Το
1495, ο Τρύφωνας γεννήθηκε σε μία ιερατική οικογένεια στην πόλη του
Torzhok στην επικράτεια του Novgorod της Ρωσίας. Τον βαπτίσανε με το
όνομα Μητροφάνης και σε νεαρή ηλικία αισθάνθηκε την επιθυμία να
υπηρετήσει τον Θεό και να ακολουθήσει τη ζωή του ερημίτη. Παρότι τους
γνώριζε μόνο από προμηθευτές ψαριών, ο Μητροφάνης αποφάσισε από νωρίς να
πάει στους Σάμι, παγανιστές κάτοικοι της Λαπωνίας, και να διαδώσει σε
αυτούς το Ευαγγέλιο του Θεού.
Παρακινημένος από μία φωνή, καθώς
προσευχόταν μέσα στο δάσος, να πάει στην «διψασμένη γη» να κηρύξει στους
παγανιστές, ο Μητροφάνης ταξίδεψε βόρεια στις άγριες χώρες της
χερσονήσου Kola γύρω στο έτος 1520. Εγκαταστάθηκε στην ακτή του ποταμού
Pechenga και άρχισε να γνωρίζεται με τους ανθρώπους, τη γλώσσα τους, και
τα παγανιστικά πιστεύω τους.
Οι Λάπωνες υποδέχτηκαν το κήρυγμα του Μητροφάνη με δυσπιστία. Οι μάγοι
τους υποκινούσαν τον κόσμο εναντίων του, προκαλώντας του πολλές
δυσκολίες, προσβολές, ακόμη και ξυλοδαρμούς. Συχνά αναγκαζόταν να
κρύβεται σε σπηλιές. Ζούσε τη ζωή ενός ασκητή, αφιερώνοντας τις νύχτες
του στην προσευχή. Χάρη στα σοφά και ευγενικά του λόγια και χάρη στην
πραότητα του, διαπίστωσε πως ο αριθμός εκείνων που τον άκουγαν αυξήθηκε.
Σύντομα, πολλοί πίστεψαν στον Χριστό. Τον βοήθησε πολύ στο έργο της
διάδοσης του Ευαγγελίου η άφιξη του μελλοντικού αγίου Θεοδώρητου, ενός
μοναχού από το Μοναστήρι Solovetsky, ο οποίος γνώριζε τη γλώσσα των
Σάμι. Καθώς ο αριθμός των πιστών αυξανόταν, ο Μητροφάνης και ο
Θεοδώρητος, με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Μακάριου του Novgorod,
έχτισαν για αυτούς μια εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Όμως, δεν
τους βάπτισε ο ίδιος.
Το 1532, ο ιερομόναχος, πατέρας Ηλίας,
πήγε στο ερημητήριο του Μητροφάνη για να βαπτίσει όλους όσους ήθελαν να
βαπτιστούν και να κάνει τα θυρανοίξια του ναού. Έκανε μοναχό τον
Μητροφάνη δίνοντας του το όνομα Τρύφωνας. Δίπλα στην εκκλησία, ο
Τρύφωνας εγκατέστησε το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας της Pechenga, στο
οποίο έγινε ηγούμενος. Αργότερα ο Ηγούμενος Gury έγινε ηγούμενος του
μοναστηριού το οποίο έλκυε όσους αναζητούσαν τη ζωή του μοναχού μέσα
στην ερημιά. Το 1556, οι δύο μοναχοί ταξίδεψαν στην Μόσχα όπου τους
έκαναν μία πλούσια δωρεά, η οποία επέτρεψε στο φτωχό μοναστήρι να
συνεχίσει.
Έπειτα ο Τρύφωνας εγκατέστησε το ερημητήριο της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο σημείο του πρώτου του κελιού στον ποταμό
Pechenga. Με την δική του επιθυμία το Ερημητήριο της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου έγινε ο τόπος της ταφής του. Ακόμη, κοντά στα τότε σύνορα
ανάμεσα στην Νορβηγία και τη Ρωσία, ο Τρύφωνας έχτισε στο στόμα του
ποταμού Paats (Paatsjoki) μία εκκλησία αφιερωμένη στους αγίους Boris
και Gleb, μία εκκλησία που υπάρχει και σήμερα.
Ο Τρύφωνας
κοιμήθηκε, σαν ο Φωτιστής των Σάμι, στις 15 Δεκεμβρίου, του 1583, στην
ηλικία των 88, έχοντας ζήσει στην Pechenga για σχεδόν εξήντα χρόνια.
Σύντομα μετά τον θάνατο του οι ντόπιοι άνθρωποι άρχισαν να τον τιμούν
σαν άγιο.
Πριν από τον θάνατο του, ο άγιος Τρύφωνας προείπε
για την καταστροφή του μοναστηριού της Αγίας Τριάδος της Pechenga από
τους Σουηδούς. Αυτό συνέβη το 1589, με τον θάνατο πολλών μοναχών και
εργατών. Όταν το μοναστήρι ξαναχτίστηκε, μεταφέρθηκε στην χερσόνησο
Kola. Εκεί χτίστηκε και μία εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Τρύφωνα και
πάνω στον τάφο του χτίστηκε μία εκκλησία αφιερωμένη στην Υπαπαντή του
Κυρίου.
Οι φωτογραφίες που παραθέτουμε είναι από την Θεία Λειτουργία που έγινε στις 16
Ιουνίου 2021, ιερουργούντος του θεοφιλεστάτου επισκόπου Βορείου Ευρώπης
κ.κ.κ. Μακαρίου (Ορθόδοξο Ρουμανικό Πατριαρχείο), στο εκκλησάκι που
έφτιαξε τον 16ο αιώνα ο Άγιος Τρύφωνας στο NEIDEN (Νορβηγία-Λαπωνία)
π.Γεώργιος Κονισπολιάτης
πηγή/proskynitis