξη ἡ κατάσταση ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Τά προνόμια πού δόθηκαν στόν πρῶτο Πατριάρχη μετά τήν ἅλωση Γεννάδιο Β΄ τόν Σχολάριο (1454-1464) σέ ἐλάχιστες περιπτώσεις ἔγιναν σεβαστά. Ὁ λαός βίωνε σέ καθημερινή βάση τήν ὑποτίμηση, τόν ἐξευτελισμό, τόν χλευασμό, τή βία, τή στέρηση, τή στυγνή ἐκμετάλλευση. Ἄς ἀναφέρουμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ τρόπου, μέ τόν ὁποῖο οἱ κατακτητές ἀντιμετώπιζαν τούς κατακτημένους: Σέ τόμο πού ἐξέδωσε ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν μέ τίτλο «Τό Εἰκοσιένα» (Ἀθήνα 1977) ὁ γνωστός Ἀκαδημαϊκός Σπ. Μαρινᾶτος παραθέτει Ἄδεια Ταφῆς Ὀρθόδοξου πιστοῦ, πού ἐξέδιδαν τότε οἱ τουρκικές ἀρχές, μέ τό ἑξῆς περιεχόμενο (σ. 774):

«Σύ ὁ παπάς, τοῦ ὁποίου τό μέν ἔνδυμα εἶναι μαῦρον ὡς πίσσα, τό δέ πρόσωπον ὡς τοῦ σατανᾶ, σύ ὁ ἱερεύς τῶν μιαρῶν, σύ ὁ ἕλκων τήν καταγωγήν ἀπό τόν ἄπιστον Ἰησοῦν, διατάσσεσαι: Τόν εἰς τό ἔθνος σου ἀνήκοντα ἄπιστον Γρηγόριον, ὁ ὁποῖος ἐψόφησε σήμερον, ἄν καί τήν μέν ψυχήν του παρέδωκεν εἰς τόν σατανᾶν τό δέ βρωμερόν πτῶμα του δέν τό δέχεται τό χῶμα, ἔξω καί μακράν τῆς πόλεως ἀνοίξατε λάκκον καί διά λακτισμάτων ρίψατε αὐτόν ἐντός τούτου»!

Μορφές ἰσλαμικοῦ προσηλυτισμοῦ

Δυστυχῶς, ὁ προσηλυτισμός ἐκ μέρους τῶν κατακτητῶν συνεχίστηκε μέ διάφορες μορφές σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἀποτελέσματά του ἦταν οἱ ἐξισλαμισμοί, μαζικοί ἤ ἀτομικοί. Μαζικοί ἐξισλαμισμοί μαρτυροῦνται περισσότερο στίς ἀπαρχές τῆς δουλείας, ἀκόμη καί πρίν τήν ἅλωση (1453), μέ τήν προσχώρηση Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν στό Ἰσλάμ στή Μικρά Ἀσία, στή χερσόνησο τοῦ Αἴμου, στή Θεσσαλονίκη καί ἀλλοῦ. Ἡ κατάσταση χειροτέρευσε, βέβαια, μετά τήν ἅλωση. Ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος ἀναφέρεται σέ «ἀφισταμένους ὁσημέραι τῆς πίστεως πανταχοῦ» (Ἱστορία Ἑλλ. Ἔθνους, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, τ. 10, σ. 56). Ὁ ἴδιος προέτρεπε τόν Κλῆρο νά μήν εἶναι αὐστηρός στήν τήρηση τῶν τύπων, προκειμένου νά διαφυλαχθεῖ ἡ οὐσία τῆς πίστεως καί νά ἀναχαιτισθοῦν οἱ ἐξωμόσεις (ὅ.π.). Προφανῶς, οἱ χλιαροί καί οἱ «κατ’ ὄνομα» Χριστιανοί προσχώρησαν ὅλοι στό Ἰσλάμ καί ἀφομοιώθηκαν πλήρως. Μαζί μέ τήν πίστη, ἔχασαν τόν ἑλληνισμό καί τήν πολιτιστική τους ταυτότητα («τούρκεψαν», κατά τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς), τά δέ ἴχνη τους ἔχουν ἐξαφανισθεῖ. Διατήρησαν τόν ἑλληνισμό μόνο οἱ συνειδητοί Ὀρθόδοξοι, ὅσοι μέ πολλές θυσίες διαφύλαξαν τήν πίστη. Σ’ αὐτούς ὀφείλεται ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση, σ’ αὐτούς ὀφείλεται καί ἡ σύσταση τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους!

