Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον, Ἀρχ. Π. Ντανᾶ

Ἀγρίνιο 9/6/2021                                    

    Ἀρχιμανδρίτου Παύλου Ντανᾶ

Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας

 «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰωαν. 20, 20)

(ἀπόδοση ἑορτῆς Πάσχα)

     Ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα καί γιά σαράντα ἡμέρες ζοῦμε, ἀγαπητοί, μέσα στήν κοσμοχαρμόσυνη ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Ἡ Εὐαγγελική δέ περικοπή τοῦ Ἀντίπασχα μᾶς θυμίζει, γιά μιά ἀκόμη φορά, τό μεγαλύτερο γεγονός τῆς ἱστορίας, τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, μέ τήν ὁποία  προσφέρει  στόν κόσμο τήν εἰρήνη, τήν ἀνάπαυση, τήν αἰώνια ζωή, τήν ἀγάπη, τήν ἐλευθερία ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου καί  τήν  πνευματική χαρά. Γι’ αὐτή τή χαρά θά κάνουμε λόγο.

    Ἦταν τό βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ μαθηταί του εἶχαν συγκεντρωθεῖ σέ ἕνα σπίτι φοβισμένοι ἀπό τούς Ἰουδαίους. Καί ὁ Ἀναστάς Κύριος, ἀφοῦ ἐνεφανίσθη στήν Ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή καί στίς ἄλλες Μυροφόρες, ἀφοῦ ἐνεφανίσθη στόν Πέτρο καί στούς δύο ἄλλους μαθητάς πού ἐπορεύοντο στούς Ἐμμαούς, τό βράδυ ἐνεφανίσθη καί στό σύνολο τῶν ἐκλεκτῶν μαθητῶν του. Ἦταν συνηγμένοι στό γνωστό Ὑπερῶον, καί ἀπροσδοκήτως τόν βλέπουν νά ἐμφανίζεται ἐμπρός τους καί νά τούς εὐλογεῖ. Τόν βλέπουν μέ τά ἴδια πλέον τά μάτια τους, ἀκοῦνε τήν ἀγαπητή φωνή του, καί γεμίζει, σκιρτᾶ ἡ καρδιά τους ἀπό χαρά. Τό σημειώνει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής: «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰωαν. 20, 20).

    Πῶς νά μή χαροῦν; Πῶς νά μή νιώσουν ἀναπτερωμένες τίς ἐλπίδες τους καί ἀναζωογονημένο τό θάρρος καί τή δύναμή  τους; Ὁ ἀσφαλισμένος στόν τάφο, καθώς νόμιζαν, Κύριος ἦταν ἀνάμεσά τους. Σάν καί πρῶτα. Ὁ Ἴδιος. Ἡ παρουσία Του τούς γαληνεύει. Τούς χαρίζει τήν εἰρήνη. Τούς δίνει τή βεβαιότητα καί τή χαρά. Τούς χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τούς καλεῖ νά γίνουν ποιμένες καί διδάσκαλοι τῶν ἄλλων. Τή χαρά αὐτή οἱ μαθηταί δέν τήν κράτησαν γιά τόν ἑαυτό τους, κήρυξαν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί μετέδωσαν τή χαρά καί στούς ἄλλους. Καί ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ γέμισε τό χριστιανικό κόσμο ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔτσι, οἱ ἀνά τούς αἰῶνες μαθηταί τοῦ Ἀναστημένου Κυρίου, καί ἐμεῖς βέβαια, χαιρόμαστε γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας.

    α. Χαιρόμαστε πρωτίστως, διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει περίτρανα τή θεότητά Του. Εἶναι τό πρῶτο καί μέγιστο καί βασικό ἐπιχείρημα τῆς θεότητός Του. Βεβαίως, καί πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦταν ὁ Διδάσκαλος, ὁ Θαυματουργός, ὁ Ἅγιος καί Πάναγνος. Θαύμαζαν οἱ ἄνθρωποι τή σοφία Του, τή δύναμη, τήν ἁγιότητά Του.

