ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Ἰωάν. 9, 1-38
Tου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστιν˙ ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι»(Ἰωάν. 9, 4)
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν στὸν κόσμο συμφορὲς καὶ θλίψεις, ποὺ προκαλοῦν τὴν ἀπορία˙ Γιατί νὰ συμβαίνουν τὰ διάφορα θλιβερὰ γεγονότα ποὺ πλήττουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀφαιροῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία;
Ὅσοι ὅμως δὲν στηρίζονται μόνο
στὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐξετάζουν τὰ διάφορα γεγονότα κάτω ἀπὸ τὸ
ὑπερφυσικὸ φῶς τῆς Γραφῆς, αὐτοὶ λύνουν πολλὲς ἀπορίες τους καὶ παίρνουν
ἱκανοποιητικὴ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα, γιατὶ συμβαίνει αὐτὸ ἤ ἐκεῖνο τὸ
θλιβερὸ γεγονός.
Τὸ καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ γῆ εἶνε νὰ ἐργάζεται τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ καὶ στὶς δύσκολες στιγμὲς νὰ ἀφήνη τὰ πάντα μὲ ἐμπιστοσύνη
στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία, ἀπείρως πιὸ σοφὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο,
κατευθύνει τὰ σύμπαντα πρὸς ἕνα τελικὸ σκοπό.
* * *
Γιὰ ἕνα θλιβερὸ περιστατικὸ
μιλάει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Περιστατικό, ποὺ οἱ σύγχρονοι τότε
ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τὴν ἐξήγησί του, τὴν ὁποία ἔδωσε μόνο ὁ
Χριστός.
Στὰ Ἰεροσόλυμα, τὴν πρωτεύσουσα τοῦ Ἰσραήλ, ζοῦσε ἕνας τυφλὸς
ἐκ γενετῆς./ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπὸ ἕνα σκοτάδι ἦλθε στὸ ἄλλο σκοτάδι. Τὸ
ἕνα σκοτάδι ἦταν ἡ κοιλιὰ τῆς μάνας του. Τὸ ἄλλο ἦταν ἡ ζωὴ ποὺ ἔζησε
ὕστερα ἀπὸ τὴ γέννησί του. Τί δυστυχισμένος ἄνθρωπος! Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν
μιὰ συνεχὴς καὶ ἀπέραντη νύχτα. Δὲν ἤξερε πότε ἀνατέλλει καὶ πότε
βασιλεύει ὁ ἥλιος. Δὲν ἤξερε πότε βγαίνουν τὰ ἄστρα, πότε βγαίνουν τὰ
λουλούδια, πότε πρασινίζουν οἱ κάμποι, πότε φυλλοροοῦν τὰ δέντρα!
Ὁ Χριστὸς πέρασε κάποτε ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ στεκόταν χρόνια καὶ
χρόνια ὁ τυφλὸς αὐτὸς καὶ ζητοῦσε τὴ συνδρομὴ τῶν περαστικῶν. Στάθηκε
καὶ τὸν κοίταξε. Οἱ μαθηταί, βλέποντας τὴ μεγάλη αὐτὴ συμφορά, ζήτησαν
νὰ μάθουν στὴ συγκεκριμένη αὐτὴ περίπτωσι, ποιά εἶνε ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ,
γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ εἶνε τυφλὸς ἐκ γενετῆς. Ρωτοῦν τὸ Χριστό˙
«Ποιός ἔφταιξε, αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς του;» (Ἰωάν. 9, 2).
Ἐὰν ἀπαντοῦσε ὁ κόσμος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, θὰ
ἔλεγε ὅτι ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ, εἶνε οἱ γονεῖς. Ὑπάρχουν δὲ καὶ
περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες γονεῖς ποὺ ζοῦν διεφθαρμένη καὶ ἔκφυλη ζωή,
γονεῖς μέθυσοι καὶ ἀλκοολικοί, γεννοῦν παιδιὰ ἀνάπηρα, τυφλὰ καὶ κουφά.
Ὑπάρχουν δὲ καὶ ἄλλες περιπτώσεις, ποὺ παιδιὰ ἀπὸ ὑγιεῖς γονεῖς
γεννήθηκαν γερὰ καὶ ρωμαλέα, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν πρόσεξαν στὴν κατόπιν ζωή
τους καὶ περιέπεσαν σὲ διάφορες παρεκτροπὲς καὶ ἀσωτίες, σὰν ἀποτέλεσμα
αὐτῶν ἦρθε ἡ τύφλωσις, ἡ κώφωσις καὶ κάθε ἄλλο σωματικὸ δυστύχημα. Πόσοι
τέτοιοι νέοι ποὺ ἦταν ὑγιεῖς κατήντησαν παράλυτοι, καὶ ζοῦν τώρα μέσα
σὲ ἄσυλα ἀνιάτων μιὰ ζωὴ δυστυχισμένη;
Ἀλλὰ στὴν προκειμένη περίπτωσι τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου δὲν
συνέβαινε τοῦτο. Διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς γεννήθηκε τυφλός, καὶ συνεπῶς
δὲν εἶχε διαπράξει κανένα ἀτομικό του ἁμάρτημα. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἄλλη
περίπτωσις, νὰ εἶχαν δηλαδὴ ἁμαρτήσει οἱ γονεῖς του, ἀποκλείσθηκε ἀπὸ
τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος σὰν παντογνώστης γνώριζε καὶ γνωρίζει τὰ πάντα. Ἡ
αἰτία τῆς τυφλώσεως δὲν βρισκόταν οὔτε στὸν ἴδιο οὔτε στοὺς γονεῖς του.
Στὸ μυστήριο ποὺ ἔκρυβε ἡ περίπτωσις τοῦ τυφλοῦ ἔρχεται καὶ
ρίχνει φῶς ὁ Χριστός. Διότι λέει, ὅτι γεννήθηκε τυφλὸς γιὰ νὰ φανερωθῆ ἡ
παντοδυναμία καὶ ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ.
Βεβαίως, ἐὰν ἡ ὑπόθεσις ἐξετασθῆ στενά, ὁ τυφλὸς στὸ διάστημα
τῆς τυφλώσεώς του ὑπέστη μιὰ ζημιά. Στερήθηκε τὸ φῶς τῶν ματιῶν του.
Ἀλλὰ ἡ ζημιὰ αὐτή, ὅσο μεγάλη καὶ ἄν φαίνεται, εἶνε μικρὴ καὶ ἀσήμαντη
μπροστὰ στὴ μεγίστη ὠφέλεια ποὺ ἀπήλαυσε, ὄχι μόνο νὰ θεραπευθῆ καὶ νὰ
δῆ ἀπότομα καὶ νὰ θαυμάση τὸν ὥραῖο κόσμο ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός, ἀλλὰ – τὸ
σπουδαιότερο – νὰ γνωρίση τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε τὸ ἀληθινὸ φῶς τῆς
ἀνθρωπότητος. Μυστηριώδη λοιπὸν σκοπὸ εἶχε ἡ πάθησις τοῦ τυφλοῦ.
Ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς τυφλώσεως στὴν
προκειμένη περίπτωσι, εἶπε ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ
ἀμέτρητα ἔργα ποὺ ἦρθε νὰ κάνη στὴ γῆ γιὰ νʼ ἀποδείξη ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ
Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ἐγώ, εἶπε, πρέπει νὰ ἐργάζωμαι τὰ ἔργα
τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου˙
«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν˙ ἔρχεται
νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι».
* * *
Ἀδιάκοπη ὑπῆρξε ἡ ἐργασία τοῦ
Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τυφλοί, κουφοί, λεπροί, ἄρρωστοι
ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, ἅμαρτωλοὶ ποὺ ἔκλαιγαν καὶ μετανοοῦσαν γιὰ τὶς
ἁμαρτίες τους, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψεως, κατὰ τὸ
διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του ἔρχονταν καὶ ἀπολάμβαναν τὶς δωρεές του.
Κανένας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν εὐεργέτησε σὲ τέτοιο βάθος, πλάτος καὶ ὕψος
τὸν ἄνθρωπο, ὅσο ὁ Χριστός.
Μέρα καὶ νύχτα ἐργαζόταν γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐνῶ
σχολαστικοὶ ραββῖνοι τῶν Ἱεροσολύμων καὶ φλύαροι φιλόσοφοι τῶν Ἀθηνῶν
καὶ τῆς Ρώμης προσπαθοῦσαν νὰ λύσουν τὸ πρόβλημα τοῦ πολυειδοῦς κακοῦ
στὸν κόσμο καὶ ἔπεφταν σὲ τόσες πλάνες καὶ ἀνοησίες χωρὶς νὰ προσφέρουν
καμμιὰ βοήθεια στὸν ἄνθρωπο, ὁ Χριστὸς σὰν ἥλιος πνευματικὸς ἐφώτιζε τὸν
κόσμο. Μὲ συντομία ἔλυνε τὶς ἀπορίες καὶ εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους. Κι
ὅπως ὁ ἥλιος δὲν παύει οὔτε μιὰ στιγμὴ νὰ στέλνη τὸ ζωογόνο φῶς του στὴ
γῆ, ἔτσι κι ὁ Χριστός, καὶ ὅταν ζοῦσε σωματικὰ στὴ γῆ ἄλλα καὶ τώρα ποὺ
βρίσκεται στοὺς οὐρανούς, δὲν ἔπαυσε καὶ δὲν παύει νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴ
σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10, 38).
Στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας καλεῖ ὡς συνεργάτες ὅλους τοὺς
χριστιανούς. Ὑπάρχει τόσο κακὸ στὸν κόσμο. Ὑπάρχουν μυριάδες ἄνθρωποι
ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ σωματικοὺς καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ ψυχικοὺς πόνους καὶ
ἔχουν ἀνάγκη τὴ βοήθεια τῶν συνανθρώπων τους. Ἄς μιμηθοῦμε λοιπόν, τὸ
Χριστό. Ἄς ἐργαζώμαστε τὸ καλό. Ἄς γίνη ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἕνας μικρὸς
ἥλιος, ποὺ θὰ εὐεργετῆ μὲ τὰ λόγια του καὶ μὲ τὰ ἔργα του τοὺς
συνανθρώπους.
Σὲ λίγο ἡ ἐπίγεια ζωὴ σβήνει καὶ ἔρχεται ἡ μεγάλη νύχτα τοῦ
θανάτου, καὶ θὰ κλάψουμε καὶ θὰ πενθήσουμε πολύ, γιατὶ στὸν κόσμο αὐτὸ
δὲν πράξαμε τὸ καλό, ὅπως τὸ ἔπραξε ὁ Κύριος στὴν ἐπίγεια ζωή του.
Ὼ ἄνθρωποι, ἐργάζεσθε, λοιπόν, τό καλό!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 125-130 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).