Ξεκινήσαμε, μέ μία συνάδελφο, νά πᾶμε γιά προσκύνημα σέ κάποιο μοναστήρι. Μαζί μας ἦρθε καί μία φίλη της, ἡ ὁποία κάθισε στήν μπροστινή θέση τοῦ αὐτοκινήτου, ἐνῶ ἐγώ καθόμουν στήν πίσω. Συστηθήκαμε, διότι δέν τήν εἶχα ξαναδεῖ. Ἡ συνάδελφός μου, δέν εἶχε ἔρθει ποτέ στό σπίτι μου. Κατά τή διάρκεια τῆς συζήτησής μας, μοῦ λέει:
«Λοιπόν, στό σπίτι σου ἔχεις διαβόλους», καί γελοῦσε. Τήν κοιτοῦσα, κι ἔλεγα ἀπό μέσα μου, «Παναγία μου, εἶναι τρελή»!
Τή ρώτησα: «Ποῦ ξέρεις τί ἔχω στό σπίτι μου; Οὔτε κάν μέ γνωρίζεις». «Κι ὅμως», μοῦ ἀπαντᾶ, «στό σύνθετο, στό τάδε συρτάρι ἔχει διαβόλους».
Ἄρχισα νά νευριάζω· τά μάτια της γυάλιζαν. Ἀφοῦ λογοφέραμε λίγο, μοῦ λέει: «στό τάδε συρτάρι, ἔχεις δύο τράπουλες»! Ὄντως, σέ ἐκεῖνο τό συρτάρι, εἶχα δύο τράπουλες!
Τέλος πάντων, φτάσαμε στό μοναστήρι καί παρατήρησα ὅτι τό πρόσωπό της ἦταν ἀγριεμένο. Οἱ καλόγριες ξεκίνησαν τήν ἀκολουθία καί ὅταν ἄρχισαν νά ψέλνουν, αὐτή ἄρχισε νά κυλιέται στό πάτωμα, νά βγάζει ἀφρούς ἀπό τό στόμα καί νά οὐρλιάζει. Ἐγώ φυσικά, τά εἶχα χαμένα, δέν κατάλαβα τί συνέβαινε. Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἦταν δαιμονισμένη. Ὅταν ἀνεβήκαμε στήν τράπεζα γιά καφέ, ἄρχισε νά τρώει κάτι ψεύτικα λουλούδια, πού στόλιζαν τόν χῶρο, μέ λύσσα. Κάποια στιγμή ἡ ἡγουμένη ἄρχισε νά τή σταυρώνει ἀπό πίσω, χωρίς αὐτή νά τήν βλέπει, μέ ἕνα μικρό κουτάκι, καί ἔτσι ἄρχισε νά ἡρεμεῖ. Νομίζω ὅτι τό κουτάκι περιεῖχε τμῆμα ἀπό τήν ἐσθῆτα τῆς Παναγίας.
Ἐπιστρέφοντας σπίτι μου, μετά ἀπό πολύ μεγάλο σόκ, πέταξα τίς τράπουλες καί δέν μποροῦσα νά ἡρεμήσω. Τά παιδιά μου κατάλαβαν πόσο ἀναστατωμένη ἤμουν. Ὅταν τούς εἶπα τί συνέβη, δέν μποροῦσαν νά τό πιστέψουν...!