   Ὅμως καί ἄλλοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «δίκαιοι» καί ἐκεῖνοι μέ τή δύναμη, βεβαίως, καί τήν ἔμπνευση τοῦ Θεοῦ, δίδαξαν καί θαυματούργησαν καί ἔζησαν ὅσια ζωή. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι πέθαναν. Κανένας ἀπ’ αὐτούς δέν ἀναστήθηκε. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀνά τούς αἰώνας, ὁ ὁποῖος ἀνέστησε ἑαυτόν διά τῆς δικῆς του δυνάμεως. Καί ἐμφανίσθηκε καί ἀνεστράφη καί συνομίλησε μέ πολλούς. Γι’ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι, παρά τήν κατάπληξη καί τούς πρώτους δισταγμούς τους, γρήγορα πείσθηκαν τελείως στήν Ἀνάστασή του καί μέ θάρρος καί παρρησία ἔγιναν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Ἀπ. Πέτρος, μάλιστα, μέ τό θεόπνευστο κήρυγμά του τήν Πεντηκοστή ἀπό το ἱστορικό ἐκεῖνο Ὑπερῶον, κάλεσε τούς ἀκροατές του νά πιστέψουν στήν Ἀνάσταση καί τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, νά μετανοήσουν καί νά βαπτισθοῦν στό ὄνομά Του. Ἐτσι, τόν ὁμολογοῦμε καί ἐμεῖς ὡς Θεόν, σαρκωθέντα, σταυρωθέντα καί «ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς Γραφάς».

   β. Ἡ Ἀνάσταση ἀκόμη εἶναι πηγή χαρᾶς, διότι ὁ Ἀναστάς Κύριος κατήργησε τό θάνατο. Μέ τό θάνατό του καί τήν Ἀνάστασή του πάτησε καί κατήργησε τό θάνατο: «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…», ψάλλουμε θριαμβευτικά. Ὅπως ὁ Χριστός πάτησε τό θάνατο καί ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπό τούς νεκρούς, ἔτσι μέ τή δύναμη τῆς Ἀναστάσεώς του, θά ἀναστηθοῦν ἀπό τόν τάφο ὅλοι οἱ νεκροί. Τό θνητό καί φθαρτό θά ἐνδυθεῖ τήν ἀθανασία καί ἀφθαρσία (Α΄ Κορ. 15, 53). «Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι», μᾶς φωνάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

   γ. Ἡ ανέκφραστος χαρά τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ γιά τήν Ἀνάσταση αὐξάνει ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψη ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀπαρχή μιᾶς νέας καί αἰωνίου «βιοτῆς». Μιᾶς καινούργιας ζωῆς. Τοῦτο δέ εἶναι μιά ὑπέρτατη δωρεά τοῦ Θεοῦ, πολύ μεγαλυτέρα ἀπό τή νέκρωση τοῦ θανάτου.

    Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ: « Ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀναστάς Χριστός ἤθελε μᾶς χαρίσει νά ζήσωμεν μίαν μακαρίαν ζωήν εἰς τούς οὐρανούς, συντροφευμένην ἀπό ὅλα τά ἀγαθά, ὄχι ὅμως αἰωνίαν καί ἀτελεύτητον, καί τοῦτο βέβαια ἤθελε νομίζεται εἰς ἡμᾶς ἕνα μέγα χάρισμα, καί μία εὐτυχία πλουσιωτάτη. τό δέ νά μᾶς χαρίσει τοιαύτην μακαρίαν καί πλήρη πάντων τῶν ἀγαθῶν ζωήν, ἔπειτα νά προσθέσει καί τό νά μή ἔχει τέλος ἡ αἰώνια ζωή, ἀλλά νά εἶναι αἰωνία καί ἀτελεύτητος, τοῦτο ἀληθῶς εἶναι ἕνα χάρισμα τῶν χαρισμάτων, ἕνα ἀγαθό τῶν ἀγαθῶν, καί μία εὐεργασία τῶν εὐεργεσιῶν» .

    Ὅσοι πιστέψουν καί ἀγαπήσουν τό Χριστό θά ἀκολουθήσουν στόν Παράδεισο τόν πρῶτο Νικητή τοῦ θανάτου καί θά μείνουν μαζί του αἰωνίως καί θά τοῦ προσφέρουν αἶνον καί ὕμνον καί συγχρόνως θά δοξάζονται ἀπ’ Αὐτόν. Δικαίως, λοιπόν, χαίρονται ὅλοι οἱ χριστιανοί αὐτές τίς ἡμέρες.

