Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ἡ μετάνοια – γιὰ τὴν ὁποία τόσος λόγος γίνεται ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μερικοὺς ἀδιάφορους- εἶναι μία ἐσωτερικὴ ὑπόθεση τοῦ καθενός, ἐντελῶς προσωπικὴ καὶ μυστικὴ καὶ μόνο στὸν πνευματικὸ πρέπει νὰ γίνεται γνωστὴ κατὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης. Βέβαια, τὰ ἀποτελέσματα τῆς μετάνοιας γίνονται γνωστὰ ἀπὸ τὴ νέα ζωή ποὺ ἔχει πιὰ ὁ μετανοήσας. Χωρὶς νὰ λέει ὁ ἴδιος σὲ κανέναν τίποτα, τὸν ἀποκαλύπτουν οἱ νέες του ἐπιλογὲς ποὺ δὲν ἔχουν πιὰ καμιὰ σχέση καὶ ὁμοιότητα μὲ τὸ χθὲς καὶ τὸ κοντινὸ παρελθόν.
Ἐδῶ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι μιλᾶμε γιὰ μετάνοια οὐσιαστική, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ νέα πορεία μὲ ὁδοδεῖκτες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μετάνοια γιὰ ἕνα πταῖσμα. Αὐτὴ τὴν τεκτονικὴ μετάνοια, ποὺ ἀνατρέπει καθετὶ ποὺ δὲν εἶναι θεοφιλές, δὲν τὴ βλέπουμε συχνὰ γι’ αὐτὸ καὶ δέν ἔχουμε ἀνάμεσά μας ἀναγεννημένους ἀδελφούς. Δυστυχῶς, τὸ κοσμικὸ φρόνημα ἐπηρεάζει ἀρνητικὰ καὶ ἐνθαρρύνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴ ἀνησυχοῦν τόσο γιὰ τὴν ἐσωτερική τους πραγματικότητα. Παράλληλα χρησιμοποιοῦν τὴν ὑποκρισία καὶ ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς γνωστούς τους εὐσεβεῖς ὡς εὐσεβεῖς καὶ οἱ ἴδιοι. Δημιουργοῦν μάλιστα καὶ συντροφικοὺς κύκλους καὶ συζητοῦν πνευματικὰ θέματα, χωρὶς ὅμως εἰλικρίνεια καὶ σταθερὴ ἀπόφαση νὰ διορθώσουν τὸν ἑαυτό τους. Οἱ συντροφιὲς αὐτὲς μοιάζουν μὲ δέντρα ποὺ ἔχουν πολλὰ φύλλα, ἀλλὰ δὲν δίνουν καρπούς. Μόνο σκιὰ προσφέρουν. Χρειάζεται ὁπωσδήποτε νὰ μπεῖ στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν κατὰ τὰ ἄλλα καλοπροαίρετων ἀνθρώπων ἡ καλὴ ἀνησυχία γιὰ κάτι πιὸ οὐσιαστικὸ καὶ πιὸ πνευματικό.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης συχνὰ μιλοῦσε γιὰ τὰ χαρακτηριστικά της ἀληθινῆς μετάνοιας. Τὸ πρῶτο, τόνιζε εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἀθλιότητας. Βαθιὰ συναισθήση χωρὶς κανένα ἐλαφρυντικό. Κάτι ποὺ δὲν τὸ συναντοῦμε στοὺς σύγχρονους ἐξομολογουμένους. Βλέπουμε ὅτι ἡ μετάνοιά τους δὲν ἔχει συναίσθημα, εἶναι ψυχρὴ καὶ παντελῶς στεγνή, γιατί δὲν ὑπάρουν δάκρυα. Ζοῦν ὅμως μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι ἄθλιοι, στὸ βάθος ὅμως τῆς ψυχῆς ὑπάρχει ἡ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ἐνάρετοι! Ἀλλὰ πῶς συμβαδίζει ἡ ἀθλιότητα μὲ τὴν ἀρετή;
Τὸ δεύτερο χαρακτηριστικό της ἀληθινῆς μετάνοιας, ἔλεγε ὁ ἅγιός μας, εἶναι νὰ ὑπάρχουν μαζὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῆς ἀθλιότητας καὶ δύο ἄλλες αἰσθήσεις, τῆς παρηγορίας καὶ τῆς ἐλπίδας. Παρηγορία, γιατί ὁ Θεὸς δέχεται τὸν μετανοοῦντα καὶ τὸν ἀκούει καὶ παράλληλα τροφοδοτεῖ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.
Καὶ τὸ τρίτο χαρακτηριστικὸ εἶναι νὰ μὴν ὑπάρχει ἀγωνία καὶ ταραχή. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ δουλεύει στὴ μετάνοια χωρὶς ταραχὴ καὶ ἀμφιβολία. Νὰ ἔχει ἐσωτερικὴ γαλήνη, ἀποφεύτονας ὑπερβολικὲς καὶ παράλογες σκέψεις.
Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια ἐνισχύει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Περισσότερη μετάνοια ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καὶ περισσότερη ἀγάπη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος κατανοήσει τὴν ἀλήθεια αὐτή, θὰ κάνει τὴν πνευματική του ζωή καλύτερη καὶ οἱ ἐμπειρίες του θὰ εἶναι ἱερὲς καὶ γλυκύτατες.