Οἱ ἀτομικοί ἐξισλαμισμοί, παράλληλα, ἦταν ἕνα διαρκές φαινόμενο ἀφαίμαξης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀφοῦ ὑπῆρχε ὁ μόνιμος πειρασμός σέ κάθε Ὀρθόδοξο νά μεταπηδήσει ἀνά πᾶσα στιγμή στό ἄλλο στρατόπεδο καί ἀπό δοῦλος νά γίνει ἐλεύθερος, ἀπό πτωχός νά γίνει πλούσιος, ἀπό εὐτελής νά γίνει ἔνδοξος, ἀπό δυναστευόμενος νά γίνει ἐξουσιαστής. Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός παραθέτει μαρτυρία ἑνός Μοναχοῦ, πού ἐπισκέφθηκε μεγάλο χωριό τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τό 1724. «Ἐμπαίνοντας ἐγώ εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ», ἀναφέρει, «ηὕρηκα τόν Παπά μέ ὡς ἑκατόν εἴκοσι γυναῖκες, καί ἄνδρες ὡς δέκα πέντε. Καί πολλά ἐπικράθηκα διά τήν ὀλιγότητα τῶν ἀνδρῶν καί εἶχα ρωτήσει προτήτερα καί μοῦ εἶπαν, πῶς οἱ ἐπίλοποι ἄνδρες, φεῦ, ὅλοι ἐτούρκεψαν»! (Τουρκοκρατία, Ἀθήνα 1988, σ. 78-79).

Εἶναι, βέβαια, γεγονός ὅτι οἱ περισσότεροι ἐξισλαμισμοί δέν ἦταν ἀκούσιοι, ἀλλά ἑκούσιοι, δηλαδή δέν προέκυπταν ἀπό ἄμεσες ἐνέργειες τῶν κατακτητῶν. Ὡστόσο, ἡ ἔμμεση ἤ ἄμεση βία, ὁ πειθαναγκασμός, οἱ ἐπαχθεῖς φόροι, οἱ καταπιέσεις καί οἱ αὐθαιρεσίες τῶν Τούρκων ὠθοῦσαν ἔντονα πρός αὐτή τή «λύση». Παράλληλα, Τοῦρκοι ἱερωμένοι καί φανατικοί δερβίσιδες γίνονταν κήρυκες τῆς νέας θρησκείας, μέ ἔντονη θρησκευτική προπαγάνδα, ἀκόμη καί μέ χρήση βίας. Οἱ δερβίσιδες αὐτοί ἦταν πρωτοπόροι στή διάδοση τοῦ Ἰσλάμ, οἱ δέ ὀθωμανοί «θεολόγοι» διέδιδαν παντοῦ τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός ἐγκατέλιψε τούς Χριστιανούς γιά τίς ἁμαρτίες τους καί λόγῳ τῆς πλάνης τους καί εἶναι σαφῶς μέ τό μέρος τῶν πιστῶν τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, σέ συνδυασμό μέ τό γεγονός ὅτι μεταξύ τῶν ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξαν, δυστυχῶς, ἀκόμη καί Ἀρχιερεῖς ἤ ἄλλοι Κληρικοί, εἶχε τεράστια ἀρνητική ἐπίδραση στά λαϊκά στρώματα.

Ὑπῆρξαν, ὅμως, καί βίαιοι ἀκούσιοι ἐξισλαμισμοί, μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τό γνωστό «παιδομάζωμα», δηλαδή τήν ἀναγκαστική στρατολόγηση καί τόν ἐξισλαμισμό χριστιανοπαίδων. Ὁ ἀποτρόπαιος αὐτός θεσμός ἐμφανίζεται ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σουλτάνου Μουράτ Α΄ (1362-1389). Κάθε 5 χρόνια (ἤ ἀργότερα κάθε 4-2) οἱ τουρκικές ἀρχές ἐπέλεγαν τά πιό ρωμαλέα καί εὔστροφα παιδιά, ἡλικίας 15-20 καί ἄλλοτε 6-10 ἐτῶν, τά ὁποῖα ἀπέστελλαν στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, μετά ἀπό μακροχρόνια στρατιωτική καί θρησκευτική ἐκπαίδευση, μεταμορφώνονταν σέ φανατικούς μουσουλμάνους καί ἐχθρούς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Αὐτοί οἱ ἀναγκαστικά στρατολογημένοι καί ἐξισλαμισμένοι Χριστιανοί συγκροτοῦσαν τό γνωστό σῶμα τῶν Γενιτσάρων, τῶν «Δούλων τῆς Πύλης», στούς ὁποίους στηριζόταν ἡ δύναμη καί ἡ αἴγλη τοῦ σουλτανικοῦ οἴκου, ἀλλά καί τοῦ στρατοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι μέχρι σήμερα ὁ ὅρος «γενίτσαρος» ἔχει τή γνωστή ἀρνητική καί ἀποτρόπαιη σημασία.