   Ἄς ἀκούσουμε τό ἀηδόνι τῆς Ἐκκλησίας τόν ὑμνωδό καί δογματικό, τόν Ἰωάννη τό Δαμασκηνό πόσο ὑπέροχα τό ψάλλει στό ἀληθινά ἀριστούργημά του, τόν Κανόνα τοῦ Πάσχα: «Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δέ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δέ κόσμος ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος. Χριστός γάρ ἐγήγερται, εὐφροσύνη αἰώνιος». Δηλαδή, γιά τό μέγα γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἄς εὐφραίνονται οἱ ἄγγελοι στούς οὐρανούς καί ἄς σκιρτοῦν ἀπό ἀγαλλίαση οἱ ἐπί γῆς ἄνθρωποι, ὅλος δέ ὁ κόσμος, καί ὁ οὐρανός καί ὁ ἀόρατος καί οἱ ἄνθρωποι καί οἱ ἄγγελοι ἄς πανηγυρίζουν, διότι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί εἶναι συνεχής καί ἀτελεύτητος ἡ χαρά.

            Ὁρατός κόσμος εἶναι οἱ ἄνθρωποι καί  ἀόρατος οἱ ἀόρατες δυνάμεις, οἱ ἄγγελοι. Αὐτό τό νόημα εἶχε ὁ στίχος τοῦ προφήτη Δαβίδ: «Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ…» (ψαλ. 95). Κι ἄν ὅπως εἶπε ὁ Χριστός «χαρά γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 11), πόσο μᾶλλον τώρα θα πληρωθοῦν ἀπό τή χαρά οἱ οὐράνιες δυνάμεις γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων; Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου λέει τά ἑξῆς: «Μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁδηγηθήκαμε ἀπό τό θάνατο στή ζωή, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς, ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία, ἀπό τή φυλακή τοῦ ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση, ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό».

    Στήν ἐποχή μας ἀναζητοῦμε τή χαρά σέ θολές πηγές καί στά λασπόνερα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ὑποδούλωσή μας στόν ὀρθολογισμό, ἡ ἄρνηση τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, ἡ θεοποίηση τῆς ἰατρικῆς μέ ἀφορμή τόν κορωνοϊό, ἡ θεοποίση τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ μείωση τῆς πίστεως, ἡ αὔξηση τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, ἡ ἀλαζονεία, ἡ σκληροκαρδία, ἔχουν δημιουργήσει στόν ἄνθρωπο τό ἄγχος, τήν ἀνία, τόν κορεσμό, τίς φοβίες, τή σύγχυση, τή νευρικότητα καί τήν ἀπελπισία. Ἐδῶ ἰσχύουν τά λόγια τοῦ προφήτου Ἡσαΐα «οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν» (Ἡσαΐα. 57, 21). Ὁ Χριστός ὅμως ἀναστήθηκε γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τή λύπη:«Ὦ Πάσχα λύτρον λύπης!», ἀναφωνοῦμε στόν ἀναστάσιμο Κανόνα.

«Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον»

  1. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει: «Μήπως δέν γιορτάσαμε ἐπί τόσα χρόνια το Πάσχα; Καί τοῦτο θά ἔρθει καί θά παρέλθει. Δέν ὑπάρχει τίποτε τό μόνιμο στόν παρόντα αἰώνα, ἀλλ’ οἱ μέρες μας φεύγουν σάν σκιά καί ὁ βίος μας τρέχει σάν ἔφιππος ταχυδρόμος ὥσπου νά μᾶς ὁδηγήσει στό τέλος τῆς παρούσης ζωῆς. Τί, θά πεῖ λοιπόν κάποιος, δέν πρέπει νά ἐπιθυμοῦμε τό Πάσχα; Νά τό ἐπιθυμοῦμε καί πολύ μάλιστα, ἀλλά ἐκεῖνο τό Πάσχα πού ἐπιτελεῖται κάθε μέρα. Καί ποιό εἶναι αὐτό; Ὁ καθαρισμός τῶν ἁμαρτιῶν: Ἡ συντριβή τῆς καρδιᾶς, τό δάκρυ τῆς κατανύξεως, ἡ καθαρή συνείδηση, ἡ νέκρωση τῶν γηίνων μελῶν: πορνείας, ἀκαθαρσίας, ἐπιθυμίας κακῆς, πάθους καί ὁποιασδήποτε ἄλλης κακίας. Ὅποιος ἀξιωθεῖ νά φθάσει ἐκεῖ, ὄχι μόνο μιά φορά τό χρόνο, ἀλλά κάθε μέρα «πασχάζει» καί ἑορτάζει διά τόν Κύριο. Ἐνῶ ὅποιος δέν ἔχει τά προαναφερθέντα καί εἶναι δοῦλος τῶν παθῶν δέν μπορεῖ νά ἑορτάσει. Πῶς νά ἑορτάσει αὐτός πού ἔχει θεό τήν κοιλιά του; Πῶς νά ἑορτάσει αὐτός πού φλέγεται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς σαρκός, πῶς ὁ βουτηγμένος στή φιλαργυρία, πῶς ὁ δοῦλος τῆς κενοδοξίας, πῶς ὁ αἰχμάλωτος τῶν ἄλλων παθῶν»;
  2. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ὅλο τό χρόνο ἔλεγε στόν κάθε ἄνθρωπο πού συναντοῦσε «Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου». Αὐτός ὁ χαιρετισμός δέν ἦταν ἁπλός, ἀλλά ἐκπορευόταν ἀπό τήν ἀναστάσιμη βιοτή του, ἀπό τή θερμουργό προσευχή του, τήν ἄσκηση, τή νηστεία, τήν κακοπάθεια, τή χαμαικοιτία, τή φύλαξη τῶν αἰσθήσεων καί γι’αὐτό ἀκριβῶς ζοῦσε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καθημερινά.

  Ἐμεῖς μέ ἀφορμή τόν κορωνοϊό, βλέπουμε τόν κάθε ἄνθρωπο ὡς φόβητρο μέ τό λογισμό, μήν κολλήσουμε ἀπό τούς ἄλλους μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχουν ψυχρανθεῖ οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις.

   Στή συνέντευξή του ὁ σοφός Καθηγητής Δογματικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ. κ. Δημ. Τσελεγγίδης στόν π. Πέτρο Heers ἀναφέρει συνοπτικά:

  • Ὁ Θεός οὔτε μολύνεται, οὔτε μολύνει.
  • Ἡ προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων εἶναι ἀπαραίτητη, ἀφενός γιά τήν βεβαίωση τῆς σχέσης πρωτοτύπου καί εἰκόνος καί ἀφετέρου γιά τή βεβαίωση τοῦ ὅτι ἡ εἰκόνα γίνεται φορέας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατεῖχαν τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα.
  • Ἡ προσκύνηση τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Ἁγίων Λειψάνων, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῆς χειρός τοῦ ἱερουργοῦντος (εἴτε ἱερέως εἴτε ἀρχιερέως), μᾶς κάνει μετόχους Ἁγιασμοῦ.
  • Ὁ ἱερουργός κατά τή Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος δανείζει τά χέρια του γιά τήν τέλεση τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Γι’ αὐτό καί προσκυνοῦμε τό χέρι τοῦ ἱερουργοῦ μέ τήν αἴσθηση τήν πνευματική, ὅτι προσκυνοῦμε τό χέρι τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδιανόητο λοιπόν πνευματικά, ὅτι θά γίνει φορέας- ὁ ἱερέας ἤ τό χέρι του- μιᾶς ἀσθένειας.
  • Ὀφείλουμε κοσμική ὑπακοή στήν ἐξουσία, γιά τήν ἀποφυγή τῆς ἀταξίας, ὄχι ὅμως γιά τά θέματα τῆς Πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου καμία θέση δέν ἔχει ὁ «Καίσαρας» παρά μόνον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί οἱ Ἅγιοι Ἄπόστολοι.
  • Ἡ μόνη ἀκοινωνησία μας, εἶναι ἡ ἀμετανοησία μας.
  1. Ὁ Κύριος μᾶς προσέφερε καί μᾶς προσφέρει διά τῆς Ἀναστάσεώς του τό ἀνεκτίμητο ἀγαθό πού λέγεται χαρά. Μιά χαρά ἄγνωστη γιά τόν ἔξω τοῦ Χριστοῦ κόσμο καί ἀκατανόητη. μιά χαρά χωρίς κενά, ὁλοκληρωμένη, πού ἱκανοποιεῖ πλήρως τόν πιστό, μιά χαρά στά βάθη τῆς καρδιᾶς σταθερή ἀκλόνητη. τόσο μόνιμη, ὥστε κανείς ἄνθρωπος, καμμία σκοτεινή δύναμη, κανένα δημιούργημα στό σύμπαν νά μπορεῖ νά πάρει αὐτή τή χαρά.

