ΣTO νησί των Κυθήρων, πού απέχει μία ώρα περίπου μέ καράβι άπό τή Νεάπολι της Λακωνίας, ευρίσκεται ο ναός της άγιας Έλέσας κτισμένος σε υψόμετρο 476 μ. πάνω άπό τή θάλασσα. Εκεί καταφεύγει πλήθος Χριστιανών, γιά νά τίμηση τήν Αγία και νά πάρει Χάρι και ευλογία ασπαζόμενος τήν πάνσεπτη εικόνα της όσιομάρτυρος. Εκεί ή ψυχή κάθε ευλαβούς προσκυνητού δροσίζεται άπό τον καύσωνα τοϋ «κόσμου» καθώς μαθαίνει τήν συγκλονιστική ιστορία μιας άγιας ζωής. Και πείθεται πώς ο δρόμος προς τήν αγιότητα είναι εύκολος σε οποιαδήποτε εποχή ή ηλικία και αν ευρίσκεται ο άνθρωπος. Ή άγια Έλέσα τελείωσε μαρτυρικά τήν ζωή της σε νεαρή ηλικία τήν 1η Αυγούστου τού 375 μ.Χ.
Πατρίδα της Άγιας είναι η Πελοπόννησος. Πατέρα είχε τόν σκληρό ειδωλολάτρη Έλλάδιο, άρχοντα ένδοξο και πλούσιο. Και μητέρα είχε τήν σεμνή και ταπεινή Ευγενία, μία γυναίκα πλημμυρισμένη άπό πίστη και θεοσέβεια. Ήταν όμως στείρα. Και θερμοπαρακαλούσε τόν Θεό νά τήν ελεήσει και νά τής χαρίσει παιδί. Μία μέρα σε ώρα προσευχής άκουσε ουράνια φωνή πού τής έλεγε: «Ήλέησέ σε ό Θεός εις ό,τι έζήτησας και έδωκε σοι καρπόν κοιλίας». Και ο καρπός ήρθε. Μία χαριτωμένη κόρη, πού τήν ονόμασαν Ελέησαν, Έλέσα.
Ή μικρή Έλέσα μεγάλωνε. Και μέσα της φούντωνε και ή αγάπη της προς τόν Χριστό. Τό μεγάλο αυτό μάθημα τό έμαθε άπό τήν μητέρα της. Άπό αυτήν έμαθε προσευχές, έμαθε ακόμη τις αρετές τής νηστείας, τής ελεημοσύνης και τής υπομονής. «Κανών βίου και υπόδειγμα ζωής» ήταν γιά τήν Έλέσα ή μητέρα της. Οι τελευταίες της υποθήκες ήσαν: «Φύλαξε, κόρη μου, τήν πίστη σου άγια, καθαρά και αμώμητο έως τέλους τής ζωής σου, καθώς τήν παρέλαβες άπό μένα». Μέ δάκρυα τήν αποχωρίστηκε, αφού πήρε τήν ευχή της και τήν ευλογία της.
Ή Έλέσα έμεινε ορφανή. Ήταν τότε μόλις 14 ετών, προικισμένη μέ όλα εκείνα τά δώρα πού χαρίζει ο Κύριος σε όσους Τόν αγαπούν. Είχε διάκριση, σοφία, σεμνότητα, ομορφιά, καλοσύνη, πού τήν έκαναν σε όλους πολύ ελκυστική. Ήταν ή εκλεκτότερη κόρη τής περιοχής της. Μπορούσε άνετα νά εξελίχθη και αναδειχθεί στον κόσμο.
Ό πατέρας της τήν έπίεζε νά νυμφευθεί. Αυτή όμως είχε δεχθεί πρόσκληση άπό τόν ουράνιο Νυμφίο της. Μέ σύνθημα της: Γιά Σένα τά αφήνω όλα, «αρνήθηκε τά πλούτη και τις ανέσεις του παλατιού και αφέθηκε στήν Πρόνοια του Θεού και κατέφυγε σε τόπο έρημο», στο αφιλόξενο και άγονο νησί τών Κυθήρων. Μαζί της είχε και δύο άπό τις υπηρέτριες του αρχοντικού της πού θέλησαν και αυτές νά μονάσουν. Άπό τις πρώτες κιόλας ήμερες ή Άγια επεβλήθη στήν περιοχή ως ή προσευχομένη και θαυματουργούσα. Μέ τή δύναμη αυτή της θερμής προσευχής της άνέστησε ένα ναύτη πού θανατώθηκε άπό φαρμακερό φίδι.
Και ενώ ή Άγια είχε αρχίσει τούς ασκητικούς της αγώνες και απολάμβανε τήν ειρήνη και τήν χαρά της άφιερώσεώς της, ο πατέρας της τήν αναζητούσε ώργισμένος. Δεν άργησε νά τήν ανακάλυψη, εξαϋλωμένη μάλιστα άπό τήν άσκηση. Μέ γλυκόλογα προσπάθησε νά τήν απόσπαση άπό τήν αγάπη του Χριστού. Ή Άγια μέ σθεναρή φωνή του απάντησε: «Προτιμώ, πατέρα, νά κατοικώ μέ θηρία παρά μέ ασεβείς ειδωλολάτρες. Προσκυνώ και πιστεύω τόν αληθινό Τριαδικό Θεό».
Στο άκουσμα αυτών τών λόγων ή καρδιά του πατέρα μετετράπη σε ηφαίστειο. Και μέ δαιμονικό μίσος άρπαξε τήν κόρη του άπό τά μαλλιά και τήν έσερνε αλύπητα στα κακοτράχαλα μονοπάτια και τήν έκτυποϋσε βίαια μέ ξύλο. Και ή Άγια ψέλλιζε ειρηνικά: «Έλέησόν με, ό Θεός...». Ή μανία όμως του ειδωλολάτρη δεν σταμάτησε εδώ. Της έδεσε τά χέρια πίσω. Τήν κρέμασε άπό τούς πλοκάμους της κεφαλής της σε δένδρο και εκεί συνέχιζε νά τήν κτυπά. Άπό τήν ταλαιπωρία ή άγια ξεψύχησε. Άλλά ο Κύριος τήν άνέστησε. Και αυτή ευχαριστούσε τόν Θεό πού τής χάρισε τόση υπομονή, ώστε νά αντέχει τόσα βάσανα γιά τήν αγάπη του. Στο τέλος είπε: «Λύτρωσε με, Κύριε, άπό τάς χείρας του άπιστου πατρός μου και αξίωσε με τής ουρανίου βασιλείας. Και αν κάποιος Χριστιανός σε επικαλεσθεί γιά κάτι στο όνομα μου, σε παρακαλώ νά του τό εκπλήρωσης».
Τά λόγια αυτά ερέθισαν ακόμη περισσότερο τόν άσπλαχνο πατέρα της. Άρπαξε πέτρες και τις έριχνε μέ δύναμη «στη μονάκριβη κόρη του, πού κάποτε καμάρωνε νά τή βλέπει νά μεγαλώνει». Ή Άγια έτρεξε νά σωθεί. Και ξαφνικά «σχίζεται μία πέτρα του βουνού γιά νά τήν προοτατέψη - ή πέτρα αυτή υπάρχει ακόμα και σήμερα». Ό πατέρας της τήν κατεδίωξε μέχρις εκεί. Τήν βρήκε γονατισμένη νά προσεύχεται και τήν κτύπησε μέ μία μεγάλη πέτρα στο πρόσωπο. Και μετά τήν αποκεφάλισε.
Μέ δάκρυα στα μάτια τήν έκήδευσε μία άπό τις συμμονάστριές της. Επί σαράντα μέρες επάνω άπό τόν τάφο της άκούοντο αγγελικές υμνωδίες. Ενώ ένα ιλαρό φως τή νύκτα φανέρωνε τόν τόπο όπου μία αγιασμένη νέα του 4ου αιώνος πότισε μέ τό αίμα της τό χώμα τής κυθηραϊκής γης!
Ή άγία 'Ελέσα οφείλει - κατ' άνθρωπον - τήν δόξα της στήν ευσεβή μητέρα της. Τό ιδανικό τής άγιότητος διδάσκεται και καλλιτεχνείτε άπό τήν μικρή ηλικία και μόνο άπό πιστούς γονείς. Είθε ο Κύριος διά πρεσβειών τής άγιας Έλέσας νά αξιώνει τούς σημερινούς γονείς νά αναδείξουν τά παιδιά τους ανθρώπους πού δεν θα συμβιβάζονται μέ τό πνεύμα τής ειδωλολατρίας και θα επιλέγουν ελεύθερα νά ζουν τήν ζωή του Ευαγγελίου, όπως μάς τήν έδίδαξε ο Χριστός! (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")
Βοήθημα: Περιοδικό «ΚΙΒΩΤΟΣ» Ί. Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αριθ. 13, Φεβρουάριος 2006.