Ο όσιος αυτός ήταν βάρβαρος από την Αφρική που είχε στρατολογηθεί από τους Άραβες κατά την μεγάλη επίθεσή τους εναντίον των παραλιακών πόλεων του Ιονίου Πελάγους, επί βασιλείας Μιχαήλ Β’ (820-829). Μετά την μεγάλη ήττα του Δραγαμέστου, ήταν μεταξύ των λίγων που κατόρθωσαν να σωθούν και έγινε ληστής, σκορπώντας παντού τον θάνατο και διαπράττοντας τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα.
Φθάνοντας μία ημέρα στον ναό του Αγίου Γεωργίου στην Νύσσα, παραμόνεψε τον ιερέα για να τον ληστέψει καθώς θα έβγαινε. Την στιγμή, όμως, της Μεγάλης Εισόδου, είδε τον Χριστό, με μορφή μικρού παιδιού, συνοδευόμενο από δύο λαμπρούς αγγέλους. Το ουράνιο αυτό όραμα μεταμόρφωσε την ψυχή του και ζήτησε αμέσως να κατηχηθεί στις χριστιανικές αλήθειες.
Μετά την βάπτισή του, εξέφρασε την επιθυμία να επιδοθεί σε βίο ασκήσεως και μετανοίας και μετά από αίτημά του, ο ιερέας Ιωάννης του έβαλε σίδερα στα χέρια και τα πόδια και γύρω από τον αυχένα αλυσίδα συνδεδεμένη με τα χέρια, η οποία τον ανάγκαζε να κρατά το κεφάλι χαμηλωμένο. Αφού έγινε έτσι αυτοπροαίρετα αιχμάλωτος του Χριστού, εγκαταβίωσε στο βουνό, ανάμεσα στα αγρίμια, εκτεθειμένος στην δριμύτητα των καιρικών συνθηκών και τρεφόμενος με χόρτα.
Τρία χρόνια σκληραγωγείτο με τον τρόπο αυτό, όταν κυνηγοί από την Νικόπολη (κοντά στην Πρέβεζα) τον τόξευσαν, νομίζοντας ότι σημαδεύουν θηρίο. Θανάσιμα πληγωμένος, ο Βάρβαρος ζήτησε να φέρουν τον πατέρα Ιωάννη. Όταν όμως εκείνος έφθασε στον τόπο εκείνο, ο εν μετανοία σκληραγωγούμενος είχε ήδη απέλθει προς συνάντηση του καλού Ληστού στον Παράδεισο.
Θέλησαν να μεταφέρουν το σώμα του στην Νικόπολη για να το τιμήσουν, αλλά ο Κύριος το μετέθεσε και εξαίφνης έγινε άφαντο, ως νέος Ενώχ.
Στον τόπο εκείνο ανηγέρθη παρεκκλήσιο, το οποίο αργότερα επεκτάθηκε και εξωραΐσθηκε. Από το χώμα ανέβλυζε θαυματουργό μύρο που θεράπευε πολλές ασθένειες και κατέστησε τον όσιο Βάρβαρο έναν από τους πιο ονομαστούς μυροβλύτες αγίους, προσελκύοντας πλήθη προσκυνητών στον ναό του.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ένατος, Μάιος, σελ. 183. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.