Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Φύγε, Θεέ! – Κυριακή Ε’ Ματθαίου

 

 Κυριακή Ε’ Ματθαίου (8.28 – 9.1)) 

Φύγε, Θεέ! Παράδοξος τίτλος – αυτοκαταστροφικός λόγος· λιτός μα και σκληρός και δυστυχώς συχνότατα πραγματικός… Τον είπαν οι Γεργεσηνοί τότε, τον είπαν και άλλοι πριν από αυτούς και άλλοι μετά από αυτούς. Tον λέμε άραγε και εμείς κάπου-κάπου; έστω και περιστασιακά;

Αιφνιδιαζόμαστε! Εμείς γνωρίζουμε «ότι [είναι καλός και] χρήσιμος ο Κύριος, στον αιώνα [διαρκεί] το έλεός Του» (Ψαλμ. 99.5). Τον θέλουμε· «ο Κύριος των δυνάμεων μαζί μας, βοηθός μας ο Θεός», που λέει πάλι το Ψαλτήρι (45.12). Στο κάτω-κάτω θ’ αρνηθούμε το συμφέρον μας; Την προστασία Του;

Και όμως! Οι Εβραίοι που έψαλλαν τους Ψαλμούς Τον περιφρονούσαν εύκολα, ώσπου στο τέλος Τον αρνήθηκαν τελειωτικά και Τον έδιωξαν και δίωξαν και εκτέλεσαν στο πρόσωπο του σαρκωμένου δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος.

Είδαν λοιπόν οι δύο «χαλεποί λίαν» δαιμονισμένοι, τα φόβητρα της περιοχής, τον Μεσσία «και έκραξαν λέγοντες· τι ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού»; Τι σχέση έχουμε εμείς τα δαιμόνια με σένα, «τι ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού»;

Τον αποκαλούν Υιό του Θεού. Δικαιώνεται άρα ο Αδελφόθεος Ιάκωβος που φανέρωσε ότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίσσουσι» (2.19), αλλ’ ουδέν πλέον, τίποτε περί μετανοίας και σωτηρίας.

Έτσι τα πονηρά πνεύματα παρακαλούν τον Χριστό να μη τα εξαποστείλει στον τάρταρο και να μη βασανισθούν, αλλά να τους επιτρέψει να μπουν σε αγέλη χοίρων που βόσκει εκεί. Χοίροι, τα βρωμερά ζώα – διάβολοι, τα βρωμερά όντα.

Τα όμοια έλκονται, και οι δαίμονες εισέρχονται στους χοίρους, που από φόβο τότε ή μανία, ή και από τα δύο, ορμούν και πνίγονται στη λίμνη.

Ποια η συνέχεια; Χτύπησε συναγερμός. «Και ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν του Ιησού». Γιατί; Για να προσκυνήσουν τον θαυματουργό; Όχι! Για να Τον ευχαριστήσουν που έσωσε δυο εξαθλιωμένους συμπολίτες τους; Όχι! Για να Τον δουν, ας είναι και από περιέργεια μόνο; Όχι!

Αλλά γιατί χτύπησε συναγερμός και «πάσα η πόλις εξήλθεν»; Ήταν συναγερμός κινδύνου. Όλοι τους Τον «παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών». Θα είχαν, φαίνεται, πολλούς χοίρους και περισσότερα χοιρώδη πάθη. Ο δε ανεξίκακος, μακρόθυμος και πράος Θεάνθρωπος «εμβάς εις το πλοίον» έφυγε…

Ας έρθουμε στους εαυτούς μας· ας ερευνήσουμε πώς και γιατί εμείς εξορίζουμε κάπου-κάπου τον Χριστό.

Να θυμηθούμε ότι παρεμβαίνει ο Θεός ο Ίδιος ή με ένα θεόσταλτο γεγονός ή με ένα θεόσταλτο βιβλίο ή με μια θεόσταλτη γνωριμία ή με τη θεόσπαρτη στα μύχια μας συνείδηση ή με μια θεόσταλτη ή θεοπαραχώρητη νόσο ή με άλλους τρόπους τέλος πάντων· και όχι σπάνια – αλλοίμονο! – η αντίδρασή μας είναι «Ουφ! Πού βγήκε μπροστά μου;»!

Τι λέμε; Εξορίζουμε κάπου-κάπου τον Χριστό;! Δυσανασχετούμε στην παρουσία Του;! Διαμαρτυρόμαστε! Εμείς ούτε σαν άτομα, ούτε και σαν έθνος Τον έχουμε εξοβελίσει.

Βέβαια, είναι δυνατό να στρέψει κανείς τα νώτα στον Χριστό άπαξ δια παντός, είτε εμφανώς είτε αφανώς. Λένε ενδόμυχα «Τι ημίν και σοι, Ιησού»; Το ξεκόβουν ξερά: «Απομακρύνσου από μένα, τις “οδούς Σου να [τις] ξέρω δεν θέλω (Ιώβ 21.14)”, είναι στενές και τεθλιμμένες (Ματθ. 7.14). Γι’ αυτό μη μου έρχεσαι, μη πλησιάζεις· δεν θέλω να ξέρω τον δρόμο Σου, τον ερχομό Σου. Ας χωρίσουμε τους δρόμους μας. Προτιμώ να είμαι μακριά “ζων ασώτως” (Λουκ. 15.13)».

Μα υπάρχουν και περιπτώσεις που δυσανασχετούμε όταν πλησιάζει ο Κύριος: «Όχι τώρα, Θεέ μου. Σε παρακαλώ, αποχώρησε για λίγο· έλα μετά. Τώρα θέλω να είμαι μόνος μου, θέλω να είμαι μακριά από το βλέμμα Σου. Σε παρακαλώ άφησέ με για λίγο»!

Ή άλλοτε Του ζητάμε «Ξαναέλα πιο ύστερα. Τώρα δεν ευκαιρούμε να Σου αφιερώσουμε χρόνο, να Σε προσέξουμε». Έτσι ή αλλιώς, αν θα θέλαμε να ήμασταν ωμά ειλικρινείς, η αντίδρασή μας είναι «Μη μπαίνεις στα πόδια μας!»

 Ιερομόναχος Ιουστίνος