Ἄλλο ἀποτέλεσμα τοῦ ἰσλαμικοῦ προσηλυτισμοῦ στούς χρόνους τῆς δουλείας εἶναι ὁ κρυπτοχριστιανισμός, ἕνα μοναδικό φαινόμενο στήν παγκόσμια ἱστορία τῶν θρησκευμάτων! Κρυπτοχριστιανοί ἦταν ὅσοι ἀσπάστηκαν ἐξωτερικά τόν Ἰσλαμισμό γιά νά ἀποφύγουν τά δεινά τῆς δουλείας, διατηρώντας ἐσωτερικά καί μυστικά τή χριστιανική πίστη. Πρόκειται γιά τραγική περίπτωση διχασμένων ἀνθρώπων, χωρίς ταυτότητα, πού δέν ἦταν οὔτε Χριστιανοί, οὔτε μουσουλμάνοι. Τό φαινόμενο δημιούργησε ἔντονο προβληματισμό στήν Ἐκκλησία, ὡστόσο ἀντιμετωπίστηκε μέ διάθεση φιλανθρωπίας. Ἡ πρώτη γραπτή μαρτυρία γιά τήν ὕπαρξή του ἀνάγεται στόν 14ο αἰ. καί ἀναφέρεται στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Στή Μικρά Ἀσία τό φαινόμενο ἐμφανίζεται μέ εὐρύτερες διαστάσεις ἀπ’ ὅ,τι στή Βαλκανική. Μέ τήν ἔκδοση σουλτανικοῦ διατάγματος τό 1856, πού παραχωροῦσε θρησκευτικές ἐλευθερίες σέ μειονότητες τῆς Τουρκίας, χιλιάδες οἰκογένειες τοῦ Πόντου ἀποκάλυψαν τή χριστιανική τους ἰδιότητα. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καί στήν Κρήτη. Τό ἴδιο καί στήν Κύπρο ἀπό τό 1878. Δέν ὑπάρχουν, βέβαια, ἀκριβή στοιχεῖα γιά τήν ἔκταση τοῦ φαινομένου. Ὡστόσο, πολλοί πιστεύουν μέ σοβαρές ἐνδείξεις ὅτι ἑκατομμύρια κρυπτοχριστιανοί ὑπάρχουν ἀκόμη καί σήμερα στήν Τουρκία καί σέ ἄλλα ἰσλαμικά κράτη.

Τό φαινόμενο καί ἡ προσφορά τῶν Νεομαρτύρων

Μέ τά παραπάνω δεδομένα, γεννᾶται τό ἐρώτημα: Πῶς ἐπέζησαν ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία σέ τέτοιες συνθῆκες; Ποιά δύναμη μπόρεσε νά ἀναχαιτήσει τόν ἰσλαμικό προσηλυτισμό καί τή λαίλαπα τῶν ἐξισλαμισμῶν; Προφανῶς, ἡ δύναμη αὐτή εἶναι δύναμη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία παραμένει πλήρης, ἀκέραιη καί ἀμετάβλητη, ὅσο κι ἄν ἀλλάζουν οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες καί παρά τίς δύσκολες περιστάσεις ἤ τά κατά καιρούς ἐπερχόμενα δεινά. Εἶναι ἡ ζῶσα καί πανσθενής Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ζωοποιεῖ καί ἀνακαινίζει ψυχές καί σώματα, καί ὑπερισχύει τοῦ θανάτου. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός παρατεινόμενος, ὅπως πιστεύουμε. Καί ὅσο αὐτή πολεμεῖται, τόσο ὑπερνικᾶ, ὅσο τήν ἐπιβουλεύονται, τόσο ἀναδεικνύεται, ὅσο καθυβρίζεται, τόσο λαμπρότερη γίνεται, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο! Ἡ δόξα της εἶναι τό μαρτύριο, ὅπως ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρός!

Ἡ Ἐκκλησία ἐξῆλθε ἀλώβητη καί δεδοξασμένη ἀπό τή σκληρή δουλεία, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνέδειξε νέους Μάρτυρες, πλῆθος νέων Μαρτύρων, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί στήν περίπτωση τῶν διωγμῶν τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. Οἱ Μάρτυρες τῆς Τουρκοκρατίας ὀνομάζονται Νεομάρτυρες, ἀκριβῶς γιά νά διακρίνονται ἀπό ἐκείνους τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ὅμως, δέν ὑστεροῦν καθόλου, οὔτε σέ ἁγιότητα, οὔτε σέ δόξα, οὔτε σέ προσφορά. Ὁμολόγησαν τόν Χριστό ἐνώπιον τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ἀποδεικνύοντας ὅτι ὁ ἐχθρός δέν εἶναι ἀήτητος, ὅπως πίστευαν πολλοί, ἀλλά, μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ κάποιος νά τοῦ ἀντισταθεῖ, μπορεῖ νά τόν περιφρονήσει, μπορεῖ ἀκόμη νά τόν ταπεινώσει.

Οἱ Νεομάρτυρες ἦταν ἡ ἰσχυρότερη ἀντίσταση στό κύμα τῶν ἐξισμαμισμῶν καί τό μεγαλύτερο στήριγμα τοῦ ὑπόδουλου Γένους, θρησκευτικά καί ἐθνικά. Ὁ βίος τους εἶναι σχεδόν πανομοιότυπος: Σέ νεαρή ἡλικία παρασύρθηκαν οἱ περισσότεροι στήν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ («τούρκεψαν», ἔγιναν «ἐξωμότες»). Ἔζησαν γιά ἕνα διάστημα μέ δόξες καί τιμές, ἀπολαμβάνοντας πλούσια ὑλικά ἀγαθά. Ὅμως, ἡ συνείδησή τους ἄρχισε νά τούς ἐλέγχει, ὁδηγώντας τους σέ μετάνοια. Ἔτσι, ἔφευγαν μακρυά σέ ἄγνωστο τόπο, ἀφοῦ, κατά τά ἰσχύοντα τῆς ἐποχῆς, οἱ πιστοί τοῦ Ἰσλάμ πού προσχωροῦσαν στόν Χριστιανισμό ἤ οἱ ἐξωμότες πού ἐπέστρεφαν στή χριστιανική πίστη ἔπρεπε νά ἀσπαστοῦν πάλι τό Ἰσλάμ ἤ νά θανατωθοῦν. Σέ ἄγνωστους τόπους οἱ ἐξωμότες Χριστιανοί φρόντιζαν νά βροῦν Πνευματικούς πατέρες γιά νά ἐξομολογηθοῦν τήν πτώση τους. Ἔπειτα, ἀφοῦ λάμβαναν τόν πρέποντα κανόνα, μετά ἀπό ἕνα διάστημα, μποροῦσαν νά κοινωνοῦν καί νά μετέχουν πλήρως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κανόνας αὐτός, ἐκτός ἀπό τήν προσωρινή ἀποχή ἀπό τή Θεία Κοινωνία, περιελάμβανε προσευχές, νηστεῖες καί ἔργα μετανοίας. Ἀπό τά βυζαντινά χρόνια ἦταν ἤδη γνωστή καί διαδεδομένη ἀκόμη καί μεταξύ τοῦ λαοῦ ἡ μέθοδος τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τήν προσευχητική φράση τῆς ἡσυχαστικῆς παράδοσης «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Σέ κάποιους ἀπό τούς μετανοημένους ἐξωμότες γενιόταν ἡ ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψουν στόν τόπο πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό, νά Τόν ὁμολογήσουν ἐνώπιον τῶν τυράννων καί νά χύσουν τό αἷμα τους μαρτυρικά. Οἱ Πνευματικοί συνήθως τούς ἀπέτρεπαν, ὅταν ὅμως διαπίστωναν ὅτι ἡ ἐπιθυμία τους ἦταν ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τούς ἀπέστελλαν σέ ἄλλους πιό ἔμπειρους Πνευματικούς, οἱ ὁποῖοι προετοίμαζαν τούς προσερχομένους στό μαρτύριο καί ὀνομάζοντο «ἀλείπτες Νεομαρτύρων». Γνωστοί «ἀλείπτες» τῆς περιόδου τῆς δουλείας ἦταν ὁ ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου (1731-1805), ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) κ.ἄ. Ἐπιστρέφοντας στόν τόπο τους, ἑτοιμασμένοι κατάλληλα καί μέ τίς εὐχές ἁγίων ἀνθρώπων, ὁμολογοῦσαν τόν Χριστό ἐνώπιον τῶν Τούρκων. Ἐκεῖνοι τούς συνελάμβαναν, τούς ὁδηγοῦσαν στίς ἀρχές καί τούς ὑπέβαλλαν σέ σκληρή διαδικασία προσηλυτισμοῦ, μέ σκοπό νά ἀρνηθοῦν πάλι τόν Χριστό, πρῶτα «μέ τό καλό» (μέ ὑποσχέσεις πλούτου, δόξας καί τιμῆς), ἔπειτα μέ ἀπειλές, καί, τέλος, σέ πολλές περιπτώσεις μέ σκληρά βασανιστήρια. Στή διαδικασία αὐτή οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες ἐπεδείκνυαν ἀξιοθαύμαστη παρρησία, θάρρος, καρτερία, ὑπομονή, περιφρόνηση τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου! Ἀφοῦ, τελικά, δέν ὑπέκυπταν, τούς ἀποκεφάλιζαν ἤ τούς θανάτωναν μέ ἄλλο μαρτυρικό τρόπο. Τό μαρτύριό τους ἐπικύρωναν θαυμαστές ἐνέργειες τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ εὐωδία τῶν λειψάνων τους, ἡ ἐμφάνιση θείου Φωτός, οἱ ἰάσεις ἀσθενῶν, οἱ θεραπεῖες δαιμονιζομένων κ.ἄ. Ὡστόσο, ὑπῆρξαν καί ἄλλες κατηγορίες Νεομαρτύρων, ὅπως ὅσοι μέ διάφορους τρόπους προκάλεσαν τούς Τούρκους, ὅσοι κατηγορήθηκαν ἤ συκοφαντήθηκαν γιά διάφορους λόγους, ὅσοι προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν Μωαμεθανῶν («ἐξ Ἀγαρηνῶν» Νεομάρτυρες) κ.ἄ.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συνοψίζει ὡς ἑξῆς τήν προσφορά τῶν Νεομαρτύρων. Εἶναι, ἀναφέρει, «ἀνακαινισμός ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως», ἔλεγχος τῶν ἀλλοπίστων καί τῶν ἑτεροδόξων ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, δόξα καί καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, παράδειγμα ὑπομονῆς γιά τούς ὑποδούλους, ὑπόδειγμα θάρρους γιά τούς πιστούς, ἀλλά καί γιά τούς ἐξωμότες. Τούς ἀποκαλεῖ δέ, ἄνθη ἐαρινά καί τριαντάφυλλα στήν καρδιά τοῦ χειμῶνα, ἥλιο καί ἡμέρα μέσα στή βαθύτατη νύκτα, φῶτα λαμπρότατα μέσα στό ψηλαφητό σκότος!

Συμπερασματικά, ἡ πλάνη γιά νά ἐπικρατήσει, χρειάζεται ὁπωσδήποτε τίς διάφορες μεθόδους προσηλυτισμοῦ, τίς ὁποῖες καταδικάζει ὁμόφωνα ὁ πολιτισμένος κόσμος καί οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν συνήθως ποινικό ἀδίκημα. Ἡ ἀλήθεια βασίζεται στή δική της ἐγγενῆ δύναμη καί ἐπικρατεῖ ἁπλά, ἀθόρυβα, εἰρηνικά. Γι’ αὐτό ὁ προσηλυτισμός εἶναι ἡ μέθοδος τῶν πεπλανημένων θρησκειῶν καί τῶν αἱρέσεων, ἡ δέ μέθοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱεραποστολή, ὁ εὐαγγελισμός τοῦ κόσμου, ἡ διακήρυξη σέ κάθε κατεύθυνση μέ εἰρηνικό τρόπο καί μέ ἀπόλυτο σεβασμό στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή τοῦ κόσμου καί ὁ μοναδικός Σωτῆρας καί Λυτρωτής ὅσων ποθοῦν τή σωτηρία τους.