τοῦ Ἰωάννου Μηλιώνη, ἐκπαιδευτικοῦ, μέλους τῆς Π.Ε.Γ.
Ἡ λογοτεχνία τοῦ Φανταστικοῦ ἤ ἁπλῶς «τό Φανταστικό» (Fantasy Literature - Fantasy) εἶναι εἶδος γραφῆς μέ ἰδιαίτερη μορφή καί σύμβολα. Ὁ ὅρος «Φανταστικό», πού διαχωρίζει αὐτό τό εἶδος λογοτεχνίας ἀπό τά ἄλλα εἴδη, ἀναφέρεται συνήθως σέ φαινόμενα πού δέν ἔχουν συμβεῖ, δέν συμβαίνουν, οὔτε καί θά μποροῦσαν νά συμβοῦν στήν πραγματικότητα. «Τό Φανταστικό» χαρακτηρίζεται ἀπό τή σύγκρουση μεταξύ ὀρθολογικοῦ-ἀνορθολογικοῦ, δηλαδή ἀπό τήν εἰσβολή τοῦ «ἀφύσικου» στό «φυσιολογικό» καί σχετίζεται, ὡς λέγουν, μέ τήν «ἀνάγκη» πιθανῶς τοῦ ἀνθρώπου γιά «μεταστοιχείωση καί ἐπαναδημιουργία τοῦ κόσμου», μέ τήν ἐλευθερία καί τίς δυνατότητες πού παρέχει ἡ φαντασία[1].
Οἱ ρίζες τοῦ «Φανταστικοῦ» ἀνάγονται στήν προϊστορία τοῦ ἀνθρώπου καί συνδέονται μέ τό στοιχεῖο τοῦ «τερατώδους» πού χαρακτήριζε τό περιβάλλον του (ἀφύσικα οὐράνια φαινόμενα, ἀφύσικες οἰκολογικές ἀνακατατάξεις, γιγάντια ζῶα).
Τό Φανταστικό διακρίνεται ἀπό τά ἄλλα εἴδη: τήν «Ἐπιστημονική Φαντασία» (science fiction) καί τήν «Λογοτεχνία τοῦ Τρόμου», (horror) καθώς στό Φανταστικό ἀπουσιάζει συνήθως ἡ Ἐπιστημονική ἤ ἡ Μακάβρια θεματολογία, ἄν καί συχνά αὐτά τά εἴδη ἀλληλεπικαλύπτονται.
Στή λαϊκή κουλτούρα, τό Φανταστικό χαρακτηρίζεται ἀπό στοιχεῖα κυρίως μεσαιωνικά· μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, ὡστόσο, τό Φανταστικό βασίζεται σέ ἀρχαίους μύθους καί θρύλους καί ἀπαντᾶται στά ἔργα πολλῶν συγγραφέων, καλλιτεχνῶν, κινηματογραφιστῶν καί μουσικῶν.
Τό Φανταστικό δέν εἶναι πάντοτε ἀποκλειστικό προϊόν ἑνός ἀνθρώπου πού φαντάζεται, κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Κυρίως ἀποτελεῖ προϊόν προγενέστερων φαντασιῶν προερχομένων ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά καί στοιχείων πού προέρχονται ἀπό τίς θεωρίες καί πρακτικές τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, τῆς μαγείας, δηλαδή, καί τῶν συναφῶν... αὐτό ἰσχύει κατά κανόνα γιά ὅλα σχεδόν τά ἔργα συγγραφέων τῆς λογοτεχνίας τοῦ Φανταστικοῦ.
Ἀλλά, ἄς μή θεωρητικολογοῦμε περισσότερο κι ἄς δοῦμε ἕναν ἀντιπροσωπευτικό συγγραφέα τοῦ εἴδους, τόν Χάουαρτ Φ. Λάβκραφτ (Howard Phillips Lovecraft, 1890 – 1937), πού εὐθύνεται γιά τή δημιουργία αὐτοῦ, πού σήμερα εἶναι γνωστό ὡς ὁ «Μύθος τοῦ Κθούλου» (Cthulhu Mythos).
Ὁ Λάβκραφτ, Ἀμερικανός συγγραφέας τῆς λογοτεχνίας τοῦ Φανταστικοῦ ἦταν, ἴσως, ἀπό τούς πρώτους πού ἔδωσε στίς ἱστορίες του -κυρίως ἱστορίες τρόμου- χροιά ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Τό ἔργο του δέν ἔτυχε εὐρείας ἀναγνώρισης μέν, κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλά ἀποδείχτηκε σημαντικό καί εἶχε μεγάλη ἐπιρροή μεταξύ ἄλλων συγγραφέων καί φίλων τοῦ Φανταστικοῦ, τῆς Ἐπιστημονικῆς Φαντασίας καί τῆς Λογοτεχνίας Τρόμου. Ὁ Λάβκραφτ πέθανε σέ ἡλικία 46 χρόνων ἀπό καρκίνο[2].
Θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι ὁ Λάβκραφτ εἶναι ὁ συγγραφέας πού γεφύρωσε τόν χῶρο δυό αἰώνων λογοτεχνίας τοῦ Φανταστικοῦ, ἀπό τόν Πόε (Edgar Allan Poe, 1809–1849) μέχρι καί τήν Ρόουλινκ (J. K. Rowling, 1965-), τή συγγραφέα τοῦ μάγου Χάρι Πότερ.
Στήν προσπάθειά του νά περιβάλει τά γραπτά του μέ ἀληθοφάνεια ὁ Λάβκραφτ δημιούργησε τό δικό του «φανταστικό σύμπαν» ὅπου καί ἐγκατέστησε τούς «ἥρωές» του, «ἕνα πάνθεο ἀπό ἐξωγήινες, ἐξωδιαστατικές θεότητες καί φρικιαστικά ὄντα πού ἀποζητοῦν νά κάνουν θήραμά τους τήν ἀνθρωπότητα καί ἡ ὕπαρξη τῶν ὁποίων ὑπονοεῖτε δῆθεν σέ πανάρχαιους μύθους καί θρύλους».
Ὁ ὅρος «Μυθολογία Κθούλου» ἐπινοήθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ Λάβκραφτ καί προέρχεται ἀπό τό «κλασικό» ἔργο του: «Τό Κάλεσμα τοῦ Κθούλου», ἔργο πού ἄφησε ἀνεξίτηλα σημάδια ὄχι μόνο στήν μετέπειτα λογοτεχνία τοῦ Φανταστικοῦ, ἀλλά καί σέ πολλές ἄλλες ὄψεις τῆς ζωῆς, ὅπως τόν κινηματογράφο, τά τηλεοπτικά προγράμματα, τά κινούμενα σχέδια, τή ρόκ μουσική, τό θέατρο, ἀλλά καί τά παιχνίδια -κυρίως τά παιχνίδια ρόλων (role-playing games - RPG) ἐπιτραπέζια, ἠλεκτρονικά ἤ διαδικτυακά-, ἀλλά καί τούς χώρους τῆς ἐπιστήμης καί τῆς θρησκείας!
Ἀλλά ἄς δοῦμε ποιός εἶναι τέλος πάντων ὁ Κθούλου;
Ὁ Κθούλου, μία φανταστική κοσμική ὀντότητα, δημιουργήθηκε ἀπό τόν Λάβκραφτ, πρωτοεμφανίστηκε στό σύντομο διήγημα «Τό Κάλεσμα τοῦ Κθούλου» καί δημοσιεύθηκε στό Ἀμερικάνικο περιοδικό Weird Tales (Παράξενες Ἱστορίες) τό 1928. Ὁ Κθούλου θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς «Μεγάλους Παλαιούς» (Great Old One) στό πάνθεον τῶν κοσμικῶν ὀντοτήτων τοῦ συγγραφέα. Ὁ Λάβκραφτ ἀπεικονίζει τόν Κθούλου ὡς μία γιγαντιαία ὀντότητα, πού λατρεύεται ἀπό τούς πιστούς του· ὡς ἕνα τέρας μέ ἀσαφῆ ἀνθρωποειδῆ μορφή, ὕψους ἑκατοντάδων μέτρων, μέ χέρια σάν ἀνθρώπινα, ἀλλά δάχτυλα μέ τεράστια ἁρπακτικά νύχια, ἑνωμένα μέ μεμβράνες κι ἕνα ζευγάρι φτεροῦγες στήν πλάτη. Τό κεφάλι του εἰκονίζεται ὡς γιγαντιαῖο χταπόδι, μέ ἄγνωστο ἀριθμό πλοκαμιῶν, πού περιβάλλουν τό στόμα του. Ὁ Κθούλου ἔχει τήν ἱκανότητα νά κάνει τούς ἀνθρώπους νά παραφρονήσουν μέ ἕνα καί μοναδικό κοίταγμα. Τό ὄνομά του δόθηκε στό «σύμπαν» πού ἐμπνεύστηκε ὁ Λάβκραφτ, ὅπου ὑπάρχει ὁ ἴδιος καί οἱ συγγενεῖς του ὀντότητες[3].
Πέραν τῆς μυθιστοριογραφίας, τό ὄνομα τοῦ Κθούλου χρησιμοποιήθηκε, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε καί στό χῶρο τῆς θρησκείας, ὅπου οἱ «Μάρτυρες τοῦ Κθούλου» ἀποτελοῦν θρησκεία ἀναγνωρισμένη στίς Η.Π.Α.· στό χῶρο δέ τῆς ἐπιστήμης, δυό εἴδη ἀραχνοειδῶν -τό εἶδος τῆς Πίμοα Κθούλου (Pimoa Cthulhu) τῆς Καλιφόρνιας καί τό εἶδος Σπαϊρεντόνια Κθουλουΐ (Speiredonia Cthulhui) τῆς Νέας Γουϊνέας- πῆραν τό ὄνομά τους ἀπό τόν Κθούλου. Ἀλλά καί δυό μικροοργανισμοί πού βοηθοῦν στήν πέψη τοῦ ξύλου στούς τερμίτες -Κθούλου Μακροφασικιουλαμκί (Cthulhu macrofasciculumque) καί Κθύλα Μικροφασικιουλαμκί (Cthylla microfasciculumque)- πῆραν ἐπίσης τό ὄνομά τους ἀπό τόν Κθούλου[4]. Αὐτά τά ὀλίγα περί Κθούλου...
Γενικά, τό Φανταστικό ἀποτελεῖ ὑλοποίηση τῆς φαντασίας στά ἔργα τῶν δημιουργῶν λόγου καί τέχνης.
Ἡ φαντασία πέραν ἀπό μία ἔκφραση φυγῆς ἀπό τήν πραγματικότητα εἶναι -κατά κάποιους- μία δημιουργική διανοητική ἱκανότητα ἡ ὁποία καθιστά δυνατές -στόν κατά Κόσμον ἀνθρώπινο βίο- τή φιλοσοφία, τήν τεχνολογία, τή θρησκεία[5], τή φυσική, τήν ἀστρονομία, τήν πολιτική, τήν τέχνη καί κυριολεκτικά κάθε τομέα τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας ἐφ' ὅσον αὐτή περιορίζεται στά συνήθη πλαίσια, στήν ὑπηρεσία τῆς δημιουργικῆς ἔκφρασης τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅμως, ὑπάρχει καί ἡ δυνατότητα κατάχρησης τῆς φαντασίας, γεγονός πού ἀπαντᾶται κυρίως στόν χῶρο τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς παραθρησκείας, ὅπου ἡ φαντασία γίνεται ὄχημα γιά τήν «ἀπόκτηση ἐμπειριῶν» σέ συνδυασμό μέ τήν ὕπνωση (ὑπνωτισμό) καί τήν αὐτοΰπνωση (διαλογισμό)· στίς περιπτώσεις αὐτές ἀναφερόμεθα στήν ἀποκαλούμενη «Συνειδητή», «Δημιουργική» ἤ «Κατευθυνόμενη Φαντασία», πρακτική πού ὑποδουλώνει καί κυριολεκτικά καταστρέφει ψυχοσωματικά τόν ἄνθρωπο.
Ἡ φαντασία κατά τούς Πατέρες ἀποτελεῖ μεταπτωτικό φαινόμενο, πού ἐμφανίζεται ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων.
Λέγει ὁ μακαριστός ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ἁγίου Δημητρίου καί Κοιμήσεως Θεοτόκου, Στομίου Λαρίσης, π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: Ἀπό τή στιγμή πού οἱ πρωτόπλαστοι κοίταξαν μέ ἄλλο μάτι τόν καρπό τοῦ δένδρου τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀπέκτησαν ἕνα νέο στοιχεῖο πού δέν εἶχαν. Εἶναι ἡ φαντασία. Ὁ Ἀδάμ δέν εἶχε ἀρχικά φαντασία, τήν ἀπέκτησε μεταπτωτικά. Ὅλοι οἱ ἀπόγονοί του Ἀδάμ ἀναπτύσσουμε φαντασία[6].
Θά μπορούσαμε ὡς ἐκ τούτου νά θεωρήσουμε τή φαντασία ὡς «μολυσμό τοῦ νοός» καθώς αὐτήν χρησιμοποιοῦν καί οἱ δαίμονες προκειμένου νά παρασύρουν τόν ἄνθρωπο στή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος περιγράφει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀσθενεῖ ἡ ψυχή καί τελικά θανατοῦται: Ἐνῶ ἡ ψυχή δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό ἁπλή καί ἀγαθή, εὐχαριστεῖται μέ τίς προσβολές τοῦ διαβόλου καί «ἀπατωμένη προστρέχει, ὡς καλῶ, τῷ χείρονι» καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀναμιγνύει, διά τῆς φαντασίας, τούς δικούς της λογισμούς μέ τήν προσβολή τοῦ δαίμονος. Καί στήν συνέχεια συγκατατίθεται καί προσπαθεῖ διά τοῦ σώματος νά διαπράξη «τό ὀφθέν αὐτή ἀνόμημα κατά διάνοιαν» καί ἔρχεται στήν κατάκρισή της[7].
Κι ὅμως, ὑπάρχουν, δυστυχῶς σήμερα, φορεῖς πού δημιουργήθηκαν ἐπί τούτου γιά τήν προβολή τοῦ Φανταστικοῦ, εἰδικά ἐκδοτικοί οἶκοι, πού προωθοῦν τήν «φιλολογία» τοῦ εἴδους ὅπως οἱ «Ἐκδόσεις Ἀνούβις»[8], οἱ «Ἐκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές» κ.ἄ., ὅσον καί ἄλλοι πού συμπεριλαμβάνουν στά ἐκδοτικά τους προϊόντα καί τό Φανταστικό, ὅπως οἱ «Ἐκδόσεις Ψυχογιός», οἱ «Ἐκδόσεις Φανταστικός Κόσμος»[9], οἱ «Ἐκδόσεις Αἴολος», γιά νά ἀναφέρουμε ἐλάχιστους ἀπό τούς διακινητές τοῦ εἴδους.
Τό Φανταστικό, ὡς ὁ προθάλαμος γιά τήν εἴσοδο τοῦ ἀνυποψίαστου ἀνθρώπου καί εἰδικά τοῦ παιδιοῦ στόν ἐρεβώδη χῶρο τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου (New Age) εἶναι φυσικό νά ἁπλώνεται καί νά εἰσχωρεῖ ὡς κερδοφόρο προϊόν σέ κάθε Ἐκδοτικό Οἶκο κι ἀπό ἐκεῖ σέ κάθε σπίτι.
Τὰ περιεχόμενα τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου ἐκφράζουν θέσεις ἐκκλησιαστικὲς καὶ ἀντιαιρετικές καὶ δὲν ἔχουν τὴν πρόθεση νὰ προσβάλουν τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψη κανενός, τὶς ὁποῖες δηλώνουμε ὅτι σεβόμεθα δεόντως.
[5] Στόν ὄρο «θρησκεία» δέν περιλαμβάνεται ἡ Ἐκκλησία πού δέν ταυτίζεται μέ τίς θρησκεῖες τοῦ Κόσμου.