Τὸ χρονικὸ
Τὸ
ἀπόγευμα τῆς 26ης Αὐγούστου 1922 (8 Σεπτεμβρίου ν.η.) οἱ Τοῦρκοι
μπαίνουν στὸν Μπουρνόβα, ἕνα μαγευτικὸ προάστιο τῆς Σμύρνης, γιὰ νὰ
ἀρχίσουν τὸ ἀπάνθρωπο ἔργο τους. Ὁρμοῦν, σφάζουν, βιάζουν καὶ λεηλατοῦν
χωρὶς οἶκτο. Ὁ ὕπατος ἁρμοστὴς Ἀριστείδης Στεργιάδης (αἰνιγματικὴ
φυσιογνωμία, προδότης τῶν Ἑλλήνων τῆς Σμύρνης) τὴν ἴδια μέρα
ἐγκαταλείπει τὴ Σμύρνη. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς ὁ
Στεργιάδης μὲ τὸν κυνισμὸ ποὺ τὸν χαρακτήριζε εἶχε πεῖ στὸν Γ.
Παπανδρέου, ποὺ τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν καταστροφή: «Βλέπω
τὴν κατάρρευσιν». «Καὶ γιατί δὲν εἰδοποιεῖς τὸν κόσμο νὰ φύγει;»
«Καλύτερα νὰ μείνουν ἐδῶ γιὰ νὰ τοὺς σφάξει ὁ Κεμάλ, γιατί ἂν πᾶνε στὴν
Ἀθήνα θὰ ἀνατρέψουν τὰ πάντα».
Τὸ
ἴδιο ἀπόγευμα τῆς 26ης Αὐγούστου οἱ Ἀρχὲς ἐγκαταλείπουν τὴ Σμύρνη καὶ ὁ
στόλος μας ἀποπλέει ἀπὸ τὴν Προκυμαία τῆς Σμύρνης. Ὁ Ἐθνικός μας Υμνος
ἀνεκρούετο γιὰ τελευταία φορὰ ἀπὸ τὸ γαλλικὸ θωρηκτὸ «Ερνέστος Ρενάν»,
τιμή πρὸς τὸν παλιὸ σύμμαχο(!). Ἡ σφαγὴ γενικεύεται. Μάταια ὁ θρυλικὸς
ἥρωας Παναγιώτης Ξηρὸς μὲ τὰ παλληκάρια του θὰ προσπαθήσει νὰ ἀποτρέψει
τὴ σφαγὴ στὸ Μπουρνόβα. Ὁ ἴδιος καὶ οἱ συναγωνιστές του (νεαροί,
ἀμούστακοι Μπουρνοβαλιώτες στὴν πλειοψηφία τους) πέφτουν νεκροὶ ἀπὸ τὰ
πυρὰ τῶν Τούρκων.
Πρωὶ
27ης Αὐγούστου 1922: Εἶχαν ἀποχωρήσει ὅλα τὰ τμήματα τοῦ Στρατοῦ μας
καὶ ἡ Σμύρνη, ἡ Νύμφη τοῦ Ἑρμαίου, ἦταν ἀνυπεράσπιστη στὰ χέρια τῶν
Τούρκων. Οἱ πρῶτοι Τοῦρκοι ἱππεῖς μπῆκαν στὴν Πόλη καὶ ὁ νέος
στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς πόλης Νουρεντίν πασᾶς, ὁ ὁποῖος ἔφτασε λίγο
ἀργότερα, μὲ προκήρυξή του ἀπαγόρευε τὴν κυκλοφορία τῶν κατοίκων μετὰ
τὶς 7 τὸ βράδυ, ἐνῶ δήλωνε ὅτι ἡ τιμή, ἡ ζωὴ καὶ ἡ περιουσία τῶν
κατοίκων θὰ τύχαιναν σεβασμοῦ (Βικτώρια Σολομωνίδου).
Ψεῦδος!!! Οἱ φρικαλεότητες τῶν Τούρκων ποὺ ἀκολούθησαν, ἦταν τέτοιες ποὺ δὲν ταιριάζουν στὸ ἀνθρώπινο γένος.
Στὴν
πόλη τῆς Σμύρνης, οἱ σφαγὲς ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν ἀρμένικη συνοικία τοῦ
Ἁγίου Στεφάνου. Ὁ πρόξενος τῶν ΗΠΑ στὴ Σμύρνη καὶ φιλέλληνας George
Horton, ἔγραψε: «Οἱ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦσαν στὴν ἀρμένικη συνοικία,
φυλάγονταν ἀπὸ Τούρκους στρατιῶτες. Οσο διήρκεσε ἡ σφαγή, δὲν ἐπετράπη
σὲ κανέναν ἡ εἴσοδος. Οἱ συγκλονιστικότερες στιγμὲς τῆς τραγωδίας
ἐκτυλίχθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ὅπου εἶχαν καταφύγει
περισσότεροι ἀπὸ 4.000 ἄνθρωποι. Ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ παραδοθοῦν,
δέχτηκαν πυρὰ καὶ χειροβομβίδες, ἐνῶ στὴ συνέχεια οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν
στὸν περίβολο καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ, κατασφάζοντας καὶ εκτελώντας[...]».
Στὶς 25/8/22 (7/9/22 ν.η.) ἡ ἐφημερίδα Daily news γράφει: «Ἡ φωτιὰ
ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἀρμένικη συνοικία... Τοῦρκοι στρατιῶτες ἔχυναν πετρέλαιο
στὰ σπίτια καὶ ἔβαζαν φωτιά. Σαφῶς οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς μποροῦσαν νὰ
παρεμποδίσουν τὴν ἐξάπλωση τῆς πυρκαγιᾶς. Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες, ποὺ
δροῦσαν ἐσκεμμένα, ἦταν οἱ κύριοι ὑπαίτιοι τῆς τρομερῆς καταστροφῆς». Ἡ
φωτιὰ ἔκαιγε ὄχι μόνο τὶς περιουσίες τους, ἀλλὰ καὶ τὰ ὄνειρά τους, τὶς
ἐλπίδες τους, τὴ ζωή τους.
Στὴν
ἀπερίγραπτη σύγχυση ποὺ ἐπικρατοῦσε, προστέθηκε καὶ ἡ φρίκη τῆς
πυρκαγιᾶς ποὺ κατέφαγε τὰ πάντα στὸ πέρασμά της. Ἡ Γκιαούρ Ιζμίρ, ἡ
«ἄπιστη Σμύρνη», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, εἶχε παραδοθεῖ στὸ
ἔλεος τῶν Τούρκων, στὰ βάρβαρα καὶ ἀπάνθρωπα ἔνστικτά τους. Ἡ κεμαλική
«Δημοκρατία» γεννιόταν μὲ τὴ φρίκη καὶ τὸ αἷμα χιλιάδων ἀθώων καὶ
ἀνυπεράσπιστων ἀνθρώπων. Ὁ Edward Hale Bierstadt, τὸ βιβλίο του «Ἡ
μεγάλη προδοσία», ἀναφέρει πὼς 100.000 ἄτομα σφαγιάσθησαν, 280.000 εἶχαν
κατακλύσει τὴν προκυμαία ἱκετεύοντας τὴ σωτηρία τους (τόσο ἀσφυκτικὰ
ἦταν ὁ κόσμος στὴν προκυμαία ὥστε ὅταν κάποιος πέθαινε, δὲ μποροῦσε νὰ
πέσει, ἀλλὰ συνέχιζε νὰ παραμένει ὄρθιος στηριζόμενος ἀναγκαστικὰ ἀπὸ
τοὺς διπλανούς του), καὶ 160.000 ἐκτοπίστηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸ
ἐσωτερικὸ (Αμελέ Ταμπουρού) γιὰ νὰ μὴν ξαναφανούν ποτέ».
Οἱ
σύμμαχοι (Αγγλοι, Γάλλοι, Ἰταλοί, Αμερικάνοι) μπροστὰ στὸ χαμὸ καὶ στὸν
ὄλεθρο, παρέμεναν ἀπαθεῖς. Εἶχαν ὑπογράψει μὲ τὸν Κεμάλ, ἕνα χρόνο
νωρίτερα περίπου, σύμφωνα φιλίας καὶ οὐδετερότητας. Μάλιστα μέσα στὰ
συμμαχικὰ πλοῖα, ποὺ ἦταν προσορμισμένα στὴν προκυμαία τῆς Σμύρνης,
παιάνιζαν ἐμβατήρια καὶ τραγούδια, γιὰ νὰ μὴν ἀκούγονται οἱ κραυγὲς τῶν
ἀθώων ἀπὸ τὶς σφαγὲς καὶ τὶς πρωτόγονες ὠμότητες ποὺ συνέβαιναν στὴ
Σμύρνη. Ὁ Ἀμερικανὸς πρόξενος George Horton γράφει: «Ἡ εἰκόνα τῶν
πολεμικῶν πλοίων τὸ λιμάνι τῆς Σμύρνης τὸ σωτήριο ἔτος 1922, νὰ
παρακολουθοῦν σιωπηλὰ τὴν τελευταία πράξη τῆς τραγωδίας τῶν χριστιανῶν
τῆς Τουρκίας, ἦταν ἴσως ἡ πιὸ θλιβερὴ καὶ πιὸ σημαντικὴ ἀπ' ὅλες». Ὁ
νομπελίστας Ερνεστ Χέμινγουεϊ, μόλις 20 χρονῶν διετέλεσε πολεμικὸς
ἀνταποκριτὴς τῆς «Toronto Star» καὶ γράφει: «Τὸ χειρότερο ἦταν οἱ
γυναῖκες μὲ τὰ νεκρὰ παιδιά. Δὲ μπορούσαμε νὰ τὶς πείσουμε νὰ μᾶς δώσουν
τὰ πεθαμένα παιδιά τους. Εἶχαν τὰ παιδιὰ τοὺς νεκρά, ἀκόμα κι ἕξι
μέρες, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐγκατέλειπαν. Δὲν μπορούσαμε νὰ κάνουμε τίποτα.
Τελικὰ ἔπρεπε νά τους τὰ πάρουμε μὲ τὴ βία».
Στὶς
29 Αὐγούστου (11 Σεπτεμβρίου ν.η.) ὁ Μουσταφά Κεμάλ μπαίνει στὴ Σμύρνη,
ἐπευφημούμενος σὰν «γαζί» (κατακτητής). Ὁ ἐθνικὸς φανατισμός, οἱ
ὠμότητες καὶ οἱ ἀγριότητες δυναμώνονται μὲ τὴν παρουσία του. Τὴν ἴδια
μέρα παραδίδεται ἀπὸ τὸν Νουρεντίν πασᾶ, στὸν μαινόμενο τουρκικὸ ὄχλο ὁ
μητροπολίτης Σμύρνης, ἐθνομάρτυρας Χρυσόστομος (Καλαφάτης), καὶ θανατώθηκε
κατακρεουργούμενος. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Μητροπολίτη Χρυσόστομο, ὁ
Ἀρμένιος Ἐπίσκοπος Γεβόντ Τουριάν ἀναζήτησε ἄσυλο σὲ ἕνα καθολικὸ
ἐκκλησιαστικὸ ἵδρυμα καὶ κρυφὰ ἔφυγε γιὰ τὶς ΗΠΑ, ὅπου καὶ δολοφονήθηκε
ἀπὸ συμπατριῶτες του Ἀρμένιους, κατηγορούμενος γιὰ προδοσία.
Οἱ
φρικαλεότητες καὶ οἱ πρωτόγονες ὠμότητες τῶν Τούρκων, οἱ βιασμοὶ καὶ οἱ
σφαγές, ἡ φλεγόμενη πόλη, οἱ φωνὲς καὶ τὸ αἷμα τῶν Ἑλλήνων τῆς Μ.
Ἀσίας, ἔκαναν τὸν George Horton νὰ γράψει: «Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ βασανιστικὰ
αἰσθήματά μου ἐκεῖνες τὶς μέρες ἦταν τῆς ντροπῆς. ντρεπόμουν ποὺ ἀνῆκα
στὸ ἀνθρώπινο γένος».
Ἡ
Daily telegraph στὶς 3 Σεπτεμβρίου / 16 Σεπτεμβρίου 1922 γράφει
χαρακτηριστικά: «Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄθλια τουρκικὴ συνοικία, ἡ Σμύρνη ἔπαψε
νὰ ὑπάρχει [...] τὸ πρόβλημα τῶν μειονοτήτων ἔχει λυθεῖ ἐκεῖ μιὰ γιὰ
πάντα [...] Δὲν μένει καμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὰ αἴτια τῆς πυρκαγιᾶς [...]
Τὸν δαυλό τον ἄναψαν στρατιῶτες τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ».
Στὸν ἀπόηχο...
Ὁ
Βρετανὸς ἱστορικὸς Giles Milton ἀναφέρει ὅτι ἡ Σμύρνη ἦταν μιὰ
«κοσμοπολίτικη ἑλληνικὴ πόλη» καὶ ὅτι ἡ καταστροφή της «εἶναι ἀπὸ τὶς
στιγμὲς ποὺ ἄλλαξαν τὸν ροῦν τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδας, ἀλλὰ ἦταν ἐξίσου
σημαντικὴ καὶ γιὰ τὴ Δύση». Τονίζει ἐπίσης ὅτι «στὴ Μικρὰ Ἀσία εἴχαμε
μιὰ γενοκτονία ἐθνικῆς ἐκκαθάρισης, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμοῦ,
ἀνάμειξη πολλῶν κυβερνήσεων». Ἐνῶ ὁ Τοῦρκος δημοσιογράφος Akyoz
παραλληλίζει τὴν ἐξόντωση τῶν Ἑλλήνων στὴ Σμύρνη τὸν Σεπτέμβριο του 1922
μὲ τὴν Γενοκτονία τῶν Ἀρμενίων. (Ἦταν παρόμοιας ἔμπνευσης μὲ τὶς
ἐξορίες τῶν Ἀρμενίων του 1915, γράφει). Ἄλλωστε καὶ ὁ Μουσταφά Κεμάλ
ποτὲ δὲ μίλησε δημόσια ἐνάντια στὴ Γενοκτονία...
Οἱ
κεμαλιστές ὅμως δὲν σταμάτησαν στὶς σφαγές, στοὺς βιασμούς, στὶς
λεηλασίες καὶ στὴν ἱκανοποίηση των ζῳωδῶν ἐνστίκτων τους. «Ἀξιοποίησαν»
τὰ ὑπολείμματα τῶν θυμάτων τους (τῶν ἡρώων στρατιωτῶν, τοῦ ἄμαχου
πληθυσμοῦ) γιὰ νὰ πλουτίσουν. Τὸν Δεκέμβριο του 1924 ἔγινε γνωστὸ ὅτι
φορτώθηκαν ἀπὸ τὰ Μουδανιά 400 τόνοι ἀνθρώπινα λείψανα (ποὺ ἀντιστοιχοῦν
σὲ 50.000 ἀνθρώπους) στὸ βρετανικὸ πλοῖο - φορτηγὸ «Ζαν Μ.» γιὰ νὰ
μεταφερθοῦν στὴν Μασσαλία. Ἡ ἐφημερίδα «New York Times» τὸν Δεκέμβριο
του 1924 παρουσιάζει τὴν εἴδηση: «Ἡ Μασσαλία εἶναι σὲ ἀναταραχὴ ἀπὸ μιὰ
ἀσύλληπτη ἱστορία ποὺ ὀφείλεται στὴν ἄφιξη στὸ λιμάνι ἑνὸς πλοίου ποὺ
φέρει βρετανικὴ σημαία καὶ ὀνομάζεται «Ζαν Μ.» καὶ μεταφέρει ἕνα
μυστήριο φορτίο 400 τόνων ἀνθρώπινων ὀστῶν γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν στὶς
ἐκεῖ βιοτεχνίες. Λέγεται ὅτι τὰ ὀστᾶ φορτώθηκαν στὰ Μουδανιά, στὴ
θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ καὶ εἶναι ἀπομεινάρια ἀπὸ τὶς σφαγὲς στὴ Μικρὰ
Ἀσία». Ὁ Αγγελομάτης στὸ βιβλίο του «Χρονικὸ Μεγάλης Τραγωδίας» γράφει:
«Ἦσαν τὰ ὀστᾶ Ἑλλήνων ἡρώων... Ἦσαν τὰ ὀστᾶ τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ποὺ
μετὰ τὰς ὁμαδικὰς σφαγὰς καὶ ἐξοντώσεις αργοπέθαιναν εἰς τὰ στρατόπεδα
αἰχμαλώτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ φοβερώτερον ἦτο τὸ στρατόπεδο τοῦ Ουσάκ».
Οἱ
Τοῦρκοι γιορτάζουν τὴν 9η Σεπτεμβρίου (27 Αὐγούστου π.η.) ὡς «Ἡμέρα
ἀπελευθέρωσης τῆς Σμύρνης» (Kurtulus Sanasi). Ὅμως μεγάλες τουρκικὲς
προσωπικότητες (διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι)
χαρακτηρίζουν τὰ γεγονότα τῆς Σμύρνης ὡς «ὄνειδος» καὶ «μεγάλη ντροπή»,
ἀποστρεφόμενοι καὶ καταδικάζοντας τὸν κεμαλικό ἐθνικισμό. Ὁ Talat Ulusoy
ἔγραψε στὴν Ἐφημερίδα Taraf (9-9-2015) «Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπέτειο ποὺ
καθιερώθηκε ἀπὸ τυφλωμένα μυαλὰ καὶ γιορτάζει τὸ κάψιμο μιᾶς πόλης καὶ
τὴ μετατροπή της σὲ στάχτες [...]».
Ποιὸς φταίει;
Ἡ
εὐθύνη γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Σμύρνης καὶ γιὰ τὴν ἐρήμωση του -ἐκεῖ-
Ἑλληνικοῦ στοιχείου βαρύνει πολλούς. Ὁ γράφων, γόνος Μικρασιατῶν γονιῶν
(πατέρας ἀπὸ τὸ Ναζλί καὶ μητέρα ἀπὸ τὴ Σμύρνη), κράτησε τὶς περιγραφὲς
καὶ τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων ποὺ εκδιώχτηκαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Οἱ ἴδιοι οἱ
Μικρασιᾶτες βαρύνουν ὄχι μόνο τοὺς Συμμάχους γιὰ τὴν καταστροφή, ἀλλὰ
καὶ τὸν Βασιλιᾶ Κωνσταντῖνο καὶ τὸν Βενιζέλο γιὰ ἄστοχους χειρισμούς. Ὁ
λοχαγὸς Wittal τοῦ Ἰνδικοῦ Ἱππικοῦ, ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀνατολία ὡς
παρατηρητὴς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου τῶν Ἑλλήνων μὲ τὸν Κεμάλ,
ἀναφέρει: «Οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες ἦταν μαχητὲς πρώτης κατηγορίας. Οἱ
ἀξιωματικοί τους ἦταν ἄριστοι... Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν καταλάβει τὴν
Ἄγκυρα καὶ νὰ τελειώσουν τὸν πόλεμο ἂν δὲν εἶχαν προδοθεῖ». Κατὰ τὸν
Ερνστ Χέμινγουέϊ ἡ προδοσία αὐτὴ πήγασε καὶ ἀπὸ τοὺς συμμάχους, ἀλλὰ καὶ
ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ Κωνσταντῖνο ποὺ ἀντικατέστησε τοὺς ἔμπειρους - ἀλλὰ
βενιζελικούς - ἀξιωματικούς, μὲ δικούς του «ποὺ ποτὲ δὲν εἶχαν ἀκούσει
τὸν κρότο τῆς μάχης». Κατὰ τὴν μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου, ὑπεύθυνος
φαίνεται νὰ ἦταν ὁ Βενιζέλος. Σὲ συνέντευξή της ἀναφέρει: «[...] Τὸ
ποιὸς φταίει θὰ τὸ πῶ μὲ ἕνα στίχο ἀπὸ τὸ ποίημα "Τῆς Καταστροφῆς": «Δὲ
νίκησαν τὴν Ἑλλάδα οἱ Τοῦρκοι. Δὲν μποροῦσαν. Μὰ δὲν ἦταν κι ἄνθρωποι.
Τὴν Ἑλλάδα νίκησαν, ἀδόξως, διχασμός, Λεβαντίνοι κι Εὐρώπη». Καὶ
συνεχίζει: «Ὁ Βενιζέλος ἔκανε τὴ μεγαλύτερη καταστροφή. Μέσα στή φλόγα
τοῦ πολέμου, ἔπρεπε νὰ γίνουν ἐκλογὲς στὴν Ἑλλάδα;».
Ἡ
νοσταλγία γιὰ τὶς «Χαμένες πατρίδες» ὑπῆρξε σύντροφος καὶ καημὸς γιὰ
τὴν πρώτη γενιὰ τῶν προσφύγων. Πίστευαν -μάταια- πὼς θὰ ἐπέστρεφαν στὰ
χώματά τους. Ὅμως προκειμένου νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος πρὸς τὸ Ἑλληνοτουρκικὸ
σύμφωνο φιλίας (1930), θυσιάστηκαν τὰ αἰσθήματα τῶν ἀτόμων γιὰ τὶς
σκοπιμότητες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς εὐρύτερης ἐθνικῆς κοινωνίας.
Θυσιάστηκαν γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ οἱ πρόσφυγες.
Γλαφυρὰ
μὲ τὸν δικό του τρόπο ὁ ἐπιφανὴς Τοῦρκος δημοσιογράφος Farik Rifki Atay
(ὁ ὁποῖος μάλιστα ἀνῆκε στὸ στενὸ περιβάλλον τοῦ Μουσταφά Κεμάλ),
γράφει γιὰ τὴν Καταστροφὴ στὸ βιβλίο τοῦ "Cankaya":
«Ἡ
Σμύρνη καιγόταν καὶ μαζί της ἡ Ρωμιοσύνη της, οἱ ἄνθρωποι τῶν πρώτων
πολιτισμῶν, ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν τὸν Μεσαίωνα μὲ τοὺς μουσουλμάνους,
ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦσαν στὴν πατρίδα τους καὶ στὰ σπίτια τους μὲ ἄνεση,
ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦσαν τὸ ἐμπόριο καὶ τὴ γεωργία τῆς Σμύρνης καὶ ὅλης τῆς
Δυτικῆς Ἀνατολίας, καὶ ὁλόκληρη τὴν οἰκονομία της, ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦσαν
σὲ παλάτια, κονάκια καὶ τσιφλίκια, τώρα, τὸν εἰκοστὸ δεύτερο χρόνο τοῦ
εἰκοστοῦ αἰῶνα, πεθαίνουν γιὰ ἕνα κομμάτι βάρκας νὰ τοὺς μεταφέρει
μακριὰ γιὰ πάντα...».
Βιβλιογραφία:
1. «Χαμένες Πατρίδες», Γιάννη Π. Καψή.
2. «Μικρὰ Ἀσία. Ἕνας ὀδυνηρὸς μετασχηματισμὸς (1908-1923)» (προδημοσίευση στὴν Ἐφημερίδα «Καθημερινὴ» 27-9-15), Βλάση Αλτζίδη.
3. «Ἡ Μεγάλη προδοσία», Bierstadt Edward.
4. «The Blight of Asia», Horton George.
5. «Σμύρνη - Ἡ καταστροφὴ μιᾶς κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922», Ηλιού Μαρία καὶ Κιτροέφ Ἀλέξανδρος.
6. Διαδικτυακοὶ Ἱστότοποι.
Γράφει ὁ Δρ. ΠΟΛΥΒΙΟΣ Ν. ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ
φιλόλογος-διδάκτωρ τῆς Ἐκπαίδευσης
*Ἀπὸ τὴν ἔντυπη ἔκδοση