π. Συμεών Κραγιόπουλος
Ἀπό τό πρωί πού θά ξυπνήσει κανείς καί ἐνόσῳ εἶναι ἀκόμη μέσα στό σπίτι, ἀλλά καί μετά πού θά φύγει καί θά πάει στή δουλειά του καί θά ἔρθει σέ ἐπικοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί θά ἔχει ἴσως καί δυσκολίες, ἐμπόδια, προστριβές καί ἄλλα τέτοια πράγματα, εἶναι καλό, πάρα πολύ καλό νά μάθει νά λέει τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο».
Ἔχεις, ἄς ποῦμε, κάποιες δυσκολίες, κάποια ἐμπόδια, ἔχεις κάποιες πιέσεις ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου, γενικά ἀπό τό κακό πού ὑπάρχει γύρω σου καί μέσα σου, ἔχεις ἐπιθέσεις ἀπό τόν διάβολο, σοῦ συμβαίνουν κάποια ἀνεξήγητα πράγματα, ἔχεις ἀκεφιές, μελαγχολίες, διάφορα ἄλλα ζορίσματα, καθώς δέν ἔρχονται τά πράγματα ὅπως τά περίμενες, δέν γίνονται ὅπως τά ἤθελες, ἤ καθυστεροῦν νά γίνουν. Φαρμακώνεται ἡ ψυχή τέτοιες ὧρες, ζορίζεται ὁ ἄνθρωπος, πιέζεται· αὐτό πού λένε σήμερα, «καταπιέζομαι» –βρήκαμε καί λέξεις τώρα νά λέμε.
Ἐκείνη τήν ὥρα λοιπόν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά πεῖς: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Νά ᾿ναι εὐλογημένο». Αὐτό ἔχει μέσα ὑπακοή στόν Θεό, ἀγάπη, ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα στόν Θεό, ἔχει ὑπομονή τό πράγμα, ἔχει ταπείνωση, θυσία, προσευχή. Διότι εἶναι ἀδύνατον, τήν ὥρα πού ζορίζεσαι, νά λές «νά ᾿ναι εὐλογημένο» –πού δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας συνηθισμένος λόγος, ἀλλά τό λές ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ– εἶναι ἀδύνατον μέσα σέ τέτοιες καταστάσεις νά λές «νά ᾿ναι εὐλογημένο» καί νά μήν προσεύχεσαι.
Ἡ ψυχή πού θά συνηθίσει νά λέει αὐτή τή φράση, κάνει τήν καλύτερη προσευχή· ὄχι ἁπλῶς κάνει κάποια ἄλλα πράγματα. Καί μάλιστα, ὅσο πιό πρόθυμα, ὅσο πιό χαρούμενα τό λές, ὅσο πιό πολύ τό λές μέ ἀγάπη καί ὄχι κατ᾿ ἀνάγκην: «Ἔ, τί νά κάνουμε; Νά ᾿ναι εὐλογημένο», τόσο περισσότερο ἀνοίγει ἡ ψυχή. Βέβαια, ἔστω καί ἔτσι ἅμα τό πεῖς, κάποιο κακό προλαμβάνεις, ἀλλά δέν ὠφελεῖ αὐτό· πρέπει νά τό λές μέ τήν καρδιά σου.
Καί –δέν ξέρω– νά φύγουμε λίγο καί ἀπό τούς σωματικούς πόνους. Π.χ., κάποιος σέ χαράζει μέ τό μαχαίρι, καί πονᾶς, φυσικά πονᾶς, ἀλλά πάλι ὅμως καί ἕνα τέτοιο πράγμα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τό δεχθεῖ. Ἐκεῖ πού ὑπάρχει μεγάλη δυσκολία στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι νά ἀπαρνηθεῖ τό θέλημά του, νά ἀφήσει τό πεῖσμα του, νά πεῖ στόν Θεό: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Ὅπως ἐσύ θέλεις». Τήν ὥρα πού ὅλα δείχνουν ὅτι θά ἀδικηθεῖς, ὅτι κάτι θά χάσεις, τήν ὥρα πού γδέρνεσαι κυριολεκτικά, τότε νά πεῖς: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου». Ἡ καλύτερη προσευχή, ἡ καλύτερη ὑπακοή, ἡ καλύτερη ταπείνωση, ἡ καλύτερη μετάνοια, ἡ καλύτερη ἀφοσίωση στόν Θεό, τό καλύτερο δόσιμο στόν Θεό, ἡ καλύτερη ἀγάπη αὐτό εἶναι: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο», μέ αὐτή τήν ἔννοια πού εἴπαμε· ὄχι ἁπλῶς νά μάθεις νά λές τίς λέξεις.
Λέγοντας τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο» καί ὑποτασσόμενοι ἔτσι στόν Θεό, θά θανατωθεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος, θά θανατωθεῖ τό θέλημα –οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός4– καί θά ἀναστηθοῦμε, θά γίνουμε χριστιανοί. Πότε; Τότε πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι πάει, χαθήκαμε. Ποῦ; Ἐκεῖ πού νομίζουμε ὅτι δέν εἶναι κατάλληλα τά δεδομένα, καί μπορεῖ νά λέμε: «Ἄν ἤμουν κάπου ἀλλοῦ, ἄν εἶχα κάποιες ἄλλες προϋποθέσεις…» Ὄχι. Πρίν γεννηθοῦμε, πρίν ἔρθουμε στόν κόσμο αὐτόν, ξέρει ὁ Θεός ποῦ θά εἴμαστε καί τί θά ὑπάρχει γύρω μας. Τά ἤξερε ὅλα ὁ Θεός καί τά κανόνισε ἔτσι, πού δέν γίνεται καλύτερα. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά τά πιστέψουμε ἔτσι, νά τά δεχθοῦμε ἔτσι καί νά ἀφήσουμε τόν Θεό νά μᾶς ὁδηγήσει. Καί ὅλα θά πᾶνε κατ᾿ εὐχήν.
Θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι, ἄν συνηθίσεις νά λές τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο», αὐτό εἶναι ἀνώτερο ἀπό ὅλα, ἀπό ὅλα, ἀκόμη καί ἀπό τήν προσευχή· μή σᾶς φανεῖ παράξενο. Τό νά προσευχηθεῖς δέν εἶναι, ξέρετε, πολύ δύσκολο. Εἶναι βέβαια· ὁπωσδήποτε εἶναι. Δέν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ὅποιος μάθει νά προσεύχεται, αὐτός τά ἔμαθε ὅλα. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅμως ὅτι ἀπό μιά πλευρά δέν εἶναι καί τόσο δύσκολο νά προσεύχεται κανείς, δεδομένου ὅτι καμιά φορά ἡ προσευχή μας εἶναι ὑπέρ –μήν παραξενευτεῖτε γιά ὅσα θά πῶ– ὑπέρ αὐτοῦ τοῦ πράγματος τό ὁποῖο εἶναι μιά ἀντίσταση μέσα στόν ἄνθρωπο καί τό ὁποῖο πρέπει νά φύγει. Ναί, εἶναι ἐνδεχόμενο νά προσεύχεται κανείς κατά τέτοιον τρόπο, σάν νά διατηρεῖ αὐτή τήν ἀντίδραση πού εἶναι μέσα του, σάν νά τρέφει αὐτή τήν ἀρνητική κατάσταση. Ἔχω πεῖ ἀρκετές φορές ὅτι μπορεῖ νά ἐξομολογεῖται κανείς χάριν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νά κοινωνεῖ χάριν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ, ἀκόμη, νά προσεύχεται χάριν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
Καί θά σᾶς φέρω ἀμέσως ἕνα πιό χτυπητό παράδειγμα. Ἄς ποῦμε, εἶσαι ἄρρωστος ἤ ἔχεις ἕνα πρόβλημα ἤ ἔχεις ἕναν δικό σου ἄνθρωπο ἄρρωστο ἤ ἔχεις ἕνα πρόβλημα ἀπό τόν δικό σου ἄνθρωπο. Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις μάλιστα τό ἴδιο τό γεγονός αὐτό συντελεῖ στό νά προσεύχεσαι, νά προσεύχεσαι θερμά, ἐπίμονα, νά προσεύχεσαι μέ τήν καρδιά σου. Προσεύχεσαι λοιπόν καί θέλεις νά γίνεις καλά, προσεύχεσαι καί θέλεις νά γίνει καλά ὁ ἄνθρωπός σου, προσεύχεσαι καί θέλεις νά λυθεῖ τό πρόβλημά σου, νά λυθεῖ τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου σου. Καλό εἶναι αὐτό, δέν εἶναι κακό νά τό κάνει κανείς. Ἴσα-ἴσα, νά τό κάνει μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του. Ὅμως, ἄν προσέξετε, ἔχει τό πράγμα μιά ἰδιοτέλεια. Τί σημαίνει ἰδιοτέλεια; Τελικά, νά, θέλουμε νά γίνει αὐτό πού θέλουμε. Καί ξέρετε, ὅταν κάτι ἔχει ἰδιοτέλεια, εὔκολα γίνεται, δέν ἔχει πολύ ζόρι. Ἄν ὅμως αὐτή τήν κρίσιμη ὥρα προσευχηθεῖς καί πεῖς ὅ,τι ἔχεις νά πεῖς στόν Θεό γιά τό πρόβλημά σου, γιά τή δυσκολία πού περνᾶς, ἀλλά τελικά σφίξεις τήν καρδιά σου, ἐπιστρατεύσεις τίς δυνάμεις σου, σταθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ ὅλη τήν ἀγάπη σου, μέ ὅλη τήν ὑπακοή σου –μέ ὅλη τή συναίσθηση ὅτι ἐσύ εἶσαι τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἀπό πάνω εἶναι ὁ Θεός– καί πεῖς: «Ὅμως, Θεέ μου, νά γίνει ὅπως θέλεις ἐσύ. Νά ᾿ναι εὐλογημενο», αὐτό εἶναι δύσκολο.
Γνωρίζω πάρα πολλούς, καί ἐδῶ καί στήν Ἑλλάδα καί παντοῦ, ὅπου κι ἄν ἔχω πάει, οἱ ὁποῖοι κάνουν καυτές, θερμές προσευχές γιά νά λυθοῦν κάποια προβλήματά τους, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά γνωρίζω λίγους, θά ἔλεγα –γιατί εἶναι πάρα πολύ δύσκολο– οἱ ὁποῖοι ἔχουν τό κουράγιο, κάθε φορά πού ζορίζονται, πού δυσκολεύονται, νά ποῦν ἀκριβῶς αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος τρεῖς φορές ἐκεῖ στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο· πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ.
Τό ἴδιο λοιπόν νά ποῦμε καί ἐμεῖς, καί ὅταν μᾶς πειράζει ὁ διάβολος, καί ὅταν μᾶς πειράζουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, καί ὅταν πέφτουν ἐπάνω μας ὅλα αὐτά τά πράγματα πού ἔχουμε νά συναντήσουμε στή ζωή μας. «Νά ᾿ναι εὐλογημένο». Δέν ξέρω ἐσεῖς πόσο τό ἔχετε δοκιμάσει. Ἄς ποῦμε, εἶσαι κάποια ὥρα ἕτοιμος νά ἐκραγεῖς. Ἔρχονται τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου –τοῦτο, ἐκεῖνο, τό ἄλλο– ὅπως εἴπαμε, σάν κάποιος ἐπίτηδες νά τά βάζει ἐπάνω σου. Καί σάν νά μή φθάνουν αὐτά, ἔρχεται καί τό τελευταῖο καρφί· κάτι παρουσιάζεται πάλι. Ὅπως λένε οἱ ἄνθρωποι: «Ἀκόμη αὐτό μᾶς ἔλειπε». Καί εἶναι κανείς ἕτοιμος νά ἐκραγεῖ. Ἐσύ λοιπόν ἐκείνη τήν ὥρα, ὅσο πιό ζόρικα εἶναι τά πράγματα, ὅσο βλέπεις ὅτι σάν ἐπίτηδες κάποιος νά τά φέρνει τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου καί νά τά βάζει ἐπάνω σου, τόσο πιό ἕτοιμος νά εἶσαι μέσα σου καί τόσο πιό πολλή διάθεση νά ἔχεις νά πεῖς «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου», ἀλλά καί νά τό ἐφαρμόζεις στήν πράξη. Μέ αὐτή τήν ἁπλή φράση, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ἀνασταίνεις τήν ψυχή σου, ἀνασταίνεις τήν ὕπαρξή σου.