Τὰ Χριστούγεννα τραγουδιοῦνται συνήθως γιὰ τὴ λευκότητά τους. Μὰ τοῦτα τὰ Φῶτα εἶναι πραγματικὰ ὁλόλευκα. Τὸ χιόνι ἔφτασε τὸ ἕνα μέτρο! Οἱ δρόμοι ἀδιάβατοι. Ὅλοι κλειδαμπαρωμένοι στὰ σπίτια τους ἔβλεπαν ἀπὸ τὶς τζαμαρίες τὸ μοναδικὰ μαγευτικὸ θέαμα τοῦ χιονισμένου βουνίσιου τοπίου μὲ τὰ δέντρα κοσμημένα μὲ ἀπαράμιλλη αἰσθητικὴ ἀπὸ τὸν ἀόρατο Καλλιτέχνη.
Ὁ Μιχάλης σηκώθηκε, εἶδε τὸν καιρὸ καὶ ἄρχισε νὰ ντύνεται γιὰ τὴν ἐκκλησία.
-Θὰ βγεῖς; τὸν ρώτησε ἡ γυναίκα του.
-Ἔ, χρονιάρα μέρα.
-Ὑπάρχει κίνδυνος κρυολογήματος. Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα εἶναι ἄλλο, τὸ χιόνι γλιστράει.
-Θὰ πάω μὲ τὰ πόδια. Μὴ ἀνησυχεῖς. Θὰ φορέσω γαλότσες καὶ θὰ κουκουλωθῶ καλά.
Βγῆκε ἔξω. Καὶ βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὴ λευκὴ παγωνιά. Πῶς νὰ παλέψει μὲ τόσο ὄγκο χιονιοῦ; Τὸ σῶμα του λειτούργησε ὡς ἐκχιονιστικό. Ἄνοιγε δρόμο μὲ τὰ χέρια καὶ μὲ τὰ πόδια. Ἀγώνας, ἀλλὰ τὰ κατάφερε. Μόλις ἔστριψε τὴ μάντρα τῆς Κατασκήνωσης ἀντίκρισε τὸν ἅγιο Γιώργη στολισμένο, σὰν νὰ εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ παραμυθιοῦ. Τόσο ἐξωραϊσμένο μὲ τὰ παγωμένα λευκὰ στολίδια δὲν τὸν εἶχε δεῖ ἄλλες χιονισμένες χρονιές. Ἀνηφόρισε μὲ προσοχή, γιατί ὁ πάγος κρύβει παγίδες.
Ἔφτασε στὸ κατώφλι τοῦ Ναοῦ. Τινάχτηκε, σταυροκοπήθηκε καὶ μπῆκε. Ἡσυχία. Μιά βαθιὰ ἀδιατάραχτη γαλήνη. Μόνο ἡ ἤπια φωνὴ τοῦ παπα– Μάρκου ἀκουγόταν ἀπὸ τὸ Ἱερό. Καὶ ἡ ἀπάντηση ἑνὸς μοναδικοῦ ψάλτη ἀπὸ τὸ ἀναλόγιο. Τρεῖς ἄντρες καὶ δὺο γυναῖκες ὅλο – ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Ἀλλὰ … τί Λειτουργία!
Ὅλες οἱ Λειτουργίες στὸν Ἅγιο Γιώργη εἶναι κατανυκτικές. Νιώθεις κάτι τὸ ἰδιαίτερο νὰ πλανᾶται μέσα στὴν ἱερὴ ἀτμόσφαιρα. Αὐτὴ ἡ Λειτουργία ὅμως εἶναι ἀπὸ τὶς σπάνιες. Βλέπεις τὸ θυμίαμα νὰ ἀνεβαίνει ζεστὸ κόντρα στοὺς κρυστάλλους, ποὺ κρέμονται ἀπὸ τὴ στέγη ὡς τὰ τζάμια τῶν παραθύρων. Νιώθεις τὴν ἰδιαίτερη θαλπωρὴ τῆς ψυχῆς κόντρα στὴν παγωνιὰ ποὺ ζώνει τὸ σῶμα. Κι ἀφήνεις τὸ χιονισμένο ὀρεινὸ τοπίο καὶ τρέχεις γιὰ λίγο μὲ τὰ φτερὰ τῆς πίστης στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνη καὶ γίνεσαι μέτοχος τοῦ θαύματος, ὅταν «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις».
