μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
Πολλές φορές προσπαθοῦμε νά λύσουμε ἕνα πρόβλημά μας ἐπιστρατεύοντας τίς ἱκανότητές μας καί τά χαρίσματά μας ἤ τήν βοήθεια ἄλλων ἀνθρώπων. Ὁ Θεός ὅμως, εἶναι ἀκριβῶς μπροστά μας καί φτάνει νά τόν ἐπικαλεσθοῦμε γιά νά προστρέξει. Ὁ Θεός σέβεται τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἡ προῖκα τοῦ «κατ’ εἰκονα», καί δέν προσπαθεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο παρά τή θέλησή του. Στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς στέκεται μπροστά στό παράλυτο πλάσμα του, πού ἐπί τριάντα ὀκτώ χρόνια εἶναι κατάκοιτο, ἐνδεχομένως λόγω τῆς ἁμαρτωλότητός του, καί ζητεί τήν συγκατάθεσή του προκειμένου νά τό θεραπεύσει. Ὁ ἀσθενής ἐνώπιον τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου ἀποκρίνεται: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
Ὁ
Θεός πάντα ζητᾶ τήν συγκατάθεσή μας. Ἀκόμη καί στόν Εὐαγγελισμό τῆς
Θεοτόκου ὁ ἀρχάγγελος περίμενε νά ἀκούσει τό «γένητώ μου κατά τό ρῆμα
σου» ἀπό τήν Παναγία ὥστε νά ἀρχίσει ἡ ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιά
τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι δέν σεβόμαστε ὁ ἕνας
τόν ἄλλον καί βιαία καταργοῦμε τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἄλλου
προκειμένου νά τήν ὑποτάξουμε στή δική μας. Μέ ἕνα τρόπο ὁ Θεός ἔχει
διακριτικότητα καί τρυφερότητα πρός ἐμᾶς καί ἀρκεῖ ἡ δική μας συνέργια
γιά τήν σωτηρία μας. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πεῖ ἐλεύθερα «γενηθείτω τό
θέλημά σου» στόν Θεό καί νά τό ἐννοεῖ. Συνήθως ὅμως χρησιμοποιοῦμε τόν
Θεό ὥστε νά γίνει τό δικό μας θέλημα. Λέμε κατ’οὐσίαν «γενηθείτω τό
θέλημά μου» στόν Θεό καί τόν καλοῦμε νά βοηθήσει στό δικό μας σχέδιο.
Ὅμως, ὁ Θεός ἔχει πάντα ἕνα καλύτερο σχέδιο ἀπό τό δικό μας. Βεβαίως
λέγει «αἰτεῖτε και δοθήσετε ὑμῖν, κρούετε καί ἀνοιγήσεται», ὅμως, ὅσο
βαθαίνει ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό καί γίνεται σχέση ἀγάπης, τό ἀνθρώπινο
θέλημα παύει καί ἀκολουθεῖ τό θεῖο, ὅπως στήν ἐναγώνια προσευχή τοῦ
Κυρίου στήν Γεσθημανή: «μή τό θέλημα μου ἀλλά τό σόν γενέσθω». Τό ἴδιο
συνέβαινε στήν μία ὑπόσταση του Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένου: ὁ Χριστός εἶχε
καί ἀνθρώπινο καί θεῖο θέλημα ὅμως πάντοτε τό ἀνθρώπινο ἀκολουθοῦσε τό
θεῖο. Δέν εἶχε αὐτό πού ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητἠς ὁνομάζει γνωμικό
θέλημα.
Ἕνα
ἄλλο χαρακτηριστικό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς μεταβαίνει ὁ ἴδιος πρός
τόν ἀσθενῆ. Ὁ Θεός κινεῖται, δεν εἶναι στατικός, μᾶς δίνει εὐκαιρίες
μετανοίας, δέν ζεῖ ἀπομονωμένος σέ κάποια οὐράνια μακαριότητα, ἀλλά
περιβάλλει τό πλάσμα του μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη του καί τήν διαρκή πρόνοιά
του. Περιμένει ἀπό ἐμᾶς νά τόν καλέσουμε ἐλεύθερα νά εἰσέλθει στήν ζωή
μας. Νά ποῦμε «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν». Ἡ ἐπίγνωση τῆς διαρκοῦς
παρουσίας του δίπλα μας, βοηθᾶ νά ἀντιλαμβανόμαστε τίς ἄκτιστες
ἐνέργειές του, μέ τίς ὁποῖες ἐπικοινωνεῖ μαζύ μας καί ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο
νά ζεῖ ἐμπρός στήν διαρκῆ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τό ἐκφραζει ὁ Δαβίδ:
«Προορώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός...».
Στό
Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, πού γράφτηκε τελευταῖο, ἤδη
σημαίνονται τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τό νερό παραπέμπει στό
βάπτισμα. Ὁ «οἶκος ἐλέους» ὅπως μεταφράζεται τό ὄνομα Βηθεσδᾶ παραπέμπει
στήν Ἐκκλησία καί ἡ «ταραχή τοῦ ὕδατος» εἶναι ἕνας τρόπος νά ὀνομασθεῖ ἡ
ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού προσθέτει ἁγιαστική δύναμη στό νερό τῆς
κολυμβήθρας. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος «ἔμελλε
βάπτισμα δίδοσθαι...πάσας ἁμαρτίας καθαῖρον καί ἀντί νεκρῶν ζῶντας
ποιοῦν». Ὅπως ὁ Κύριος μέ ἕνα λόγο συνέσφιξε τά μέλη τοῦ παραλύτου τῆς
Βηθεσδᾶ ἔτσι καί στό βάπτισμα ἐνδύεται ὁ πιστός τόν Χριστό. Τό κοντάκιο
τῆς ἑορτῆς τοῦ παραλύτου ἐκφράζει τά παραπάνω χαρακτηριστικά: «τήν ψυχήν
μου Κύριε...δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον τῆ θεϊκῆ σου ἐπιστασία...».
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια
Θεσσαλονίκη, 2015