ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
Πράξ. 11, 19-30
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
«Καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει
τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ»
(Πράξ. 11, 23)
Ο ΠΡΩΤΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὁ πρῶτος διωγμὸς ἄρχισε. Κηρύχτηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, στὰ Ἰεροσόλυμα. Οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ποὺ εἶχαν σταυρώσει τὸ Χριστό, αὐτοὶ καὶ τώρα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, κήρυξαν διωγμὸ κατὰ τῶν μαθητῶν καὶ ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐκήρυτταν τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἰδέα καὶ μόνο, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ αὐτοὶ σταυρώσανε ἀναστήθηκε δυνατὸς καὶ κραταιὸς ἀπὸ τὸν τάφο καὶ θὰ ἔρθῃ πάλι γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο, καὶ μόνο αὐτὴ ἡ ἰδέα, τάραξε τοὺς ἄρχοντες καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ ἡσυχάσουν. Καὶ νόμιζαν οἱ ταλαίπωροι ὅτι θὰ ἡσυχάσουν, ἐὰν τὸ Χριστὸς ἀνέστη ἔπαυε νὰ ἀκούγεται. Διωγμός, λοιπόν, κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Διωγμοὶ κατὰ τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου, διωγμὸς ἐξοντωτικός. Πρῶτο δὲ θῦμα τοῦ διωγμοῦ ἦταν ὁ Στέφανος.
* * *
Ὁ Στέφανος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς
ἑπτὰ πρώτους διακόνους, ποὺ διάλεξε ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν
πιστὸ λαὸ στὶς ὑλικές του ἀνάγκες. Κανεὶς πεινασμένος δὲν ἔπρεπε νὰ
ὑπάρχῃ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Καὶ ὁ Στέφανος ἀναδείχθηκε ἕνας στοργικὸς
πατέρας τοῦ λαοῦ. Φρόντιζε γιὰ τὴν ὑλικὴ τροφὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν
πνευματικὴ τροφὴ τοῦ λαοῦ ποὺ πίστεψε στὸν Θεό. Μὲ δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη
ἐφέρετο σὲ ὅλους. Μὲ φλογερὴ καρδιὰ κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ
ζωντανὸ παράδειγμά του τραβοῦσε πολὺ κόσμο στὴ νέα πίστι. Ἀλλὰ ἡ πρόοδος
αὐτὴ τοῦ κηρύγματος ἦταν ἐκείνη ποὺ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν ἀπίστων
Ἰουδαίων κατὰ τοῦ Στεφάνου. Ὁ Στέφανος, ὁ φλογερὸς κήρυκας τοῦ
εὐαγγελίου, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἐξοντωθῇ. Τὸν συλλαμβάνουν λοιπόν, τὸν
δικάζουν οἱ παράνομοι, τὸν καταδικάζουν σὲ θάνατο, τὸν βγάζουν ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλι, κʼ ἐκεῖ χιλιάδες χέρια φανατικῶν Ἰουδαίων παίρνουν πέτρες καὶ
τὸν πετροβολοῦν, ἐνῷ ὁ Στέφανος γονατιστός, μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλα,
προσευχόταν γιὰ τοὺς φονιᾶδες.
Οἱ ἄπιστοι Ἰουδαῖοι ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσι τοῦ Στεφάνου
ἐλπίζανε πὼς θὰ σταματήσῃ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ἀλλὰ τὸ κήρυγμα τοῦ
εὐαγγελίου .οχι μόνο δὲν σταμάτησε, ἀλλὰ καὶ διαδόθηκε πιὸ πολύ. Ἐνῷ
πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Στεφάνου τὸ κήρυγμα περιψριζόταν μέσα
στὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, μετὰ ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Στεφάνου
ξάπλωσε καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα. Οἱ χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες,
ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα ἐξ αἰτίας τοῦ Διωγμοῦ,
διασκορπίστηκαν σὲ ἄλλα μέρη, ἔφτασαν μέχρι τὴ Φοινίκη καὶ τὴν Κύπρο καὶ
τὴν Ἀντιόχεια καὶ παντοῦ ἐκήρυτταν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἀντὶ
λοιπὸν νὰ κάνῃ κακὸ ὁ διωγμός, ὅπως περίμεναν οἱ ἄπιστοι Ἰουδαῖοι, ἔκανε
καλό. Ὁ διωγμὸς ἐκεῖνος συνετέλεσε στὴν ἐξάπλωσι τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἔξω
ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ἔτσι γίνεται πάντοτε˙ ὅσο χτυπιέται ἡ θρησκεία τοῦ
Χριστοῦ, τόσο αὐξάνει καὶ ῥιζώνει πιὸ βαθειὰ μέσʼ στὶς καρδι[ες τῶν
ἀνθρώπων. Καὶ ὅπου μαρτυρεῖ ἕνας χριστιανὸς γιὰ τὴν πίστι του, ὁ Θεὸς
σηκώνει ἄλλους γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸ φλογερὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου.
* * *
Ἒκεῖ ποὺ εἶχε ἐξαιρετικὴ πρόοδο
τὸ κήρυγμα ἦταν ἰδίως ἡ Ἀντιόχεια. Ἡ πόλις αὐτὴ ἦταν ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες
πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἡ Ἀντιόχεια εἶχε τότε πληθυσμὸ μισὸ περίπου
ἑκατομμύριο κατοίκους. Σʼ αὐτὴ τὴν πόλι ἦρθαν κάποιοι χριστιανοί, ποὺ
κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ τὴ Λιβύη, καὶ αὐτοὶ οἱ χριστιανοὶ κήρυξαν
στὴ μεγάλη πόλι τὸ Χριστό. Τὰ ὀνόματά τους; Δὲν τὰ ἀναφέρει τὸ βιβλίο
τῆς ἁγίας Γραφῆς ποὺ λέγεται Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ
λαοῦ, ἄνθρωποι ταπεινοὶ καὶ ἁπλοϊκοί, ὅπως ἦταν οἱ πρῶτοι μαθηταὶ τοῦ
Χριστοῦ. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Μέσʼ στὶς καρδιὲς τῶν ταπεινῶν καὶ ἁπλοϊκῶν
αὐτῶν ἀνθρώπων ἔκαιγε ἡ φλόγα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης στὸ Χριστό. Καὶ
ὅ,τι πίστευαν δὲν τὸ ἔκρυβαν. Τὸ κήρυτταν στοὺς ἄλλους, καὶ τὰ ἁπλᾶ
ἀλλὰ γεμᾶτα πίστι λόγια τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἔφερναν λαμπρὰ ἀποτελέσματα.
Ψυχές, ποὺ ζοῦσαν στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, ἔβλεπαν τὴν ἀλήθεια καὶ
πίστευαν στὸ Χριστό. Ἔτσι μέσʼ στὴν Ἀντιόχεια δημιουργήθηκε μιὰ ἐκκλησία
μὲ πολλοὺς πιστούς.
Ἡ εἴδησις, ὅτι τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου στὴ μεγάλη αὐτὴ πόλι
προώδευσε τόσο πολύ, ἀκούστηκε μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ
κατοικοῦσαν στὰ Ἰεροσόλυμα. Καὶ οἱ ἀπόστολοι ἔκριναν καλὸ νὰ στείλουν
στὴν Ἀντιόχεια ἕνα σπουδαῖο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου, τὸ Βαρνάβα. Ὁ
Βαρνάβας πῆγε στὴν Ἀντιόχεια κι ἄρχισε τὸ κήρυγμα˙ ἕνα κήρυγμα ποὺ ἔκανε
ἰδιαίτερη ἐντύπωσι στὸ λαό. Στὸ πρόσωπο τοῦ Βαρνάβα ἀκτινοβολοῦσε ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ Βαρνάβας ἦταν ὅ,τι καὶ ἔλεγε. Ὅποιος τὸν ἄκουγε, δὲν
ξεχώριζε τὰ λόγια του ἀπὸ τὸν βίο του. Ὁ Βαρνάβας ἦταν μιὰ ζωντανὴ
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸ κήρυγμα τοὺ Βαρνάβα συνετέλεσε πολὺ στὸ νὰ
αὐξηθῇ καὶ στερεωθῇ ἡ ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας. Κι ὅταν ὁ Βαρνάβας εἶδε,
πὼς ἡ ἐκκλησία αὐξάνεται καὶ πὼς αὐτὸς δὲν ἐπαρκεῖ πιὰ μόνος του γιὰ νὰ
διδάσκῃ τόσο λαό, φρόντισε νὰ βρῇ καὶ ἄλλο συνεργάτη. Πῆγε καὶ βρῆκε τὸν
Παῦλο, ποὺ ἔμενε στὴν Ταρσὸ καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα ἐμφανισθῆ δημοσίως στὸ
κήρυγμα. Τὸν ἔφερε στὴν Ἀντιόχεια, κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔφτασε ὁ Παῦλος
στὴν Ἀντιόχεια ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ κηρύττῃ, νὰ μιλᾶῃ γιὰ τὸ Χριστό. Νέα
πρόοδος καταπληκτικὴ σημειώθηκε τότε στὴν ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας. Καὶ
κοντὰ στὰ ἄλλα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ συνέβησαν στὴ μεγάλη
αὐτὴ πόλι μὲ τὸν ἔρχομὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, ἦταν κι αὐτό˙ ὅτι
ὅσοι πίστευαν στὸ Χριστὸ ὠνομάστηκαν χριστιανοί. Καὶ ἀπὸ τότε μὲ τὸ
ὄνομα αὐτὸ εἶνε γνωστοὶ στὸν κόσμο ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό.
* * *
Ἀπʼ ὅλη τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ
ποὺ ἀκούσαμε σήμερα θὰ ἤθελα νὰ κρατήσουμε γιὰ δίδαγμα μιὰ προτροπὴ ποὺ
ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς πρώτους χριστιανοὺς τῆς Ἀντιοχείας ὁ Βαρνάβας. Τοὺς
προέτρεπε, λέει, νὰ μένουν ἀφωσιωμένοι καὶ προσκολλημένοι στὸν Κύριο
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ναί! Νὰ μένουν μὲ ὅλη τὴ διάθεσι τῆς καρδιᾶς τους.
Νὰ μένουν μέχρι τέλους. Καὶ ἔκανε αὐτὴ τὴν προτροπὴ ὁ Βαρνάβας, γιατὶ
ἤξερε ὅτι πολλοὶ εἶνει ἐκεῖνοι ποὺ ἀκοῦνε ἕνα κήρυγμα καὶ πιστεύουν στὸ
Χριστό, ἀλλὰ δὲν μένουν ὅλοι μέχρι τέλους. Βαδίζουν στὴν ἀρχὴ μὲ
προθυμία τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόλις παρουσιαστοῦν τὰ πρῶτα ἐμπόδια οἱ
ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀπογοητεύονται, σταματοῦν καὶ γυρίζουν πίσω καὶ
ξαναρχίζουν τὴν παλιά τους ἁμαρτωλὴ ζωή. Δὲν εἶνε σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι
στὴν ἀπόφασί τους. Ἔτσι ἀπὸ τοὺς 100, ποὺ πιστεύουν κι ἀκολουθοῦν τὸ
Χριστό, στὸ τέλος τοῦ δρόμου δὲν μένουν παρὰ λίγοι, πολὺ λίγοι, 2 ἤ 3 ἤ 4
ἤ 5… Οἱ ἄλλοι; Φεύγουν δυστυχῶς καὶ γίνονται λιποτάκτες, προδότες, καὶ
ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ.
Γιʼ αὐτὸ ἀγαπητοί μου, ἄς προσέξουμε τὴν προτροπὴ αὐτὴ τοῦ
ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ ἄς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, ὄχι μόνο σήμερα καὶ
αὔριο, ἀλλὰ ὅλο τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας, μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς, νὰ
μένουμε κοντά του, πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα παιδιά του, πραγματικοὶ
χριστιανοί, ὅπως ἦταν οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι χριστιανοί, ποὺ πίστευαν καὶ
μαρτυροῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 39-44 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).