Σὰν νὰ ἀκοῦς τὴν οὐράνια φωνὴ τοῦ Πατέρα. Σὰν νὰ βλέπεις τὸν Υἱὸ μέσα στὰ νερὰ καὶ τὸν Πρόδρομο σιμά Του νὰ τὸν βαπτίζει. Σὰν νὰ θωρεῖς τὸ Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Καὶ γίνεσαι, ἔστω γιὰ λίγο, μὲ ἁπλὴ καρδιὰ κοινωνὸς τῆς Χάριτος.
Μετὰ τὴν ἀπόλυση ὁ παπα– Μᾶρκος βγῆκε ἀπὸ τὴ βορεινὴ πόρτα τοῦ Ἱεροῦ:
-Κύριε Μιχάλη.
-Ὁρίστε. (Δὲν εἶχε μάθει νὰ λέει «εὐλογεῖτε»).
-Σᾶς παρακαλῶ, ἂν θέλετε καὶ ἂν εἶναι δυνατό, νὰ πάρετε αὐτὰ τὰ δύο πρόσφορα. Νὰ δώσετε τὸ ἕνα στὴν κυρία Χρυσούλα καὶ τὸ ἄλλο στὴν κυρία Ἀριστέα. Μὲ τέτοιο καιρό, ὑποθέτω, δὲν ἔχουν ψωμί. Μπορεῖτε;
-Καὶ βέβαια μπορῶ.
Ἔκανε νὰ φύγει.
-Μιά στιγμή, παρακαλῶ.
Τοῦ ἔδωσε ἕνα πρόσφορο κομμένο σὲ τέσσερα κομμάτια.
-Αὐτὸ νὰ τὸ κάνετε ψιχουλάκια καὶ νὰ τὸ ρίξετε πάνω στὸ χιόνι, γιὰ νὰ βροῦν τὰ πουλάκια κάτι νὰ φᾶνε.
Ἂν δὲν σᾶς κάνει κόπο….
-Τί κόπος; Χαρά μου!
Ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε φανερὰ συγκινημένος. Θὰ μοῦ πεῖς «λεπτομέρειες!», ἀλλὰ «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα».
Ἄχ, παπα– Μᾶρκο μου, σκέφτηκε ὁ Μιχάλης. Δὲ μεριμνᾶς μόνο γιὰ τοὺς φυλακισμένους, γιὰ τοὺς ἀρρώστους, γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς δικαίους, γιὰ τοὺς γέροντες καὶ τὰ παιδιά, γιὰ τοὺς ζητιάνους καὶ ὅλους τοὺς φτωχούς. Γιὰ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο», γιὰ τὰ «Ἐνοριακὰ Νέα», γιὰ τὸ «Δίλεπτον», γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ νέου Ναοῦ, γιὰ τόσα καὶ τόσα ἄλλα. Σκέπτεσαι τὴ Χρυσούλα καὶ τὴν Ἀριστέα μὴ μείνουν χωρὶς ψωμί. Νοιάζεσαι ὡς καὶ τὰ πουλάκια, ποὺ εἶναι πεινασμένα καὶ δὲ βρίσκουν τίποτα νὰ φᾶνε ἀπὸ τὴ χιονοεπέλαση. Ἆραγε σκέπτεσαι μιά στιγμὴ τὸν ἑαυτό σου;
Τοῦτα τὰ Φῶτα φωτίστηκε καὶ ἀποκαλύφτηκε περισσότερο ἡ προσωπικότητα τοῦ παπα– Μάρκου. Καὶ φάνηκε καθαρὰ πὼς ἡ ἀγάπη του δὲν ἔχει ὅρια. Ἁπλώνεται παντοῦ, σὲ ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι σαφέστατα ὄργανο τῆς θείας Πρόνοιας.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019