   Ἀλήθεια, πόσο λίγο πιστεύουμε σέ ὅλα αὐτά μερικοί σημερινοί χριστιανοί; Πόσο λίγη ἐπαφή ἔχουμε μέ τίς ἀλήθειες αὐτές; Πόσο μακριά ἀπέχουμε ἀπό ἐκεῖνα πού νομοθέτησε ὁ Χριστός;  Ὅταν ὅμως γνωρίσουμε τόν Κύριό μας οὐσιαστικά καί ἀληθινά, τότε καί μόνον τότε, θά ἀπολαύσουμε τή χαρά καί τήν αἰώνια εὐφροσύνη.

  1. Ταυτόχρονα νά σιχαθοῦμε καί νά ἀποστραφοῦμε τίς θολές πηγές τῆς χαρᾶς (ἀνέσεις, χρῆμα, μόδα, αἰσθησιακή ζωή, κοσμικές ἀπολαύσεις, καταχρήσεις), οἱ ὁποῖες σκοτίζουν τό νοῦ, διώχνουν τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μολύνουν τήν καρδιά καί ἀπομυζοῦν τήν πνευματική μας ζωή.

Νά προσέχουμε τούς ἑαυτούς μας, τό πολυτιμότατο καί ἀγαπητότατο κτῆμα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θά ἑορτάζουμε τό Ἅγιο Πάσχα. ἐδῶ μέν μέ χαρά καί ἀγαλλίαση θεοπρεπή, εἰς δέ τόν μέλλοντα αἰώνα «ἐκτυπώτερον», μέσα στήν παρουσία καί τό ἀνέσπερο φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

  1. Ρώτησαν τόν Ἅγιο Παΐσιο:

– Γέροντα πῶς θά μπορέσουμε νά ζήσουμε τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως;

– Νά καλλιεργήσουμε τό χαροποιόν πένθος γιά νά ἔρθει ἡ πραγματική χαρά. Ἄν ζήσουμε μέ εὐλάβεια καί κατάνυξη τή Μεγάλη ἑβδομάδα θά ζήσουμε μέ πνευματική ἀγαλλίαση τήν Ἁγία Ἀνάσταση.

Ρώτησαν πάλι τό Γέροντα:

– Γιατί Γέροντα σέ μερικά Μοναστήρια κάνουν λιτανεία τή δεύτερη ἤ τρίτη ἡμέρα μετά τό Πάσχα;

– Γιά νά σκορπίσουν τήν πασχαλινή χαρά.

– Χτυποῦν Γέροντα καί τίς καμπάνες;

Τή Διακαινήσιμο ἑβδομάδα χτυποῦν ὅλα μαζί. καμπάνες σήμαντρα, χειροσήμαντρα και ἡ καρδιά χτυπᾶ δυνατά ζώντας τό: «Ἀναστάσεως ἡμέρα…» , καί τελειώνει ὁ Ἅγιος μέ τήν εὐχή:

Εὔχομαι νά χαίρεσθε πάντοτε

μέ ἀγαλλίαση πνευματική

μέ συνεχή πασχαλινή χαρά

μέ ἐσωτερική γλυκιά ἀναστάτωση.