(Απόσπασμα απο το βιβλίο Ιερόν Ησυχαστήρίον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»)
O Ἅγιος Παΐσιος γεννήθηκε στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924. Χάρη στὴν ἁγία καὶ φωτισμένη παρουσία τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, ποὺ ἦταν ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ, τὰ Φάρασα ἀποτελοῦσαν μιὰ μικρὴ ἑστία Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας στὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ πατέρας τοῦ Γέροντος Παϊσίου Πρόδρομος Ἐζνεπίδης ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία καὶ τὴν παλληκαριά του, ἐνῶ ἡ μητέρα του Εὐλογία διακρινόταν γιὰ τὴν σύνεση, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν εὐλάβειά της. Ἡ γέννησή του συνέπεσε μὲ τὶς τραγικὲς ἡμέρες τοῦ ξεριζωμοῦ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸν ξεριζωμό, ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος βάπτισε ὅλα τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ τοῦ χωριοῦ. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καὶ ὁ Γέροντας Παΐσιος. Ὁ Ἅγιος προβλέποντας ὅτι θὰ γίνη καλόγερος, δὲν τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα ποὺ ἤθελαν οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ τὸ δικό του ὄνομα λέγοντας: «Ἐσεῖς καλὰ θέλετε νὰ ἀφήσετε ἄνθρωπο στὸ πόδι τοῦ παπποῦ, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω καλόγερο στὸ πόδι μου;».
Ἡ φυγὴ τῶν Φαρασιωτῶν ἀπὸ τὴν πατρογονικὴ γῆ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες ἔφθασαν στὴν Ἑλλάδα. Ἡ οἰκογένεια τοῦ μικροῦ Ἀρσενίου ἐγκαταστάθηκε τελικὰ στὴν ἀκριτικὴ καὶ ὀρεινὴ Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου. Ἐκεῖ ὁ Ἀρσένιος ἔζησε τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά του χρόνια μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον ποὺ ἀπέπνεε τὸ ἄρωμα τῆς ἀνατολίτικης εὐλάβειας καὶ ἦταν διαποτισμένο ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Οἱ γονεῖς του, καὶ κυρίως ὁ ψάλτης τοῦ Ἁγίου Πρόδρομος Κορτσινόγλου, διηγοῦνταν ὅσα θαυμαστὰ εἶχαν ζήσει κοντὰ στὸν Ἅγιο Ἀρσένιο. Οἱ θαυμαστὲς διηγήσεις γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου ἄναψαν στὴν παιδικὴ ψυχὴ τοῦ Ἀρσενίου τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνη καὶ αὐτὸς καλόγερος. Ἐπίσης πολὺ τὸν βοήθησε στὸ νὰ ἀγαπήση τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀποκτήση ἀπὸ μικρὸς ἀγωνιστικὸ πνεῦμα καὶ ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἀξιοποιώντας ἁπλὰ καθημερινὰ γεγονότα, τὸν δίδαξε τὴν ταπείνωση καὶ τοῦ ἔμαθε νὰ σκέφτεται πνευματικά.
Ὅταν ὁ Ἀρσένιος πῆγε σχολεῖο καὶ ἔμαθε νὰ διαβάζη, ἄρχισε νὰ μελετᾶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σύντομα Συναξάρια Ἁγίων. Ὅ,τι διάβαζε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἐφαρμόζη, καὶ ἔτσι ὅλο καὶ περισσότερο αὐξανόταν ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Πολὺ συχνὰ πήγαινε στὸ ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ δάσος καὶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ σπίτι του, καὶ ἐκεῖ μελετοῦσε βίους Ἁγίων, ἔψαλλε, προσευχόταν καὶ ἔκανε πολλὲς μετάνοιες.
Ἀναφερόμενος ἀργότερα στὰ χρόνια αὐτὰ ἔλεγε: «Τὰ Συναξάρια πολὺ μὲ βοήθησαν στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἀπὸ δέκα ὣς δεκαέξι ἐτῶν, δηλαδὴ μέχρι τὸ 1940 ποὺ ἄρχισε ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος, ἔζησα ἀμέριμνος τὴν πνευματικὴ ζωή· πέρασα τὰ καλύτερά μου χρόνια. Ὅταν ἔτρωγα ἕνα κομμάτι κουλούρα καὶ πήγαινα στὸ δάσος, στὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὤ, ἔνιωθα τέτοια χαρά, ποὺ δὲν ἤθελα τίποτε ἄλλο! Τὰ καλύτερα φαγητὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικαταστήσουν ἐκείνη τὴν πνευματικὴ χαρὰ ποὺ ἔνιωθα. Πετοῦσα ἀπὸ τὴν χαρά μου!».
Μετὰ τὸ δημοτικὸ Σχολεῖο, ὁ Ἀρσένιος δὲν θέλησε νὰ πάη στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ προτίμησε νὰ μάθη τὴν τέχνη τοῦ ξυλουργοῦ, γιὰ νὰ μιμηθῆ καὶ σ' αὐτὸ τὸν Χριστό. Ὅταν ἦταν δεκαπέντε ἐτῶν, κάποιος συμπατριώτης του, προκειμένου νὰ τὸν ἀποτρέψη ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, τοῦ μίλησε γιὰ τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείση ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ζαλισμένος ἀπὸ λογισμοὺς ὁ Ἀρσένιος κατέφυγε στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὅπου γιὰ πολλὴ ὥρα ἔκανε μετάνοιες παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερωθῆ, γιὰ νὰ στερεωθῆ στὴν πίστη του. Κάποια στιγμή, κατάκοπος ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες, κάθησε νὰ ξεκουρασθῆ καὶ σκέφθηκε: «Ἀκόμη κι ἂν ὁ Χριστὸς ἦταν ἁπλῶς ἕνας καλὸς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ συμπατριώτης μου, καὶ οἱ Ἑβραῖοι τὸν θανάτωσαν ἀπὸ φθόνο, ἀξίζει καὶ νὰ πεθάνω γι' Αὐτόν».
Μόλις ἔβαλε αὐτὸν τὸν φιλότιμο λογισμό, παρουσιάσθηκε μέσα σὲ φῶς ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται». Τὰ ἴδια λόγια διάβαζε καὶ στὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦσε ὁ Χριστὸς στὸ χέρι Του. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θεῖο αὐτὸ γεγονός, δυναμωμένος στὴν πίστη, αὔξησε ἀκόμη περισσότερο τοὺς φιλότιμους ἀγῶνες του.
Τὰ δύσκολα χρόνια τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, καθὼς καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Ἀνταρτοπολέμου, μέχρι τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1948, ἔμεινε στὴν Κόνιτσα ὡς προστάτης τῆς οἰκογενείας του, γιατὶ τὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια του εἶχαν ἐπιστρατευθῆ. Ἐργαζόταν φιλότιμα, μὲ δεξιοτεχνία καὶ σβελτάδα, ἐνῶ μὲ τὸν νοῦ του ἔλεγε συνέχεια τὴν εὐχή. Ἦταν ἀφιλοκερδὴς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴν εὐσπλαγχνία του πρὸς ὅλους.
Κι ὅταν στὴν συνέχεια ὑπηρέτησε σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση τὴν στρατιωτική του θητεία, διακρίθηκε γιὰ τὸ ἦθος, τὴν παλλη καριὰ καὶ τὴν αὐτοθυσία του. Γιὰ νὰ προφυλάξη συστρατιῶτες του, ἰδίως οἰκογενειάρχες, συχνὰ ἀναλάμβανε δύσκολες ἀποστολές. «Καλύτερα, ἔλεγε, νὰ σκοτωθῶ μιὰ φορὰ ἐγώ, παρὰ νὰ σκοτωθῆ ὁ ἄλλος καὶ ὕστερα νὰ μὲ σκοτώνη ἡ συνείδησή μου σὲ ὅλη μου τὴν ζωή». Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του καὶ χάρη στὴν θερμὴ προσευχή του ἔσωσε πολλὲς φορὲς συναδέλφους του ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ὡς ἀσυρματιστὴς τοῦ στρατοῦ ἔστελνε σήματα καὶ καλοῦσε ἐνισχύσεις, καὶ ὡς ἀσυρματιστὴς τοῦ Θεοῦ καλοῦσε μὲ τὶς προσευχές του τὴν «ἐξ ὕψους δύναμιν». Κάποτε, ἐνῶ οἱ ἀντάρτες τοὺς εἶχαν περικυκλώσει καὶ οἱ σφαῖρες ἔπεφταν βροχή, ἐκεῖνος ὄρθιος, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, προσευχόταν. Ἄλλοτε μιὰ σφαῖρα σφηνώθηκε στὴν μικρὴ Ἁγία Γραφὴ ποὺ εἶχε ἐπάνω του καὶ σώθηκε ὡς ἐκ θαύματος. Καὶ ἄλλη φορά, καθὼς ἔβγαινε χωρὶς κράνος ἀπὸ πρόχειρο ὀχύρωμα ποὺ παραχώρησε σὲ συστρατιῶτες του, μία σφαῖρα τοῦ ξύρισε τὰ μαλλιά, χωρὶς νὰ τὸν τραυματίση. Ὅσοι γύρω του ἀντιλαμβάνονταν τὶς θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ, ἔλεγαν: «Αὐτὸς ἢ ἅγιο ἔχει ἢ ἅγιος εἶναι»!
Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐννέα ἐτῶν, ὁ Ἀρσένιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ καταταγῆ στὸ Ἀγγελικὸ Τάγμα τῶν μοναχῶν. Ποθώντας τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, ἀρχικὰ ἐπισκέφθηκε μερικὰ Κελλιὰ καὶ ἔμεινε λίγους μῆνες στὸ καθένα. Τελικὰ ἀποφάσισε νὰ πάη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν τὸ πιὸ αὐστηρὸ Κοινόβιο. Ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο νὰ παραμείνη γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὸ Μοναστήρι, μὲ σκοπὸ νὰ προετοιμασθῆ γιὰ τὴν ἔρημο, καὶ ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε. Ὕστερα μάλιστα ἀπὸ ἕξι μῆνες, βλέποντας τὸν ζῆλο του, τοῦ πρότεινε νὰ γίνη Μεγαλόσχημος. Ὁ Ἀρσένιος ὅμως δὲν ἔνιωθε τὸν ἑαυτό του ἄξιο, γι' αὐτὸ ἔλαβε μόνον τὴν ρασοευχὴ καὶ ὀνομάσθηκε Ἀβέρκιος.
Ὡς ἀρχάριος μοναχὸς ὁ Ἀβέρκιος παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὸν ἑαυτό του, ἔκανε φιλότιμη ἄσκηση καὶ τηροῦσε τὴν ὑπακοὴ μέχρι θανάτου. Ὑποτασσόταν μὲ μεγάλη προθυμία ὄχι μόνο στὸν Ἡγούμενο ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἀδελφό. Κι ὅταν ἔβλεπε μερικοὺς ἀδελφοὺς νὰ δυσκολεύωνται στὴν διακονία τους, μὲ χαρὰ ἔτρεχε καὶ τοὺς βοηθοῦσε. Πολλὲς φορὲς πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν μία διακονία στὴν ἄλλη, χωρὶς νὰ παραλείπη καὶ τὰ πνευματικά του καθήκοντα, εἶχε μία μόνον ὥρα μέσα στὸ εἰκοσιτετράωρο γιὰ ἀνάπαυση. Ἡ καρδιά του ὅμως ἦταν ἀναπαυμένη, καθὼς φτερούγιζε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς. Μέσα στὸ εὐλογημένο αὐτὸ Κοινόβιο ὁ μοναχὸς Ἀβέρκιος ἔζησε τρία χρόνια κάνοντας ὑπὲρ φύσιν ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ γευόμενος ἄφθονη τὴν θεία παρηγοριά. Μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε ἐξαντλήσει ὅλες τὶς δυνάμεις του, τοῦ συνέβη ἕνα θεῖο γεγονὸς πού, ὅπως ἔλεγε ἀργότερα ὁ ἴδιος, «τὸν ἔθρεψε πνευματικὰ γιὰ δέκα χρόνια». Ἐνῶ προσευχόταν ὄρθιος τὴν νύκτα, ξαφνικὰ τὸν περιέλουσε ἕνα οὐράνιο φῶς. Ἀπὸ τὰ μάτια του ἔτρεχαν «ἀσταμάτητα γλυκὰ δάκρυα» καὶ μία θεία ἀγαλλίαση τὸν πλημμύρισε.
Μετὰ
ἀπὸ τρία χρόνια ὑπακοῆς καὶ προόδου στὴν ἀρετή, ἀφοῦ
«εἶχε βγάλει πλέον τὰ πνευματικὰ φτερά», πῆρε ἀπὸ τὸν
Ἡγούμενο εὐλογία νὰ ἀναχωρήση στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήση τὴν
ποθητή του ἡσυχαστικὴ ζωή. Συνάντησε ὅμως ἐμπόδια ἀπὸ τὸν
ἀντιπρόσωπο τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ
φύγη ἀπὸ τὸ Μοναστήρι ἕνας τόσο χρήσιμος ἀδελφός. Τότε ὁ
ἐνάρετος Γέροντας Κύριλλος τῆς Καλύβης τῶν Εἰσοδίων τῆς
Κουτλουμουσιανῆς Σκήτης, ποὺ τὸν εἶχε ἤδη δεχθῆ ὡς ὑποτακτικό,
τὸν συμβούλεψε νὰ πάη στὴν ἰδιόρρυθμη τότε Μονὴ Φιλοθέου,
ὅπου ζοῦσε ὁ Φαρασιώτης καὶ συγγενής του Προηγούμενος Συμεών.
«Ἐκεῖ, τοῦ εἶπε, μπορεῖς νὰ ζῆς πιὸ ἀσκητικά, ἀθόρυβα, καὶ
ἐγὼ θὰ σὲ παρακολουθῶ».
Ἔτσι
πῆγε στὴν Μονὴ Φιλοθέου (τὸ 1956), ὅπου μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο
τὸν ἔκειραν σταυροφόρο μοναχὸ καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Παΐσιος.
Οἱ ἐπίτροποι τῆς Μονῆς τοῦ ἀνέθεσαν τὸ ὑπεύθυνο καὶ
κοπιαστικὸ διακόνημα τοῦ δοχειάρη καὶ τοῦ τραπεζάρη. Μὲ πολὺ
μόχθο προσπαθοῦσε νὰ ἀνταποκριθῆ μόνος του στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ
διακονήματος, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ πάρη λαϊκοὺς ὡς βοηθούς,
γιὰ νὰ μὴν τὸν διακόπτουν ἀπὸ τὴν νοερὰ ἐργασία τῆς
προσευχῆς. Λόγῳ τῆς διακονίας του ἐρχόταν κάθε μέρα σὲ
ἐπικοινωνία μὲ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς, μὲ τοὺς ἐργάτες
καὶ μὲ τοὺς φτωχοὺς ποὺ κατέφευγαν στὸ Μοναστήρι. Σὲ ὅλους
αὐτοὺς μοίραζε μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη τὰ τρόφιμα, προσπαθώντας
νὰ ἀναπαύση τὶς ἀνάγκες τους. Ὁ ἴδιος εἶχε περιορίσει τὶς
ἀνάγκες του στὸ ἐλάχιστο· κάθε μέρα ἔκανε ἐνάτη καὶ τὴν
νύκτα ἀγρυπνία, ἐνῶ συχνὰ ἔκανε τριήμερα. Τρεφόταν ὅμως
πνευματικά, καθὼς εἶχε τὴν εὐκαιρία καὶ τὴν εὐλογία νὰ
ἐπικοινωνῆ μὲ ἁγίους Γέροντες ἐρημίτες. Τὸ πνευματικό τους
μέλι γλύκαινε τὴν ψυχή του καὶ μέσα του ἄναβε ὅλο καὶ
περισσότερο ὁ πόθος τῆς ἐρημικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ πάλι τὸ
σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλο γιὰ τὸν ἀγαθὸ δοῦλο Του. Ἐνῶ ἦταν
ἕτοιμος νὰ φύγη γιὰ τὴν ἔρημο τῶν Κατουνακίων, ἡ Παναγία τὸν
πληροφόρησε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν ἦταν νὰ πάη στὰ
ἐρημικὰ Κατουνάκια, ἀλλὰ στὴν πατρίδα του, τὴν Κόνιτσα, στὴν
ἐρειπωμένη καὶ καμένη ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς Ἱερὰ Μονὴ Στομίου.
Σὰν σὲ τηλεόραση εἶδε ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὰ Κατουνάκια καὶ
ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν Μονὴ Στομίου. Ἀμέσως, μὲ λαχτάρα στράφηκε
πρὸς τὰ Κατουνάκια καὶ τότε ἄκουσε τὴν φωνὴ τῆς Παναγίας νὰ
τοῦ λέη: «Δὲν θὰ πᾶς στὰ Κατουνάκια‧ θὰ πᾶς στὴν Μονὴ
Στομίου».
Πῆγε
λοιπὸν στὴν Μονὴ Στομίου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1958 καὶ παρέμεινε
τέσσερα χρόνια. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, μὲ κοπια στικὴ
προσωπικὴ ἐργασία καὶ θυσίες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν συμπαράσταση
εὐλαβῶν Κονιτσιωτῶν, ἀνακαίνισε τὸ καμένο Μοναστήρι τῆς
Παναγίας. Στὸ Στόμιο ὁ πατὴρ Παΐσιος ἔζησε ὡς γνήσιος ἀσκητὴς
καὶ ὡς «καλὸς ποιμήν». Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες γιὰ τὴν
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὑπερφυσικοὶ καὶ ἡ ποιμαντική του
φροντίδα γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Κόνιτσας ἀκατάπαυστη. Μὲ τὴν
ἀγάπη του, τὴν προσευχή του καὶ τὶς διακριτικές του ἐνέργειες
κατόρθωσε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία ὀγδόντα περίπου
οἰκογένειες, ποὺ εἶχαν παρασυρθῆ ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες. Ἡ
πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν πάντα ἀνοικτὴ γιὰ ὅλους καὶ ὁ
πατὴρ Παΐσιος μὲ πατρικὴ στοργὴ φρόντιζε, φιλοξενοῦσε,
νουθετοῦσε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔφθαναν στὸ
Μοναστήρι μετὰ ἀπὸ δύσκολη ἀνάβαση δύο ὡρῶν. Τὸν ἴδιο
δρόμο ἐκεῖνος τὸν ἔκανε σὲ τρία τέταρτα, καὶ μάλιστα τὶς
περισσότερες φορὲς φορτωμένος. Ἄλλοτε ἀνέβαζε ὑλικὰ γιὰ τὴν
ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς, ἄλλοτε κατέβαινε νύκτα στὴν Κόνιτσα μὲ
διάφορες εὐλογίες, τὶς ὁποῖες ἄφηνε ἀθόρυβα στὶς πόρτες
φτωχῶν οἰκογενειῶν, ὄχι μόνο Χριστιανῶν ἀλλὰ καὶ Μουσουλμάνων.
