Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Ζ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

  

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

 Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἂν καὶ μικρὴ σὲ ἔκταση, μᾶς παρουσιάζει ἀρκετὰ σημεῖα ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ μᾶς παρέχει ἀφορμὲς γιὰ μεγάλη ψυχικὴ ὠφέλεια, ἐὰν τὴ μελετήσουμε μὲ προσοχὴ καὶ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὰ ἅγια νοήματα, ποὺ μᾶς προβάλλει.

Ὁ Κύριός μας, ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ καταλύσει τὴ δυναστεία τοῦ διαβόλου καὶ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου» (Πράξ. 10, 38). Εὑρισκόμενος λοιπὸν κάποτε στὰ μέρη τῆς πόλης Καπερναοὺμ καὶ ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ Ἰαείρου, τοῦ ὁποίου τὴ νεκρὴ θυγατέρα εἶχε ἀναστήσει, στὸν δρόμο ποὺ βάδιζε, δίδασκε καὶ θαυματουργοῦσε, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοὶ ἄνδρες. Αὐτοὶ ἀσφαλῶς θὰ εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα καὶ τὶς θεραπεῖες, ποὺ  ἐνεργοῦσε ὁ Δεσπότης Χριστός, καὶ πίστεψαν πὼς κι αὐτοὺς μποροῦσε νὰ τοὺς θεραπεύσει. Γι᾽ αὐτό, ἀκολουθώντας Τον, φώναζαν: «Ἐλέησέ μας, Υἱὲ Δαβίδ.» Τὸν ἀποκαλοῦσαν υἱό, δηλ. ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, καὶ ζητοῦσαν τὸ ἔλεός Του. Καὶ ὁ Κύριος, πῶς ἀνταποκρίνεται στὶς σπαρακτικὲς κραυγὲς τῶν τυφλῶν; Οὔτε ποὺ τοὺς δίνει-φαινομενικὰ ἀσφαλῶς- σημασία! Καὶ τοῦτο, ὅπως φάνηκε ἀμέσως στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ πρόσωπό Του! Φθάνει λοιπὸν ὁ Θεάνθρωπος στὸ σπίτι, ὅπου θὰ τὸν φιλοξενοῦσαν, καὶ οἱ τυφλοί, ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν ὑπομονετικὰ ὡς ἐκεῖ, ἔρχονται μπροστά Του, ζητώντας τὴ θεραπεία τους. Καὶ ὁ Κύριος, δοκιμάζοντας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν πίστη τους, τοὺς ρωτάει: «Πιστεύετε ὅτι μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό, ποὺ ζητᾶτε;» Κι αὐτοί, γεμάτοι πίστη καὶ ἐλπίδα, ἀπαντοῦν: «Ναί, Κύριε!» Προσέξτε, ὅτι τώρα τὸν ἀποκαλοῦν πλέον Κύριο, δηλαδὴ Θεό, καὶ ὄχι πιὰ ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ. Ἡ δοκιμασία τῆς πίστης τους ἐπιβραβεύτηκε. Πῆραν ἄριστα! Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ φιλανθρώπου Δεσπότου κάμφθηκε, καί, βάζοντας τὰ πανάγια χέρια Του στὰ τυφλά τους μάτια, εἶπε ὁ Παντοδύναμος: «Νὰ γίνει σ᾽ ἐσᾶς σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σας.» Κι ἀμέσως, τὰ σβησμένα τους μάτια ἄνοιξαν, φωτίσθηκαν, καὶ εἶδαν πρῶτα τὸν θαυματουργὸ ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων! Μά, πρὶν προλάβουν νὰ ξεσπάσουνε σὲ δάκρυα καὶ λυγμοὺς εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης στὸν Εὐεργέτη τους, τὸν ἄκουσαν νὰ τοὺς λέει, προστακτικὰ καὶ αὐστηρά: «Προσέξτε, νὰ μὴν τὸ μάθει κανεὶς τοῦτο τὸ θαῦμα· νὰ μὴν εἰπεῖτε σὲ κανένα τίποτα!» Μά, μόλις βγήκανε ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ σπίτι, ἡ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐχαριστία καρδιά τους, τοὺς ἔκανε λαμπροὺς κήρυκες τοῦ θαύματος σ᾽ ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη.

Στὴ συνέχεια, ἡ σημερινὴ περικοπὴ μᾶς ἀφηγεῖται τὴ θεραπεία ἀπὸ τὸν Κύριο ἑνὸς κωφοῦ καὶ ταυτόγχρονα δαιμονιζομένου, καὶ ὅτι ὁ Χριστός μας περιόδευσε ἐφεξῆς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης, θεραπεύοντας κάθε μεγάλη καὶ μικρὴ ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων καὶ κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιό Του, τὴν καλὴ δηλαδὴ καὶ σωτήρια ἀγγελία, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό Του γιὰ νὰ τὸν σώσει.

Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε σὲ τρία σπουδαῖα θέματα, ποὺ προβάλλει ἡ διήγηση τῆς θεραπείας τῶν δύο τυφλῶν. Καὶ πρῶτα, στὸ θέμα τῆς πίστης, τῆς δοκιμασίας τῆς πίστης μας ἀπὸ τὸν Κύριο. Πόση ὥρα θὰ φώναζαν στὸν δρόμο οἱ τυφλοί, ἱκετεύοντας ἐλεεινὰ τὸν Ἰησοῦ νὰ τοὺς γιατρέψει; Κι Αὐτός, σὰν νὰ μὴν τοὺς ἄκουε, οὔτε ἀπόκριση τοὺς ἔδινε, οὔτε καὶ σημασία φαινόταν νὰ τοὺς ἔδειχνε! Καὶ πάλιν, στὸ σπίτι, τοὺς ξαναδοκιμάζει ἂν πιστεύουν στὴ Θεότητα καὶ δύναμή Του. Καὶ τέλος, τὴν ὥρα τῆς θεραπείας τους, ὡς ἔσχατη δοκιμασία, τοὺς λέγει: Νὰ γίνει κατὰ τὴν πίστη σας.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ὁλόθερμη πίστη στὸν Θεό, ὄχι ἁπλῶς ἡ παραδοχὴ τῆς ὕπαρξής Του, ἀλλὰ καὶ ἡ πλήρης ἐμπιστοσύνη στὴ θεία Του Πρόνοια γιὰ μᾶς καὶ ἡ παράδοσή μας στὸ ἅγιό Του θέλημα, εἶναι ἡ βάση, τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀδύνατο χωρὶς μιὰ τέτοια πίστη νὰ σωθοῦμε, κι ἀδύνατο χωρὶς πίστη νὰ εἰσακουσθοῦμε προσευχόμενοι. Γι᾽ αὐτό, στὶς θλίψεις, στὶς δοκιμασίες, στὶς ἀρρώστειες, στὰ βάσανά μας, ἂς μὴν ἀποκάμνουμε προσευχόμενοι, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας. Κι ἂν βλέπουμε, πὼς φαινομενικὰ δὲν εἰσακουόμαστε, ἐμεῖς, σὰν τοὺς τοὺς δύο τυφλοὺς τῆς περικοπῆς, νὰ συνεχίσουμε νὰ φωνάζουμε, νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ ὑπομονή, μὲ ἐλπίδα, μὲ ταπείνωση. Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ συχνὰ ἀναβάλλει τὴν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων μας γιὰ τοὺς λόγους, πού, ὡς Πάνσοφος, Αὐτὸς μόνος γνωρίζει, θὰ μᾶς δώσει στὴν κατάλληλη ὥρα κι ὅταν εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας καὶ περισσότερα ἀπ᾽ ἐκεῖνα ποὺ ζητοῦμε καὶ ποὺ ἀξίζουμε! Ποτὲ νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε!

Δεύτερο τιθέμενο σπουδαῖο θέμα, ἄμεσα συνδεδεμένο μὲ τὸ προηγούμενο, εἶναι αὐτὸ τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ θεῖο δῶρο νὰ ἐπικοινωνοῦμε, ἄμεσα καὶ ζωντανά, μὲ τὸν Πλάστη μας. Γιὰ τοῦτο, εἶναι τὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς. Κι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ ἀληθινή, εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Κύριο προσευχή, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη μας πρὸς Αὐτὸν καὶ τὸν πλησίον, ἡ ὑπομονή, ἡ ἐλπίδα, συνυφασμένες μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση. Νὰ βοοῦμε κι ἐμεῖς, σὰν ἄλλοι τυφλοὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, ἐλέησον ἡμᾶς!» Μαζὶ μὲ τὶς καθιερωμένες προσευχὲς τοῦ ἡμερονυκτίου, νὰ λέμε, ὅσο συχνότερα μποροῦμε, τὴ σύντομη αὐτή, ἀλλὰ ἰσχυρότατη καὶ εὐλογημένη προσευχή, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Καί, σὲ συνδυασμὸ μὲ ὀρθὴ πνευματικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, θὰ μᾶς ἀποδώσει πολλοὺς καὶ πλούσιους καρπούς. Ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα καὶ ποὺ ἀγαποῦσε ἐξαιρετικὰ τὴν Παναγία μας, προσευχόταν καὶ φώναζε συνεχῶς: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, φώτισον τῆς ψυχῆς μου τὸ σκότος! Φώτισε τὸ σκοτάδι τῆς ψυχῆς μου!» Κι ἐμφανίστηκε σ᾽ αὐτὸν ἡ Παναγία μας καὶ τοῦ χορήγησε πλούσια φώτιση καὶ πολλὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τρίτο, τέλος, ἄξιο προσοχῆς θέμα, ποὺ ἀναφαίνεται, εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἀφάνεια τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Πρῶτα, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ἀποφεύγει νὰ κάνει ἀμέσως καὶ δημόσια τὸ θαῦμα. Ἀλλά, κι ἀμέσως μετὰ τὴ θεραπεία, τὸ μόνο ποὺ ζητάει ἀπὸ τοὺς θεραπευμένους εἶναι νὰ μὴν εἰποῦνε σὲ κανένα τίποτα! Καὶ τοῦτο, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἐπὶ γῆς ἔργα Του, τὸ κάνει ὁ Κύριος γιὰ τὴ διδασκαλία μας, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α´ Πέτρ. 2, 21). Ὅ,τι δηλαδὴ καλό, θεάρεστο ἐνεργοῦμε, νὰ τὸ κάνουμε ὅσο γίνεται πιὸ κρυφά, πιὸ ταπεινά, μὲ ἀφάνεια. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6, 3). Ὅλη ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι γεμάτη διδάγματα καὶ παραδείγματα, γιὰ νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἀρετές, τὰ καλὰ ἔργα, «ἐν κρυπτῷ», γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ κι ὄχι τῶν ἀνθρώπων.

Ἂς ἱκετεύσουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸν Φιλάνθρωπό μας Κύριο, νὰ μᾶς δίνει τὴν πίστη, τὴν ὑπομονή, τὴν ἐλπίδα τῶν δύο τυφλῶν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, κι ἂς εὐχόμαστε συνεχῶς κι ἐμεῖς: ‘‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς! Φώτισε τὴ σκοτισμένη ἀπὸ τὰ πάθη καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ μας, κι ἀξίωσέ μας νὰ ἰδοῦμε τὸ ἄχραντο Πρόσωπό Σου στὴ Βασιλεία Σου! ’’ Ἀμήν!

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Ζ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου