«Μή ἔπεχε ἐπί τοῖς χρήμασι
σου καί μή εἴπης· αὐτάρκη μοί
ἐστί» Σ.Σ.(5,1)
Πλούτος! Μία εύηχη, ευάκουστη, λαοφιλής και άκρως σαγηνευτική έννοια. Ο περιζήλευτος αυτός θρόνος έλκει μυστηριωδώς κοντά του άπειρους σφετεριστές. Το μόνο πρόβλημα, όπως αναφέρει ο ελεγειακός ποιητής Φωκυλίδης (τέλη 6ου αι. π.χ.-αρχές 5ου), συνίσταται στην αδυναμία μεταφοράς του πλούτου και των εδώ υπαρχόντων, στον… άλλο κόσμο. Αδυνατεί η επίγεια τράπεζα να μεταβιβάσει κεφάλαια στην μετά θάνατον τράπεζα, καθότι δεν υφίσταται ανάλογη και πολύ παραπάνω δεν έχει καμία αξία ο επί γης πλούτος στην μετά θάνατον ζωή. Γιατί η μετά θάνατον ζωή αποτελεί η ίδια τον πλούτο, που χαρίζεται όμως αφειδώς, στους χρυσοθήρες του πνεύματος. Στους επί γης σκαπανείς που επένδυσαν ολόκληρη την ζωή τους στην εξεύρεση του πλούτου της θεϊκής σοφίας. Των θεϊκών ψηγμάτων.
Έτσι οι κατά καιρούς άνθρωποι του πνεύματος εκτόξευσαν πλήθος κατηγοριών και επέρριψαν σωρεία ευθυνών στον πλούτο, κρίνοντάς τον ένοχο. Άνθρωποι δηλαδή πλούσιοι και αυτοί, από τον χώρο όμως ενός διαφορετικού θησαυρίσματος. Γιατί πλούτος δεν νοείται μόνο το χρήμα και οι κινητές ή ακίνητες περιουσίες, αλλά και ο χώρος των γνώσεων, ικανοτήτων και των ποικίλων ταλάντων.
Αναφερόμενοι σε πρώτη φάση στον πλούτο με την έννοια της αφθονίας των υλικών αγαθών και της κατοχής χρημάτων, ευλόγως απευθυνόμαστε στους πλούσιους· τους πλουτογαθείς. Αυτούς που ευφραίνονται μέσα στις περιουσίες τους, στις «σταθερές», τις ακίνητες, αλλά και στις ασταθείς, στις κινητές, στα ρευστά τους. Αυτούς που μόνη σκέψη που τους διακατέχει είναι· «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω» (Λουκ. 12,18).
Ας ακούσουμε όμως αυτούς που κατέχουν τον πλούτο της σοφίας, να μας μιλήσουν για τον υλικό πλούτο.
Ο Αντιφάνης αναφέρεται στις επιπτώσεις του πλούτου πάνω στην «υγεία» μας· «ὁ δέ πλοῦτος, ἡμᾶς τυφλούς ποιεῖ». Μας τυφλώνει ο πλούτος και χάνοντας την «όρασή» μας δεν βλέπουμε την ουσία, την πραγματικότητα.
Ο Αριστοφάνης αναφερόμενος στις γαστριμαργικές τάσεις του ανθρώπου λέει, ότι κανένας μέχρι σήμερα δεν έχει χορτάσει τον πλούτο.
Το ίδιο υποστηρίζει και ο Θεόγνις λέγοντας ότι «ο πλούτος είναι ακόρεστος. Η επιθυμία προς απόκτηση πλούτου είναι άνευ τέρματος».
Ο πλούτος υψηλοφρονεί, οδηγώντας στην αλαζονεία και την αυθάδεια, τονίζει ο Φωκυλίδης.
Έτσι αναρωτιέται ο Χίλων· «τί ἔστιν πλοῦτος;» και απαντά ο ίδιος· «Θησαυρός κακῶν, ἐφόδιον ἀτυχημάτων, χορηγία πονηρίας».
Γι’ αυτό προτρέπει ο Σόλων, να μη συγκρίνουμε την αρετή με τον πλούτο, γιατί η αρετή είναι ασφαλής, ενώ οι περιουσίες αλλάζουν κάτοχο, είναι κινητές. Διεισδύοντας πιο βαθειά, τον ονομάζει προνόμιο των κακών «πολλοί γάρ πλουτοῦσι κακοί, ἀγαθοί δέ πένονται». Γιατί ο πλούτος διαστρέφει τον χαρακτήρα και προάγει την διαφθορά. Είναι ευμετάστατος, επισφαλής και δεν αποτελεί τον μοναδικό συντελεστή της ευτυχίας. Ορθά λοιπόν εκλήθη αλλοπρόσαλλος, άστατος, ασταθής, ευμετάβολος. Ό,τι και αν κάνει προπάντων, ανήκει στη γη, γιατί «ἐκ τῆς γῆς κάτωθεν ἀνίεται». Οπότε ο πλούτος δεν μπορεί να έχει σχέση με τα πνευματικά.
Δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς ταυτόχρονα, πολύ πλούσιος και πολύ αγαθός, δίκαιος, ενάρετος, υποστηρίζει ο Πλάτων.
Ούτε γίνεται «Δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεῷ καί μαμωνᾶ» (Ματ. 6,24). «Μηδέ ἠλπικέναι ἐπί πλούτου ἀδηλότητι, άλλ’ ἐπί Θεῷ» (Α΄ Τιμ. 6,17). Ο πλούτος είναι άδηλος, κρυφός, αβέβαιος, αφανής, άσημος, εύθραυστος. Αναγκαστικά όμως θέλει δεν θέλει «πᾶς πλοῦτος ἀρετῇ ὑπείκει (=υποχωρεί)». Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος επικαλούμενος τον Θεόγνιν λέει· «Δεν αγαπώ να είμαι πλούσιος, ούτε το εύχομαι· είθε να ζω με ολίγα, χωρίς κακού τινός». Άρα τα πολλά επιφυλάσσουν κινδύνους, κακά, δυστυχία. Η ευτυχία δεν βρίσκεται ούτε στις παντοειδείς «αγέλες», ούτε στον χρυσό.
Η ψυχή είναι η έδρα της ευτυχίας. Ψυχικός λοιπόν είναι ο πραγματικός πλούτος. Το «πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς» (Α΄ Τιμ. 6,18) λέει ο Παύλος. Δηλαδή ο πλουτισμός της διανοίας και της ψυχής σε αρετή και πίστη μέσω των καλών έργων. Ο Κύριός μας, έναν θησαυρισμό αποδέχεται (Ματ. 6,20). «Θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής (=σκόρος), οὔτε βρῶσις (=διάβρωση) ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται, οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν». Γιατί «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν καί παγίδα καί ἐπιθυμίας πολλάς ἀνοήτους καί βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τους ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν». (Α΄ Τιμ. 6,9). Οπότε «εὐκοπώτερον ἐστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἤ πλούσιον εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Ματ. 19,24). Γιατί η θεοποίηση του υλικού πλούτου τελικά εξοβελίζει τον Θεό από την καρδιά και γεννά ειδωλολατρία. Δύσκολο λοιπόν για τον πλούσιο στο χρήμα, να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών, γιατί «ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά» (Ματ. 19,23), αλλά ακόμη πιο δύσκολο στον διανοούμενο πλούσιο, που δεν θυσιάζει την διάνοιά του μπρος στον πλούτο της σοφίας του Χριστού, με αποτέλεσμα και ο ίδιος να μην εισέρχεται στη βασιλεία των ουρανών, αλλά και να μην αφήνει και όσους θέλουν (Ματ. 23,14).
Εδώ ερχόμαστε να εξετάσουμε μία άλλη μορφή πλούτου, ιδιότυπη, αλλά εξ’ ίσου επικίνδυνη. Σ΄ αυτόν τον πλούτο αναφέρεται ο 33ος ψαλμός· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Πλούσιοι οι οποίοι δεν εκζητούσαν τον Κύριο, δηλαδή δεν είχαν στερεά την πεποίθηση σ’ αυτόν, πτώχευσαν και πείνασαν, ενώ αντιθέτως οι ελπίζοντες σ’ αυτόν, οι εκζητούντες αυτόν, ουδενός αγαθού στερούνται. Εδώ αναφέρεται ο ψαλμωδός στους πλούσιους που είναι στερημένοι, φτωχοί στην ελπίδα προς τον Θεό. Ο βαρυσήμαντος και επιγραμματικός αυτός στίχος υποδηλώνει την αστάθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας παρατηρεί. «Ἀσφαλές γάρ ἤ βέβαιον ἐν ἀνθρωπίνοις, οὐδέν». Ο Κύριος το ανέλυσε βαθύτερα λέγοντας «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματ. 6,33). Με άλλα λόγια ποθήσατε μέσω της προσευχής σας τον πλούτο των ουρανών και ο Κύριος θα χορηγήσει όλα τα υπόλοιπα. Θα μας πλουτίσει. Η προσευχή δεν μας «βγάζει» από τον κόσμο που φοβούνται μερικοί, αλλά μας επαναφέρει σ’ έναν ανανεωμένο, αλλαγμένο, πλούσιο, πνευματικά κόσμο. Εγγυητής μέγας στην επένδυσή μας αυτή, καθίσταται ο ίδιος ο Θεός. Ο μόνος φερέγγυος.
Όμως οι πλούσιοι στην «διάνοια» εμφορούνται από έναν εγωισμό που τους σέρνει στον θρόνο της «μεγαλοφυΐας». Στον θρόνο μιας εκκεντρικής θεότητος, όπου αυτοχρίονται Θεοί. Θέτουν τον εαυτό τους στον «τόπο» του προφήτη. Θεωρούν τον εαυτό τους «σκεύος εκλογής» στο οποίο χύνεται η χάρη της θεότητος, της δικής τους επινόησης. Έτσι σ’ όλους αυτούς πρυτανεύει μία άκαρπη, στείρα διάνοια. Διάνοια επιδείξεως και υπεροψίας, προβολής και αλαζονείας. Γιατί; Διότι η λέξη «πνεύμα» δεν έχει σ’ αυτούς μεγάλη σημασία. Μόλις και μετά βίας, ακόμη και φόβου, εντροπής, την προφέρουν. Ο δεσμός με την ζωντανή πνευματική εμπειρία –αν υπήρχε– έχει σβήσει και το πνεύμα αντικατεστάθη με την διάνοια και την ακολουθούσα διανόηση. Τοιούτοι πλούσιοι ήταν οι μορφωμένοι, οι διανοούμενοι του διαφωτισμού. Οι παραμορφωμένοι. Αυτοί οι σκανδαλοποιοί που ο Κύριος τους πρότεινε καλύτερα να πάνε να πνιγούν, παρά να πνίγουν απλούς, και αγαθούς ανθρώπους στην χαβούζα της αθεΐας τους και της διανοητικής απεξάρτησής τους από την έννοια του θείου. Είναι τα άθεα γράμματα όπως τα ονόμασε ο Πατροκοσμάς, που θα καταστρέψουν τον κόσμο, που ήδη το έχουν κάνει.
Όμως υπάρχει και ο πλούτος του «Πνεύματος». Το Άγιον Πνεύμα, που αποτελεί την μόνη αλήθεια· την μόνη δύναμη που χορηγεί τα πάντα. Που φωτίζει τους ταπεινούς τῇ καρδίᾳ, τους φτωχούς τῷ πνεύματι, τους αμόρφωτους και ας είναι και ψαράδες και τους αναδεικνύει πανσόφους. Είναι το Πνεύμα που λαμβάνει τα μωρά του κόσμου και τα μετατρέπει σε σοφά κατά Θεόν. Όλα τα άλλα είναι ευτελή υποκατάστατα. Φτώχεια καταραμένη. Την έννοια αυτής της φτώχειας μπορούμε να την νοιώσουμε μιλώντας με πλούσιους που κατήντησαν φτωχοί. Με πλούσιους που επτώχευσαν… και δεν τόλμησαν να εκζητήσουν τον Κύριο και γι’ αυτό ηλαττώθησαν παντός αγαθού και έσβησαν. Ας θυμηθούμε το επίκεντρο μιας παλιάς συνέντευξης του βαθύπλουτου Αριστοτέλη Ωνάση, του Κροίσου της παγκοσμίου κοινότητος, αυτού που ήλθε στιγμή που «γονάτισε» ακόμη και την υπερδύναμη της Αμερικής πολυτρόπως, χωρίς όμως να κατορθώσει να γονατίσει το πνεύμα του μπροστά στο Άγιο Πνεύμα. Εκείνο τον καιρό της συνέντευξης είχε χάσει από την επίγειο ζωή τον γιό του, τον Αλέξανδρο. Τον γιο του που αποτελούσε την συνέχιση των πλουσίων ονείρων του. Τον γιό του που ενσάρκωσε το δικό του πνεύμα. Το πνεύμα του πλούτου. Της ιδιότυπης αυτής ισχύος, της ανίσχυρης όμως λόγω θνητότητος.
Δημοσιογράφος: Είσθε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου.
Ωνάσης: Είμαι ο φτωχότερος και δυστυχέστερος άνθρωπος όλης της γης.
Μόνος του ο πανίσχυρος οικονομικά, ανεγνώρισε την φτώχεια του την ψυχική. Είχε απωλέσει το πνεύμα που τον ενδυνάμωνε και έδινε νόημα στην ζωή του και διάθεση προς συνέχιση των σχεδίων του. Τον γιό του. Τότε προφανώς θυμήθηκε τον βασιλέα Κροίσο και ενδόμυχα φώναξε· «Σόλων, Σόλων, Σόλων!» Αλλά ήταν αργά… Η ανωτέρω αναφορά μας προσφέρει μία άριστη σύσταση με την αχρηστία του πλούτου. Με τον «πλοῦτο κεραμέως». Γιατί το χρήμα δεν υποκαθιστά επ’ ουδενί την πίστη στον Θεό. Δεν λύνει ψυχικά δράματα. Δεν απαντά σε συνειδησιακά ερωτήματα. Δεν ημερεύει ήθη. Αντιθέτως η θεοποίηση του υλικού πλούτου εξοβελίζει τον Θεό από την καρδιά και εγκαθιστά καθεστώς ειδωλολατρίας. Δυστυχώς το κιούπι του Διογένη και την καλύβα του Καραγκιόζη –δείγματα αυταρκείας– τα θυμούνται οι εν λόγω πλούσιοι, όταν καταλήξουν στις νευρολογικές κλινικές στις οποίες είναι οι αποκλειστικοί πελάτες. Γιατί εκεί οδεύει η κάστα των πλουσίων που είναι αγκυρωμένοι στο χρήμα, αλλά και στην δόξα. Σ’ αυτό συνηγορεί και ένα λαϊκό άσμα· «ας είχα την υγειά μου και ας ήμουνα φτωχός, τα λεφτά δεν με γιατρεύουν το ξέρω δυστυχώς…». Ενώ τελικά ο πραγματικός πλούτος, ενοικεί στους κατοίκους των χαμόσπιτων με το εικονοστάσι και το καντηλάκι, με την πολύτεκνη οικογένειά τους. Αυτοί είναι οι ευτυχείς και ευλογημένοι πλούσιοι. Αυτοί που θα κληρονομήσουν και την βασιλεία των ουρανών. Τον ένα και μοναδικό πλούτο.
Όσον αφορά τους άλλους, ας συνεχίσουν να επιβουλεύονται τον χρυσό που κατήντησε ωχρός, όπως λέγει ο Διογένης, ένεκα της επιβουλής αυτής και της άφρενης καταδίωξής του. Οι δε απαίδευτοι πλούσιοι που τους αποκαλεί χρυσόμαλλα πρόβατα, ας βυθίζονται περαιτέρω στην φτώχεια της αμορφωσιάς τους. Ιδία της ψυχικής. Ο ίδιος ερωτηθείς «τι εκέρδισε εκ της φιλοσοφίας» είπε· «τό πλουτεῖν μηδ’ ὀβολόν ἔχοντα». Το να αισθάνομαι τον εαυτόν μου πλούσιον, χωρίς να έχω ούτε μία πεντάρα στην τσέπη μου. Όπως ακριβώς αναφέρει και η Κ. Διαθήκη «ὡς μηδέν ἔχοντες καί τά πάντα κατέχοντες». Τέλος οι εμμένοντες στον επί γης πλουτισμόν ας έχουν υπ’ όψιν τους τα λόγια του Κυρίου «ἄφρον, ταύτη τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ ἅ δέ ἠτοίμασας τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἐαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ.12,20).