Ὅλοι ἀποροῦσαν πῶς αὐτὸς «ὁ σκελετωμένος καλόγερος» μποροῦσε
μὲ λίγο τσάι καὶ παξιμάδι, ποὺ ἦταν ἡ συνηθισμένη του τροφή,
νὰ ἐργάζεται τόσο πολὺ καὶ παράλληλα νὰ ἀγρυπνῆ κάθε βράδυ
καὶ νὰ ἀσκητεύη μέσα σὲ σπηλιές.
Ὁ
πατὴρ Παΐσιος στὸ Στόμιο ὑπέμεινε μεγάλους πειρασμοὺς ἀπὸ
τὸν μισόκαλο διάβολο, ὁ ὁποῖος βλέποντας νὰ καρποφοροῦν οἱ
φιλότιμοι ἀγῶνες του ἔβαλε ἐμπόδια στὸ ἔργο του. Ἀφημένος
ὅμως ὁλοκληρωτικὰ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κατάλαβε ὅτι ἔπρεπε νὰ
ἐγκαταλείψη τὸ «Περιβολάκι τῆς Παναγίας», ὅπως ὀνόμαζε τὴν
Μονὴ Στομίου, καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὸ
θέλημά Του καὶ νὰ τοῦ δείξη «ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσεται».
Ἔτσι, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1962 δέχθηκε σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ τὴν πρόταση νὰ μεταβῆ στὸ Θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ. Ἔμεινε γιὰ λίγο στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης καὶ στὴν συνέχεια ἐγκαταστάθηκε στὸ ἀσκητήριο τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης, ποὺ ἀπέχει μία ὥρα περίπου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐκεῖ, νῆστις, ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων, ὅπως οἱ παλαιοὶ ἀσκητές, ἀφιερωμένος στὴν ἀδιάλειπτη εὐχή, ἔζησε ζωὴ ἰσάγγελη, βίωσε ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις καὶ ἀξιώθηκε θείων χαρισμά των καὶ ἀποκαλύψεων. Οἱ πολέμιοι δαίμονες τὸν πολεμοῦσαν μὲ ὅλη τους τὴν μανία, αὐτὸς ὅμως ἀγωνιζόμενος στὸν ἀπαράκλητο ἐκεῖνο τόπο μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ταπείνωση «συνέτριψε τοῦ ἐχθροῦ τὴν ἔπαρσιν».
Ἡ εὐαίσθητη καρδιά του, ποὺ φλεγόταν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πονοῦσε καὶ γιὰ τοὺς Βεδουΐνους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ μὲ μεγάλη ἀνέχεια. Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς βοηθήση, ὅσο μποροῦσε, μὲ τὰ λίγα χρήματα ποὺ ἐξασφάλιζε ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του – σκάλιζε ξύλινα εἰκονάκια. Σύντομα ὅμως ἀντιμετώπισε τὸ δίλημμα: «Ἦρθα ἐδῶ, γιὰ νὰ βοηθῶ τοὺς Βεδουΐνους ἢ γιὰ νὰ κάνω προσευχὴ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο;» καὶ ἀποφάσισε νὰ περιορίση τὴν ἐργασία. Τὴν ἴδια μέρα ποὺ περιόρισε τὸ ἐργόχειρό του, πῆγε κάποιος στὸ ἀσκητήριό του καὶ τοῦ πρόσφερε σημαντικὸ χρηματικὸ ποσὸ λέγοντας: «Πάρε αὐτὰ τὰ χρήματα, γιὰ νὰ βοηθᾶς τὰ Βεδουϊνάκια καὶ νὰ μὴ βγαίνης ἀπὸ τὸ ἀσκητικό σου πρόγραμμα». Ὁ πατὴρ Παΐσιος τὰ δέχθηκε μὲ πολλὴ συγκίνηση γιὰ τὴν ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ καὶ συνέχισε τελείως ἀπερίσπαστος τὴν ἀσκητικὴ ζωή του. Ἡ κλονισμένη ὅμως ὑγεία του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ χαρῆ γιὰ πολὺ τὴν χαρὰ τῆς ἡσυχίας. Καθὼς τὸ ὑψόμετρο ἦταν μεγάλο καὶ ἡ ἀτμοσφαιρικὴ πίεση χαμηλή, ἡ δύσπνοια ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ὀξυγόνου τὸν δυσκόλευε πολύ. Οἱ ἀπότομες ἀλλαγὲς τῆς θερμοκρασίας μέσα στὸ ἴδιο εἰκοσιτετράωρο – τὴν ἡμέρα ἔκανε πολλὴ ζέστη καὶ τὸ βράδυ πολὺ κρύο – ἐπιβάρυναν τὸ πρόβλημα ποὺ ἤδη εἶχε στοὺς πνεύμονες. Γι' αὐτὸ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀφήση «τὴν γλυκειὰ ἔρημο τοῦ Σινᾶ» καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὸ Ἅγιον Ὄρος (1964).
Αὐτὴν τὴν φορὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἰβηρίτικη Σκήτη τοῦ Τιμίου Προ δρόμου, ὅπου δέχθηκε κοντά του κάποιους νέους οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ γίνουν μοναχοί. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1966, ἐπειδὴ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπιδεινώθηκε, ὁ Γέροντας Παΐσιος κατέβηκε στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ ἐξετάσεις, οἱ ὁποῖες ἔδειξαν ὅτι ἔπρεπε νὰ χειρουργηθῆ στοὺς πνεύμονες, καὶ εἰσήχθη στὸ Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ἑλλάδος. Τότε τὸν γνώρισαν καὶ μερικὲς νέες, οἱ ὁποῖες ἤθελαν ἀπὸ χρόνια νὰ ἱδρύσουν Μοναστήρι, ἀλλὰ συναντοῦσαν δυσκολίες. Οἱ νέες αὐτὲς τὸν ἐπισκέπτονταν καθημερινὰ καὶ ἔδωσαν τὸ αἷμα ποὺ χρειάσθηκε γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Ἀπὸ τότε ὁ Γέροντας τὶς θεωροῦσε ἀδελφές του καὶ ἀνέλαβε νὰ τὶς βοηθήση. Βρῆκε τὸν τόπο, γιὰ νὰ κτισθῆ τὸ Μοναστήρι, καὶ σὲ ἕναν χρόνο ἐγκαταστάθηκαν οἱ πρῶτες Ἀδελφές. Ἔτσι ἱδρύθηκε τὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτὴ Θεσσα λονίκης, τὸ ὁποῖο ὁ Γέροντας Παΐσιος βοηθοῦσε πνευματικὰ μέ χρι τὴν κοίμησή του.
Ἐπιστρέφοντας ὁ Γέροντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀναζήτησε «καλύβη στὸ ξηρότερο μέρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Ἐγκαταστάθηκε στὰ Κατουνάκια, ὅπου παρὰ τὴν κλονισμένη ὑγεία του, συνέχισε τὸ αὐστηρὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδινε ἄφθονη τὴν θεία παρηγοριά. Κάποια φορά, μιὰ ὁλόκληρη νύκτα οὐράνιο γλυκὸ φῶς γέμιζε τὸ φτωχικό του κελλί. Ἔνιωθε νὰ τὸν πλημμυρίζη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ νοῦς του νὰ καταυγάζεται ἀπὸ τὸν θεῖο φωτισμό. Ὅταν ξημέρωσε, τὸ ἡλιακὸ φῶς τοῦ φαινόταν σὰν τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
Ὕστερα ἀπὸ ἕναν χρόνο (τὸ 1968) ὁ Γέροντας, κάνοντας ὑπακοὴ στὴν Ἱερὰ Κοινότητα, μετέβη στὴν τότε Ἰδιόρρυθμη Μονὴ Σταυρονικήτα, γιὰ νὰ βοηθήση στὴν μετατροπή της σὲ Κοινοβιακή. Μὲ ἀγάπη καὶ θυσίες βοήθησε στὴν πνευματικὴ θεμελίωση τῆς νέας Ἀδελφότητος στηρίζοντας πνευματικὰ τοὺς νέους μοναχούς. «Ἔχουμε τρόπον τινὰ ἐπιστρατευθῆ, ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του. Τρία ἄτομα σχεδὸν κρατοῦμε ὁλόκληρο Μοναστήρι. Ἀπὸ Προϊστάμενοι μέχρι καθαριστές, διὰ νὰ διοργανωθοῦν τὰ διακονήματα. Ὁ ἕνας ὑποτακτικός μου ἔγινε Ἡγούμενος καί, ἀφοῦ ταχτοποιηθοῦν τὰ πράγματα, ἐγὼ θὰ μείνω σὲ καμμιὰ καλύβη στὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς».
Ἐκείνη τὴν περίοδο εἶχε τὴν εὐλογία νὰ μείνη γιὰ μία ἑβδομάδα κοντὰ στὸν Γέροντά του ΠαπαΤύχωνα, στὸ Σταυρονικητιανὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιὰ νὰ τὸν φροντίση τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Δύο μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ὁ Παπα Τύχων τοῦ εἶπε: «Ἐὰν ἐσὺ καθήσης στὸ Κελλὶ αὐτό, ἐγὼ θὰ ἔχω χαρά, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, παιδί μου». Πράγματι, τὸν Μάρτιο τοῦ 1969, ὁ Γέροντας ἐγκαταστάθηκε στὸ Καλύβι τοῦ ΠαπαΤύχωνα, ὅπου ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ Κοινοβίου δόθηκε καὶ πά λι στὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας, στὴν ἄσκηση καὶ στὴν προσευχὴ γιὰ τὸν ταλαιπωρημένο κόσμο. Στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔμεινε 10 χρόνια. Ἐκεῖ ἔνιωσε τὸ πατρικὸ χάδι τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπισκέφθηκε, μόλις τέλειωσε τὴν συγγραφὴ τοῦ βίου του, καὶ τὸν ἄφησε «μὲ μία ἀνέκφραστη γλυκύτητα καὶ ἀγαλλίαση οὐράνια στὴν καρδιά του». Ἐκεῖ δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἡ ὁποία τὸν γέμισε μὲ οὐράνια εὐφροσύνη. Ἐκεῖ εἶδε τὸν Χριστὸ καὶ ἀλλοιωμένος ἀπὸ τὸ ἄρρητο κάλλος Του ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του: «Θὰ ἄξιζε νὰ κάνη κανείς, ἐὰν μποροῦσε, ὅλους τοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἀσκητὲς ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰώνα μέχρι τὸν εἰκοστό, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστό, ὄχι γιὰ πάντα στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ἔστω γιὰ ἕνα λεπτό». Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν θερμότητα τῆς θείας Χάριτος ποὺ τὸν πλημμύριζε λύγιζε σὰν τὸ κερὶ καὶ ἔλεγε: «Χριστέ μου, ἐλάττωσε λίγο τὴν ἀγάπη Σου, γιατὶ δὲν ἀντέχω».
Πόθος τοῦ Γέροντος Παϊσίου ἦταν νὰ ζήση στὴν ἀφάνεια. Πάντοτε ἐπιθυμοῦσε ἕναν μακρινὸ τόπο, στὸν ὁποῖο νὰ χαθῆ, νὰ ἐξαφανισθῆ. «Εὔχομαι καὶ ἐπιδιώκω, ἔγραφε, ἕναν ἄγνωστο τόπο, γιὰ νὰ ζήσω ἄγνωστος ἀνάμεσα σὲ ἀγνώστους, γιὰ νὰ γνωρίσω πιὸ πολὺ τὴν ἀχαριστία μου καὶ τὴν ἁμαρτία μου καὶ νὰ πλησιάσω καὶ νὰ γνωρίσω τὸν Θεὸ ἀπὸ πιὸ κοντά, γιὰ νὰ διαλυθῶ τελείως ἀπὸ τὴν μεγάλη Του ἀγάπη». Ὅμως «ἄλλαι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου». Ἤδη ἡ πολιτεία του εἶχε γίνει γνωστὴ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Συχνὰ προσκυνητὲς χτυποῦσαν τὸ καμπανάκι του, ἔστω κι ἂν διάβαζαν στὴν πόρτα του: «Σημειῶστε στὸ χαρτὶ τί θέλετε νὰ συζητήσουμε καὶ βάλτε το μέσα στὸ κουτί. Περισσότερο θὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὴν προσευχὴ παρὰ ἀπὸ τὴν ἀργολογία».
Τὰ τελευταῖα δεκατέσσερα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔμεινε στὸ Κελλὶ «Παναγούδα». Ἐκεῖ ὕστερα ἀπὸ θεία πληροφορία, ἀφιερώθηκε πλέον στὴν διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ξεχειλίσει τὸ πνευματικὸ μέλι τῶν χαρισμάτων ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, καὶ ἐκεῖνος, ὡς καλὸς οἰκονόμος, τὸ πρόσφερε πλούσια σὲ ὅποιον τὸν πλησίαζε. Τὴν νύκτα τὴν ἀφιέρωνε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἡμέρα δεχόταν ὅσους κατέφευγαν στὸ Καλύβι του. Γινόταν «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι», γιὰ νὰ ὁδηγήση ψυχὲς στὴν σωτηρία. Ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του: «Κόσμος πολύς, κουρασμένος, βασανισμένος· ψυχὲς τραυματισμένες. Ἄνθρωποι μὲ σοβαρὰ θέματα ποὺ ἔχουν πραγματικὴ ἀνάγκη καὶ ἀγαθὴ διάθεση... Πολλοὶ ἄνθρωποι, πολὺς κόπος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μὲ τοὺς Ἁγίους μὲ κρατᾶνε στὸ πόδι. Πρέπει νὰ μπορῶ πάντα. Μπορῶ δὲν μπορῶ, πρέπει νὰ μπορῶ». Βοηθοῦσε μεγάλους καὶ μικρούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Μὲ τὸ διορατικό του χάρισμα ἔβλεπε καρδιὲς ἀνθρώπων, μὲ τὸν θεῖο φωτισμὸ καθοδηγοῦσε, μὲ τὴν ἁγία του ἁπλότητα ξεκούραζε, μὲ τὴν πατρικὴ στοργή του παρηγοροῦσε, μὲ τὸ ἰαματικό του χάρισμα θεράπευε σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ξεχείλιζε ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη καὶ θὰ ἤθελε, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ μοιράση σὲ ὅλον τὸν κόσμο τὴν «καιομένην ὑπὲρ ἁπάσης τῆς κτίσεως» καρδιά του.
Τὸ διάστημα αὐτό, καθὼς ἔβλεπε νὰ λιγοστεύη ὅλο καὶ περισσότερο τὸ ἀγωνιστικὸ καὶ ἀσκητικὸ πνεῦμα, θέλησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ διασώση βίους παλαιῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀγωνιστῶν, τοὺς ὁποίους πρῶτα ὁ ἴδιος εἶχε μιμηθῆ. Ἔτσι ἔγραψε τὴν βιογραφία τοῦ Γέροντος ΧατζηΓεώργη καὶ τὸ βιβλίο «Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα».
Τοὺς τελευταίους ὀκτὼ μῆνες τῆς ἐπιγείου ζωῆς του – ἀπὸ τὸν Nοέμβριο τοῦ 1993 μέχρι τὶς ἀρχὲς Ἰουλίου τοῦ 1994 – ὁ Γέροντας Παΐσιος λόγῳ τῆς ἀσθένειας τοῦ καρκίνου καὶ τῆς ἐξελίξεώς της παρέμεινε στὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης. Οἱ ὀδυνηροὶ πόνοι ποὺ ὑπέμεινε τὸ διάστημα αὐτό, ἔλεγε πὼς τὸν ὠφέλησαν ὅσο δὲν τὸν ὠφέλησαν ὅλοι οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες τῆς ζωῆς του. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ταφῆ στὸ Ἡσυχαστήριο, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς στίχους ποὺ ἔγραψε καὶ χαράχθηκαν κατὰ τὴν ἐπιθυμία του σὲ μικρὴ μαρμάρινη πλάκα ἐπάνω στὸν τάφο του. Ἐπίσης, ζήτησε ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία νὰ τελεσθῆ ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τοῦ Ἡσυχαστηρίου στὸ Παρεκκλήσι τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ νὰ παρευρεθῆ σ' αὐτὴν μόνον ἡ Ἀδελφότητα. Ἐπιθυμία του τέλος ἦταν νὰ μὴ γίνη ποτὲ ἡ ἐκταφή του.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὴν ἑνδεκάτη πρωινὴ ὥρα τῆς 12ης Ἰουλίου τοῦ 1994. Τὸ βράδυ τελέσθηκε Ἀγρυπνία καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία. Ἐτάφη πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου.
Μετὰ τὴν κοίμησή του, ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας προστρέχουν στὸν τάφο του, γιὰ νὰ ἀντλήσουν βοήθεια, δύναμη καὶ παρη γοριά. Κάποιοι ἀφήνουν ἐκεῖ γράμματα μὲ τὰ ὁποῖα ζητοῦν τὴν πρὸς τὸν Θεὸ μεσιτεία του ἢ ἐκφράζουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὴν βοήθειά του. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀποφασίζουν νὰ ἀγωνισθοῦν «τὸν καλὸν ἀγῶνα» ἔχοντας ὡς βοήθεια τὶς διδαχές του: Ἁπλοποίηση τῆς ζωῆς, καλὴ ἀνησυχία, μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, καλλιέργεια καλῶν λογισμῶν, ἀγάπη καὶ ταπείνωση, φιλότιμο, ἀρχοντιὰ καὶ θυσία. Ἄνθρωποι ποὺ τὸν εἶχαν γνωρίσει καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν τὸν συνάντησαν ποτέ, ἀλλὰ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κάποιο βιβλίο ἢ ἀπὸ κάποια θαυμαστὴ παρουσία του στὴν ζωή τους, ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι τὸν αἰσθάνονται νὰ βρίσκεται κοντά τους καὶ νὰ πρεσβεύη γι' αὐτοὺς στὸν Θεό.
Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἀμήν!